Υπόθεσις τῆς τραγωδίας καλουμένης ῎Ερωφίλης και Ἀπόσπασμα


ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΧΟΡΤΑΤΣΗ


Ἔκδοσις Σ. ΞΑΝΘΟΥΔΙΔΟΥ᾽



 

Τραγωδία εἰς πέντε πράξεις

῾Υπόθεση τῆς τραγωδίας, καλουμένης ῎Ερωφίλης (γραμμένη ἀπὸ τὸν ποιητή).

Ἀφότις ἐσκοτώθῃ εἰς τὸν πόλεμον Θρασύμαχος ὁ βασιλεὺς τῆς Τζέρτζας, ἔτυχεν εἰς τὰ χέρια Φιλογόνου τοῦ βασιλέως τῆς Μέμφιδος, ἤγουν τῆς Αἰγύπτου, κάποιον ἀνήλικον παιδὶ τ’ ὄνομα Πανάρετος, ὁποὺ μονογενὲς καὶ ὀρφανὸν ἔμεινε μετὰ τὸν σκοτωμὸν τοῦ πατρός του. Καὶ μ’ ὅλον ὁποὺ δὲν τὸν ἐγνώριζον ὁ Φιλόγονος διὰ παιδὶ τοῦ Θρασύμαχου, ὅμως ἐπρόσταξε νὰ συναναστρέφεται ὁμάδι μὲ τὴν κορασίδα ᾽Ερωφίλην τὴν θυγατέρα του, μονογενὴς καὶ αὐτή.


Οὐτος ὁ Πανάρετος μὲ τὴν αὔξησιν τῆς ἡλικίας ηὔξανε κατὰ πολλὰ εἰς φρόνησιν, εἰς βασιλικὰ ἤθη καὶ εἰς ἀνδρείαν, ὤστε ὁποὺ ταῦτα βλέποντας πρὸς τὸν νέον ὁ Φιλόγονος βασιλεὺς ὄχι μόνον τὸν ἐτίμησεν, ἀλλὰ καὶ στρατηγὸν τὸν ἐγκατέστησεν εἰς ὄλα τὰ φουσάτα*. ῾Ο ἔρως ὅμως τῆς ᾽Ερωφίλης ἔσυρε τὸν Πανάρετον νὰ τὴν ἀγαπήση τόσον διὰ τὰ περισσά της κάλλη, ὥστε κρυφίως ἀπὸ τὸν πατέρα της νὰ ἐνεργήση τὰ τοῦ γάμου. Τοῦτο ἐγίνη αἰτία μεγάλου κακοῦ, ἐπειδὴ κάνοντας ὁ βασιλεὺς νὰ ἀποκεφαλίσουν τὸν Πανάρετον, ὄχι μόνον τὴν κεφαλὴν ἀλλὰ καὶ τὴν καρδίαν καὶ τὰ χέρια του βάνοντας εἰς ἕνα βατσέλι* τὰ ἔδωκε τῆς θυγατρός του διὰ κανίσκι*, τὸ ὁποῖον θεωροῦσα μὲ μεγάλον τρόμον ἡ ᾽Ερωφίλη καὶ κρουνῃδὸν καταφιλοῦσα ἐλιποιψύχησεν ἀπὸ τὸν καημόν της καὶ τὸν αὐτὸν καιρὸν ἐσφάγη μὲ τὸ ἴδιόν τῃς χέρι. Τοῦτο τὸ ἐλεεινὸν θέαμα ἐπροξένηστν εἰς ὅλον τὸ παλάτι ἀπαραμύθητον τὴν θλῖψιιν καὶ ἀκράτητα τὰ δάκρυα· ὅθεν γυρίεοντας ὁ βασιλεὺς νὰ ἰδῆ τὸ ἀποβησόμενον, ὁ χορὸς τῶν κορασίδων πρὸς ἐκδίκησιν τῶν ἀδικοσκοτωμένων τὸν ἥρπασεν ἀπὸ τὰ ποδάρια καὶ ρίχνοντάς τον εἰς τὴν γῆν τὸν ἐθανάτωσαν καταπατώντας. ῎Ετσι ἔμεινεν ἔρημον τὸ βασίλειόν του ἐν τῷ ἅμα ἀνελπίστως. Μετὰ ταῦτα φαίνεται ὡς σκιὰ ἡ ψυχὴ τοῦ ἀδελφοῦ τοῦ βασιλέως καὶ δίδει σημάδι εὐχαριστήσεως διὰ ταύτην τὴν δικαιοτάτην ἐκδίκησιν.

·        Πρᾶξις Γ’ - Σκηνὴ Δ’

ΣΚΙΑ τοῦ ἀδερφοῦ τοῦ βασιλιᾶ μιλεῖ

Ἀποὺ τὸυ Ἅδην τὸ σκληρὸ καὶ τὸ σκοτεινιασμένο,

μὲ θέλημα τοῦ Πλούτωνα τούτη τὴν ὥρα βγαίνω

στὸ φῶς τσῆ μέρας τὸ λαμπρό, καὶ τοῦ καθάριου κόσμου

τὰ κάλλη ἀκόμη δὲν μπορεῖ καλὰ νὰ δῆ τὸ φῶς μου,

γιατὶ τ’ ἀμμάτια, πού ᾽σανε στὸ σκότος μαθημένα,

στὴ λάμψη τώρα στέκουσι τοῦ ἥλιου θαμπωμένα·

μὰ τοῦτ’ ἀνὲν* κᾶὶ δὲν μποροῦ νὰ δοῦσι τὴν ἡμέρα,

τσῆ γῆς τὴ μυρωδιὰ γρικῶ καὶ τὸν γλυκύν ἀέρα.

῏Ω κόσμε καλορίζικε, τόπε χαριτωμένε,

τῶ ζωντανῶ παράδεισος, δίκια ἀναζητημένε

ἀπ’ όσους κι ἂ σ’ ἐχάσαμε κι ὀγιάντα* δὲν μποροῦμε

κι εἰς πᾶσα χρόνο μιὰ φορὰ πάλι νὰ σὲ θωροῦμε!

Μ’ ἀνὲν καὶ δὲν κομπώνομαι*, τὰ μάτια μου ἀρχινοῦσι

τοῦ ῆλιου τοῦ λαμπρότατου τὴ λάψη νὰ θωροῦσι

βουνὰ καὶ κάμπους συντηρῶ, καθάρια βλέπω τώρα

τὴ Μέμφη τὴν ἐξακουστὴ καὶ μπορεμένη χώρα.

σκαμνὶ τοῦ δόλιου μου κυροῦ, κλερονομιὰ δική μου,

καὶ μόνη αἰτιὰ τοῦ σκοτωμοῦ πού ᾽λαβε τὸ κορμί μου!

᾽Σ τοῦτο τὸ σπίτι τὸ ψηλό, ᾽ς τοῦτο τὸ τιμημένο

παλάτιν ἐγεννήθηκα, ᾽ς τοῦτό ‘μαι ἀναθρεμμένο

μικρὸ παιδὶ σ’ ἀνάπαψες κι εἰς ἐτιμὲς μεγάλες

κι εἰς πλήσιες καλοριζικιὲς πάντα περίσσιες ἄλλες.

᾽Σ τούτη τὴν γῆν ἐπάτησα ᾽ς τοῦτες ἐμπαινοβγῆκα

τσὶ πόρτες, ᾽ς τοῦτα τὰ θρονιὰ τ’ αὐτιά μ’ ἀφουκρασθῆκα

πολλῶ λογιῶ παινέματα, σὰν εἶν’ συνηθισμένοι

νά ᾽ν’ ἐκ τὸν κόσμο οἱ βασιλιοὶ πάντα τως τιμημένοι...

῟Ω ψευτικότατες θωριές, κι ἀσύστατή μου μοίρα,

᾽ς τοῦτον τὸν τόπου ἀκομὴ τὸ θάνατό μου ἐπῆρα

κι ἐγὼ καὶ τὰ παιδάκια μου, κι ὄχι ποτὲ ἀπ’ ὀχτρό μου,

μ’ ἀποὺ τὸν ἀπονώτατο τὸν ἴδιον ἀδερφό μου,

τοῦτον ποὺ στέκει ἀνέγνοιαστα καὶ βασιλεύγει τώρα

τούτη τὴν ἀξαζόμενη καὶ μπορεμένη χώρα.

-----------------------------------------------------------------------

᾽Ω τῶν ἀθρώπων λογὶσμοὶ καὶ θάρρη κομπωμένα*,

καὶ γιάντα* ξόμπλι* σήμερο δὲ παίρνετ’ ἀπὸ μένα.

Νὰ μεγαλώσω ἐλόγλιασα καὶ νὰ πληθύνω πλοῦτος,

μὰ λίγος ὴτονε γιὰ μὲ ὅλος ὁ κόσμος τοῦτος!

Μὰ κεῖν’ ὁποὺ δὲν ἔφτανε ὅλη τοῦ κόσμου ἡ χτίση

ξάφνου σὲ λίγ’ ὁ θάνατος τόπό ᾽θελε σφαλίσει!

Γιατὶ ἀδερφὸς μ’ ἀνέγνωρος σὲ τοῦτο μιὰν ἡμέρα

τὸ σπίτι μ’ ἐθανάτωσε μὲ τὴ δική του χέρα,

δίχως καμιᾶς λογῆς αἰτιά, μόνο γιὰ νὰ μοῦ πάρη

τὴ βασιλειὰ ποὺ μόδωκε μόνο τοῦ Ζεῦ ἡ χάρη·

καὶ δυὸ μικράκια μου παιδιὰ πολλὰ μ’ ἀγαπημένα

στὸν Ἅδη τότες τὸ ζιμιὸ* ἔπεψε μετὰ μένα·

καὶ κεῖν’ ἀπ’ ἔχω πλιότερο καὶ πλιὰ παρὰ μαχαίρι

μόδωκε πόνο στὴν καρδιά, παντοτινό του ταίρι

ἔκαμε τὴ γυναίκα μου· ὦ θεέ, καὶ πῶς ἐμπόρειες

τόσες μεγάλες ἀπονιὲς κάτω στὴ γῆ κι ἐθώρειες!...

Καὶ μετὰ κείνην ἔκαμε μιὰ θυγατέρα μόνο

γιὰ νὰ γρικήση σήμερο πρίκα* πολλὴ καὶ πόνο,

καθὼς ὁρίζου οἱ οὐρανοὶ καὶ θέλ’ ἡ δικιοσύνη

τοῦ Ζεῦ, ὁπ’ ἀνεγδίκιωτα κρίματα δὲν ἀφήνει,

μ’ ἀνὲν κι ἀργῆ καμιὰ φορὰ τὴν παιδομὴ* νὰ δώση,

γιὰ νά ᾽χη ὁ φταίστης τίβοτας καιρὸ νὰ μεταγνώση,

πάλι θυμᾶται κι ἔρχεται μὲ δύναμη μεγάλη

τὴν ὥρα ποὺ λιγότερα τὴν καρτεροῦσιν ἄλλοι·

γιὰ τοῦτο τοῦ Φιλόγονου τὴν ἀτυχιὰ τὴν τόση

μὲ θάνατο πρικότατο σήμερο θὰ τελειώση!

-----------------------------------------------------------------

Τοῦτ’ ἀποφάσισεν ὁ Ζεὺς σ’ αὐτοὺς νὰ κάμη ὁμάδι,

καὶ τοῦτο ἐγρικήθηκε σ’ ὅλους ζιμιὸ* στὸν Ἅδη,

καὶ τόση μόδωκε χαρὰ κι ἔτσι πολλ’ ἄρεσέ μου,

ποὺ τ’ Ἅδ’ ἡ παιδομὴ γιαμιὰ μόλειψε φαίνεταί μου.

Κι ὁ Πλούτωνας πὼς χαίρομαι δίκια γνωρίζοντάς το,

᾽ς τοῦτον τὸν κόσμο ν’ ἀνεβῶ μ’ ὅρισε ἀποὺ τὸν κάτω,

γιὰ νὰ μποροῦσι σήμερο τ’ ἀμμάτια του νὰ δοῦσι

τὸ σκοτωμόν του τὸν πρικύ, πλιότερα νὰ χαροῦσι.

῎Εν τον* ἐδῶ ποὺ πρόβαλε... νὰ τόνε δῶ φοβοῦμαι,

καὶ τὴν πληγὴ ποὺ μόκαμε στὸ στῆθός μου ντηροῦμαι*

μὴ ξανανοίξη νὰ γενῆ κι ἐδὰ σὰν τότες βρύση,

καὶ τούτους ὅλους αῖματα τσὶ τόπους νὰ γεμίση.

1.   Σκηνὴ Ε’

ΒΑΣΙΛΕΑΣ

Ἀπ’ ὅσες χάρες οὐρανός, γὴ ἡ μπορεμένη φύση

γιὰ στόλισιν ἐβάλθηκε τ’ ἀνθρώπου νὰ χαρίση,

πλι’ ἄξια καὶ πλιὰ καλύτερη δὲν τόδωκε σὰν κείνη

τς ἀδυνατῆς* ἀποκοτιᾶς*, κρίνω σ’ ἀληθοσύνη·

γιατὶ δὲν εἶναι μηδεμιὰ σὰν τούτη νὰ ψηλώνη

τς ἀνθρώπους γληγορύτερα καὶ νὰ τσὶ μεγαλώνη·

τούτ’ ἤκοψε καὶ μάζωξε τὰ δέντρη κι ἔκαμέν τα

καράβια κι εἰς τσῆ θάλασσας τσὶ στράτες ἔβαλέν τα·

τούτη τσὶ ποταμοὺς περνᾶ καὶ τὰ βουν’ ἀνεβαίνει,

τούτη μὲ πλήσια δύναμη ᾽ς τσὶ ξένους κόσμους μπαίνει·

τούτη τὰ κάστρη πολεμᾶ, τούτη νικᾶ, καὶ τούτη

μόνια τση δίδει τσὶ τιμὲς καὶ τὰ μεγάλα πλούτη,

τούτη τὸ φόβο δὲν ψηφᾷ τὸν Ἅδη δὲ φοβᾶται,

κι ὅποιος τὴν ἔχει, ζωντανὸς μόνο στὴ γῆ λογᾶται.

Τούτη κι ἐμένα βασιλιὸ μ’ ἄξιωσε, τούτη μόνο

μ’ ἔκαμε κι εἰς τὴν κεφαλὴ στέμμα χρυσὸ σηκώνω

καὶ μὲ μεγάλη μου τιμὴ τὴν Αἴγυπτον ὁρίζω,

κι ἴσια μου καλορίζικο κανένα δὲ γνωρίζω·

νίκες καὶ πλούτη καὶ τιμὲς πᾶσ’ ὥρα μοῦ πληθαίνου,

χαρὲς πολλὲς στὸ σπίτι μου κι εἰς τὴν καρδιά μου μπαίνου.

Μιὰ μόνο μοῦ βασάνιζε ἔγνοια τὸ λογισμό μου,

τσῆ θυγατέρας μου ἡ παντρειά... τώρα τὸ ριζικό μου

τήνε τελειώνει, σὰ θωρῶ, καὶ τούτη πλὶ’ ἀπὸ κεῖνο

παρ’ ἁποὺ λόγιαζα καλλιά· γιὰ τοῦτο δίκια κρίνω

πὼς οὐδεμιὰ καλομοιριὰ μὲ τὴ δική μου μοιάζει,

μηδὲ τσῆ μπόρεσής μου πλιὸ μπόρεση δὲν ταιριάζει.

Μὰ πάγω ᾽ς τς ᾽Ερωφίλης μου, τ’ ἀμμάτια καὶ τὸ φῶς μου,

γι’ αὐτὴ τὴν ἄξια τση παντρειὰ νὰ ξαναπῶ ἀπατός μου*.

ΣΚΙΑ

Ζεῦ, ἀποὺ στέκεις ᾽ς τς οὐρανούς, κι ἐδῶ στὸν κόσμο κάτω

τς ἀθρώπους ὅλους συντηρᾶς, τὰ λόγια ποὺ καυχᾶτο

καλὰ περίσσια γρίκησε καὶ κάμε δικιοσύνη

γρήγορα... μὲ τὴν ἄργητα χειρότερος ἐγίνη!

Καὶ πρίκες ἀπὸ δὰ κι ὀμπρὸς τοῦ δῶσε τοῦ θανάτου,

κι ἂς εἶν’ αὐτὲς οἱ προξενιὲς ἡ ὕστερη χαρά του.

Κι ἐσὺ ἐκ τὸν Ἅδη, Πλούτωνα, πέψε φωτιὰ μεγάλη,

σὰ μ’ ἔταξες, κι ἂς ἅψουσι σὲ μιὰ μερὰ κι εἰς ἄλλη

μάνιτες, πρίκες, βάσανα, κλάιματα καὶ θανάτοι,

κι ἔρημ’ ἂς γένη σήμερον ἐτοῦτο τὸ παλάτι!

ΧΟΡΟΣ

Τοῦ πλούτου ἀχορταγιά, τσῆ δόξας πείνα,

τοῦ χρυσαφιοῦ ἀκριβειὰ καταραμένη,

πόσα γιὰ σᾶς κορμιὰ νεκρὰ πομεῖνα,

πόσ’ ἄδικοι πολέμοι σηκωμένοι,

πόσες συχνὲς μαλιὲς*, συναφορμά σας

γρικοῦνται ὁλημερνὶς στὴν οἴκουμένη!

Στὸν Ἅδην ἂς βουλήση τ’ ὄνομά σας,

κι ὄξω στὴ γῆ μὴν ἔβγη νὰ παιδέψη

νοῦ πλιὸν ἀνθρωπινὸν ἡ ἀτυχιά σας·

γιατὶ ἀποκεῖ, ὡς θωρῶ, σᾶς εἶχε πέψει

κιανεὶς στὸν κόσμον δαίμονας νὰ ᾽ρθῆτε,

τς ἀνθρώπους μετὰ σᾶς νὰ φαρμακέψη.

Τὴ λύπηση μισᾶτε, καὶ κρατεῖτε,

μακρὰ τὴ δικιοσύνη ξορισμένη·,

κι οὐδὲ πρεπὸ μήδ’ ὄμορφο θωρεῖτε.

Γιὰ σᾶς οἱ οὐρανοί ᾽ναι σφαλισμένοι,

κὶ ἐδῶ στὸν κόσμο κάτω δὲν μποροῦσι

νὰ στέκουν οἱ ἀθρῶποι ἀναπαημένοι.

Μὲ τς ἀδερφοὺς τ’ ἀδέρφια πολεμοῦσι

κι οἱ φίλοι τσὶ φιλιές τως ἀπαρνιοῦνται,

καὶ τὰ παιδιὰ τὸν κύρην τως μὶσοῦσι.

Πρᾶξις Δ΄ - Σκηνὴ Ζ’

ΧΟΡΟΣ

Ἀκτίνα τ’ οὐρανοῦ χαριτωμένη,

ἁποὺ μὲ τὴ φωτιά σου τὴ μεγάλη

σ’ ὅλη χαρίζεις φῶς τὴν Οἰκουμένη,

τὸν οὐρανὸ στολίζει ᾽ς μιὰ κι εἰς ἄλλη

μερὰ κὶ ὅλη τὴ γῆ ἡ πορπατηξιά σου,

δίχως ποτὲ τὴ στράταν τση νὰ σφάλη.

Κι ὅντα μᾶς ἐμακραίνης τὴ θωριά σου,

μὲ χιόνια καὶ βροχὲς τὴ γῆ ποτίζεις,

γιὰ νὰ μποροῦ νὰ ζιοῦ τὰ πλάσματά σου.

Καὶ πάλι σὰ σιμώσης κι ἀρχινήσης

τὰ χιόνια νὰ σκορπᾶς καὶ νὰ ζεσταίνης

τὸν κόσμο, ὅλη τὴ γῆ μ’ ἀθοὺς* γεμίζεις,

τὰ φύτρ’ ἀναγαλλιᾶς, καρποὺς πληθαίνεις,

μεστώνεις πωρικά, γεννᾶς λιθάρια

πολλῶ λογιῶ, κὶ εἰς δόξα πάντα μένεις.

Διαμάντια καὶ ρουμπιά, μαργαριτάρια

κι ὅλες τσὶ πέτρες τς ἄλλες μοναχός σου

πὼς κάνεις, ὅλοι βλέπομε καθάρια.

Τὰ δὲ θωρεῖ στὴ γῆ ποτὲ τὸ φῶς σου,

μὰ βρίσκουνται στὰ βάθη φυλαμένα,

κι ὅσα κι ἂν εἶν’ ὀμπρὸς τῶν ἀμματιῶ σου,

γὴ ἐσὺ τὰ κάνεὶς ὅλα, γὴ ἀπὸ σένα

θρέφουνται, καὶ κρατιοῦνται, καὶ πληθαίνου,

καὶ νὰ χαθῆ ποτὲ μπορεῖ κιανένα;



DMCA.com Protection Status


author image

About the Author

This article is written by: Φιλόλογος Ερμής - He has already written over 2.200 articles for Φιλόλογος Ερμής. He has Graduate Diploma in Classical Philology, Postgraduate Diploma in Applied Pedagogic, and is Candidate Doctor(Dph) of Classical Philology. Stay touch with him or email him