Κ. ΠΑΠΑΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ
- Π. Χ. ΔΟΡΜΠΑΡΑΚΗ
Ἡ σημασία καὶ ἡ
σπουδαιότης τοῦ μαθήματος τῆς Χριστιανικῆς Ἠθικῆς εἶναι φανερὰ ἐξ ὅσων μέχρι
τοῦδε ἐσημειώσαμεν.
Ἀκριβεστέρα
ἐξέτασις τοῦ πράγματος μᾶς ὁδηγεῖ εἰς τὰ ἀκόλουθα συμπεράσματα:
1. Ἡ Χριστιανικὴ
Ἠθικὴ δὲν ταλαντεύεται μεταξὺ τῆς μιᾶς ἢ τῆς ἄλλης λύσεως τοῦ ἠθικοῦ
προβλήματος, δὲν βασανίζεται ἀπὸ ἀμφιβολίαν, δὲν ἀγωνιᾷ. Οἱ ἐκπρόσωποι τῆς κατὰ
κόσμον Ἠθικῆς καὶ τῆς Φιλοσοφίας ἄλλοτε ἄλλην δίδουν λύσιν εἰς τὸ ἐρώτημα ποῖος
ὁ ἄριστος τρόπος ζωῆς. Καὶ ἄλλοτε μὲν ἐκθειάζουν τὰς ἠδονάς τοῦ βίου καὶ τὰς
τέρψεις, ἄλλοτε ἀποβλέπουν πρὸς τὴν κοινὴν ὠφέλειαν, κάποτε στρέφονται πρὸς τὴν
δικαιοσύνην καὶ τὴν ἀρετήν. Ἄλλοι, περισσότερον καινοτόμοι, δὲν δέχονται καὶ
δὲν ἀναγνωρίζουν κανένα εἰδικὸν σκοπόν, ἀφήνουν τὸν ἄνθρωπον νὰ εὕρῃ τὸν δρόμον
μόνος του, ἐλπίζουν ἀκόμη -μετὰ τόσας ἀπογοητεύσεις καὶ διαψεύσεις- ὅτι ἡ πεῖρα
τῆς καθημερινῆς ζωῆς εἶναι ἱκανὸς διδάσκαλος. ῎Εναντι τῆς ἀστασίας αὐτῆς καὶ
ἀβεβαιότητος ἡ Χριστιανικὴ Ἠθικὴ στηρίζει ἐπάνω εἰς τὴν θείαν διδασκαλίαν τοῦ
Χριστοῦ τὸ ἀρραγὲς οἰκοδόμημα τῆς ἠθικῆς διαπαιδαγωγήσεως καὶ τῆς ἠθικῆς
ἀνακαινίσεως τῆς ἀνθρωπίνης κοινωνίας: «᾽ Εγὼ εἰμὶ τὸ φῶς τοῦ κόσμου ὁ
ἀκολουθῶν ἐμοὶ οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἀλλ’ ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς » (᾽Ιω.
η’, 12). Αἱ ἐκ τῆς θείας ἀποκαλύψεως πηγάζουσαι δογματικαὶ ἀλήθειαι ἀποτελοῦν,
κατὰ ταῦτα, τοὺς ἀπαραιτήτους ὅρους ἠθικῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, τὰς ἀναγκαίας
προϋποθέσεις αὐτῆς.
2. Ἡ σαφήνεια τῶν
διδαγμάτων τῆς Χριστιανικῆς Ἠθικῆς δὲν εἶναι μικρότερον προσὸν. Δὲν περιορίζεται
δηλαδὴ εἰς ἀσαφεῖς καὶ ἀορίστους ὑποδείξεις περὶ τοῦ πρακτέου. Δὲν ἐπαφίεται
ἄλλοτε εἰς τὸ ἕν ἐλατήριον ἠθικῆς διαγωγῆς καὶ ἄλλοτε εἰς τὸ ἄλλο, τώρα
εὑρίσκουσα τὸ συναίσθημα ἀρκετόν, ὕστερον ἐμπιστευομένη εἰς τὸ ἔνστικτον,
ἄλλοτε νομίζουσα ὅτι ὁ ὀρθὸς λόγος θὰ διδάξῃ αὐτὸ ποὺ εἶναι ἑκάστοτε ὀρθὸν νὰ
πράξωμεν. Ἡ Χριστιανικὴ Ἠθικὴ διδάσκει σαφῶς καὶ συγκεκριμένως τὰ καθήκοντα τοῦ
ἀνθρώπου πρὸς τὸν Θεόν, ποιητὴν τοῦ παντὸς καὶ νομοθέτην, καὶ πρὸς τὰ
δημιουργήματα Αὐτοῦ. Ἡ σαφήνεια αὕτη ἀποκλείει κάθε πλάνην καὶ κάθε ἔνοχον
δικαιολογίαν.
3. Ἀπαντᾷ μὲ
θετικότητα εἰς τὸ ἐρώτημα περὶ τοῦ ἀνθρωπίνου προορισμοῦ. Ὁ ἠθικὸς βίος τοῦ
ἀνθρώπου ἀποβλέπει εἰς τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἄνθρωπος ὀφείλει νὰ ἀναγνωρίζῃ τὴν
ἄφθαστον δύναμίν Του καὶ τὴν ἀπέραντον σοφίαν Του καὶ τὴν πανάγαθον βούλησίν
Του. Τοῦτο ἐπιτυγχάνεται, ἂν ζῇ χριαστιανικῶς, ἄν τιμᾷ καὶ πράττῃ τὸ ἀγαθόν, ἂν
τηρῇ τὰς ἐντολὰς καὶ συμμορφώνεται πρὸς τὸ εὐαγγέλιον τῆς ἀγαθότητος καὶ τῆς
ἀγάπης: «Καὶ ἐν τούτῳ γινώσκομεν ὅτι ἐγνώκαμεν αὐτόν, ἐὰν τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ
τηρῶμεν» (Α΄ Ἰω. β΄, 3). Ἡ συμμόρφωσις πρὸς τὸ θεῖον θέλημα καὶ ἡ προσπάθεια
πρὸς ἐξομοίωσιν μὲ τὸν Θεὸν παρηγγέλθη ἐπίσης καὶ εἰς τὴν Παλ. Διαθήκην, κατὰ
τὴν δημιουργίαν τοῦ ἀνθρώπου (Γεν. α΄, 26). Κατὰ τὴν προσπάθειαν αὐτὴν καὶ
χάρις εἰς αὐτὴν ὁ ἄνθρωπος γίνεται καλύτερος, συντελεῖ εἰς τὴν ἐξύψωσιν τῆς
ἀνθρωπίνης κοινωνίας καὶ προσεγγίζει κατὰ τὸ ἀνθρωπίνως δυνατὸν τὴν θείαν
τελειότητα. Καὶ ἐνῷ ἡ ἄψυχος φύσις διὰ μόνης τῆς συγκροτήσεώς της ἀποδεικνύει
καὶ διακηρύσσει τὸ μεγαλεῖον τῆς δημιουργίας - «οἱ οὐρανοὶ διηγοῦνται δόξαν
Θεοῦ, ποίησιν δὲ χειρῶν αὐτοῦ ἀναγγέλει τὸ στερέωμα» κατὰ τὸν ψαλμῳδὸν (Ψ. 18,
1)-, ὁ ἄνθρωπος καὶ διὰ τῆς διαπλάσεώς του καὶ διὰ τῆς σκοπίμου καὶ ἠθικῶς
ρυθμισμένης ζωῆς του ἀποδεικνύει τὴν πανσοφίαν τοῦ Θεοῦ καὶ κατατείνει πρὸς
Αὐτόν.
4. Ἡ κατὰ κόσμον
Ἠθικὴ οὐδὲν παρουσιάζει πρότυπον, κατὰ τὸ ὁποῖον ἤθελε ρυθμισθῇ τοῦ ἀνθρώπου ἡ
διαγωγή, πᾶσα δὲ ἄλλη, θρησκευτικὴ Ἠθικὴ παρέχει τὰ ἰδικά της ἀτελῆ πρότυπα,
ἀνάλογα μὲ τὸ ποιὸν τῶν περὶ Θεοῦ ἀτελεστέρων ἀντιλήψεών της. Ἡ Χριστιανικὴ
ὅμως Ἠθικὴ δίδει ὡς ἐν ἀναγλύφῳ τὸ πρότυπον τῆς ἠθικῆς ζωῆς. Εἶναι δὲ τοῦτο ὁ
ἀγνός, ὁ ἄμωμος, ὁ γλυκὺς Ἰησοῦς, ὁ ἱδρυτὴς τῆς Χριστιανικῆς θρησκείας. Ὁ
Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι τὸ ἰδανικὸν ὑπόδειγμα καὶ πρότυπον ἠθικοῦ βίου, καὶ ὅστις
θέλει νὰ εὕρῃ τὸν δρόμον τῆς σωτηρίας καὶ τῆς θείας μακαριότητος δὲν ἔχει νὰ
πράξῃ ἄλλο παρὰ νὰ μιμηθῇ τὸ ὑπέροχον παράδειγμά Του. Οἱ λόγοι Του, αἱ πράξεις
Του, ἡ ὅλη Του ζωή, μελετώμενα καὶ κατανοούμενα ὀρθῶς, ἀποτελοῦν τὸ ἄριστου
ἐφόδιον διὰ τὰς παντοειδεῖς περιστάσεις τοῦ βίου, δίδουν τὴν ἀσφαλῆ ἀφετηρίαν
διὰ τὸν δύσκολον δρόμον πρὸς τὴν ἀληθῆ εὐδαιμονίαν. Ὅταν αὐτὸ τὸ θεῖον πρότυπον
ἔχωμεν πρὸ ὀφθαλμῶν, ἡ πρόσκαιρος ζωή μας καταξιώνεται, ὁ βίος ἀποκτᾷ νόημα καὶ
σημασίαν.
Ἡ ὠφέλεια ποὺ
προκύπτει δι’ ἡμᾶς ἀπὸ τὴν μελέτην τῆς Χριστιανικῆς Ἠθικῆς καὶ τὴν
συνειδητοποίησιν τῶν διδαγμάτων της εἶναι, κατόπιν τῶν ἀνωτέρω ὀφθαλμοφανής.
Εἰς τὴν Κατήχησιν
ἐδιδάχθημεν τὴν ἀληθῆ θρησκείαν, τὸν ἀληθινὸν Θεόν, τὰ ἀληθῆ δόγματα τῆς
Πίστεως. Ἐδιδάχθημεν τί πρέπει νὰ πιστεύωμεν. Ἐπειδὴ εἶναι φανερὸν ὅτι «ἡ
πίστις χωρὶς τῶν ἔργων νεκρὰ ἐστιν» (Ἰακ. β΄, 26), πρέπει νὰ διδαχθῶμεν καὶ τὴν
Ἠθικὴν τοῦ Χριστιανισμοῦ, δηλαδὴ τί πρέπει νὰ πράττωμεν, ἂν θέλωμεν νὰ
πλησιάσωμεν εἰς τὸν Θεόν, ἂν θέλωμεν νὰ βαδίσωμεν τὸν δρόμον τῆς ἀπολυτρώσεως
καὶ τῆς σωτηρίας. Χωρὶς τὴν Κατήχησιν ἡ Ἠθικὴ θὰ ἦτο βεβαίως ἀκέφαλος, ἀλλὰ καὶ
ἡ Κατήχησις χωρὶς τὴν Ἠθικὴν ἐλλιπής. Ἡ Ἱερὰ Κατήχησις μᾶς ἠρμήνευσε τὸ
μυστήριον τῆς οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ, ὃτι ἐν τῇ ἀπείρῳ Αὐτοῦ ἀγαθότητι
«ἐξαπέστειλε τὸν υἱὸν αὐτοῦ, γενόμενον ἐκ γυναικός, γενόμενον ὑπὸ νόμον, ἵνα
τοὺς ὑπὸ νόμον ἐξαγοράσῃ, ἵνα τὴν υἱοθεσίαν ἀπολάβωμεν» (Γαλ. δ΄, 4). Ἀλλὰ ποία
ἡ πρὸς τὴν θείαν δωρεὰν ἁρμόζουσα πολιτεία τοῦ χριστανοῦ, θὰ διδάξῃ ἡ
Χριστιανικὴ Ἠθική. Αὐτὴ θά δείξῃ εἰς ἡμᾶς τὸν δρόμον τῆς σωτηρίας, θά μᾶς καταστήσῃ
ἀνταξίους τῆς κλήσεώς μας. Δι’ αὐτῆς θὰ γίνωμεν ἄξια μέλη τῆς Ἐκκλησίας τοῦ
Χριστοῦ καὶ μέτοχοι τῆς αἰωνίου ζωῆς.
Οἱ δέ μαθηταὶ εἰς
τὴν Χριστιανικὴν Ἠθικὴν θὰ ἀναγνωρίσουν τὸ μάθημα ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον ἀποτελεῖ
συνδετικὸν κρίκον ὅλων τῶν ἄλλων μαθημάτων. Δι’ αὐτοῦ θὰ ἐννοήσουν ὅτι ἡ σοφία,
ἂν δὲν ὁδηγῇ εἰς τὴν ἀρετὴν, εἶναι φορτίον περιττὸν καὶ ἐπιβλαβές, πανουργία
μᾶλλον ἢ σοφία, κατὰ τὴν ρῆσιν τοῦ ἀρχαίου σοφοῦ ὃτι ἰσχύουν διὰ κάθε ἄνθρωπον,
πάσης ἐποχῆς, τὰ ρήματα τοῦ Ἀποστόλου τῶν ἐθνῶν «καὶ ἐὰν ἔχω προφητείαν καὶ
εἰδῶ τὰ μυστήρια πάντα καὶ πᾶσαν τὴν γνῶσιν..., ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, οὐδέν εἰμι»
(Α΄ Κορ. ιγ΄, 2 ).
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου