υπό
Αναστασίου Παλατίδη
ἐπιμελεία τοῦ
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-πτυχιούχου κλασσικῆς φιλολογίας
πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
-μεταπτυχιακοῦ ἐφηρμοσμένης παιδαγωγικῆς
πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
Η πρώτη κλίση περιέχει ονόματα αρσενικά και θηλυκά. Στην ονομαστική του ενικού έχουν κατάληξη -ă (γεν. -ae). Ο χαρακτήρας του αρχικού θέματος είναι -a-. Τα πρωτόκλιτα ουσιαστικά κλίνονται όπως το παρακάτω παράδειγμα:
αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική fortuna fortunae
γενική fortunae fortunārum
δοτική fortunae fortunīs
αιτιατική fortunam fortunās
κλητική fortuna fortunae
αφαιρετική fortunā fortunīs
Ανωμαλίες πρωτόκλιτων ονομάτων
Τα θηλυκά ονόματα dea (θεά) και filia (θυγατέρα), όταν είναι ανάγκη να γίνει διάκριση από τις όμοιες αντίστοιχες πτώσεις των αρσενικών δευτερόκλιτων ονομάτων deus (θεός) και filius (γιος), τη δοτική και την αφαιρετική του πληθυντικού (deis, filiis) τη σχηματίζουν κανονικά σε –abus: deis et deabus ή dis deabusque (τοῖς θεοῖς καὶ ταῖς θεαῖς), filiis et flliabus ή filiis filiabusque (τοῖς υἱοῖς καὶ ταῖς θυγατράσιν).
Το όνομα familia (οικογένεια) στη γενική του ενικού έχει κατάληξη κανονικά -ae, αλλά και -as (αρχαϊκή κατάληξη όμοια με την ελληνική γλώσσα) στις φράσεις pater familias (οικοδεσπότης), mater familias (οικοδέσποινα), κ.ά.
Άλλη αρχαϊκή κατάληξη με την οποία σχηματίζουν τη γενική ενικού πρωτόκλιτα ονόματα (κυρίως στους παλαιότερους ποιητές), είναι -āi (κατά τη β' κλίση): aulāi (=aulae, της αυλής), terrāi (= terrae, της γης).
Η κατάληξη της γενικής πληθυντικού -arum σε μερικά ονόματα συγκόπτεται σε -um: drachma→drachmarum & drachmum.
Αρχαία ελληνικά πρωτόκλιτα ονόματα, ιδίως κύρια, που τα πήρε και η λατινική γλώσσα, σχηματίζουν συνήθως κατά την κλίση τους στη λατινική μερικές πτώσεις του ενικού αριθμού όπως και στην αρχαία ελληνική:
Aeneas < Αἰνείας
αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική Aenēās
γενική Aenēae
δοτική Aenēae
αιτιατική Aenēān, Aenēam
κλητική Aenēā
αφαιρετική Aenēā
Anchises < Ἀγχίσης
αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική Anchīsēs
γενική Anchīsae
δοτική Anchīsae
αιτιατική Anchīsam, Anchīsēn
κλητική Anchīsā
αφαιρετική Anchīsā, Anchīsē
Penelope < Πηνελόπη
αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική Penelope, Penelŏpa -
γενική Penelopae, Penelopes -
δοτική Penelopae -
αιτιατική Penelopen, Penelopam -
κλητική Penelope -
αφαιρετική Penelŏpa -
Πολλά πρωτόκλιτα αρχαία ελληνικά σε -ης (όπως Ἀλκιβιάδης, Ἀριστείδης κ.τ.ό.) σχηματίζονται στη λατινική ως τριτόκλιτα, κατά την πρώτη κλίση της αρχαίας ελληνικής.
αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική Alcĭbĭădes -
γενική Alcibadis, Alcibiadi, Alcibiadae -
δοτική Alcibiădae -
αιτιατική Alcibiădem, Alcibiăden -
κλητική Alcibiadē -
αφαιρετική Alcibiăde -
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου