Προηγούμενα καὶ παρεπόμενα
Τοῦ πρωτοπρ.
π. Γεωργίου Δ. Μεταλληνοῦ,
Ὁμοτ. Καθηγητοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
ΤΟ ΘΕΜΑ τοῦ Ὅρκου ἐμφανίσθηκε, μὲ ὀξύτητα μάλιστα, στὸν πολιτικὸ
καὶ κοινοβουλευτικὸ βίο τῆς Ἑλλάδος ἤδη ἐπὶ Καποδίστρια (1828-1831). Εἶναι γνωστόν, ὅτι ὁ Ἰ. Καποδίστριας
(1776-1831), ὁ μόνος ἐξ ὁλοκλήρου ὀρθόδοξος πολιτικὸς τῆς Νεωτέρας Ἑλλάδος,
ὁρκίσθηκε κατὰ τὴν ἀνάληψη τῶν καθηκόντων του. Μὲ τὴν πράξη του αὐτὴ ἀνεβίωσε
καὶ στὸ Ἑλληνικὸ Κράτος ἡ παράδοση τῶν «Βυζαντινῶν» αὐτοκρατόρων.
Ἕνα Ἔθνος, ποὺ ζοῦσε ἀκόμη στὴν ἑλληνορθόδοξη
παράδοσή του, δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ ἐνοχληθεῖ ἀπὸ τὴν ὁρκωμοσία τοῦ Ἡγέτη του. Ἐν
τούτοις ὁ «Ὅρκος ἀπὸ κάποια συγκεκριμένη ἀφορμή, ἔγινε ζήτημα στὴν ἑλληνικὴ κοινωνία
τὸ 1829. (Βλ. Τ. Ἀθαν. Γριτσοπούλου». ΠΕΡΙ ΟΡΚΟΥ, θέσες τοῦ ζητήματος κατὰ τὴν
ἐποχὴν τοῦ Καποδίστρια καὶ Γνωμάτευσις Ἰωάννου Γενατᾶ, Ὑπουργοῦ Δικαιοσύνης»,
στὸ ΑΡΧΕΙΟΝ Ἐκκλησιαστικοῦ καὶ Κανονικοῦ Δικαίου, τόμ. Ζ/ (1962) σελ.
116-142).Ὁ ἀπὸ Χριστιανουπόλεως ἐπίσκοπος Τριφυλίας Παΐσιος καὶ τοποτηρητὴς
Μεσσηνίας, ἔλαβε ἀναφορὰ δύο κληρικῶν του, ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἐζητήθη ὅρκος στὰ
πολιτικὰ δικαστήρια στὸ Εὐαγγέλιο. Ὁ Πρόεδρος τοὺς «ἐβίασε», μὲ τὸ ἐπιχείρημα
ὅτι ὁ ὅρκος εἶναι «νόμος τοῦ Κράτους», συνεπῶς ἀπὸ τὴν περίοδο τῆς
Ἐπαναστάσεως.
Ὁ Παΐσιος «κατέστησεν ἀργούς» τοὺς δύο Κληρικούς, ζητώντας
ταυτόχρονα ὁδηγίες ἀπὸ τὸ Ὑπουργεῖο Ἐκκλησιαστικῶν. Σὲ γράμμα του πρὸς τοὺς Ἱερεῖς
ὁ Παΐσιος τοὺς ψέγει, διότι δὲν ἔμειναν πιστοὶ στὸν Κύριο καὶ στὴν ἐντολή Του
«ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν μὴ ὀμόσαι ὅλως», ἀλλ᾽ ὑπήκουσαν «εἰς τοὺς ἀνθρώπους μᾶλλον
καὶ ὄχι εἰς τὸν Ὕψιστον Θεόν, τοῦ Ὁποίου εἶναι (οἱ Ἱερεῖς) ὑπηρέται». Ἡ ὑπόθεση
ἔλαβε διαστάσεις καὶ ἀπασχόλησε τὰ συναρμόδια Ὑπουργεῖα Δικαιοσύνης καὶ Ἐκκλησιαστικῶν.
Ἀπὸ 12.9.1829 ὑπουργὸς Δικαιοσύνης ἦταν ὁ Ἰω. Γενατᾶς, φίλος καὶ στενὸς
συνεργάτης τοῦ Κυβερνήτη.
Ὑπεστηρίχθη ὅτι ὁ ὅρκος ἐπεβλήθη στοὺς Ἱερεῖς κατὰ τὰ ἄρθρα
51 καὶ 59 τῆς «Ἐγκληματικῆς Διαδικασίας». Ἐμφανῶς τονίζεται ἀπὸ τὸν ἀείμνηστο Τάσο
Γριτσόπουλο, ὅτι ὁ Γενατᾶς ἦταν ὀπαδὸς τοῦ «Πεφωτισμένου δεσποτισμοῦ» καὶ
«πολιτειοκράτης». Γι᾽ αὐτὸ στὴν ἐνέργεια τοῦ Παϊσίου «εἶδε κίνησιν ὕποπτον, τείνουσαν
εἰς χειραφέτησιν τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὴν πολιτικὴν ἐξουσίαν».Ἄρα ἡ ὁρκωμοσία
στὰ πολιτικὰ δικαστήρια (δηλαδὴ στὴν Πολιτεία) ἐντάχθηκε στὸ θέμα τῶν σχέσεων
Ἐκκλησίας - Πολιτείας καὶ ὡς κάτι ποὺ ἀντέβαινε στὴν ἐκκλησιαστικὴ παράδοση. Τὸ
ἐπιχείρημα τοῦ Ὑπουργοῦ στὴ «Γνωμάτευσή» του ἦταν, ὅτι ὁ ὅρκος «εἶναι
ἀπηγορευμένος διὰ ζητήματα ὅλως διόλου δευτερεύοντα (δηλαδή: “ἐπὶ ματαίῳ”), ποὺ
ὁδηγοῦν εἰς κατάχρησιν». Κατὰ τὸν Γενατᾶ, δηλαδή, ὁ ὅρκος «δὲν εἶναι
ἀπηγορευμένος», καὶ μὲ κάποιο ὑπερβολικό, κατὰ τὸν Γριτσόπουλο, τρόπο
τεκμηριώνεται τὸ ἐπιχείρημά του. Ἡ γνωμάτευση ἐξεδόθη στὶς 24.10.1829.
Ἡ χαρακτηριστικότερη καὶ ἐκρηκτικότερη ὅμως περίπτωση στὸ
θέμα τοῦ ὅρκου καὶ μάλιστα εἰδικὰ τοῦ Βουλευτικοῦ, εἶναι ἐκείνη τῶν βουλευτῶν
Ληξουρίου / Κεφαλληνίας Ἀδελφῶν Γεωργίου καὶ Χαραλάμπους Τυπάλδων Ἰακωβάτων,
καὶ κυρίως τοῦ πρώτου ἀπὸ αὐτούς, μιᾶς θερμουργοῦ προσωπικότητας, ποὺ γιὰ τοὺς
δυναμικότατους ἀγῶνες του κέρδησε τὴν προσωνυμία «Γεωργαντάρας». Γι᾽ αὐτὸ θὰ σταθοῦμε
σ᾽ αὐτὸν κυρίως, ἐφ᾽ ὅσον ὁ ἰατρὸς Χαραλάμπης (1810-1888), ὅπως καὶ οἱ ἄλλοι
ἀδελφοί τους, ἀνεγνώριζαν ὡς ἡγέτη τῆς ὁμάδος των τὸν Γεώργιο (1815-1822). Ὁ
Γεώργιος, νομικός, κατὰ τὶς σπουδές του, διακρίθηκε ὡς βουλευτὴς στὰ Ἰόνια
Νησιὰ καὶ στὴν Ἑλλάδα μετὰ τὴν ἕνωση (1864).
Ἦταν οὐσιαστικὰ μαθητὴς τοῦ κατὰ 18 ἔτη μεγαλυτέρου του
ἀδελφοῦ Κωνσταντίνου (1795-1867), καθηγητοῦ (1826-1839) τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τῆς
Ἰονίου Ἀκαδημίας, πρώτου Ἑλληνικοῦ Πανεπιστημίου, στὴν Κέρκυρα (1824-1865) καὶ
κατὰ τὴν περίοδο 1844-1864 πρώτου Σχολάρχη τῆς Ἱερᾶς Θεολογικῆς Σχολῆς τῆς
Χάλκης στὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο. Κοντὰ στὸν Καθηγητὴ ἀδελφό του καὶ
ἰδιαίτερα μὲ τὴν ἐντατικὴ ἀτομική του μελέτη καὶ κατάρτιση ἀπέκτησε ὑψηλὴ
θεολογικὴ - πατερικὴ παιδεία καὶ ἀκραιφνὲς ἑλληνορθόδοξο - ρωμαίικο φρόνημα
(εἶναι ὁ κύριος εἰσηγητὴς τοῦ ὅρου «Ρωμηοσύνη» τὸν 19ο αἰώνα. Ὅλη ἡ ὕπαρξή του
ζυμώθηκε μέσα στὴν ρωμαίικη - ἑλληνορθόδοξη, ἁγιοπατερικὴ παράδοση, ἀναδείχθηκε
δὲ στὶς Βουλὲς σὲ κοινοβουλευτικὸ ἐκπρόσ ωπο τῆς Ρωμηοσύνης, ὁ ὀρθόδοξος
πολιτικὸς θεολόγος στὸ Κοινοβουλευτικὸ Βῆμα, συνεχιστὴς σ᾽αὐτὸ τοῦ Ἰω.
Καποδίστρια.
Μέσα στὸ ἑλληνορθόδοξο - ρωμαίικο πλαίσιο ἐνέτασσε τὸ θέμα
τοῦ θρησκευτικοῦ ὅρκου ὁ Γεώργιος Ἰακωβάτος, ἀκολουθούμενος σ᾽ αὐτὸ ἀπὸ τοὺς
ἄλλους ἀδελφούς του, ποὺ ἀναμείχθηκαν στὴν πολιτική, τὸν ἰατρὸ Χαραλάμπη
(1810-1818) καὶ τὸν νομικὸ Νικόλαο (1880 - μετὰ τὸ 1880). Τὰ κίνητρα τοῦ Γεωργίου Ἰακωβάτου ἦσαν πάντα θεολογικά -
ἐκκλησιολογικὰ καὶ ἐθνικά καὶ γι᾽αὐτὸ ἔμενε ἀκατανόητος ἀπὸ τοὺς συναδέλφους του
στὴν ἐποχή του, παραμένει δὲ ἀκατανόητος καὶ ἀνερμήνευτος στὴ Διανόησή μας
μέχρι σήμερα. Μόνο ὁ Λαός, στὴν μεγάλη του πλειονοψηφία, ταυτιζόταν μαζί του,
διότι παρέμενε ἀκόμη στέρεα συνδεδεμένος μὲ τὸν Ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστικὴ
παράδοσή του.
Ὁ Ἰακωβάτος ἀντιμετώπισε τὸ θέμα τοῦ βουλευτικοῦ ὅρκου γιὰ
πρώτη φορὰ δημόσια στὴν Θ/ Βουλὴ τοῦ Κράτους τῶν Ἰονίων Νήσων, ὅταν ἐκλέχθηκε
γιὰ πρώτη φορὰ Βουλευτὴς τὸ 1850, μὲ τὴν παράταξη τῶν «Ριζοσπατῶν» Οἱ
Ριζοσπάστες ἦσαν πατριῶτες, ὑπέρ τῆς ἕνωσης μὲ τὴν μητέρα - Ἑλλάδα καὶ οἱ
κύριοι ἀντίπαλοι τῆς βρετανικῆς «Προστασίας», τῶν ξένων δηλαδή, ἀλλὰ καὶ τῶν
ξενόδουλων «ἑλλήνων», ὑποστηρικτῶν τοῦ καθεστῶτος. Οἱ Ριζοσπάστες, δηλαδή, καὶ
μαζί τους καὶ ὁ Γ. Ἰακωβάτος, ἦσαν οἱ «ἀριστεροί» τῆς ἐποχῆς τους, ἀλλὰ αὐτὸ
δὲν τοὺς ἐμπόδιζε -μᾶλλον τοὺς ἐνίσχυε- νὰ μένουν πιστοὶ στὴν ἐθνική τους
παράδοση καὶ κυρίως στὴν ἄρρηκτη σύνδεση τοῦ Ἑλληνισμοῦ τους μὲ τὴν
ἀποστολικοπατερικὴ παράδοση τῆς Ὀρθοδοξίας, Τὴν ἐξυμνοῦσαν στὰ κείμενά
τους, ὄχι γιὰ δημαγωγικοὺς σκοποὺς καὶ παραπλάνηση τοῦ Λαοῦ, ἀλλά, ὅπως
δείχνουν τὰ ἔργα τους καὶ οἱ διωγμοί τους ἀπὸ τὸ Καθεστώς, διὰ λόγους
πεποιθήσεως καὶ ἐσωτερικῆς -καρδιακῆς σχέσης μαζί της. Ἡ ἐμμονὴ τῶν Ριζοσπαστῶν
στὰ πάτρια ὀφειλόταν στὸ ὅτι, παρὰ τὴν ὑψηλή κατάρτισή τους καὶ τὶς σπουδές
τους στὴ Δύση, ἀλλὰ καὶ τὴν καλὴ γνώση ποὺ εἶχαν γιὰ τὰ νεώτερα ἰδεολογικοπολιτικὰ
δυτικὰ συστήματα καὶ ἀκραιφνὲς ἐπαναστατικό - ἀντικαθεστωτικὸ φρόνημά τους,
παρέμειναν, κατὰ στὴν ἔκφραση τοῦ Γ. Ἰακωβάτου, «ἀνατολικοί», δηλαδὴ
Ἑλληνορθόδοξοι.
Οἱ ἰδεολογικὲς συμπτώσεις τους μὲ τἀ «προοδευτικά» ρεύματα τῆς Εὐρώπης,
ΠΟΤΕ δὲν ὁδήγησαν σὲ ταυτίσεις καὶ ἐξαρτήσεις, ὥστε νὰ σκέπτονται καὶ νὰ δροῦν
ὡς «ξένοι» στὴν Ἑλλάδα, ὅπως θὰ συμβαίνει συχνὰ μεταγενέστερα, καὶ ὡς ὄργανα
τῶν Ξένων. Ὡς βουλευτὴς τοῦ Θ/ Ἰουνίου Κοινοβουλίου ὁ Γ. Ἰακωβάτος ἀντέδρασε στὸν
Βουλευτικὸ Ὅρκο, ἀρνούμενος νὰ ὁρκισθεῖ στὸ Σύνταγμα τοῦ 1817, ποὺ ἐπιβλήθηκε
ἀπὸ τὴν Προστασία (ἁρμοστὴς Μαίτλαντ). Ἔτσι, ὑπέβαλε τὴν ἀκόλουθη
«Διαμαρτύρησιν»: «Ὁ βουλευτὴς τῆς Ἰονίου Πολιτείας διὰ τὴν νῆσον Κεφαλληνίαν
Γεώργιος Τυπάλδος, μέλλων νὰ δώση τὸν ὅρκον τοῦ βουλευτοῦ, διασαφίζων,
διακηρύττει, ὅτι ὁ ὅρκος ὄντως δὲν εἶναι ὑποχρεωτικὸς καὶ ὅτι διὰ τοῦτο
οὐδέποτε θέλει δώση ἐπὶ πίνακι τὴν κεφαλὴν τῆς Πατρίδος. Διαμαρτύρεται δὲ κατὰ
τοῦ ὅρκου ὡς ἐναντίου καὶ εἰς τὴν ἐν Παρισίοις συνθήκην τῆς 5ης Νοεμβρίου
1815 (ἔτει ἀνατολικῷ) καὶ οὐ εἰς τὸ ἑλληνικὸν μέλλον τῆς Ἑπτανησίου Ἑλλάδος τὸ
ἐπιφυλασσόμενον εἰς αὐτήν».
Ἡ ἐνέργειά του προκάλεσε ἔκπληξη καὶ ἀντίδραση,
διότι ἤχησε περίεργα στὰ ὦτα τῶν ἄλλως ἐθισμένων συναδέλφων του. Λόγῳ δὲ τοῦ προκληθέντος
θορύβου ὁ Ἰακωβάτος ἀναγκάσθηκε νὰ ἀγορεύσει, γιὰ νὰ ὑποστηρίξει τὴν
διαμαρτυρία του, ποὺ τελικὰ ἔγινε δεκτή. «Θαυμάζει ἀνδρὸς ἀρετὴν (λεβεντιά) καὶ
πολέμιος»! Γιὰ τὴν καλύτερη κατανόηση τῶν λόγων τοῦ Ἰακωβάτου καὶ τὸν
εὐκολότερο παραλληλισμὸ μὲ δεδομένα τῆς ἐποχῆς μας, θὰ ἐπιτραπεῖ μία σύντομη
ἀνάλυση: Θεωρεῖ τὸν ὅρκο μὴ ὑποχρεωτικό. Ἐννοεῖται σὲ ἕνα πιστὸ Ὀρθόδοξο. Μὲ
τὸν ὅρκο στὸ ἔξωθεν ἐπιβληθὲν Σύνταγμα τοῦ 1817 πιστεύει, ὅτι δίδει «τὴν
κεφαλὴν τῆς Πατρίδος ἐπὶ πίνακι» (Ματθ. 14.8.11), μὲ τὴν ἀποδοχὴ δηλαδὴ τοῦ
ἐπιβληθέντος Συντάγματος. Τόσο βαθειὰ καὶ μακριὰ ἔβλεπε ἡ ρωμαίικη συνείδησή του.
Ἐπικαλεῖται τὴν Συνθήκη τῶν Παρισίων, διότι μὲ αὐτὴν τὰ Ἰόνια Νησιὰ δόθηκαν
στὴν Βρετανία. Προσδοκᾶ δὲ «τὸ ἑλληνικὸν μέλλον», τὴν ἕνωση δηλαδή, τῆς
«Ἑπτανησίας Ἑλλάδος», διακηρύττοντας ἔτσι τὴν ἐθνικὴ ἑνότητα τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Ὁ
Ἰόνιος Βουλευτὴς δὲν ἀναγνωρίζει δικαιώματα, ἐδαφικὰ κ.λπ., τῶν Ξένων πάνω στὴν
Ἑλληνικὴ Πατρίδα, τὴν ὁποία θέλει ἑνιαία καὶ ἀδιάτμητη.
Μετὰ τὴν Ἕνωση τῆς Ἑπτανήσου (21 Μαΐου 1864) ὁ Γ. Ἰακωβάτος
ἐξελέγη «πληρεξούσιος» Κεφαλληνίας στὸ Ἑλληνικὸ Κοινοβούλιο (πρώτη ἐμφάνισή του
στὶς 20 Ἰουλίου 1864. Ἐπίσημος ἐφημερὶς τῆς Συνελεύσεως, τ.Ε´, σ. 222 ἑπ.). Μὴ
συμβιβαζόμενος συνειδησιακὰ μὲ τὸν βουλευτικὸ Ὅρκο, θὰ καταθέσει καὶ πάλι στὴ Βουλὴ
τὴν «ἔνστασίν του: «Ἔχω ἔνστασιν καὶ κατὰ τοῦ ὅρκου, δὲν πρέπει νὰ ὁρκίζωνται
οἱ πληρεξούσιοι, διὰ νὰ μὴ γίνωνται ἐπίορκοι». Ἤδη ἡ διαφθορὰ εἶχε εἰσχωρήσει
στὸν κοινοβουλευτικὸ βίο καὶ αὐτὸ καταδικάζει ὁ Ἰακωβάτος. Σημαντικό: θεωρεῖ
ἀπαράδεκτο τὸν Ὅρκο καί, συνεπῶς, καταδικαστέο, διότι οἱ πολιτικοὶ ὁρκίζονται, διὰ
τὸν παραβοῦν μὲ τὴν ὅλη πολιτεία τους, ποὺ κατευθύνεται ὄχι ἀπὸ ἁγνὸ πατριωτισμό,
ἀλλὰ ἀπὸ τὰ συμφέροντα κομματικὰ καὶ ἀτομικά. Αὐτό, δηλαδή, ποὺ προσπαθεῖ νὰ
σώσει ὁ Ἰακωβάτος, εἶναι τὸ κῦρος τοῦ Κοινοβουλίου καὶ ἡ ἐλευθερία τῆς συνειδήσεως.
Ὁ Ἰακωβάτος, πάντως, τὸ 1864 καὶ τὸ 1865 λόγῳ μᾶλλον
πιέσεων καὶ ἀσφαλῶς, διὰ νὰ μὴ δημιουργεῖ ζήτημα, ὁρκίσθηκε, καὶ θὰ τοῦ τὸ
ὑπενθυμίζουν ἀργότερα οἱ ἀντίπαλοί του. Κατὰ τὸ Σύνταγμα τοῦ 1844 (ἀριθ. 57) ὁ
Ὅρκος ἦταν ὁ ἑξῆς: «Ὀμνύω εἰς τὸ ὄνομα τῆς ὁμοουσίου καὶ ἀδιαιρέτου Τριάδος νὰ
φυλάξω πίστιν εἰς τὸν Βασιλέα τῆς Ἑλλάδος, ὑπακοὴν εἰς τὸ Σύνταγμα καὶ εἰς τοὺς
Νόμους τοῦ Κράτους καὶ νὰ ἐκπληρώνω εὐσυνειδήτως τὰ καθήκοντά μου». Κατὰ τὸ Σύνταγμα
δὲ τοῦ 1864 (ἀρθ. 64): «Ὀμνύω εἰς τὸ ὄνομα τῆς ἁγίας καὶ ὁμοουσίου καὶ
ἀδιαιρέτου Τριάδος νὰ φυλάξω πίστιν εἰς τὴν Πατρίδα καὶ εἰς τὸν Συνταγματικὸν
Βασιλέα, ὑπακοὴν εἰς τὸ Σύνταγμα καὶ εἰς τοὺς Νόμους τοῦ Κράτους καὶ νὰ
ἐκπληρώσω εὐσυνειδήτως τὰ καθήκοντά μου».
via ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ ΕΡΜΗΣ
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου