Οι Μύθοι του Φαίδρου






Τέσσερεις μύθοι υπάρχουν στον Φαίδρον του Πλάτωνος. Εκτός απο τον βασικό που ο Σωκράτης παρουσιάζει την ψυχήν ως φτερωτό άρμα, άλλοι τρείς μύθοι πλαισιώνουν το έργο. Αναλυτικότερα οι μύθοι έχουν ως εξής:







1.   Το φτερωτό άρμα της ψυχής

Ο Σωκράτης περιγράφει την ψυχή ως μια αθάνατη ουσία η οποία κινείται στον υπερουράνιο χώρο διαιρεμένη σε τρία μέρη, τα δύο από τα οποία έχουν μορφή αλόγου και το τρίτο μορφή ηνιόχου, το ένα κακότροπο, που συμβολίζει το αισθησιακό στοιχείο του ανθρώπου και την ευτέλεια της σάρκας, και το άλλο πνευματικό, που συγγενεύει με τους θεούς και μπορεί να ατενίζει το υπερουράνιο κάλλος.
Το ένα, λοιπόν, από τα δύο άλογα, αυτό που είναι στην καλύτερη θέση, έχει σώμα στητό και καλοδεμένο, τον αυχένα του ψηλό, τη μύτη του γαμψή, είναι άσπρο, με μαύρα μάτια, είναι φιλότιμο, συνετό και σεμνό, αγαπάει την αληθινή δόξα, δεν έχει ανάγκη από χτυπήματα, αλλά καθοδηγείται μόνο με λόγο και το παράγγελμα· το άλλο, πάλι, έχει στραβό σώμα, είναι παχύ, κακοσχηματισμένο, με χοντρό αυχένα και κοντό λαιμό, πλατυπρόσωπο, μαύρο με μάτια γκριζογάλαζα και αιματώδη, ρέπει στην ύβρη και τη αλαζονεία, είναι κουφό και έχει τριχωτά αυτιά, και πολύ δύσκολα υπακούει στα χτυπήματα με το μαστίγιο και στα κεντρίσματα. Όταν λοιπόν ο ηνίοχος δει το ερωτικό όραμα, και με τι αισθήσεις θερμάνει ολόκληρη τη ψυχή του από αυτή τη θέα και βαθμιαία ο ίδιος γεμίσει από τα προκλητικά κεντρίσματα του πόθου, το άλογο που είναι υπάκουο στον ηνίοχο, επειδή και τότε -όπως και πάντα- συγκρατιέται από τη σεμνότητα, ελέγχει τον ευατό του και δεν πηδά πάνω στον αγαπημένο· όμως το άλλο άλογο δεν δίνει σημασία ούτε στο μαστίγιο, ούτε στα κεντρίσματα του ηνιόχου, πετάγεται απότομα και με βία προς τα μπρος και ταλαιπωρώντας με κάθε τρόπο το σύντροφό του και τον ηνίοχο, τους αναγκάζει να ορμήσουν επάνω στον αγαπημένο και να θυμηθούν την ομορφιά των ηδονών. Και βέβαια αυτοί στην αρχή αγανακτούν και αντιστέκονται καθώς νιώθουν να αναγκάζονται να κάνουν φοβερά πράγματα· όμως στο τέλος, όταν δε βρίσκει τέρμα το κακό άλογο, αφήνονται να συρθούν από το κακό άλογο, υποχωρώντας και συμφωνώντας να κάνουν ό,τι εκείνο τους διατάζει. Όταν αντικρίζει την όψη αυτή ο ηνίοχος, με τη μνήμη του του γυρίζει πίσω, στην πρωταρχκή φύση της ομορφιάς, και τη βλέπει πάλι να δεσπόζει, συνοδευόμενη από τη σωφροσύνη, επάνω σ΄ ένα βάθρο αγνότητας. [253c-254b].

2.   Βορέας και Ωρείθυια

Όταν ο Φαιδρος βγήκε με τον Σωκράτη προς τον Ιλισσό, εκεί που ήτανε κάποιος βωμός του Βορέα τον ρωτάει πολύ χαρακτηριστικά: «Για πες μου, Σωκράτη, απ΄εδώ κάπου δεν λένε, πως άρπαξε ο Βορέας[1] την Ωρείθυια[2]; Εσύ πιστεύεις, πως είναι αληθινό αυτό τό μυθολόγημα».
- Μα αν δε πίστευα, όπως οι σοφοί, δεν θα έκανα τίποτε το παρόλογο· και θα σοφιζόμουνα και θα έλεγα, πως κάποιο δυνατό φύσημα του Βοριά, την ώρα που εκείνη έπαιζε με την Φαρμακεία, την έσπρωξε κατά τους βράχους εκεί κοντά, κι αφού πήγε από τετοιο θάνατο, βγήκε ο λόγος, πως την άρπαξε ο Βορέας ή από τον Άρειο Πάγο, γιατί κι αυτό λέγεται, πως απ΄εκεί την πέρα την άρπαξε και όχι απ΄εδώ. Εγώ όμως, Φαίδρε, βρίσκω, πως αυτά τα πράγματα έχουνε βέβαια τη χάρη τους, αλλά χρειάζεται να είναι κανείς πολύ δυνατός σ΄ αυτά και να καταπονιέται πολύ και δεν είναι να τον καλοτυχάει κανείς, όχι βέβαια γι΄ άλλο τίποτε, παρά γιατί θα είναι αναγκασμένος έπειτα απ΄ αυτό να αποκαταστήσει με το νούν του και τη μορφή των Ιπποκενταύρων κι έπειτα τη μορφή της Χίμαιρας κι΄ ύστερα πλακώνουν πλήθος τέτοια, Γοργόνες και Πήγασοι κι άπειρα άλλα ανεξήγητα, τερατόμορφα όντα με τις αλλοκοτιές τους. Αν λοιπόν δεν δώσει κανείς πίστη σ΄ αυτά και κοιτάξει να συνταιριάζει το καθένα καταπώς φαίνεται να έγινε, θα χάσει πολύν καιρό, αφού θα έχει να κάμει με τόσο άξεστη σοφία. Κι εμένα δεν μου μένει καθόλου καιρός γι΄αυτά.

3.   Ο μύθος των τζιτζικιών

Για να αναχαιτίσει ο Σωκράτης την επερχόμενη νύστα και αργίαν της διανοίας του συνομιλητή του, μέσα στην ενοχλητική πια ζέστη του θέρους, του προσφέρει ως «αναψυκτικό» αλλά και ως θεϊκή επιταγή το μύθο των τζιτζικιών, πείθοντας τον ότι, μιμούμενοι τα τζιτζίκια, επιτελούμε έργο που βρίσκεται κάτω από την προστασία των μουσών. [259b-259d]. Λένε δηλαδή ότι τα τζιτζίκια[3] ήταν -ένα καιρό- άνθρωποι, από εκείνους που έζησαν πριν γεννηθούν οι Μούσες· αργότερα όταν γεννήθηκαν οι Μούσες και ακούστηκε για πρώτη φορά στον κόσμο το τραγούδι, μερικοί από τους παλιοκαιρίσιους εκείνους τόσο πολύ συναπάρθηκαν από το αναγάλλιασμα, που βάλθηκαν να τραγουδούν και αδιαφόρησαν για φαγητό και πιοτό, ώστε πέθαναν χωρίς να το καταλάβουνε ότι σωνότανε η ζωή τους.
Πέθαναν και μετά φάνηκε στο κόσμο η ράτσα των τζτζικιών - δικό τους βλάστημα - και οι Μούσες τους δώσανε αυτή τη χάρη: να μην έχουν στη ζωή τους άναγκη από τροφή, αλλά να τραγουδούν από τη στιγμή που γεννήθηκαν χωρίς να τρων και να πίνουν ως την ώρα του θανάτου τους· τότε πάνε και βρίσκουν τις Μούσες και τους φέρνουν τα νέα: ποιος από τους ανθρώπους που ζουν στον κόσμο μας τις δοξάζει και ποιαν ξεχωριστά από τις εννιά. Με όσα τους λένε, η Τερψιχόρη[4] δείχνει μεγαλύτερη αγάπη σ΄ εκείνους που τη δοξάζουν με το χορό τους, η Ερατώ[5] σ΄ όσους τη δοξάζουν με τους έρωτές τους και οι υπόλοιπες το ίδιο, ανάλογα με τη λατρεία που στην καθεμιά τους προσφέρουμε. Τέλος στην πρωτότοκη, την Καλλιόπη[6], και στην Ουρανία[7], τη δεύτερη έρχονται και τους λένε τα ονόματα εκείνων που περνούν τη ζωή τους δοσμένοι στη φιλοσοφία και δοξάζουν τη μουσική τέχνη, που βρίσκεται κάτω από την ιδιαίτερη προστασία τους· και τότε αυτές, καθώς έχουν να κάνουν περισσότερο απ΄ τις άλλες Μούσες με στοχασμούς πάνω σ΄ ότι συμβαίνει στα ουράνια, πάνω στα θεϊκά και τα ανθρώπινα, αφήνουν ν΄ ακουστεί η πιο αρμονική μελωδία.

4.   Ο Θευθ ανακαλύπτει το αλφάβητο

Η μακρόσυρτη φιλοσοφική συζήτηση του Φαίδρου πλησιάζει προς το τέλος της. Όπως όλες οι συζητήσεις του Σωκράτη, όχημα της είχε τον προφορικό λόγο, που διακόπηκε μόνο όταν ο Φαίδρος διάβασε γραμμένο λόγο του Λυσία για τον έρωτα, το περιεχόμενο του οποίου ανέτρεψε ο Σωκράτης. Μάλιστα έτσι αποδείχθηκε ότι ο προφορικός λόγος είναι αποτελεσματικότερος από τον γραπτό και προώθησε σημαντικά την έρευνα του θέματος που τους απασχολούσε και ο Σωκράτης αδράχνει την ευκαιρία να εκθέσει την ανωτερότητα του αυτή επινοώντας ένα μύθο με εξωτική χροιά, μια και η συζήτηση του Θευθ[8] με τον Θαμού γίνεται στην απόμακρη και σχεδόν μυθική για τους αρχαίους μυστηριώδη Αρχαία Αίγυπτο.
Έχω ακουστά ότι στα μέρη της Ναύκρατης[9], στην Αίγυπτο, λατρεύουν ένα πανάρχαιο θεό του τόπου· κι έχει για ιερό πουλί το γνωστό με το όνομα Ίβις· τον θεό τον ίδιο τον λένε Θευθ. Κατά τα λεγόμενά τους λοιπόν, αυτός βρήκε πρώτος τους αριθμούς και τον λογαριασμό και την γεωμετρία και την αστρονομία κι ακόμα τα παιχνίδια με τους πεσσούς και τα ζάρια και τελευταία, αυτό που μας ενδιαφέρει: το αλφάβητο[10].
Σε ολόκληρη την Αίγυπτο τότε βασίλευε ο Θαμούς και είχε στο θρόνο του στη μεγάλη πολιτεία της πάνω χώρας, αυτή που οι Έλληνες την ξέρουν ως Θήβα Αιγυπτιακή[11] και τον θεός της ως Άμμωνα[12]. Πήγε λοιπό ο Θευθ και βρήκε αυτό τον βασιλιά και τοπυ έδειξε τις τέχνες του και του είπε ότι πρέπει να τις κάνουν γνωστές και στους υπόλοιπους Αιγυπτίος. Τότε ο βασιλιάς τον ρώτησε σε τι μπορεί η καθεμιά τους να σταθεί χρήσιμη· κι ενόσω λοιπόν ο Θευθ τις εξηγούσε μια προς μια, ο Θαμούς, καθώς άλλα έβρισκε ωρία κι άλλα όχι, έψεγε τα δεύτερα και παίνευα τα πρώτα. Έτσι λένε ο Θαμούς έλεγε το τι σκεφτόταν για τη καθεμιά τέχνη στο Θευθ, παινέματα και κατηγόριες, κρίσεις ένα σωρό, που καιρός τώρα να τις αναφέρουμε όλες!
Όταν τέλος η συζήτηση έφθασε στο αλφάβητο, είπε ο Θευθ: «Βασιλιά μου, οι Αιγύπτιοι θα γίνουν σοφότεροι μαθαίνοντας τα γράμματα και θα γίνουν ικανότεροι στην μνήμη· μνημονικό και μόρφωση έχουν βρει το φάρμακο τους!». Όμως ο βασιλιάς του είπε: «Θευθ, αξεπέραστε στις εφευρέσεις· άλλοι είναι ικανοί να γεννήσουν νια τέχνη κι άλλοι να κρίνουν πόση ωφέλεια ή ζημιά φέρνει η τέχνη αυτή σ΄ όσους θα την χρησιμοποιήσουν. Δες τώρα, είπες κι εσύ, από αγάπη, σαν πατέρας των γραμμάτων, το αντίθετο αποτέλεσμα από εκείνο που μπορούν να δώσουν. Γιατί αυτή σου η εφεύρεση θα φέρει χαλάρωμα στο μνημονικό εκείνων που θα τη μάθουν γιατί θα αδιαφορήσουν για την εξάσκησή του· περνά από το νου σου ότι, με το να βασανίζονται στα γράμματα, το μυαλό τους θα ανιστορεί τα όσα έμαθε με τη βοήθεια κάποιου που έρχεται από έξω, με ξένα σημάδια κι όχι από μέσα τους, από τη δύναμη του δικού τους μνημονικού· που πάει να πει ότι το φάρμακο που βρήκε δεν είναι για το μνημονικό, είναι για την υπόμνηση. Αυτό που με τη βοήθειά σου θ΄ αποχτήσουν οι μαθητές είναι σοφία για τα μάτια του κόσμου κι όχι η αληθινή· γιατί συσσωρεύοντας μέσα τους γνώσεις πολλές δίχως να μαθητέψουν σε δασκάλους θα φανταστούν ότι έχουν πολύ μυαλό, ενώ οι περισσότεροί τους δεν έχουν καθόλου και θα γίνουν ανυπόφοροι στις συζητήσεις, αφού εκεί που περιμέναμε να γίνουν σοφοί, έγιναν δοκησίσοφοι».[274c-275b].


[1] Ήταν η προσωποποίηση του Βόρειου ανέμου, ενώ κατά τον Ελλάνικο ήταν η προσωποποίηση του όρους Βόρα της Μακεδονίας. Ως προσωποποίηση του βορείου ανέμου ήταν αδελφός του Ζέφυρου (δυτικού), του Εύρου (νοτιοανατολικού) και του Νότου (νότιου). Παρουσιάζονταν ως γενειοφόρος με φτερά στα χέρια και τα πόδια. Ο Βορέας σε μια επιδρομή του στην Αθήνα, άρπαξε την κόρη του βασιλιά της Αθήνας, Ερεχθέα, Ωρείθυια ενώ αυτή μάζευε άνθη στον Ιλισό. Τη μετέφερε στη Θράκη και έκανε 6 παιδιά μαζί της στον Αίμο, το Βούτη, το Λυκούργο, την Κλεοπάτρα, τη Χιόνη και τους δυο Βορεάδες Αργοναύτες, το Ζήτη και τον Καλάι. Υπήρχαν ναοί αφιερωμένοι στο Βορέα, στη Μεγαλόπολη, στους Θούριους, ενώ λατρεύονταν και στην Αθήνα, όπου θεωρούνταν γαμπρός. Πέρα από το σπήλαιο στον Αίμο, όπου κατοικούσε, υπήρχε άντρο του στη Σκυθία και κοίτη του στον Καύκασο.

[2] Στην ελληνική μυθολογία με το όνομα Ωρείθυια, που σημαίνει «αυτή που τρέχει σαν τρελή στο βουνό» («η εν τω όρει ως μανιώδης τρέχουσα»), αναφέρονται τέσσερα πρόσωπα: Μία από τις θυγατέρες του βασιλιά των Αθηνών Ερεχθέως και της συζύγου του Πραξιθέας. Ανάμεσα στα αδέλφια της Ωρειθυίας συγκαταλέγονται ο Κέκρωπας ο νεότερος, ο Άλκωνας, ο Ορνέας, ο Θέσπιος, ο Ευπάλαμος, ο Πάνδωρος, ο Μητίωνας, η Μερόπη, η Κρέουσα, η Πρόκρις και η Πρωτογένεια. Η Ωρείθυια αυτή απάχθηκε από τον Βορέα, τον θεό του βόρειου ανέμου, στις όχθες του Ιλισού. Ο Βορέας τη μετέφερε στον «Βράχο του Σαρπηδόνα», κοντά στον ποταμό Εργίνο, στη Θράκη. Εκεί την τύλιξε μέσα σε ένα σύννεφο και ενώθηκε βίαια μαζί της. Το ζευγάρι απέκτησε δίδυμους γιους, τον Ζήτη και τον Κάλαϊ, καθώς και δύο κόρες, τη Χιόνη και την Κλεοπάτρα. Ο Αισχύλος έγραψε ένα σατυρικό δράμα σχετικώς με το περιστατικό, την «Ωρείθυια», το οποίο έχει χαθεί. Ο Πλάτων αναφέρει κάπως ειρωνικά ότι ίσως υπάρχει μία λογική εξήγηση της ιστορίας: η Ωρείθυια μπορεί να έπεσε και να σκοτώθηκε στα βράχια του Ιλισού όταν φύσηξε μια δυνατή ριπή βοριά, και έτσι να ειπώθηκε ότι «την πήρε ο Βορέας». Προσθέτει και μια άλλη εκδοχή, κατά την οποία η αρπαγή της Ωρειθυίας έγινε όχι στον Ιλισό αλλά στον `Αρειο Πάγο (εκδοχή θεωρούμενη μεταγενέστερη και λιγότερο σοβαρή από τους νεότερους μελετητές).


[3] Με το τζιτζίκι είναι συνδεδεμένος και ο μύθος του Τιθωνού. Ο Τιθωνός ήταν θνητός που είχε γίνει αθάνατος από τους θεούς μετά από παράκληση της Ηούς, η οποία όμως ξέχασε να ζητήσει να παραμείνει και νέος. Όταν λοιπόν ο Τιθωνός έφθασε σε έσχατο γήρας, η Ηώς, που ως θεά ήταν αθάνατη και πάντα νέα, δεν μπορούσε πια να τον βλέπει. Τότε οι θεοί τον λυπήθηκαν και τον μεταμόρφωσαν σε ένα ζαρωμένο έντομο που μιλά ακατάπαυστα, το τζιτζίκι.

[4] Στην Ελληνική μυθολογία, η Τερψιχόρη ήταν μία από τις εννέα Μούσες, η μούσα του χορού και των δραματικών χορικών. Συνήθως απεικονίζεται καθισμένη και κρατώντας μια λύρα. Μερικές φορές αναφέρεται ως μητέρα των Σειρήνων. Το όνομά της προέρχεται από το ρήμα τέρπω (ευφραίνω) και το ουσιαστικό χορός.


[5] Η Ερατώ ήταν μία από τις Εννέα Μούσες της ελληνικής μυθολογίας. Ήταν η Μούσα της λυρικής ποίησης και των ύμνων. Απεικονίζεται με μία λύρα. Κατά τον Ησίοδο (Θεογον. 78) είναι κόρη του Διός και της Τιτανίδος Μνημοσύνης. Εθεωρείτο προστάτιδα του γάμου και του έρωτα. Ακόμα θεωρείται εφευρέτης του χορού, των προς τους θεούς ύμνων και γενικότερα προστάτρια της Ποίησης. Κύριο σύμβολό της ήταν η λύρα, αλλά και η κιθάρα, η φόρμιγξ και η βάρβιτος.Απεικονίζεται πάντοτε όρθια και ενίοτε σχεδόν τελείως γυμνή. Η Μούσα Ερατώ είναι αυτή που επινόησε τα ερωτικά ποιήματα, το γάμο, την ποίηση, την μουσική και την διαλεκτική. Το όνομα Ερατώ προέρχεται από το ρήμα έρεσθαι και από τη λέξη έρως και εραστής. Τη ζωγράφιζαν καθιστή, να φορά στεφάνι από τριαντάφυλλα, με τη λύρα και το τόξο του έρωτος στα χέρια και την επιγραφή "Έρατώ Ψάλτριαν". Ο Απολλώνιος ο Ρόδιος ξεκινά το τρίτο κεφάλαιο του τέταρτου μέρους στα Αργοναυτικά με τους στίχους: ...«Και τώρα Μούσα Ερατώ, έλα κοντά μας και πες μας πώς ο Ιάσονας ...έφερε το χρυσόμαλλο Δέρας... από τον ερωτά του στη Μήδεια ... γιατί έχεις τις χάρες της Κύπριδας Αφροδίτης... και φέρνεις τη μαγεία στα ανύπαντρα κορίτσια...».


[6] Κατά τον Ησίοδο η Καλλιόπη ήταν η μεγαλύτερη και ευγενέστερη από τις 9 Μούσες. Προστάτις της επικής ποίησης και της Ρητορικής, καθώς και όλων των καλών τεχνών (Καλλιέπουσα). Την Μούσα Καλλιόπη ιδιαίτερα την επικαλούνταν οι ραψωδοί προκειμένου να τους βοηθήσει στην έμπνευση. Με την επίκλησή της ξεκινούν και τα Ομηρικά έπη. Αν και παρθένος κατά μερικούς η Καλλιόπη φέρεται κατ΄ άλλους ως μητέρα του Ιολέμου, εκ του Απόλλωνα, ή του Ορφέα ή του Λίνου, του Υμεναίου και του Κομαθέοντα. Πολλοί ήταν και εκείνοι που θεωρούσαν και τον Όμηρο ως γιο της. Στις παραστάσεις της απεικονίζεται με μεγαλοπρέπεια και επιβλητικότητα με στέφανο δάφνινο ή χρυσό κρατώντας ή βιβλίο σε κύλινδρο ή πινάκιο και γραφίδα και συχνά με τα έπη του Ομήρου στους πόδες της. Αυτή η παράσταση με πινάκιο και γραφίδα ενέπνευσε αργότερα την απεικόνιση της «Δόξας των Ψαρών» στον αγώνα του 1821, αλλά και πολλούς αγιογράφους σε παραστάσεις αγγέλων κατά τη Θεία Κρίση.

[7] Στην Ελληνική μυθολογία, η Ουρανία είναι μία από τις εννιά ιερές Μούσες του Ελικώνα, κόρη του Δία και της Μνημοσύνης. Θεωρούνταν ιδεατή ανθρωπόμορφη θεά, εφευρέτης και προστάτης της Αστρονομίας και της Αστρολογίας. Συνήθως απεικονίζεται φορώντας αστεροειδή στέφανο και εσθήτα κυανή, κρατώντας στο αριστερό χέρι παγκόσμια σφαίρα και στο δεξιό διαβήτη, που αποτελούν και τα «ιερά» σύμβολά της. Φέρεται ως μητέρα του Υμεναίου, από τον Διόνυσο, και του Λίνου από τον Απόλλωνα. Οι αρχαίοι Έλληνες απέδιδαν στην Ουρανία και μαντικές δυνάμεις. Κατοικία της ήταν ο ουράνιος θόλος, εξ ου και το όνομά της. Επίσης «Ουρανίδες» ή «Ουρανίωνες» ονόμαζαν οι αρχαίοι τους 6 γιους και τις 7 κόρες του Ουρανού και της Γαίας, δηλαδή τους Τιτάνες (Ωκεανός, Κοίος, Υπερίων, Κρίος, Ιαπετός, Κρόνος) και και τις Τιτανίδες (Τηθύς, Ρέα, Θέμις, Μνημοσύνη, Φοίβη, Διώνη και Θεία). Tην ίδια δε ονομασία απέδιδαν εξ ίσου και σε όλους τους θεούς που κατοικούσαν στον ουρανό («Θεοί Ουρανίωνες», Ιλιάδα Α 570).

[8] Ο Θευθ ήταν αιγυπτιακή θεότητα που αναφέρεται στο στο τέλος της μακρόσυρτης φιλοσοφικής συζήτησης στο Πλατωνικό Φαίδρο, στο γνωστό φιλοσοφικό μύθο «Ο Θευθ ανακαλύπτει το αλφάβητο». Ο μύθος έρχεται να πάρει επάνω του έργο ακατόρθωτο από το λόγο που δεν μπορεί να περιαδράξει και να να το σφίξει μέσα στα όρια του: να αποπερατώσει δηλαδή με το δικό του τρόπο το διάλογο, αφού ο λόγος δεν έχει ποτέ τέλος». Ο θεός Θευθ βρήκε στη μεγάλη πολιτεία της πάνω χώρας, αυτή που οι 'Ελληνες την ξέρουν ως Θήβα αιγυπτιακή και τον θεό της ως Άμμωνα κι του έδειξε τις τέχνες του και του είπε ότι πρέπει να τις κάνουν γνωστές και στους υπόλοιπους Αιγυπτίους. Όταν η συζήτηση έφτασε στο αλφάβητο, είπε ο Θευθ: «Βασιλιά μου οι Αιγύπτιοι θα γίνουν σοφότεροι μαθαίνοντας τα γράμματα και θα γίνουν ικανότεροι στη μνήμη». Όμως ο βασιλιάς Θαμούς, μεταξύ άλλων του είπε, «αυτό που με τη βοήθειά σου θ΄αποχτήσουν οι μαθητές είναι σοφία για τα μάτια του κόσμου, κι όχι αληθινή· γιατί σωρεύοντας μέσα τους γνώσεις πολλές δίχως να μαθητέψουν σε δασκάλους θα φανταστούν ότι έχουν πολύ μυαλό, ενώ οι περισσότεροι τους δεν έχουν καθόλου και θα γίνουν ανυπόφοροι στις συζητήσεις, αφού εκεί που περιμέναμε να γίνουν σοφοί, έγιναν δοκησίσοφοι».

[9] Η Ναύκρατις ήταν αρχαία πόλη και λιμάνι της Αιγύπτου στην Μεσόγειο στον Βολβίτιον βραχίονα του Νείλου, 75 χλμ., ΝΑ της Αλεξάνδρειας. Η πόλη ιδρύθηκε στα μέσα του 7ου αι. π.Χ. από Μιλήσιους μισθοφόρους, τους οποίους εγκατέλειψε στην περιοχή ο φαραώ Ψαμμήτιχος Α΄. Σύμφωνα όμως με τον Ηρόδοτο στην ίδρυση της πόλης περί το 550 π.Χ. εκτός από τους Μιλησίους συμμετείχαν και άλλες ιωνικές πόλεις όπως η (Χίος, η Φώκαια, η Ρόδος, η Κνίδος, η Αλικαρνασσός) κ.α.

[10] Οι αρχαίοι Έλληνες είχαν διάφορους μύθους για το ποιος δημιούργησε το πρώτο αλφάβητο: Η Αθηνά, ο Προμηθέας, ο Ορφέας, οι Μούσες, ο Κέκροπας, ο Σίσυφος, ο Φοίνιξ και η κόρη του Ακταίωνα. Στη γραπτή παράδοση, υπάρχουν οι εξής εκδοχές. Σύμφωνα με τον Ρωμαίο Πλίνιο, ο Επιγένης υποστήριζε ότι η γραφή ήταν γνωστή στους Ασσύριους 720.000 χρόνια πριν από την εποχή του. Σύμφωνα με τον Πλάτωνα, οι Αιγύπτιοι δέχτηκαν τη γραφή ως δώρο του θεού Θωθ (αντίστοιχος του ελληνικού Ερμή), ο οποίος δημιούργησε τα γράμματα του αλφαβήτου. Ο Αντικλείδης υποστήριξε επίσης την ανακάλυψη του αλφαβήτου από τους Αιγυπτίους και συγκεκριμένα από κάποιον Μένωνα που έδρασε δεκαπέντε χρόνια πριν τον Φορωνέα, γιο του Ινάχου. Ο Θεόκριτος λέει ότι τα γράμματα τα δίδαξε στους γεροντότερους ο Λίνος, ενώ ο Διόδωρος και ο Ηρόδοτος λένε ότι τα γράμματα τα έφερε από τη Φοινίκη ο Κάδμος. Σύμφωνα με τον Πυθόδωρο, ο Δαναός έφερε τα γράμματα, πριν από τον Κάδμο, από τη Φοινίκη. Άλλοι λένε ότι ο Κάδμος από τη Μίλητο επινόησε το ελληνικό αλφάβητο, ενώ κάποιοι άλλοι ισχυρίζονται ότι αυτός επινόησε μόνον τα γράμματα Θ, Φ και Χ και πως οι τρεις Μοίρες δημιούργησαν τα γράμματα Α, Β, Η, Τ, Ι και Υ. Ο Σιμωνίδης λέγεται ότι πρόσθεσε τα γράμματα Ζ, Ξ, Θ, Φ, Χ, Ε, Ο, Υ, Η και Ω στο ελληνικό αλφάβητο και ο Επίχαρμος ανακάλυψε τα γράμματα Π, Ζ, Ξ, Ψ, Θ, Φ και Χ. Κατά έναν άλλο μύθο, τα γράμματα «έπεσαν» από τον ουρανό στην «πόλη του Φοίνικα» κοντά στην Έφεσο ενώ ο Δοσιάδης ισχυριζόταν ότι τα ανακάλυψαν οι κάτοικοι της αρχαίας Κρήτης. Μερικοί αρχαίοι σχολιαστές υποστήριξαν ότι η γραφή ήταν γνωστή στους αρχαίους Έλληνες από την εποχή του Βελλεροφόντη, ίσως και ενωρίτερα, αφού αυτός μετέφερε επιστολή του Πρωτέα στον βασιλιά της Λυδίας.

[11] Ως Θήβαι της Αιγύπτου (Θῆβαι αρχαιοελλην. μεταγραφή, εννοείται η αρχαία πόλη Νιούτ στην Αιγυπτιακή (niwt) (Η) Πόλη και Νιούτ ρεσέτ (niwt-rst) (Η) Νότια Πόλη. βρίσκεται περίπου 800 χλμ νότια της Μεσογείου, στην ανατολική όχθη του Νείλου.

[12] Ο Άμων, Άμμων επίσης Άμεν, Ιμν (ο Κρυμμένος) και Αμούν (Κοπτ.) υπήρξε κύρια θεότητα των Θηβών της αρχαίας Αιγύπτου, όχι όμως και ασήμαντη στον αρχαίο ελλαδικό χώρο. Περιορισμένης εμβέλειας στο Παλαιό Βασίλειο και τη θρησκευτική ιδεολογία της ηλιουπολιτικής Εννεάδας φαίνεται πως απέκτησε δύναμη μετά την ενδέκατη δυναστεία (2000 Π.Κ.Ε./π.Χ.) και την εγκαθίδρυση του πάνθεου της Ογδοάδας της Ερμούπολης. Κατά την περίοδο της δέκατης όγδοης δυναστείας ο Άμων έγινε ευρύτερα γνωστός, εξαιτίας της πολιτικής κυριαρχίας της Άνω Αιγύπτου επί της Κάτω Αιγύπτου, συνδέθηκε με τα τέσσερα στοιχεία, απέκτησε ναό στο Καρνάκ και καταγράφηκε σε ασσυροβαβυλωνιακά κείμενα. Συνδέθηκε από το ιερατείο με τον Ρα, προκειμένου να διεκδικηθεί προς όφελός του η πνευματική εξουσία και τα χαρακτηριστικά αυτής της μεγάλης αιγυπτιακής θεότητας, προκαλώντας την αντίδραση του ιερατείου του Ρα και πολλών Φαραώ. Η σύγκρουση που επήλθε ως αποτέλεσμα αυτής της αντίδρασης επέφερε την καταστροφή των ναών του Άμωνα, της κατάργηση των Θηβών ως πρωτεύουσας της αρχαίας Αιγύπτου και επιβολή του ενοθεϊσμού του Ατέν. Μετά τον θάνατο του Ακενατόν η λατρεία του επανήλθε στο προσκήνιο και ο Άμων λατρευόταν ως Άμων Ρα. Στην αρχαία Ελλάδα ήταν γνωστός ήδη από τους αρχαϊκούς χρόνους ως Ζευς Άμμων και διέθετε δικούς του ναούς, όπως φαίνεται από την περίπτωση του Ωρωπού και του Γυθείου.



DMCA.com Protection Status


author image

About the Author

This article is written by: Φιλόλογος Ερμής - He has already written over 2.200 articles for Φιλόλογος Ερμής. He has Graduate Diploma in Classical Philology, Postgraduate Diploma in Applied Pedagogic, and is Candidate Doctor(Dph) of Classical Philology. Stay touch with him or email him