Κ. ΠΑΠΑΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ
- Π. Χ. ΔΟΡΜΠΑΡΑΚΗ
Αἱ πράξεις μας
εἶναι ἠθικαί, ὁσάκις εἶναι σύμφωνοι μὲ κάποιαν γενικωτέραν ἠθικὴν ἐπιταγὴν ἢ
ἠθικὸν κανόνα. Ἂν καθεὶς πράττη κατὰ τὴν ἀρέσκειάν του εἴτε κατὰ τὰς ἐπιθυμίας
του καὶ τώρα μὲν οὕτως, ὕστερον δὲ ἄλλως, ἂν τὰ ἐνεργήματά του ἔχουν κάτι τὸ
ἀκανόνιστον καὶ ἄτακτον καὶ δὲν πειθαρχοῦν εἰς κάποιαν διέπουσαν ἀρχὴν ἢ νόμον,
ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς δὲν εἶναι ἠθικός.
Τὴν ὑποχρέωσιν νὰ
ἐνεργῇ πάντοτε καθ’ ὡρισμένον τρόπον συμφώνως πρὸς κάποιαν ἀσάλευτον ἐπιταγήν,
φύσει αἰσθάνεται ὁ ἄνθρωπος καὶ ἀναγνωρίζει, ἐξ ὁρμεμφύτου φέρεται πρὸς τὴν
τήρησιν ὡρισμένων ἐντολῶν. Τὸ σύνολον τῶν ἐντολῶν ἢ ὀρθότερον τὴν γενικὴν
συμπερίληψιν αὐτῶν, τὸν ὕψιστον καὶ τρόπον τινὰ συνταγματικῆς φύσεως νόμον,
πρὸς τὸν ὁποῖον πρέπει νὰ συμφωνοῦν αἱ πράξεις τοῦ ἀνθρώπου καὶ νὰ
συμμορφώνωνται αἱ προθέσεις αὐτοῦ καὶ αἱ ἐνέργειαι, ὀνομάζομεν ἠθικὸν νόμον .
Νόμος εἶναι
γενικῶς διάταξις κανονιστικὴ τῶν ἀνθρωπίνων πράξεων. Ἀλλ’ ὁ ἠθικὸς νόμος,
μολονότι ἔχει τὸ γενικὸν τοῦτο γνώρισμα, εἶναι διάφορος καὶ ἀπὸ τὸν ἀνθρώπινον
καὶ ἀπὸ τοὺς λεγομένους φυσικοὺς νόμους. Διότι οὔτε πιεστικὸς εἶναι, ὅπως οἱ
ἀνθρώπινοι, οὔτε ἔχει τὴν τυφλὴν ἀναγκαιότητα τοῦ φυσικοῦ νόμου. Εἰς τοὺς
φυσικοὺς νόμους ἡ κανονικότης τῶν φαινομένων εἶναι ἀποτέλεσμα ἐξωτερικῶν
συνθηκῶν καὶ δυνάμεων, οὐδεμίαν δὲ ἔχει θέσιν ἡ ἰδική μας θέλησις. Ὑπὸ τὰς
αὐτὰς συνθήκας τὰ αὐτὰ αἴτια ἄγουν εἰς τὰ αὐτὰ ἀποτελέσματα. Προκειμένου ὅμως
περὶ τῶν πράξεων, εἶναι δυνατὸν ὑπὸ τὰς αὐτὰς συνθήκας νὰ ἔχωμεν ἄλλην ἔκβασιν,
διότι ὑπεισέρχεται ὁ παράγων ἄνθρωπος καὶ ἡ ἐλευθέρα θέλεσίς του. Δι’ αὐτὸ ὡς
πρὸς μὲν τὰ φυσικὰ ἀντικείμενα καὶ γεγονότα ἐξετάζομεν ποῖα εἶναι καὶ πῶς
τελοῦνται, ἐνῷ διὰ τὰς προθέσεις καὶ τὰς πράξεις τοῦ ἀνθρώπου ἐξετάζομεν ὁποῖαι
ὀφείλουν νὰ εἶναι. Εἶναι λοιπὸν ὁ ἠθικὸς νόμος ὕψιστος κανὼν ἐπιτάσσων τὸ
πρακτέον καὶ φευκτέον. Ὡς ἐκ τούτου εἶναι, καθὼς τὸν ὠνόμασαν, ἡγεμὼν τοῦ βίου
καὶ διδάσκαλος τῶν καθηκόντων.
Πόθεν ὅμως
ἀποδεικνύεται ἡ ὕπαρξις τοῦ ἠθικοῦ νόμου;
Εἶναι πρῶτον
προσωπικὴ πίστις καὶ συνείδησις ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Ὁ καθεὶς ἠμπορεῖ νὰ
παρατηρήσῃ εἰς τὸν ἑαυτόν του περιπτώσεις ποὺ ἐνεργεῖ συμφώνως πρὸς τὸν ἠθικὸν
νόμον ἢ ποὺ παρέβη αὐτόν. Εἰς τὴν πρώτην περίπτωσιν αἰσθάνεται βαθεῖαν ψυχικὴν
ἱκανοποίησιν, εἰς τὴν δευτέραν λυπεῖται καὶ ἀνησυχεῖ. Κάποτε πειθαρχεῖ εἰς τὰς
ἐπιταγάς του παρὰ τὸ ἴδιον συμφέρον, παρὰ τὴν ἀτομικήν του εὐχαρίστησιν.
᾽Ενίοτε τοῦ γίνεται καταθλιπτικός, ἀλλ’ ἐνῷ δύναται, δὲν θέλει ν’ ἀπαλλαγῇ ἀπὸ
τὴν τυραννίαν του. Ὁ Σωκράτης ἀποκρούων τὰς προτάσεις τοῦ Κρίτωνος θὰ ἔχανε τὴν
ζωήν του - ὅπως καὶ ἔγινε. Ἀλλὰ δὲν ἐδίστασε νὰ μείνῃ πιστὸς εἰς τὸν νόμον τῆς
πολιτείας καὶ εἰς τὸν ὕψιστον ἠθικὸν νόμον.
Ἡ Ἰωάννα ντ’ Ἂρκ
τοῦ Σίλλερ τὴν στιγμὴν τοῦ μεγαλυτέρου θριάμβου της εἶναι δυστυχής. Διότι ἐνῷ
ἔσωσε τὴν πατρίδα της ἀπὸ τὸν ὄλεθρον, ἐφείσθη ὅμως τῆς ζωῆς Ἄγγλου στρατιώτου
ὑποκύψασα εἰς μίαν ἀδυναμίαν της. Κανεὶς δὲν γνωρίζει τὸ μυστικόν της. Μόνον
ποὺ ἡ πρᾶξίς της δὲν εἶναι σύμφωνος μὲ τὸν νόμον. Γενικῶς, ἂν αἱ στιγμαὶ ποὺ
ὑποκύπτομεν εἰς τὰ πάθη μας εἶναι ἀναρίθμητοι, ὅμως δὲν εἶναι ὀλίγαι αἱ
περιστάσεις ποὺ ἀψηφοῦντες τὴν πρόχειρον ἡδονὴν συμμορφούμεθα πρὸς μίαν
ἀνωτέραν καὶ ἀπωτέραν ἐπιταγήν. Αἱ ὀλίγαι αὐταὶ περιστάσεις τιμοῦν τὴν
προσωπικότητα καὶ καταξιώνουν τὴν ἀνθρωπίνην ζωήν.
Ἀλλὰ καὶ ἡ φύσις
τοῦ ἀνθρώπου ἀποδεικνύει τὸ ἔμφυτον τοῦ ἠθικοῦ νόμου. Ἀλλαχοῦ ἐλάβομεν τὴν
εὐκαιρίαν νὰ καθορίσωμεν την οὐσίαν τοῦ ἀνθρώπου, τῆς προσωπικότητος. Δὲν εἶναι
μόνον φυσικὸν ὂν ἢ μηχανὴ ὁ ἄνθρωπος καὶ ὡς ἐκ τούτου δὲν διέπεται ἐν τῷ συνόλῳ
του ἀπὸ φυσικοὺς νόμους. Οὔτε ἕν ἀπὸ τὰ πολλὰ ἐνόργανα ὄντα καὶ τὰ ζῷα εἶναι ὁ
ἄνθρωπος, διὰ νὰ ὑποκύπτῃ μόνον εἰς τυφλὰς ὁρμὰς καὶ ἔνστικτα. Εἶναι κάτι
περισσότερον ἀπὸ φυσικὸν ἀντικείμενον, κάτι σημαντικώτερον ἀπὸ τὰ φυτὰ καὶ τὰ
ζῷα. Τὸ ἄτομον θέτει σκοποὺς καὶ οἱ σκοποὶ αὐτοὶ εἶναι πολὺ μακρύτερα ἀπὸ τοὺς
ἀμέσους, τοὺς ζωώδεις σκοποὺς τῆς ζωῆς, ἀπὸ τὴν ἄμυναν καὶ τὴν αὐτοσυντήρησιν
καὶ τὴν ἀναπαραγωγήν. Ἀλλὰ θὰ ἦτο τοῦτο ἀκατανόητον, ἂν δὲν εἶχεν ἔμφυτον τὴν
δύναμιν νὰ ἐννοῇ ποῖαι πράξεις του ὑπηρετοῦν ἀνώτερον σκοπὸν καὶ ποῖαι εἶναι
εὐτελεῖς καὶ χαμαίζηλοι. Παρὰ τὰς ἀντιρρήσεις ποὺ ἀκούγονται τόσον συχνά, παρὰ
τὰς θρηνῳδίας διὰ τὴν ἀνθρωπίνην μοχθηρίαν καὶ κατωτερότητα, ὁ ἄνθρωπος
ξεχωρἴζει ἀπὸ ὅλα τὰ ἄλλα ὄντα μὲ τὸ ἠθικὸν του μεγαλεῖον.
Τέλος ἡ παγκόσμιος
φιλολογία, ἡ θύραθεν καὶ ἡ χριστιανική, παρέχουν ἀψευδεῖς μαρτυρίας περὶ τοῦ
ἐμφύτου ἠθικοῦ νόμου. Περίφημοι κατέστησαν οἱ λόγοι τῆς Ἀντιγόνης εἰς τὴν
φέρουσαν τὸ ὄνομά της τραγῳδίαν τοῦ Σοφοκλέους. Παρήκουσα, λέγει πρὸς τὸν
Κρέοντα, τὸν νόμον σου, διότι ἐπειθάρχησα εἰς τὴν προσταγὴν ἑνὸς ἄλλου,
ἀγράφου, ἀλλὰ πανισχύρου νόμου. Εἰς τὴν προσταγὴν τοῦ ἠθικοῦ νόμου ὑπήκουσεν ἡ
ἡρωὶς ἐκείνη, ἂν καὶ ἐγνώριζε ποία τύχη τὴν ἀνέμενε.
Καὶ ὁ Κικέρων, διὰ
νὰ ἔλθωμεν εἰς τοὺς Ρωμαίους, ἐπικαλεῖται τὸν ἄγραφον ἠθικὸν νόμον κατὰ τὴν
ὑπεράσπισιν μιᾶς σπουδαιοτάτης ὑποθέσεως φόνου.
Ἀκόμη σαφέστεραι
εἶναι αἱ μαρτυρίαι ἐκ τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Μολονότι οἱ χριστιανοὶ ὀφείλουν νὰ
συμμορφώνωνται πρὸς τὸν θεῖον νόμον, τὸν ἐξ ἀποκαλύψεως, ἐν τούτοις δὲν
παραγνωρίζεται ἡ σημασία τοῦ ἐμφύτου ἠθικοῦ νόμου. Εἰς τὸ περίφημον χωρίον (β΄,
14 - 15) τῆς πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολῆς του ὁ Παῦλος δέχεται ὅτι καὶ οἱ ἐθνικοὶ
εἶναι δυνατὸν νὰ πράττουν τὸ ἀγαθόν, διότι ἐπικουρούμενοι ἀπὸ τὴν φωνὴν τῆς
συνειδήσεως συμμορφοῦνται πρὸς τὰς ἀπαιτήσεις τοῦ ἐμφύτου νόμου· «ὅταν γὰρ ἔθνη
τὰ μὴ νόμον ἔχοντα φύσει τὰ τοῦ νόμου ποιῇ, οὗτοι νόμον μὴ ἔχοντες ἑαυτοῖς εἰσι
νόμος, οἵτινες ἐνδείκνυνται τὸ ἔργον τοῦ νόμου γραπτὸν ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν,
συμμαρτυρούσης αὐτῶν τῆς συνειδήσεως» .
῾Ο αὐτὸς δὲ πάλιν
θεῖος Ἀπόστολος ὁμιλεῖ ἀλλαχοῦ διὰ τὸν νόμον τοῦ νοῦ ὡς διὰ μίαν ἐσωτερικήν,
ἔμφυτον δύναμιν, διὰ τῆς ὁποίας γνωρίζομεν τὸ καλὸν καὶ τὸ κακὸν καὶ ἀρεσκόμεθα
εἰς τὰ παραγγέλματα τοῦ γραπτοῦ νόμου τῆς θείας ἀποκαλύψεως. Τοῦ νόμου τούτου
ἀναγνωρίζομεν τὸ κῦρος, ἂν καὶ ἀντιστρατεύεται μὲ τὸ ζωῶδες ὑπόστρωμα τῆς
ὑπάρξεώς μας «συνήδομαι γὰρ τῷ νόμῳ τοῦ Θεοῦ κατὰ τὸν ἔσω ἄνθρωπον, βλέπω δὲ
ἕτερον νόμον ἐν τοῖς μέλεσί μου ἀντιστρατευόμενον τῷ νόμῳ τοῦ νοός μου καὶ
αἰχμαλωτίζοντά με ἐν τῷ νόμῳ τῆς ἁμαρτίας τῷ ὄντι ἐν τοῖς μέλεσί μου» (ζ΄, 22 -
23).
Εὶς αὐτὰς τὰς
ὀλίγας ἐκ πολλῶν μαρτυρίας ἀρκούμεθα πρὸς ἀπόδειξιν τῆς ὑπάρξεως τοῦ ἐμφύτου
ἠθικοῦ νόμου.
«Οὐ γάρ τι νῦν γε
κἀχθές, ἀλλ’ ἀεί ποτε ζῇ ταῦτα (ἐνν. τὰ ἄγραπτα καὶ ἀμετακίνητα προστάγματα τῶν
θεῶν), κοὐδεὶς οἶδεν ἐξ ὅτου’ φάνη» (Σοφ. Ἀντιγ. 456 - 7· πρβ. καὶ Οἰδ. Τ. 865
- 7Ο). «Ἐγὼ μὲν οἶμαι θεοὺς τοὺς νόμους τούτους (τοὺς ἀγράφους καὶ ἐν πάσῃ χώρᾳ
νομιζομένους) τοῖς ἀνθρώποις θεῖναι» (Ξεν. Ἀπομν. Δ΄, 4, 19). «Ὑπάρχει, κ.κ.
δικασταί, οὗτος ὁ οὐχὶ γραπτὸς ἀλλ’ ἐγγενὴς νόμος, τὸν ὁποῖον δὲν ἐσπουδάσαμεν
οὔτε παρελάβομεν οὔτε ἀνεγνώσαμεν, ἀλλ’ ὑπὸ αὐτὴν τὴν φύσιν ἡρπάσαμεν,
ἠντλήσαμεν, ἐξεθλίψαμεν δὲν ἐξεπαιδεύθημεν ἀλλ’ ἐγεννήθημεν δι’ αὐτὸν, δὲν
εἴμεθα δεδιδαγμένοι, ἀλλὰ πεποτισμένοι μὲ αὐτὸν» (Cicer. pro Mil. 4, 10).
2. Ἀρνηταὶ τοῦ
ἡθικοῦ νόμου καὶ ἔλεγχος αὐτῶν.
Ὁ ἔμφυτος ἠθικὸς
νόμος εἶναι λοιπὸν γεγονὸς μεμαρτυμένον καὶ γενικῶς παραδεκτόν.
Ὑπάρχουν ὅμως καὶ
οἱ ἀρνηταὶ του, οἱ ὁποῖοι δύνανται νὰ ὑπαχθοῦν εἰς ὡρισμένας κατηγορίας.
Ἂν κανεὶς δὲν
παραδέχεται Θεὸν δημιουργὸν τοῦ παντὸς καὶ νομοθέτην, εἶναι φανερὸν ὅτι οὔτε
ἔμφυτον νόμον παραδέχεται. Οἱ φιλοσοφοῦντες ἐκπρόσωποι τῆς ἀθεΐας καὶ οἱ ὀπαδοί
των εἶναι οἱ κυριώτεροι τοῦ ἠθικοῦ νόμου ἀρνηταί. Εἰς αὐτοὺς πρέπει νὰ
προστεθοῦν οἱ ὑλισταὶ ὅλων τῶν ἀποχρώσεων, οἱ ἐμπειρικοὶ καὶ αἰσθησιοκρατικοὶ
φιλόσοφοι καὶ οἱ ὀπαδοί των καὶ οἱ ἐκπρόσωποι καὶ θιασῶται τῆς λεγομένης
«θετικῆς» καὶ τῆς «ἐπιστημονικῆς» Ἠθικῆς. Τὴν ἠθικὴν διαγωγὴν τοῦ ἀνθρώπου
θεωροῦν οὗτοι ὡς αποτέλεσμα τῆς μακρᾶς πείρας καὶ τῆς πολυχρονίου κοινωνικῆς
συμβιώσεως τῶν ἀνθρώπων καὶ ἰσχυρίζονται ὅτι αὕτη παραλλάσσει ἀπὸ τόπου εἰς
τόπον καὶ ἀπὸ ἐποχῆς εἰς ἐποχὴν καὶ ἀπὸ ἔθνους εἰς ἔθνος καὶ ἀπὸ ἀτόμου εἰς
ἄτομον. Αὐτό, λέγουν, ποὺ ὀνομάζομεν ἠθικὸν νόμον εἶναι μία ὁμοιόμορφος
διαγωγή, ἐπιβαλλομένη ἀπὸ ὡρισμένους ἐξωτερικοὺς ὅρους, καὶ τὴν ἀκολουθοῦμεν,
ἐπειδὴ ἀπεδείχθη ὠφέλιμος εἰς ἓν σύνολον ἀνθρώπων. Ἀλλὰ τίποτε δὲν ἐμποδίζει νὰ
τὴν μεταβάλωμεν αὕριον ἢ νὰ τὴν ἀντικαταστήσωμεν μὲ ἄλλην.
Ἀλλὰ τὰ πράγματα
δὲν ἔχουν οὕτω. Δὲν εἶναι ἀληθὲς ὅτι τὸ πᾶν μεταβάλλεται εἰς τὴν σφαῖραν τοῦ
ἠθικοῦ κόσμου. Ἴσως μάλιστα ἡ περιοχὴ αὔτη εἶναι ἐκείνη, ἡ ὁποία ὀλιγώτερον
πάσης ἄλλης ὑπόκειται εἰς μεταβολήν, ἡ ὁποία ὀλιγώτερον ἀπό κάθε ἄλλην φοβεῖται
τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου. Ὑπάρχουν μερικαὶ ἀμετακίνητοι ἠθικαὶ ἀρχαί, ἓν
ἀπαρασάλευτον ὑπόβαθρον ἠθικῆς πίστεως, τὸ ὁποῖον δὲν εἶναι ἱκαναὶ νὰ
διασείσουν οὔτε αἱ μᾶλλον κοσμογονικαὶ μεταβολαί. Ἡ πίστις π.χ. εἰς θείαν
δύναμιν καὶ ἡ λατρεία ἑνὸς ἐξουσίαν ἔχοντος θεοῦ εἶναι τόσον εὐρεῖα, ὥστε
εὐκόλως ἠμπορεῖ νὰ θεωρηθῇ ὡς καθολική. Ἐθνικὸς συγγραφεύς, ὁ Πλούταρχος,
ἀπευθυνόμενος πρὸς κάποιον Ἐπικούρειον, διαπιστώνει τὴν καθολικότητα τοῦ
θρησκευτικοῦ βιώματος.
Ἄλλη γενικῶς
ἰσχύουσα ἠθικὴ ἐπιταγὴ εἶναι ὁ λεγόμενος χρὑσοῦς κανών . Τὸν συναντῶμεν εἰς
πολλοὺς λαοὺς διατυπούμενον κατὰ διαφόρους τρόπους. Εἰς τὴν Ἁγίαν Γραφὴν
εὑρίσκει τὴν ὁριστικὴν μορφήν του. Εἰς τὴν Παλαιὰν Διαθήκην εὑρίσκομεν τὴν
ἀρνητικήν του διατύπωσιν: «ὃ μισεῖ, μηδενὶ ποιήσῃς» (Τωβ. δ΄, 15) εἰς δὲ τὴν
Καινὴν Διαθήκην (Ματθ. ζ΄, 12) τὴν θετικὴν: «πάντα οὖν ὅσα ἂν θέλητε ἵνα
ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, οὕτω καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς· οὗτος γάρ, ἐστιν ὁ
νόμος καὶ οἱ προφῆται» .
Ἡ στοργὴ τῶν
γονέων πρὸς τὰ τέκνα καὶ ὁ σεβασμὸς τῶν τέκνων πρὸς τοὺς γονεῖς εἶναι ἐπίσης ἐκ
τῶν ἀρχῶν ἐκείνων, ποὺ ἠμποροῦν νὰ θεωρηθοῦν καθολικοῦ κύρους. Αἱ περιπτώσεις
ἐγκαταλείψεως ἢ θυσίας τῶν γονέων, αἱ παρατηρηθεῖσαι εἰς μερικὰς καθυστερημένας
φυλάς, δὲν ἀναιροῦν τὸν κανόνα. Διότι δὲν τιμᾶται αὐτὴ καθ’ ἑαυτὴν ἡ πρᾶξις τῆς
ἀναιρέσεως τῶν γονέων, ἀλλὰ πιστεύεται, κακῶς, ὅτι ἐξυπηρετεῖται εἷς ἀνώτερος
σκοπός, χάριν τοῦ ὁποίου καὶ αὐτὸ τὸ φυσικὸν φίλτρον πρέπει νὰ καταπνιγῆ.
Καὶ ἡ
ἀνθρωποκτονία ἀναγνωρίζεται γενικῶς ὡς κακὸν καὶ ἀποτρόπαιον. Ἡ παρατηρηθεῖσα
εἰς μερικὰς περιόδους ἢ περιστάσεις ξενοκτονία, καθὼς καὶ ἡ πρὸς ἀόπλους
κατοίκους ἢ ἡττηθέντας καὶ παραδοθέντας πολεμίους σκληρότης καὶ ἀπανθρωπία,
μολονότι δικαιολογούμενα ἀπὸ τὸ ἔνστικτον τῆς αὐτοσυντηρησίας καὶ τῆς ἀμύνης ἢ
ἐξηγούμενα ἀπὸ κατάστασιν ψυχικοῦ βρασμοῦ, ὡστόσον οὐδέποτε εὑρίσκουν τελικῶς
ἐπιδοκιμασίαν καὶ συγγνώμην. Ἀπεναντίας ἡ πρὸς τοὺς ἀδυνάτους φιλάνθρωπος
συμπεριφορὰ ἐπαινεῖται πάντοτε ὡς εὐγενεστέρα καὶ θεοφιλής. Εἰς τὸν Ξενοφῶντα
(Ἑλλ. Β΄, 1, 32) ἀναγινώσκομεν ὅτι ὁ ἐφαρμόσας κατὰ Ἑλλήνων αἰχμαλώτων
ἀπάνθρωπα μέτρα στρατηγὸς Φιλοκλῆς ἐτιμωρήθη σκληρῶς κατόπιν γενικῆς
κατακραυγῆς ἐναντίον του, ὅταν μετὰ τὴν πανωλεθρίαν ἐν Αἰγὸς ποταμοῖς
συνελήφθη. Κατὰ δὲ τὸν Ἡρόδοτον (Α΄, 167) ἀγρία συμφορὰ ἐξ οὐρανοῦ ἔπληξε τὴν
περιοχὴν ὅπου οἱ Καρχηδόνιοι ἐφόνευσαν ἀπανθρώπως τοὺς συλληφθέντας Φωκαεῖς.
Δὲν εἶναι λοιπὸν ἀληθὲς ὅτι παγία ἠθικὴ εἶναι ἀνύπαρκτος.
Ἀρνηταὶ τοῦ ἠθικοῦ
νόμου εἶναι καὶ οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι, εἰς τοὺς ὁποίους κάθε ἔννοια ἠθικοῦ χρέους
καὶ ἠθικῆς εὐθύνης εἶναι ξένη, οἱ εὑρισκόμενοι εἰς τὴν κατάστασιν τῆς ἠθικῆς
ἀναλγησίας . Ὁ ἀνήθικος, ἤτοι ὁ μὴ ἔχων ὑγιεῖς ἠθικὰς ἀρχάς, εἶναι δυνατὸν νὰ
ἔλθῃ κάποτε εἰς θεογνωσίαν, νὰ μεταμεληθῇ καὶ ν’ ἀλλάξῃ τρόπον ζωῆς. Ὅμως ὁ
amoral, ἤτοι ὁ ἠθικῶς ἀνάλγητος, ὁ εὐτελῶς στερούμενος ἠθικοῦ διαφέροντος ἔχει
τελείως ἀποξενωθῆ ἀπὸ τὴν σφαῖραν τῆς ἠθικῆς ζωῆς. Ἡ μεταμέλεια, ποὺ ἠμπορεῖ νὰ
θεραπεύσῃ τὸν ἀνήθικον, εἶναι δι’ αὐτὸν ἄγνωστος, ἡ ἠθικὴ συνείδησις ἔχει
ἀπονεκρωθῆ, δὲν ἔχει τὴν αἴσθησιν τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ. Εἶναι κυνικὸς
σαρκαστὴς κάθε ἠθικοῦ κριτηρίου καὶ κάθε εἴδους ἀρετῆς. Ἡ πίστις εἰς τὴν κάποιαν
ἀξίαν τῆς ζωῆς ἔχει δι’ αὐτὸν χαθῆ καὶ τὴν θέσιν αὐτῆς κατέχει εἷς στυγνὸς καὶ
στεγνὸς ὀρθολογισμός ἀνίκανος νὰ γεμίσῃ τὴν ψυχήν του. Δι’ αὐτὸ ὁ τύπος τοῦ
amoral αἰσθάνεται ἀντιπάθειαν ἢ κόρον ἀκόμη καὶ διὰ τὸν ἐαυτόν του.
Ἡ κατάστασις τῆς
ἠθικῆς ἀναισθησίας εἶναι βαρυτάτη ἠθικὴ νόσος. Ὁ ἁμαρτωλὸς τῆς κατηγορίας αὐτῆς
εἶναι ἀδιάφορος πρὸς πᾶσαν νουθεσίαν, ἀνάλγητος πρὸς κάθε ἔλεγχον, ἀνεπίδεκτος
διορθώσεως ἢ μετανοίας. Εἶναι εἰς τὴν κατηγορίαν ἐκείνων, διὰ τοὺς ὁποίους
εἶπεν ὁ προφήτης Ἡσαΐας (ΣΤ΄, 9 - 10) «ἀκοῇ ἀκούσετε καὶ οὐ μὴ συνῆτε καὶ
βλέποντες βλέψετε καὶ οὐ μὴ ἴδητε· ἐπαχύνθη γὰρ ἡ καρδία τοῦ λαοῦ τούτου (τοῦ
Ἰσραηλιτικοῦ) καὶ τοῖς ὠσὶν αὐτῶν βαρέως ἤκουσαν καὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτῶν
ἐκάμμυσαν, μήποτε ἴδωσι τοῖς ὀφθαλμοῖς καὶ τοῖς ὠσὶν ἀκούσωσι καὶ τῇ καρδίᾳ
συνῶσι καὶ ἐπιστρέψωσι καὶ ἰάσομαι αὐτούς» .
Ἐπιστροφὴ λοιπόν,
ἤτοι μετάνοια, καὶ ἴασις, τουτέστιν ἀπαλλαγὴ τῆς νόσου, δὲν εἶναι δυνατή. Μόνον
προληπτικὰ μέτρα ὠφελοῦν.
Ἡ ἠθικὴ ἀναισθησία
δὲν εἶναι σύστημα, τοῦ ὁποίου πρέπει ν’ ἀντικρούσωμεν τὰς ἀρχάς. Εἶναι
ἁπλούστατα μία κατάρα, ἀπὸ τὴν ὁποίαν πρέπει νὰ προφυλαχθῶμεν δι’ ἐγκαίρου καὶ
συνεχοῦς ἠθικῆς διαπαιδαγωγήσεως καὶ διὰ τῆς τηρήσεως τῶν θείων ἐντολῶν.
«Εὕροις δ’ ἂν
ἐπιὼν πόλεις ἀτειχίστους, ἀγραμμάτους, ἀβασιλεύτους, ἀοίκους, ἀχρημάτους, νομίσματος
μὴ δεομένας, ἀπείρους θεάτρων καὶ γυμνασίων· ἀνιέρου δὲ πόλεως καὶ ἀθέου, μὴ
χρωμένης εὐχαῖς μηδ’ ὅρκοις μηδὲ μαντείαις μηδὲ θυσίαις ἐπ’ ἀγαθοῖς μηδ’
ἀποτροπαῖς κακῶν οὐδεὶς ἐστιν οὐδ’ ἔσται γεγονὼς θεατὴς» (Πλουτ. πρὸς Κολ. 31).
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου