ὑπό
Γεωργίου Γενναδίου *
ἐπιμελεία τοῦ
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-πτυχιούχου κλασσικῆς φιλολογίας
πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
-μεταπτυχιακοῦ ἐφηρμοσμένης παιδαγωγικῆς
πανεπιστημίου ἈθηνῶνΤί εἶναι οἱ τόνοι καὶ τὰ πνεύματα;
Ἔχουμε τρεῖς τόνους: τὴν ὀξεία (μὲ κλίση πρὸς τὰ δεξιά: ʹ «τό»), τὴν βαρεία (μὲ κλίση πρὸς τὰ ἀριστερά: ` «τὸ»), τὴν περισπωμένη (πού, ἀνάλογα μὲ τὴν γραμματοσειρά, ἄλλοτε γράφεται σὰν μουστάκι, ἄλλοτε σὰν τόξο, ἄλλοτε σὰν ὁριζόντια γραμμούλα: ῀ «τῶν»).
Ἔχουμε δύο πνεύματα: τὴν ψιλὴ (δεξὶ φεγγαράκι: ᾿ «ἐδῶ») καὶ τὴν δασεία (ἀριστερὸ φεγγαράκι: ῾ «ὁ»).
Κάθε λέξη ποὺ ἀρχίζει μὲ φωνῆεν (α, ε, η, ι, ο, υ, ω) παίρνει ὁπωσδήποτε πνεῦμα στὸ φωνῆεν αὐτό: «ἀπό, ἐγώ, ἡ, ἱστός, ὁ, ὑγεία, ὡς».
Ἔχουμε δύο ἐξαιρέσεις στὸν κανόνα αὐτό:
1. ὅταν ἡ λέξη ἀρχίζει μὲ δίφθογγο (αι, αυ, ει, ευ, ηυ, οι, ου) τότε τὸ πνεῦμα μπαίνει στὸ δεύτερο γράμμα τῆς διφθόγγου: «αἰτία, αὐγό, εἰδικά, εὐχή, ηὐξημένος, οἰκία, οὐλή». Ὅταν πάλι ἡ δίφθογγος ἔχει χωρισθεῖ τότε τὸ πνεῦμα ἐπανέρχεται στὸ πρῶτο φωνῆεν (καὶ τὰ διαλυτικὰ εἶναι περιττά): «ἀιτός, ἄυλος, ὀιμέ».
2. τὰ ἀριθμητικὰ δὲν παίρνουν πνεῦμα: αʹ (= 1) εʹ (= 5) ηʹ (= 8) ιʹ (= 10) οʹ (= 70) υʹ (= 400) ωʹ (= 800).
Ὅταν ἕνα γράμμα παίρνει καὶ τόνο καὶ πνεῦμα, τότε:
- στὴν περίπτωση τῆς βαρείας ἢ τῆς ὀξείας, βάζουμε τὸ πνεῦμα ἀριστερὰ καὶ τὸν τόνο δεξιά: «ἄν, ἔψιλον, ἥβη, ἵδρυμα, ὅλο, ὕλη, ὥς»·
- στὴν περίπτωση τῆς περισπωμένης βάζουμε τὸ πνεῦμα κάτω ἀπὸ τὴν περισπωμένη: «εἶμαι, οὗτος, ὧρα».
Στὰ πεζὰ γράμματα τὸ πνεῦμα (ἢ ὁ συνδυασμὸς τόνου καὶ πνεύματος) μπαίνει πάνω ἀπὸ τὸ γράμμα: «ἔλα, ὅμως, ἦταν». Στὰ κεφαλαῖα μπαίνει πρὶν (δηλαδὴ ἀριστερὰ) ἀπὸ τὸ γράμμα: «Ἔλα, Ὅμως, Ἦταν».
[Ὅσον ἀφορᾶ τὰ κεφαλαῖα ἀρχικὰ φωνήεντα, σημειῶστε ὅτι ἐνῷ στὴν γραφομηχανὴ καὶ στὴν «χειροκίνητη» τυπογραφία (κάσα, λινοτυπία, μονοτυπία) ἔμπαινε πρῶτα τὸ πνεῦμα ἢ ὁ συνδυασμὸς πνεῦμα+τόνος καὶ ὕστερα τὸ φωνῆεν οὕτως ὥστε νὰ θεωροῦμε τὸ πνεῦμα ἢ τὸν συνδυασμὸ πνεῦμα+τόνος ὡς ἀνεξάρτητη ἑνότητα, στὴν πληροφορικὴ (καὶ συγκεκριμένα στὴν κωδικοσελίδα Unicode) θεωροῦμε ὅτι ἀνήκει στὸ φωνῆεν καὶ μαζὶ ἀποτελοῦν μία ἀδιάσπαστη ἑνότητα.]
* Ο Γεννάδιος Γεώργιος
γεννήθηκε στη Σηλυβρία της Θράκης το
1786. Η καταγωγή του όμως ήταν από την Ηπειρο. Διδάχθηκε τα πρώτα γράμματα στον
τόπο καταγωγής του, στα Δολιανά του Ζαγορίου, και επέστρεψε στα Ιωάννινα, όπου
άρχισε το δεύτερο κύκλο των σπουδών του. Το 1797, σε ηλικία έντεκα ετών, ο
Γεννάδιος στάλθηκε σε θείο του ηγούμενο σε μοναστήρι του Βουκουρεστίου. Ο θείος
του, τον υποδέχτηκε με πατρική στοργή και τον βοήθησε σε όλα. Τον έβαλε στην
ονομαστή "Αυθεντική Σχολή" που είχε διευθυντή της, τον ζαγορίσιο
δάσκαλο Λάμπρο Φωτιάδη. Ο Γεννάδιος δεν άργησε και σ'αυτή την ανώτερη
εκπαιδευτική εστία να διακριθεί, με το λόγο και το ήθος του.
Το 1804
ξεκίνησε τις σπουδές του στη φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας κοντά στον
Ερνέστο Ουέβερο (Wilhelm Ernst Weber) και, όταν τις ολοκλήρωσε το 1814,
επέστρεψε στο Βουκουρέστι. Στα 1815 τη
διεύθυνση της "Αυθεντικής Σχολής" ανέλαβε ο περίφημος Νεόφυτος
Δούκας, ο οποίος και προσέλαβε τον Γεννάδιο σαν ισότιμο δάσκαλο μαζί του. Εκεί
γνωρίστηκε και ανέπτυξε βαθιά φιλία με το Χριστόδουλο Κλωνάρη και τον Ιωάννη
Μακρή. Ο Γεννάδιος φεύγει απο την "Αυθεντική Σχολή" και ιδρύει με τον
Ιωάννη Μακρή, δάσκαλο από τα Αμπελάκια του Πηλίου, την δικιά τους Σχολή.
Μαζί με τον
τελευταίο, το 1817, αναχώρησε για την Οδησσό, ύστερα από πρόσκληση της εκεί
ελληνικής κοινότητας και του Ιωάννη Καποδίστρια για την οργάνωση της
ελληνοεμπορικής σχολής. Τα τρία χρόνια που παρέμεινε στην Οδησσό, εργάστηκε
σκληρά «τόσο διά την ευταξίαν των μαθητιών των, όσο και διά την εισαγωγήν της
στοιχειώδους και συστηματικής παιδείας». Μετέφρασε από τα ιταλικά το έργο του
Φραγκίσκου Σοαβίου (Francesco Soave) Περί Χρεών του Ανθρώπου και συνεργάστηκε
με το Γεώργιο Λασσάνη για τη συγγραφή της εξάτομης Στοιχειώδους Εγκυκλοπαίδειας
των Παιδικών Μαθημάτων, η οποία χρησιμοποιήθηκε στη δεύτερη και τρίτη τάξη της
σχολής.
Το 1820 ο
Γεννάδιος επέστρεψε στο Βουκουρέστι, όταν ο ηγεμόνας Αλέξανδρος Σούτσος τον
κάλεσε μαζί με τον Κωνσταντίνο Βαρδαλάχο και το Γεώργιο Κλεόβουλο, για να
προσφέρει τις γνώσεις και την εμπειρία του στην αναδιοργάνωση της Σχολής του
Βουκουρεστίου. Μυημένος στη Φιλική Εταιρία, αναλαμβάνει τον ιερό ρόλο να
προετοιμάσει τους μαθητές του για τον αγώνα αποτίναξης του τουρκικού ζυγού.
Χαρακτηριστική είναι η μαρτυρία του μαθητή του Αλεξάνδρου Ρίζου Ραγκαβή
(1809-1892) ότι: «…και μας ωμίλησε περί της τύχης της Ελλάδος, ήτις ην άλλοτε η
μήτηρ της δόξης και της ελευθερίας, επ’ εσχάτων δε κατέκειτο δούλη
περιφρονουμένη, και ηυχήθη, μέχρις ου δάκρυα ανέβλησαν εις τους οφθαλμούς
του…».
Μετά την
ήττα των Ιερολοχιτών στο Δραγατσάνι, κατέφυγε αρχικά στην Οδησσό και στη
συνέχεια στη Δρέσδη, όπου και εργάστηκε ως οικοδιδάσκαλος έως το 1824.
Η δράση
του, όταν επέστρεψε στην Ελλάδα, υπήρξε πολυσχιδής. Κεντρικός άξονας παρέμενε
πάντα η ανάπτυξη της ελληνικής παιδείας και εκπαίδευσης.
Το 1829 ο
Καποδίστριας του αναθέτει τη συγκρότηση της δημόσιας εκπαίδευσης και στο
πρόσωπο του βρίσκει έναν πολύτιμο συνεργάτη. Του ανάθεσε μαζί με το Γρηγόριο
Κωνσταντά και τον Ιωάννη Βένθυλο τη σύνταξη γραμματικής και ανθολογίας των
εγκύκλιων μαθημάτων της ελληνικής γλώσσας, όπως και τη διδασκαλία και οργάνωση
της Κεντρικής Σχολής της Αίγινας (1829) και του Ορφανοτροφείου. Από το 1835
μέχρι το θάνατό του υπηρέτησε ως Γυμνασιάρχης στο Α’ Γυμνάσιο Αθηνών,
εποπτεύοντας παράλληλα και το αντίστοιχο Ελληνικό σχολείο.
Φρόντισε
παράλληλα και για την ίδρυση Δημόσιας Βιβλιοθήκης* συγκεντρώνοντας βιβλία και
έντυπο υλικό, έθεσε δε τις βάσεις και του Νομισματικού Μουσείου.
Αν και το
ενδιαφέρον του ήταν εστιασμένο στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, δίδαξε και στο
Πανεπιστήμιο Αθηνών γενική ιστορία. Σύντομα ωστόσο παραιτήθηκε προκειμένου να
αναλάβει και να οργανώσει τη Ριζάρειο Σχολή. Υπήρξε από τους ενθερμότερους
ιδρυτές της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας και εργάστηκε ως διδάσκαλος στην
Αρσάκειο. Ήταν επίσης και από τους θεμελιωτές και για ένα διάστημα αντιπρόεδρος
της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας. Τέλος, ο Γεννάδιος συνέβαλε ουσιαστικά
και στην ολοκλήρωση της ανοικοδόμησης του ναού της Ζωοδόχου Πηγής στην Αθήνα.
Το 1838
αναγορεύτηκε επίτιμος Διδάκτορας του Πανεπιστημίου της Λειψίας, τίτλος που
δόθηκε για πρώτη φορά σε Έλληνα.
Ο μεγάλος
διδάσκαλος του Γένους, ευτύχησε μετά θάνατον το όνομα του, χάριν στο γιο του
Ιωάννη Γεννάδιο, να μείνει για πάντα στη μνήμη των Ελλήνων. Ο Ιωάννης
Γεννάδιος, τιμώντας τη μνήμη του πατέρα του, ονόμασε τη βιβλιοθήκη, που δώρησε
στο Εθνος "Γεννάδειον" και αφιέρωσε τη μεγάλη συλλογή των βιβλίων του
σε όλους όσους "της ημετέρας παιδείας μετέχουσι".
Εργα του:
Πολλά έργα
του μεταφράστηκαν στην Ευρώπη.
Στη Μόσχα
το 1820 έγραψε τη "Στοιχειώδη Εγκυκλοπαίδεια" και στην Αίγινα το 1830
τα: "Περί του μη ραδίως πιστεύειν", "Κατήχησις",
"Ελληνικά", "Επιτάφιοι", κ.α.
Έγραψε:
“Γραμματική της αρχαίας Ελληνικής γλώσσης” (1832) και επιμελήθηκε τη “Σύνοψιν
της Ιεράς Ιστορίας” (1835) και την “Κατήχησιν ή Ορθόδοξον διδασκαλίαν της
Ανατολικής Εκκλησίας”(1835).
Μετέφρασε
τα έργα: “Πρώτη τροφή του υγιούς ανθρωπίνου νοός” (1819), “Ελληνικά τα
εξαιρετώτερα της Ελληνικής Ιστορίας μέχρι του Πελοποννησιακού πολέμου”(1850),
“Ελληνική Γραμματολογία”(1851) και “Στοιχειώδης πραγματεία περί των χρεών του
ανθρώπου” (1853).
* H Εθνική
Βιβλιοθήκη της Ελλάδος (ΕΒΕ) ιδρύθηκε τυπικά με το Διάταγμα, που εκδόθηκε στις
15 Μαΐου 1832, με την επωνυμία "Δημοσία Βιβλιοθήκη" και με Διευθυντή
το Γεώργιο Γεννάδιο, που έφερε τον τίτλο του "Επιστάτου".
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου