Περιεχόμενα
Μέρος Α’
- Τί γράφουν οι αρχαίοι για τον Όμηρον.
- Υπήρχαν πολλά κείμενα των δύο επών.
- Η Αλεξανδρινή κριτική.
- Η κριτική της Περγαμηvής Σχολής.
- Oι Xωρίζοντες.
- Η νεώτερn κριτική.
- Η κριτική του αββά d' Aubignac
- Η βολφιανή θεωρία και η κριτική της
- Αντικριτική της βολφιανής θεωρίας.
- Νέες θεωρίες και νέες απόψεις.
Η αρχαία ελληνική
ποίηση αρχίζει από την Ιλιάδα και την Οδύσσεια. Τα δυό αυτά μεγάλα έπη, που τα
θαυμάζουν οι αιώνες και παίρνουν την πρώτη θέση μέσα στα αριστουργήματα του
εμμέτρου λόγου της παγκόσμιας γραμματολογίας, θεωρούνται σαν η πρώτη “γραφτή”
πηγή της ελληνικής ιστορίας. Κατά την αρχαία παράδοση, ποιητής τους είναι ο
Όμηρος, που έγραψε και άλλα μεγάλα και θαυμαστά έπη που δεν σώθηκαν.
Τί γράφουν οι αρχαίοι για τον Όμηρον
Αν δώσουμε πίστη
στα λεγόμενα του Παυσανία (IX. 9, 5), ο Καλλίνος που έζησε κατά το 650,
παραδέχονταν πως ο Όμηρος έγραψε και το έπος Θηβαΐς. Ο Ηρόδοτος πάλι (II, 117
και IV, 32) λέει πώς οι παλαιοί θεωρούσαν τον Όμηρο για ποιητή δύο άλλων έπων,
πού ήταν γνωστά το ένα με το όνομα Κύπριαέπηκαι το άλλο με τον τίτλο Επίγονοι.
Ο Αριστοτέλης (Ποιητική IV, 1448b, 10), ακολουθώντας άλλη παράδοση, πίστευε πως
και το κωμικό έπος Μαργίτης ήταν γραμμένο 2από τον Όμηρο, ενώ ο Θουκυδίδης
(III, 104) αποδίδει στον Όμηρο και τον Ύμνο στο ΔήλιοΑπόλλωνα. Όπως βλέπουμε, η
αρχαία παράδοση, χωρίς καμμιά εξαίρεση, δέχονταν πώς έζησε κάποτε ένας μεγάλος
ποιητής που τον έλεγαν Όμηρο. Αν οι αρχαίες μαρτυρίες δεν συμφωνούν σε κάτι,
αυτό είναι: Τα χρόνια που έζησε ο ποιητής και το μέρος που γεννήθηκε. Ο
Ηρόδοτος (II, 53) νομίζει πως ο Όμηρος έζησε κατά το 800. Ο Θουκυδίδης πάλι δεν
μπορεί να προσδιορίση με ακρίβεια το χρόνο της ακμής του ποιητή, γι' αυτό λέει
πως ήταν πολύ μεταγενέστερος του Τρωικού πολέμου (Α, 3, 3). Υπάρχουν κι' άλλες
μαρτυρίες που δεν τις θεωρούμε υπολογίσιμες 3, γιατί δε βασίζονται σε θετικά
γεγονότα.
Πιο πολύ όμως
σκοτεινά είναι τα όσα λέγονταν στην αρχαία εποχή για την καταγωγή και το μέρος
που γεννήθηκεν, ο ποιητής. Άλλοι τόνε θεωρούσανε αιολικής καταγωγής και άλλοι
ιωνικής. Επίσης κανένας δεν ήξερε ποιά ήταν η πατρίδα του και ποιοί ήταν οι
γονείς του. Γι' αυτό πλάστηκαν διάφοροι θρύλοι γύρω στο ζήτημα της καταγωγής
και της εθνικότητας του, που αντικαθρεφτίζονται στο γνωστό επίγραμμα:
Ἑπτὰ πόλεις μάρνανται σοφὴν διὰ ῥίζαν
Ὁμήρου·
Σμύρνη, Χίος, Κολοφῶν, Ἰθάκη, Πύλος, Ἄργος,
Ἀθῆναι.
Από την αιτίαν
αυτή δεν υπάρχει και καμμιά αξιόπιστη βιογραφία του Ομήρου. Υπάρχουν βέβαια
οχτώ “βιογραφίες”. Απ' αυτές όμως μόνο οι τρεις κάτι λένε 4, οι άλλες είναι
φλυαρίες της κακής ώρας.
Μα αν στην
ελληνικήν αρχαιότητα ομόφωνα παραδέχονταν πως ο Όμηρος είναι ιστορικό πρόσωπο
και ποιητής της Ιλιάδας και Οδυσσείας, τον καιρό πού γράφονταν ο επίλογος της
ελληνικής ιστορίας στη νοτιοανατολική μεσογειακή λεκάνη διατυπώθηκαν σοβαρές
αμφιβολίες, αν και τα δυο μεγάλα έπη γράφηκαν από τον ίδιο ποιητή.
Υπήρχαν πολλά κείμενα των δύο επών
Στην Αλεξάνδρεια,
που τον Γ' και Β' π.Χ. αιώνα είχε γίνει μεγάλο πνευματικό κέντρο, άρχισε από τη
μιά μεριά συστηματική κριτική των ομηρικών κειμένων και από την άλλη συλλογή
και ανακατάταξη των διαφόρων εκδόσεων των, γιατί από τον Ε' αίώνα φαίνεται πως
υπήρχαν πολλά τέτοια κείμενα, ή πιο σωστά πολλές “εκδόσεις”, των δύο επών.
Μαρτυρείται πως υπήρχαν: 1) αι κατά πόλεις (ή αι από των πόλεων ή εκ των
πόλεων). Τέτοιες ήταν η Αργολική, η Χία, η Κυπρία, η Κρητική, η Σινωπική κλπ.
2) αι κατά άνδρα. Τις τέτοιες “εκδόσεις” κατάρτιζαν μερικοί διανοούμενοι για
καθαρώς εκπαιδευτικούς σκοπούς. Κατά τον Πλούταρχο, ο Αριστοτέλης διασκεύασε
την Ιλιάδα για να χρησιμεύση σαν ανάγνωσμα του Αλεξάνδρου. Ο ίδιος ο Πλούταρχος
μας πληροφορεί ακόμη πώς στον καιρό του Αλκιβιάδη υπήρχαν τέτοιες “εκδόσεις”,
πού μάλιστα ο πρώτος τυχόν δάσκαλος τις διώρθωνε 5. Το κακό φαίνεται να
παράγινε, γι' αυτό όσο περνούσαν τα χρόνια αυξάνονταν και πληθύνονταν oι
τέτοιες “εκδόσεις”. Από την αιτία αυτή μιά άλλη μαρτυρία λέει πώς ο Τίμων ο
Φλιάσιος τα τέτοια διωρθωμένα ή πιο σωστά τα “διασκευασμένα” κείμενα δεν τα
θεωρούσε καθόλου χρήσιμα και γι' αυτό προτιμούσε τα παλιά αντίγραφα (βλ. Διογ.
Λαέρτ. IX, 115).
Υπήρχαν όμως και
“λαϊκές” εκδόσεις πού λέγονταν δημώδεις ή κοιναί και πού ήταν γνωστές σχεδόν σ'
όλη την Ελλάδα. Αυτές αν δεν ήταν “διωρθωμένες” από κάποιον δάσκαλο, θα ήταν
δίχως άλλο αλλαγμένες από τα παραγεμίσματα των ραψωδών πού έπρεπε να εξυμνήσουν
την ιστορια κάθε τόπου και γι' αυτό έπρεπε να προσθέσουν κάτι πού ταίριαζε με
το τοπικιστικό φιλότιμο του λαού κάθε χώρας ή πολιτείας.
Έτσι στα χρόνια
των Πτολεμαίων υπήρχαν πολλές και διάφορες “εκδόσεις” του Ομήρου, που
χρησίμευσαν για βάση να γίνη νέα επεξεργασία τους και να καταστρωθή το γνωστό
κείμενο πού σώθηκε ως τις ήμερες μας με το χωρισμό του σε 24 κομμάτια - βιβλία.
Η Αλεξανδρινή κριτική
Πρώτος τέτοιος
κριτικός του ομηρικού κειμένου φαίνεται ότι είναι ο Εφέσιος Ζηνόδοτος,
ελληνιστής καλός και βιβλιοφύλακας της περίφημης Αλεξανδρινής Βιβλιοθήκης 6. Ο
Ζηνόδοτος δίχως άλλο έκαμε πολλές διορθώσεις, πού μάλλον χάλασαν παρά διώρθωσαν
το κείμενο.
Μαθητής του
Ζηνόδοτου και συνεχιστής της διορθωτικής και κριτικής εργασίας πάνω στα ομηρικά
κείμενα ήταν ο Ερατοσθένης, φιλόλογος με πολλές ιστορικές γνώσεις και μεγάλη
κατάρτιση. Διάδοχος του υπήρξεν ο Αριστοφάνης ο Βυζάντιος (257-180 π.Χ.), πού
έκαμε μεγάλη συμπληρωματική κριτική εργασία πάνω στα ομηρικά κείμενα. Μα
εκείνος πού προχώρησε πιο πολύ ήταν ο μαθητής του Αριστοφάνη, ο περίφημος
Αρίσταρχος από τη Σαμοθράκη (215 -145 π.Χ.). Στην εποχή του οι γλωσσολογικές,
γραμματικές και φιλολογικές σπουδές ακμάζανε πολύ στην Αλεξάνδρεια, γι' αυτό ο
Αρίσταρχος ήταν καλύτερα εφωδιασμένος από τους προηγούμενους του για να
μελετήση τα ομηρικά κείμενα και κατάληξη σε ωρισμένα συμπεράσματα. Φαίνεται πώς
εργάστηκε χρόνια μελετώντας τον Όμηρο και με σκοπό ν' αποκαταστήση τα κείμενα
στην αρχική τους μορφή. Έγραψε πολλές μελέτες, πάνω στα ζητήματα αυτά. Η
καλύτερη του όμως εργασία, πού μέσα σ' αυτή συγκεντρώθηκαν όλες οι παρατηρήσεις
και υποδείξεις της κριτικής του, ήταν τα σχόλιά του. Η βασική αρχή του ήταν
“Ὅμηρον ἐξ Ὁμήρου σαφηνίζειν”, αρχή πού και σήμερα ακόμα έχει κύρος. Ο
Αρίσταρχος έχοντας για βάση τα σχόλια του έβγαλε σε νέα έκδοση το ομηρικό
κείμενο, απαλλαγμένο από τους νόθους στίχους πού τους είχαν προσθέσει νεώτεροι
ποιητές και διάφοροι διασκευαστές του αρχικού κειμένου. Δυστυχώς από πυρκαϊά
κάηκαν τα πιο πολλά από τα έργα του και έτσι μόνο από τη φήμη και την παράδοση
ξέρουμε τις επιμελημένες εργασίες του πάνω στο ομηρικό κείμενο, χωρίς όμως να
έχουμε αυτούσιες τις τέτοιες εργασίες και μελέτες του 7.
Η κριτική της Περγαμηvής Σχολής
Παράλληλα προς την
Αλεξάνδρεια, σπουδαία φιλολογική κίνηση εκείνα τα χρόνια σημειώθηκε και στην
Πέργαμο. Φιλόλογος και κριτικός αξιόλογος, αρχηγέτης της σχολής της Περγάμου,
ήταν ο Κράτης ο Μαλλώτης (από τη Μαλλό της Κιλικίας). Ο Κράτης, αντίθετα από
τον Αρίσταρχο, ακολούθησε άλλον ερμηνευτικό δρόμο και προσπάθησε να ερμηνεύση
αλληγορικά τα ομηρικά έπη. Δηλαδή υποστήριξε πώς στην ομηρική ποίηση βρίσκονταν
οι βάσεις όλων των τεχνών και επιστημών. Εύρισκε με άλλα λογία στα ομηρικά έπη
όχι καθαρώς ποιητικό περιεχόμενο, μα καθαρά πραγματιστικό. Ο Όμηρος γι' αυτόν
ήταν ένας πραγματιστής, ένας διδάσκαλος και όχι ένας μεγαλόπνοος ποιητής. Γι'
αυτό οι δυό σχολές χωρίστηκαν και άρχισαν τον πόλεμο η μιά της άλλης. Η μιά
περιωρίζονταν αποκλειστικώς και μόνο στα πλαίσια της φιλολογικής και κριτικής
έρευνας. Η άλλη προσπαθούσε να βγάλη γενικώτερα συμπεράσματα. Δηλαδή η μιά ήταν
σχολή καθαρώς φιλολογική, ενώ η άλλη (της Περγάμου) ήταν σχολή μάλλον
κοινωνιολογική όπως θα λέγαμε σήμερα. Εννοείται πώς και οι δυό σχολές από την
άποψη τους είχαν δίκαιο. Πολλές παρατηρήσεις της Αλεξανδρινής σχολής είναι
σωστές, όπως και πολλές παρατηρήσεις και κρίσεις της Περγαμηνής σχολής είχαν
και έχουν σήμερα ακόμα κύρος, γιατί αν οι ομηρικές μελέτες και έρευνες
στηριχθούν μόνο στη γραμματική εξέταση και κριτική των κειμένων, δεν μπορούν να
λύσουν ένα σωρό ζητήματα. Χρειάζεται παράλληλα και η κοινωνιολογική έρευνα για
να εκτιμηθή η αξία των συμπερασμάτων της φιλολογικής κριτικής. Αυτό όμως θα μας
δοθή ευκαιρία παρακάτω να το αναπτύξουμε πιο διεξοδικά και αναλυτικά.
Oι Xωρίζοντες
Ερχόμαστε τώρα σ'
άλλο ζήτημα. Η φιλολογική κριτική του ομηρικού κειμένου πού έγινεν από τους
γραμματικούς (=φιλολόγους) της Αλεξανδρείας, μαζί με άλλα ζητήματα έφερε στη
μέση και τούτο: Η Ιλιάδα και η Οδύσσεια είναι έργα του ίδιου ποιητή; Υπήρχαν
πολλοί πού απαντούσαν αρνητικά στο ερώτημα αυτό. Αυτοί ήταν οι Χωρίζοντες,
δηλαδή εκείνοι από τους φιλολόγους που υποστήριζαν “μὴ ἑνὸς τοῦ αὐτοῦ Ἰλιάδα
καὶ Ὀδύσσειαν”. Δυστυχώς δεν γνωρίζομε όλα τα ονόματα των αρχηγών και οπαδών
της σχολής αυτής, γιατί σώθηκαν 8μόνο τα ονόματα δυό τέτοιων φιλολόγων, του
Ξένωνος και του Ελλάνικου 9. Ποια επιχειρήματα έφερναν οι Χωρίζοντες, για να
υποστηρίζουν τη γνώμη τους, κι' αυτά δεν τα ξέρουμε καλά. Φαίνεται πώς από τη
συγκριτική έρευνα των δύο κειμένων έβγαλαν το συμπέρασμα πώς το ύφος δεν είναι
το ίδιο και στην Ιλιάδα και στην Οδύσσεια. Βέβαια το επιχείρημα αυτό και μόνο
δεν έχει αποφασιστική σημασία. Θα είχε αξία, αν ήταν αποδειγμένο πώς τα κείμενα
της Ιλιάδας και της Οδύσσειας, όπως τα είχαν οι Αλεξανδρινοί φιλόλογοι, ήταν
πιστά αντίγραφα από τα πρωτόγραφά τους. Μια και έγιναν στο αναμεταξύ πολλές,
όπως θα ιδούμε παρακάτω, αλλαγές, προσθήκες και διορθώσεις, είναι επόμενο τα
δύο κείμενα να μη έχουν το ίδιο ύφος. Δίχως άλλο οι Χωρίζοντες θα είχαν
αντιτάξει και άλλα επιχειρήματα, πού δυστυχώς δεν τα ξέρομε, γιατί όλη η
βιβλιογραφία της σχολής τους χάθηκε. Αν κρίνουμε όμως από τα λεγόμενα του
Πρόκλου και του Ευσταθίου φαίνεται πως οι μελέτες και οι κριτικές των
Χωριζόντων είχαν μεγάλη επίδραση στους φιλολόγους της κατοπινής εποχής και ως
ένα σημείο οι απόψεις τους είχαν επικρατήσει. Από τα λεγόμενα του Πρόκλου και
του Ευσταθίου αυτό βγαίνει, αφού λένε πώς μέσα στα ομηρικά κείμενα
ανευρίσκονται “πολλοί Όμηροι”. Και ναι μεν ο Πρόκλος τόνιζε πως “Ὅμηροι πολλοὶ
γεγόνασι, ζήλῳ τοῦ πάλαι τὴν κλῆσιν λαβόντες”, δηλαδή πως υπήρχαν από τον παλιό
καιρό ποιητές πού ήθελαν τα τραγούδια τους να φέρουν το μεγάλο όνομα του
Ομήρου, μα μ' αυτό δεν αναιρεί το βασικό ζήτημα, Ίσα ίσα πού ενισχύει τη γνώμη
των Χωριζόντων και των άλλων φιλολόγων, που έβλεπαν προσθήκες και αλλαγές στα
ομηρικά κείμενα.
* * *
Όπως κι' αν είναι,
η ελληνική αρχαιότητα παραδέχονταν πως κάποτε υπήρξε ένας μεγάλος ποιητής που
τον έλεγαν Όμηρο. Αν υπήρχαν διαφωνίες αυτές αφωρούσαν τα έργα που έγραψε ο
μεγάλος αυτός ποιητής. Οι μεν παραδέχονταν πως έγραψε, εξόν από την Ιλιάδα και
την Οδύσσεια, και το Μαργίτη και τους Επιγόνους, και άλλοι πως έγραψε μόνο τα
δυό έπη: την Ιλιάδα και την Οδύσσεια. Επίσης διαφωνίες υπήρχαν και για την
εποχή που έζησεν ο ποιητής. Όπως είδαμε παραπάνω, άλλοι τον ήθελαν σχεδόν
σύγχρονο με τα γεγονότα του Τρωϊκού “πολέμου”, άλλοι πάλι πως έζησε στα 800 και
άλλοι πως ήταν νεώτερος. Τα ζητήματα όμως αυτά δεν ήταν δυνατό να λυθούν από
τους αρχαίους. Τους έλειπαν ένα σωρό στοιχεία για να καταπιαστούν με μιά τέτοια
έρευνα. Η φιλολογία, η γλωσσολογία, η εθνογραφία και η εθνολογία ήταν ακόμα
άγνωστες εκείνα τα χρόνια. Έπρεπε να συγκεντρωθή το απαραίτητο
ιστορικοφιλολογικό υλικό, για να δοθή η αφορμή να γεννηθή το ομηρικό ζήτημα.
Κι' αυτό έγινεν όπως είπαμε στους Αλεξανδρινούς χρόνους. Μα και τότε δεν ήταν
ακόμα καλά παρασκευασμένο τα έδαφος. Έγιναν μόνο οι πρώτες απόπειρες και οι
πρώτες κριτικές έρευνες. Με την πτώση όμως του αρχαίου ελληνικού κόσμου οι
έρευνες και οι μελέτες αυτές πέρασαν στο μουσείο της ιστορίας. Ύστερα από το
θάνατο του Ιουλιανού τα ελληνικά γράμματα δεν έχουν πια ενδιαφέρον, ούτε στην
Ανατολή ούτε στη Δύση. Η ιστορία γυρίζει προς τα πίσω. Κι' όταν μάλιστα οι
βάρβαροι κατέκλυσαν την Ευρώπη η ιστορία έκανε ακόμα πιο μεγάλα βήματα προς τα
πίσω. Ο Μεσαίωνας άρχισε. Είν' αλήθεια πως έμειναν μερικές εστίες όπου δεν
έσβησε ολότελα η φλόγα των ελληνικών σπουδών. Και στην Ιταλία και στο Βυζάντιο
υπήρξαν διανοούμενοι πού κρατούσαν άσβηστη την παλιά παράδοση. Στο Βυζάντιο
μάλιστα, όταν στη Θεσσαλονίκη και στην Πόλη οι οικονομικές συνθήκες σε
ωρισμένες εποχές έδωκαν το λίπασμα για να αναπτυχθή κάποια πνευματική κίνηση,
ανεφάνησαν μεγάλοι ελληνομαθείς στοχαστές όπως ο Φώτιος, ο Ευστάθιος, ο
Βησσαρίων, ο Γεμιστός κ.α. Μα οι ιστορικές περιστάσεις δεν ευνόησαν την άνοδο
του Βυζαντίου. Ήρθαν χρόνοι και καιροί που το έρριξαν πάλι στην παρακμή και στη
διάλυση.
Έπρεπε να ξυπνήση
όλη η Ευρώπη από τη χειμερία νάρκη της—το Μεσαίωνα—για να ξαναρχίσουν οι
φιλολογικές μελέτες και να καλλιεργηθή και πάλιν η σπουδή των αρχαίων ελληνικών
γραμμάτων.
Η νεώτερn κριτική
Άμα όμως άρχισεν η
συστηματική σπουδή της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας άρχισαν να δημιουργούνται
και ένα σωρό ζητήματα γύρω στη μελέτη και κατανόηση των αρχαίων κειμένων.
Φαίνεται στο Βυζάντιο διεσώθησαν, στο σπουδαιότερο τους μέρος, οι παρατηρήσεις,
τα σχόλια και η κριτική, πού είχαν γίνει πάνω στο ομηρικό κείμενο από τους
γραμματικούς των δύο μεγάλων σχολών της Αλεξανδρείας και Περγάμου στον Γ' και
Β' αιώνα π.Χ. της χρονολογίας μας. Γι' αυτό οι ελληνιστές πού έφυγαν από το
Βυζάντιο στα πριν να πέση η Πόλη χρόνια (1453) καθώς και στα ύστερα, έφεραν
μαζί τους στην Ιταλία όλη τη γραφτή παράδοση των δυό σχολών. Έτσι από την
Αναγέννηση και δώθε οι φιλόλογοι της Ευρώπης εφωδιάστηκαν 10 με το απαραίτητο
υλικό για να ξαναρχίσουν την κριτική έρευνα πάνω στα ομηρικά κείμενα πού είχε
αρχίσει από τους Αλεξανδρινούς γραμματικούς. Μα αν εκείνοι έφθασαν ως το σημείο
να ισχυρισθούν πως άλλος είναι ο ποιητής της Οδύσσειας και άλλος της Ιλιάδας,
οι φιλόλογοι των νεωτέρων χρόνων προχώρησαν ακόμα πιό παραπέρα και αμφισβήτησαν
και αυτή την ύπαρξη του Ομήρου.
Η κριτική του αββά d' Aubignac
Από όσα ξέρομε,
πρώτος ο Γάλλος Francois Hedelin Abbe d'Aubienac καταπιάστηκε με την κριτική
έρευνα του ομηρικού κειμένου. Λέμε πρώτος, γιατί αυτός έγραψε την πρώτη
αξιόλογη μελέτη που εγκαινιάζει στη νεώτερη εποχή την ομηρική κριτική. Δίχως
άλλο στα χρόνια του θα υπήρχαν και άλλοι πού συζητούσαν τα ζητήματα πού έδωκαν
αφορμές να γράψη τη μελέτη του: “Conjectures academiques ou dissertation sur l'
liadea” 11. Έπρεπε πριν απ' αυτόν άλλοι να του προετοιμάσουν το δρόμο. Έπρεπε
να υπάρχη το ζήτημα για να καταπιαστή με τη λύση του.
Ο d' Aubignac
στους φιλολογικούς καυγάδες της εποχής του πάνω στο ομηρικό ζήτημα φαίνεται δεν
πήρε μέρος, παρά αφού άκουσε ολωνών τις γνώμες κατέληξε στα συμπεράσματα που
διατυπώθηκαν στη μελέτη του που αναφέραμε παραπάνω. Κι' αν ακόμα δεν διατύπωσε
καθαρώς την προσωπική του γνώμη, αν δηλαδή ακολούθησε γνώμες άλλων—αυτό δεν το
ξέρομε, γιατί δεν σώθηκαν πηγές και μαρτυρίες για τη φιλολογική κίνηση και
κριτική των ομηρικών κειμένων στα χρόνια πού ζούσε ο αββάς Aubignac— δεν έχει
σημασία. Μιά που πρώτος αυτός στη Γαλλία καταπιάστηκε συστηματικά με την
ομηρική κριτική, άνοιξε αυτός πρώτος το δρόμο στίς ομηρικές μελέτες και
έρευνες. Ο d' Aubignac λοιπόν παραδέχεται πώς υπάρχουν αντιφάσεις στα δύο έπη
καθώς και ανακολουθίες και παραγεμίσματα. Προχωρώντας δε στην κριτική του
έρευνα δεν βρήκε πειστικές τις σωζόμενες αρχαίες μαρτυρίες για την ιστορικότητα
του Ομήρου. Άρα δεν υπήρξε ποιητής Όμηρος, αλλά το όνομά του σημαίνει τον
τυφλόν. Ιλιάς κατά τον Aubignac σημαίνει ραψωδία Ομήρου=συλλογή τραγουδιών του
τυφλού. Γι' αυτό πίστευε πώς δεν υπάρχει στην Ιλιάδα ενότητα, παρά είναι
τραγούδια διάφορα πού από δεύτερο ή τρίτο χέρι συναρμολογήθηκαν και
διασκευάστηκαν κατά τρόπο πού να εμφανίζουν εξωτερικήν ενότητα. Επίσης
ξεκινώντας από την αρχή πως τόσο μεγάλο ποίημα δεν ήταν δυνατόν να
απομνημονευθή ως τον Ζ' και ς' αιώνα, όπου καθιερώθηκε η γραφή, δέχονταν πως
δεν ήταν τα δύο έπη γραμμένα από ένα ποιητή στη μορφή και στο σχήμα πού σώθηκαν
ως εμάς. Εξ άλλου έδινε μεγάλη σημασία και στη μαρτυρία του Ιώσηπου, που λέει
πώς:
“Στην Ελλάδα όμως
χίλιες δυό καταστροφές έγιναν που έσβησαν τη μνήμη των γεγονότων, και μια πού
πάντα άρχιζαν νέο βίο, νόμιζαν πως το παν άρχιζεν από την εποχή τους. Πολύ δε
αργά έμαθαν τη γραφή. Εκείνοι δε από τους Έλληνες πού παρουσιάζονται πως από
πολύ παλιά χρηοιμοποιούσαν τη γραφή, καυχιόνταν πώς την έμαθαν από τους
Φοίνικες και τον Κάδμο. Μα κι' απ' εκείνα τα χρόνια ακόμα κανένας δεν μπορεί να
επιδειξη κάτι που να είναι γραμμένο και που να σώζεται είτε στα ιδιωτικά είτε
στα δημόσια αφιερώματα, αφού ακόμα και για κείνους που εκστρατεύσανε ενάντια
στην Τροία πολλά χρόνια πιο υστέρα σε μεγάλη απορία βρίσκονταν και μεγάλες
συζητήσεις είχαν για το ζήτημα αν μεταχειρίζονταν τη γραφή. Γενικώς όμως στους
Έλληνες κανένα γραφτό κείμενο ή παράδοση δεν παραδέχεται που να είναι
παλαιότερο από τα ομηρικά ποιήματα. Ούτος δε φαίνεται πως έζησε ύστερα από τους
Τρωικούς πολέμους. Λένε μάλιστα πώς ούτε και αυτός (ο Όμηρος) άφησε γραφτά τα
ποιήματα του, μα σωζόμενα με το μνημονικό πιο ύστρρα από τα (χωριστά τραγούδια)
συναρμολογήθηκαν κι' έγιναν (τα τραγούδια πού ξέρομε) και γι' αυτό πολλές
ασυμφωνίες (=αντιφάσεις) υπάρχουν σ' αυτά”.
(Κατ' Απίωνος. Α,
10—12).
Έχοντας λοιπόν υπ'
όψη του όλα αυτά αρνειότανε την ύπαρξη ενός ποιητή πού έγραψε τα δύο έπη. Μα
εκεί πού οι παρατηρήσεις του Γάλλου αββά είναι σοφές, είναι η εσωτερική ανάλυση
της Ιλιάδας. Βρίσκει πως όχι μόνο ενότητα, δηλαδή ενιαίο σχέδιο, δεν υπάρχει
στο μεγάλο αυτό ποίημα, μα το αντίθετο, πώς είναι κομμάτια - κομμάτια πού
αρχικά γράφηκαν για να υμνήσουν όχι έναν ήρωα αλλά πολλούς και κυρίως για να
ιστορήσουν γεγονότα που δεν έχουν στενό και άμεσο σύνδεσμο μεταξύ τους. Οι
επαναλήψεις των μαχών και μονομαχιών, τα αυτά επίθετα θεών και ηρώων, η ίδια
περιγραφή διαφόρων μαχών και επεισοδίων, οι ίδιες πάντα παρομοιώσεις και το
ίδιο γνωμολογικό υλικό, όχι μόνο χαλνούν την αρμονία και την ενότητα της
Ιλιάδας, μα και προκαλούν την αηδία στο φιλόλογο που μπορεί να κατανόηση το
αρχαίο κείμενο και να δη τις αντιφάσεις, τις ίδιες επαναλήψεις και τα
κουραστικά αναμασήματα! Αν όμως πρόκειται να κρίνουμε την Ιλιάδα σαν το σύνολο
πολλών τραγουδιών πού είναι ανεξάρτητα αναμεταξύ τους, τότε το πράγμα αλλάζει,
γιατί το καθένα απ' αυτά έχει την ομορφιά του και τη χάρη του. Βρίσκει λοιπόν ο
d' Aubignac πως ο συναρμολογητής των τέτοιων τραγουδιών δεν μπόρεσε να αφαιρέση
τις επαναλήψεις και τις ίδιες παραβολές και τα ίδια σχήματα και να διορθώση το
κείμενο για να μην υπάρχουν οι αντιφάσεις πού υπάρχουν, γιατί δεν ήταν
μεγαλόπνοος ποιητής πού να μπορή να βλέπη τα βασικά αυτά ελαττώματα που
δημιουργήθηκαν από την άτεχνη συναρμολόγησή του. Φαντάζεται ακόμα ο Aubignac
πως η συναρμολόγηση έγινε μάλλον από το Λυκούργο 12 και πως πιο υστέρα
συμπληρώθηκε το έργο αυτό από τον Πεισίστρατο και το γιο του Ίππαρχο και από
τους ραψωδούς. Οι παρατηρήσεις αυτές του Γάλλου σοφού στα περισσότερά τους
σημεία είναι ατράνταχτες και γι' αυτό ήταν φυσικό πώς το βιβλίο του έκανε
μεγάλη εντύπωση και έξω από τη Γαλλία. Στη Γερμανία μάλιστα ο Herder συμφωνεί
με τις γνώμες του Γάλλου κριτικού. Δέχεται πώς υπήρξε κάποιος λαϊκός ποιητής
Όμηρος, μα αυτός δεν έφτιαξε τα δύο μεγάλα έπη. Αυτός έφτιαξε τον πυρήνα και
πιο ύστερα οι Ομηρίδες παραγέμισαν τα ομηρικά τραγούδια με δικές τους
προσθήκες. Επίσης και ο Ιταλός ιστορικοφιλόσοφος Vico 13 δέκα χρόνια πριν δημοσίευση
ο Βόλφ τα πολύκροτα “Προλεγόμενα” του, υποστήριξε πώς ο παλαιότερος πυρήνας των
ομηρικών επών δεν είναι τιποτ' άλλο παρά η λαϊκή ποίηση. Άρα η λέξη Όμηρος δεν
είναι όνομα κύριο μα προσηγορικό, που σημαίνει τη δημοτική ποίηση της εποχής
πού έχει το όνομα ηρωϊκή. Μα η γνώμη του Vico δεν έκαμε στην Ιταλία καμμιάν
εντύπωση. Όσο για την κριτική του d' Aubignac ασφαλώς θα έκαμε εντύπωση, μα τα
πνεύματα δεν ήταν ακόμα παρασκευασμένα για ν' αρχίση η συζήτηση στη Γαλλία.
Χρειάσθηκε να περάσουν χρόνια για να τονωθούν ακόμα πιο πολύ οι φιλολογικές
σπουδές και για να μαζευθή και άλλο υλικό. Έπρεπε οι μελέτες γύρω στα αρχαία
ελληνικά γράμματα να αποκτήσουν στερεό έδαφος για τη φιλολογική κριτική. Ωστόσο
όμως δεν έλειψαν σ' εκείνα τα χρόνια οι κριτικοί του ομηρικού κειμένου. Στην
Αγγλία λ. χ. από τα 1769 ο Ροβέρτος Wood με τη μελέτη του: “περί της πρωτότυπης
μεγαλοφυίας του Ομήρου” έθιξε το ζήτημα στη βάση του. Καταπιάστηκε δηλαδή με το
ζήτημα αν υπήρχε στα χρόνια του Ομήρου η γραφή, αφού πουθενά στα ομηρικά
κείμενα δεν γίνεται λόγος για γραπτά μνημεία και γενικά για τη χρήση της
γραφής. Δέχεται δε ο Wood πως η γραφή καθιερώθηκε τον ΣΤ΄ αιώνα, στα χρόνια του
Πεισιστράτου. Ακολουθώντας τις παρατηρήσεις αυτές του Wood, ο Merian
καταπιάστηκε γενικώτερα με το ζήτημα του πότε έγινε γνωστή και καθιερώθηκεν η
γραφή. Έχοντας δε υπ' όψη του τις αρχαίες μαρτυρίες κατέληξε στο συμπέρασμα πως
η γραφή ήταν άγνωστη και πώς κι' αν ήταν γνωστή, πάλι δεν ήταν καθιερωμένη
γιατί έλειπεν η πρώτη ύλη. Στο αναμεταξύ όμωςς ωρίμασαν οι όροι για να γίνουν
οι ομηρικές έρευνες, το κεντρικό ζήτημα των ελληνικών σπουδών. Στην κίνηση αυτή
πρωτοστάτησεν ο καθηγητής της Χάλλης Φρειδερίκος Αύγ. Wolf, που έβαλε τις
βάσεις στη μελέτη του ομηρικού ζητήματος με το βιβλίο του: “Prolegomena ad
Homerum”, πού βγήκε στα 1795 και όχι μόνο έκανε μεγάλο θόρυβο μα και προκάλεσε
αληθινή αναστάτωση στις ως τα τότε ομηρικές και ελληνικές μελέτες και σπουδές.
Αν και τα επιχειρήματα του δεν ήταν νέα παρά τα ίδια σχεδόν που είχε εκθέσει
πριν απ' αυτόν ο Γάλλος αββάς d' Aubignac, το βιβλίο του Wolf εξ αιτίας των
τότε συνθηκών της φιλολογικής επιστήμης απετέλεσε σταθμό για τις ελληνικές
σπουδές και νέο ξεκίνημα για τη μελέτη του ομηρικού ζητήματος.
Η βολφιανή θεωρία και η κριτική της
Ο Wolf υπεστήριξε
πώς επειδή η γραφή ήταν άγνωστη στα χρόνια του Τρωικού πολέμου, τα ομηρικά
τραγούδια μέχρι του Πεισιστράτου παραδίδονταν από μνήμης, Τα μάθαιναν απέξω οι
αοιδοί και οι ραψωδοί και αυτοί τα τραγουδούσαν. Μιά λοιπόν πού δεν ήταν η
γραφή γνωστή στην Ελλάδα ήταν αδύνατο να υπάρξη ποιητής που να καθίση να
συνθέση τόσο μεγάλα ποιήματα. Η γραφή καθιερώθηκε αργά, κυρίως στα μέσα του Ζ'
αιώνα. και διαδόθηκε μέσα στον ΣΤ' αιώνα. Εξ άλλου εις τα ομηρικά έπη δεν
υπάρχει εσωτερικός συνδετικός κρίκος, δεν υπάρχει ενότητα. Υπήρχαν πολλά τραγούδια,
που στον καιρό του Πεισιστράτου καταγράφηκαν—δημοσιεύθηκαν ή εκδόθηκαν θα
λέγαμε σήμερα—και αν αυτά τα τραγούδια (τα ανεξάρτητα το ένα από το άλλο)
διεσώθησαν χωρίς αρχικώς να γραφούν, αυτό δεν σημαίνει τίποτε άλλο παρά πώς
υπήρχε ειδική τάξη ανθρώπων πού απομνημόνευε τα τέτοια τραγούδια, ύμνους,
παραδόσεις. Στο σημείο αυτό δέχεται τη γνώμη του Herder, που έχοντας υπ' όψη
πως αιώνες ολόκληρους τα τραγούδια του Ossian ζούσαν στην προφορική (στοματική)
παράδοση, είχεν υποστηρίξει πώς και τα ομηρικά τραγούδια έτσι θα είχαν
απομνημονευθή.
Όπως βλέπομε, η
θεωρία του Wolf δεν είναι νέα. Σε πολλά σημεία είναι η ίδια η θεωρία του αββά
d'Aubignac. Γι' αυτό και μερικοί είπανε πώς ο Wolf κατάκλεψε το Γάλλο
ελληνιστή. Μάλιστα και πολλοί Γερμανοί ακόμη κατακρίνανε το Wolf για την τέτοια
του διαγωγή. Υπάρχουν όμως και οι υποστηρικτές του, δηλαδή εκείνοι πού
παραδέχονται πως ο Wolf εργάστηκε, αυτοτελώς, χωρίς να έχη υπ' όψη του την
εργασία του αββά d' Aubignac.
Όπως κι' αν έχη το
πράγμα, η θεωρία του Wolf, όπως είπαμε, σημείωσε σταθμό στην ιστορία του
ομηρικού ζητήματος. Σ' όλον τον ΙΘ' αιώνα ήταν η θεωρία που κρατούσε, και
σήμερα ακόμα έχει το κύρος της. Από τότε και υστέρα όλοι όσοι καταπιάνονται με
τη μελέτη των ομηρικών επών, θέλοντας και μη, πρέπει να διαβάσουν τα
Προλεγομένα του Wolf.
Αντικριτική της βολφιανής θεωρίας
Είναι αλήθεια πως
βγήκαν πολλοί φιλόλογοι για να αντικρούσουν τον Βόλφ, χαρακτηρίζοντας ανόητες
και αστήρικτες τις θεωρίες του, μα δεν μπόρεσαν να κλονίσουν στη βάση της τη
βολφιανή κριτική. Μπορεί σε ωρισμένα σημεία της να την αντέκρουσαν, στη βάση
της όμως δεν την έθιξαν. Κυρίως οι επικριτές της προσπάθησαν ν' αποδείξουν πως
η γραφή ήταν γνωστή από τα πολύ παλιά χρόνια. Τέτοια θέση πήρε ο Nitzsch, ένας
από τους κυριωτέρους αντιβολφιανούς κριτικούς. Ο Nitzsch στα 1830 με τη μελέτη
του “Meletemata de hiatoria Homeri”, προσπάθησε να απόδειξη πώς στα χρόνια του
Ομήρου ήταν γνωστή η γραφή, άρα και τα χρονιά του Σόλωνος ή του Πεισιστράτου τα
ομηρικά έπη (ή τουλάχιστον τα “κύκλια έπη”) έγιναν γνωστά από γενεά σε γενεά
όχι με την προφορική παράδοση αλλά από τη γραπτή. Αναλύοντας δε τα δύο έπη
εύρισκε πώς στον αρχικό πυρήνα τους έχουν απόλυτη συνοχή και πώς δεν πρόκειται
για δυό τραγούδια παρά για ένα πού χωρίστηκε υστέρα από τους ραψωδούς. Άλλος
αντίπαλος της θεωρίας του Wolf είναι ο ονομαστός ελληνιστής και ομηριστής πού
καταπιάστηκε συστηματικά με την κριτική των ομηρικών κειμένων Hermann, που
κατέληξε στο συμπέρασμα πώς αρχικά η Ιλιάδα και η Οδύσσεια ήταν δυό μικρά
ποιήματα: το ένα περιέγραφε την “μήνιν του Αχιλλέως” και το άλλο τον “νόστον
του Οδυσσέως”. Ο Όμηρος, υποστήριξεν ο Χέρμανν, έζησε λίγα χρόνια ύστερα από τα
Τρωικά. Έφτιαξε λοιπόν δυό μικρά ποιήματα (έπη), πού με τον καιρό
παραγεμίστηκαν μ' ένα σωρό προσθήκες νεωτέρων ποιητών. Δέχεται όμως πώς δεν
υπήρχε στα παλιά εκείνα χρόνια γραφή και πως τα σωζόμενα ομηρικά έπη έχουν
πολλές αντιφάσεις. Υποστήριξε ακόμα πώς με τη στοματική παράδοση σωθήκανε ως τα
χρόνια του Πεισιστράτου τα ομηρικά έπη. Η “νέα” θεωρία του Χέρμανν έκανε μεγάλη
εντύπωση και συζητήθηκε πολύ.
Νέες θεωρίες και νέες απόψεις
Μεγάλο θόρυβο όμως
έκαναν και οι μελέτες του Κάρλ Λάχμανν (1837—1841). Αυτός διατύπωσε τη θεωρία
πώς τα ομηρικά έπη αποτελούντανε αρχικά από μικρά - λαϊκά τραγούδια. Η θεωρία
αυτή έδωκε αφορμή να εξετασθή το ομηρικό ζήτημα και από άλλη μεριά. Γι' αυτό οι
“Σκέψεις” του Λάχμανν ήταν αξιόλογη συμβολή στην ομηρική βιβλιογραφία, γιατί
έδωκε νέα ώθηση στην ομηρική κριτική.
Όπως κι αν είναι
όμως όλες οι νεώτερες μελέτες πάνω στο ομηρικό ζήτημα ξεκινούν από τον Wolf.
Εννοείται πώς και οι εργασίες του Νίτζ, του Χέρμανν και άλλων δεν έχασαν την
αξίαν τους. Μα πάντα η βολφιανή θεωρία είναι η αφετηρία. Γι' αυτό και ο
επιγραφολόγος A. Kirchoff (die Homerische Odyssee, έκδ. 2α, Βερολίνο 1879)
κατακομμάτιασε την Οδύσσεια βρίσκοντας πως αρχικά άλλος ήταν ο πυρήνας της και
πως ύστερα έγιναν πολλές προσθήκες και αλλαγές. Ο W. Christ στα 1884 έκαμε το
ίδιο για την Ιλιάδα. Ο περιώνυμος Wilamowitz (Homerische Untersuchungen,
Βερολίνο 1884) εύρισκε πώς και στα δυό έπη υπάρχουν πολλές προσθήκες,
παρεμβολές, παραχαράξεις και πως ως τα χρονιά του Πεισιστράτου και πιο ύστερα
βρεθήκανε πολλοί απρόσκλητοι διασκευαστές του αρχικού ομηρικού κειμένου. Πάντα
όμως ο Βιλαμόβιτς δέχονταν πως η γραφή δεν ήταν γνωστή ως τον Η' ή Ζ' αιώνα και
πως το αρχικό ομηρικό κείμενο δεν ήταν δυνατό να γραφή στον ΙΒ' αιώνα. Ο
Βιλαμόβιτς στηρίχθηκε ακόμα και στο γεγονός ότι στα ομηρικά κείμενα αναφέρεται
πως οι νεκροί καίονταν, ενώ οι ανασκαφές της Τροίας απέδειξαν πώς οι νεκροί
ενταφιάζονταν, αφού βρέθηκαν πολλοί σκελετοί. Στη νεώτερη μάλιστα μελέτη του ο
ακουστός Γερμανός ελληνιστής (Die Ilias und Homer, 1916) δέχθηκε πως κάποτε
έζησε κάποιος ποιητής, ο οποίος διασκευάζοντας τα διάφορα ποιήματα που ήταν
γνωστά στην εποχή του έδωκε το δικό του όνομα σ' αυτά. Πάντως τα δυό έπη, όπως
έφθασαν ως εμάς, δεν έχουν καμμιά σχέση με τον πρώτο τους πυρήνα.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
— Ελληνικές
μελέτες για το Ομηρικό ζήτημα υπάρχουν πάρα πολύ λίγες, κι αυτές όχι όλες
αξιόλογες. Βλ. Δ. Ν. Βερναρδάκη: Τρία μαθήματα περί Ομήρου (Πανδώρα—1865 φύλλ.
370—372), Αγγέλου Σ. Βλάχου: Το Ομηρικόν ζήτημα, Αθήναι 1886, Γ. Μιστριώτη: Ιστορία
των Ομηρικών Επών, Λειψία 1867, (β εκδ. Αθήναι 1903), Ι. Βαλέττα: Ομήρου βίος
και ποιήματα, Λονδίνον 1867,Διον. Θερειανού: Νύξεις περί του Ομηρικού
ζητήματος, Τεργέστη 1886 (αντικριτή μελέτη).Σίμου Μενάρδου: Σημείωμα περί του
Ομηρικού ζητήματος (προσθήκη στη μετάφραση της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας
του Gilbert Murray, Αθήναι 1922 σελ. ι'—κγ'), Ιωαν. Kαλλιτσουνάκι αναλυτικό
άρθρο στη λέξη Όμηρος (Μεγάλη Ελλην. Εγκυκλοπαιδεία τόμ. 18, σελ. 864—876),
όπου και η σπουδαιότερη βιβλιογραφία. Βλ. ακόμα και Ιστορία της Ελληνικής
Γραμματολογίας Κ. Oδ. Μύλλερ (μτφρ. Α. Κυπριανού τόμ. Α', Αθήναι 1894), Ιστορία
της Ελληνικής Λογοιεχνίας W. Christ (ελλ. μτφρ. Α. Χ. Κώνστα τόμ. Α', 1900), Γ.
Μιστριώτου: Ελληνική Γραμματολογία, τόμ. Α', Αθήναι 1894, Gilbert Murray:
Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας (μτφρ. Σίμου Μενάρδου), Αθήναι 1922,
Alfred και Maurice Croiset: Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοιεχνίας μτφρ.
Ανδρ. Ι. Πουρνάρα, τόμ. Α', Αθήναι 1938, και τις μελέτες του Γερμανού
αρχαιολόγου Γουλιέλμου Δαίρπφελδ: Ομηρικαί μελέται στήν “Καθημερινή” 20 Μάρτη
1939 και 27 Μάρτη 1939, του ιδίου: Τα Ομηρικά Έπη (Πανεπιστήμιον “Βραδυνής”
τόμ. Α, 14—22 και τόμ. Β', 94—99 και τόμ. Ε' (1934) 135 και παρ.). Βλ. ακόμα
και την μελέτη του Γ. Φ. Schoemann: Η Ομηρική Ελλάς (εκδ. 1861), μτφρ. Γ. Ν.
Τζερέπη Αθ. 1867. (Η μελέτη αυτή και σήμερα σε πολλά σημεία έχει την αξία της).
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
2) Το έπος
αυτό πιθανόν να γράφτηκε κατά το 700. Φαίνεται ότι ήταν επιθετική σάτυρα. Ως τα
μισά δε του Ε' αιώνα ήταν πολύ γνωστή στην Αττική η σάτυρα αυτή.
3) Ο Κράτης
ο Μαλλώτης δέχονταν πως ο Όμηρος έζησε 60 χρόνια ύστερα από τα Τρωϊκά. Ο
Ερατοσθένης 100 χρονιά ύστερα από τα Τρωικά. Ο Θεόπομπος πάλι βεβαίωνε πως ο
Όμηρος ήταν σύγχρονος με τον Αρχίλοχο, άρα έζησε 500 χρόνια ύστερα από τα Τρωϊκά,
δηλαδή στα 600.
4) α)
Ψευδο-Ηροδότου: “Ηροδότου Αλικαρνασσήος: περί Ομήρου γενέσιος και βιοτής”, που
είναι έργο κάποιου γραμματικού του Β' μ.Χ. αιώνα· β) Ψευδο-Πλουτάρχου “Περί του
βίου και ποιήσεως του Ομήρου”. Ίσως να γράφηκε με βάση τας “Ομηρικάς μελέτας”
του Πλουτάρχου και να στηρίζεται σε πληροφορίες του Εφόρου και Αριστοτέλη· γ)
Πρόκλου (410485 μ.Χ.) “Περί Ομήρου”, που περιγράφει το θάνατο του ποιητή.
Υπάρχει και μια άλλη “μονογραφία”, με τον τίτλο: “Περί Ομήρου και Hσιόδoυ και
του γένους και αγώνος αυτών”, που έχει μερικές πληροφορίες που έχουν κάποιαν
“αξία”.
5) Βλ.
Πλουτάρχου: β. Αλεξάνδρου, 8 και β. Αλκιβιάδη 7.
6) Ο
Ζηνόδοτος διωρίστηκε βιβλιοφύλακας στα 285 π.Χ. και φαίνεται αυτός χώρισε την
Ιλιάδα και την Οδύσσεια σε 24 βιβλία.
7) Tα
σχόλια αυτά βρεθήκανε στά 1780 περίπου στη Βενετία.
8) Δε
σώθηκαν φυσικά ξεχωριστές μελέτες. Παίρνομε όμως έμμεσα την πληροφορία από
αντικριτική του Αριστάρχου σε σχόλια του στην “Ιλιάδα”. Τα σχόλιά του αυτά
είναι σημειωμένα στο βενετσιάνικο κώδικα της “Ιλιάδας”.
9) Ο
Ελλάνικος είναι εξακριβωμένο πως ήταν μεγαλύτερος στα χρόνια από τοv Αρίσταρχο
και ήταν φιλόλογος με κατάρτιση και μάθηση αξιόλογη.
10) Λέμε
εφωδιάστηκαν με το απαραίτητο υλικό, γιατί δεν ήταν δυνατόν στα νεώτερα χρόνια
και μάλιστα οτόν ΙΖ' αιώνα ν' αρχίση η ομηρική κριτική αυτοτελώς, χωρίς δηλαδή
να είναι παρασκευασμένο το έδαφος από τα πριν.
11) Δηλαδή
“Ακαδημαϊκές εικασίες ή διατριβή για την Ιλιάδα”. Η μελέτη αυτή γράφηκε στα
1664, δημοσιεύτηκε όμως στα 1715 ύστερα από το θάνατο του συγγραφέα της (1676).
12) Περιττό
να σημειώσουμε πως στο σημείο αυτό έπεσε έξω, γιατί ο Λυκούργος δεν είναι
ιστορικά πρόσωπο και τα Ομηρικά έπη καταγράφηκαν για πρώτη φορά σε χώρες
εμπορικές και παραθαλάσσιες και όχι σε στεριανές - αγροτικές. Για το ζήτημα
αυτό θα γίνη διεξοδικός λόγος παρακάτω.
13) Ιωάννης
Βαπτιστής Βίκο (1668—1774). Το σπουδαιότερο έργο του έχει τον τίτλο: “Οι αρχές
της νέας επιστήμης που αφορά την κοινή φύση των Εθνών”. Ο Vico συμφώνα με τις
βασικές αρχές της θεωρίας του υποστήριξε πώς τα πρόσωπα των πανάρχαιων
παραδόσεων: Ηρακλή, Ομήρου, Ρωμύλου κλπ. δεν είναι ιστορικά, παρά προσωποποίηση
ωρισμένων εποχών και μύθων. Η παραπάνω όμως μελέτη του Vico δεν προκάλεσε
καμμία εντύπωση στην εποχή του και έμεινε απαρατήρητη.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου