του
Kostenec Jan*
Μετάφραση :
Πέτρακα Ελένη
1. Γενικά
Η Αγία Σοφία ή
απλώς η Μεγάλη Εκκλησία ήταν ο καθέδρικός ναός της Κωνσταντινούπολης, στο
κέντρο της κωνσταντίνειας πόλης, στον Πρώτο λόφο, πολύ κοντά στο Μέγα Παλάτιον
και τον Ιππόδρομο. Μοιραζόταν τον ίδιο περίβολο με τον κάπως προγενέστερο ναό
της Αγίας Ειρήνης και, μαζί με τον ξενώνα του Σαμψών, σχημάτιζαν ένα μεγάλο
οικοδομικό συγκρότημα διοικούμενο από τον ίδιο κλήρο.1 Το παρόν κτήριο (το
σημερινό Ayasofya Müzesi) ανεγέρθηκε από
τμον αυτοκράτορα Ιουστινιανό Α΄ κατά το α΄ μισό του 6ου αιώνα και είναι ο τρίτος
ναός της Αγίας Σοφίας που χτίστηκε στο σημείο αυτό. Ο πρώτος ναός, του β΄ μισού
του 4ου αιώνα, γνωστός απλώς ως Μεγάλη Εκκλησία, και ο δεύτερος ναός του 5ου
αιώνα καταστράφηκαν και οι δύο από πυρκαγιά, κατά τη διάρκεια στάσεων στην
Κωνσταντινούπολη.
2. Η Μεγάλη
Εκκλησία τον 4ο και 5ο αιώνα
Δε γνωρίζουμε ποια
ήταν η κάτοψη των δύο πρώτων ναών, αλλά είναι λογικό να υποθέσουμε ότι
επρόκειτο για ξυλόστεγες βασιλικές, τρίκλιτες ή πεντάκλιτες. Η πρώτη Αγία Σοφία
εγκαινιάστηκε το 360 επί βασιλείας του Κωνσταντίου Β΄, γιου του Κωνσταντίνου.2
Κάηκε μαζί με το γειτονικό κτήριο της συγκλήτου στη στάση του 404 και
επισκευάστηκε μάλλον για πρώτη φορά από τον αυτοκράτορα Αρκάδιο, ενώ στη
συνέχεια χτίστηκε εξαρχής ή ανακαινίστηκε εκ βάθρων από το Θεοδόσιο Β΄ (τα εγκαίνια
της εκκλησίας έγιναν το 415).3 Το μόνο τμήμα που σώθηκε από τη φωτιά ήταν ένα
κυκλικής κάτοψης οικοδόμημα προσαρτημένο στην εκκλησία· ενδεχομένως να
πρόκειται για το σκευοφυλάκιο που σώζεται σήμερα στη βορειοανατολική γωνία της
Αγίας Σοφίας.4 Ο άρτος και ο οίνος για τη λειτουργία στην Αγία Σοφία
προετοιμάζονταν στο σκευοφυλάκιο, ενώ επίσης φυλάσσονταν εκεί δισκοπότηρα και
δίσκοι από χρυσό και ασήμι, ευαγγέλια και λειτουργικά σκεύη. Επιπλέον, στις
γραπτές πηγές απαριθμείται σημαντικός αριθμός ιερών κειμηλίων που φυλάσσονταν
στο κτήριο αυτό.5 Τα ιερά σκεύη και τα κειμήλια πιθανότατα τοποθετούνταν σε
ορθογώνιες κόγχες με κυκλική επίστεψη που διαρθρώνουν τον εσωτερικό χώρο σε δύο
επίπεδα (οι ανώτερες κόγχες ήταν προσβάσιμες από μια αψιδωτή στοά στην οποία
οδηγούσε μια εξωτερική κλίμακα).6 Άλλα κατάλοιπα της προϊουστινιάνειας
εκκλησίας ανακαλύφθηκαν μπροστά από το νάρθηκα: η κιονοστοιχία με το μωσαϊκό
δάπεδο που ανασκάφηκαν πριν από το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο ανήκαν στο μνημειακό
αετωματικό πρόπυλο που προηγούνταν του αιθρίου του θεοδοσιανού ναού.7
3. Ο καθεδρικός
ναός του 6ου αιώνα
Η καταστροφή του
θεοδοσιανού ναού κατά τη διάρκεια της Στάσης του Νίκα το 532 ήταν η μεγάλη
ευκαιρία για τον Ιουστινιανό να οικοδομήσει ένα ναό που θα ξεπερνούσε όλα τα
εκκλησιαστικά οικοδομήματα όχι μόνο στην πόλη αλλά και σε ολόκληρο το ρωμαϊκό
και βυζαντινό κόσμο. Ως μηχανικοί ορίστηκαν ο Ανθέμιος από τις Τράλλεις και ο
Ισίδωρος από τη Μίλητο. Η κατασκευή προχώρησε γρήγορα και ο καινούριος ναός,
μια κολοσσιαία τρουλαία βασιλική, με μια αψίδα στα ανατολικά και συνολικό μήκος
περί τα 135 μ., εγκαινιάστηκε στις 27 Δεκεμβρίου 537. Η τολμηρή κατασκευή του
πρώτου τρούλου και το γεγονός ότι η εκκλησία είχε χτιστεί με βιασύνη οδήγησε
στην κατάρρευσή του μετά τους σεισμούς του 557.8 Δυστυχώς, ο Προκόπιος δεν
περιγράφει λεπτομερώς τον αρχικό τρούλο.9 Από την άλλη μεριά, είναι σαφές από
την περιγραφή του Αγαθία για την εκ νέου ανέγερση του ναού ότι ο αρχικός
τρούλος ήταν ευρύτερος και χαμηλότερος από το δεύτερο, που κατασκευάστηκε από
τον Ισίδωρο το Νέο, ανιψιό του πρώτου αρχιτέκτονα, και περιγράφεται ως
«στενότερος δὲ καὶ ὀξυτενὴς καὶ οἷος οὐχ οὕτω λίαν ἐκπλήττειν τοὺς θεωμένους ὡς
πάλαι, πολλῷ δὲ ὅμως πλέον ἐν τῷ ἀσφαλεῖ βεβηκέναι». Ο ναός εγκαινιάστηκε ξανά
το 562.10 Ο τρούλος της Αγίας Σοφίας είναι ελαφρώς μικρότερος από εκείνον του
Πάνθεου στη Ρώμη· η διάμετρός του φτάνει τα 31,87 μ. και βρίσκεται σε ύψος 55,6
μ. από το επίπεδο του δαπέδου.
Ο πρωτοποριακός
σχεδιασμός της Αγίας Σοφίας συνδυάζει στοιχεία που είχαν ήδη προκύψει στην
πρώιμη βυζαντινή ναοδομία (στο ναό των Αγίων Σεργίου και Βάκχου και ίσως και
στον Άγιο Πολύευκτο), με πρωτότυπο όμως τρόπο και σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα. Το
βάρος του τρούλου κατανέμεται μέσω των σφαιρικών τριγώνων σε τέσσερις ισχυρούς
πεσσούς. Μεταξύ τους αναπτύσσονται τέσσερις μεγάλες αψίδες, πάνω στις οποίες ο
τρούλος μοιάζει να αιωρείται, και εκ των οποίων η ανατολική και η δυτική
απολήγουν σε τεταρτοσφαίρια που φέρονται επί μικρότερων αψιδωτών κογχών. Ο
κεντρικός τρουλαίος πυρήνας του ναού πλαισιώνεται με κλίτη στη βόρεια και νότια
πλευρά του και με διπλό νάρθηκα στα δυτικά. Τα υπερώα πάνω από τα κλίτη και τον
εσωνάρθηκα ήταν προσβάσιμα μέσω σπειροειδών κεκλιμένων επιπέδων στις τέσσερις
γωνίες του ναού. Σήμερα μόνο η βορειοδυτική γωνία χρησιμοποιείται για το σκοπό
αυτό.
4. Πατριαρχείο και
Βαπτιστήρια
Το πατριαρχικό
μέγαρο επίσης ανοικοδομήθηκε εκ νέου μετά τη Στάση του Νίκα. Βρισκόταν στη
νοτιοδυτική γωνία της Αγίας Σοφίας και συνίστατο σε μια μακρά, πιθανόν διώροφη,
θολωτή αίθουσα, πλαισιωμένη από μικρότερα δωμάτια. Μόνο ο βόρειος τοίχος (με
τρία μεγάλα αψιδωτά ανοίγματα, σφραγισμένα σήμερα) και μέρος του ανατολικού
τοίχου, κατά σημεία μέχρι τη γένεση των θόλων, σώζονται από τη μεγάλη αίθουσα. Αυτά
τα ερείπια του κύριου χώρου υποδοχής του μεγάρου είναι ορατά πάνω από τις
οθωμανικές κρήνες για την τελετουργική νίψη.11 Ορισμένες άλλες αίθουσες
ενδεχομένως να ανήκαν κάποτε επίσης στο Πατριαρχείο· σώζονται σε καλή κατάσταση
πάνω από το νοτιοδυτικό εξωνάρθηκα του ναού και στην κορυφή του νοτιοδυτικού
κεκλιμένου επιπέδου. Χρονολογούνται συνήθως επί βασιλείας του Ιουστίνου Β΄ και
είναι διακοσμημένες με ψηφιδωτές παραστάσεις που φιλοτεχνήθηκαν πιθανώς κατά τη
διάρκεια του 9ου αιώνα. Η πρόσβαση στις αίθουσες αυτές γίνεται απευθείας από τα
υπερώα της Αγίας Σοφίας, ωστόσο δεν είναι επισκέψιμες.12
Το τρουλαίο
οκταγωνικό κτήριο (σήμερα ένα από τα μαυσωλεία των σουλτάνων), που βρίσκεται
στα αριστερά καθώς βγαίνει κανείς από το νοτιοδυτικό προθάλαμο της Αγίας
Σοφίας, μπορεί επίσης να αποτελούσε αρχικά μέρος του πατριαρχικού μεγάρου. Η
αρχιτεκτονική και η τοιχοδομία του παραπέμπουν στον 6ο αιώνα και θεωρείται
συνήθως βαπτιστήριο. Αν και είχε αυτή τη λειτουργία πιθανώς ήδη από τον 9ο ή
10ο αιώνα, ενδεχομένως να είχε χτιστεί αρχικά ως μικρή αίθουσα υποδοχής των
πατριαρχών ή ως παρεκκλήσιο, διότι ο Παύλος Σιλεντιάριος (β΄ μισό 6ου αιώνα)
στην περιγραφή του για την Αγία Σοφία αναφέρει ένα βαπτιστήριο που βρισκόταν
προφανώς βόρεια της εκκλησίας, μαρτυρία η οποία επιβεβαιώνεται και από άλλες
πηγές μετά τον 6ο αιώνα. Το Πατριαρχείο διευρύνθηκε τον 7ο αιώνα, όταν
προστέθηκε o θωμαΐτης τρίκλινος από έναν από
τους πατριάρχες με το όνομα αυτό: από το Θωμά Α΄ (607-610) είτε το Θωμά Β΄
(667-669).13
5. Η ιουστινιάνεια
εκκλησία μετά την πρώτη της αφιέρωση το 537
Παρά τις διάφορες
προσθήκες και επεμβάσεις κατά τη διάρκεια της ιστορίας της, που φτάνει σχεδόν
τα 1.500 χρόνια, η ιουστινιάνεια Αγία Σοφία διασώζει γενικά σε μεγάλο βαθμό την
αρχική της εμφάνιση. Εντούτοις, εάν θέλουμε να φανταστούμε τη Μεγάλη Εκκλησία
όπως πιθανόν ήταν το έτος 537, είναι προπάντων απαραίτητο να αφαιρέσουμε
τέσσερις τουρκικούς μιναρέδες και τις αντηρίδες που περιβάλλουν εξωτερικά την
εκκλησία. Οι εξωτερικές αντηρίδες ανάγονται στη Μέση και την Ύστερη Βυζαντινή
περίοδο· Οι ιπτάμενες αντηρίδες της δυτικής πρόσοψης και εκείνες στη μέση των
δύο μακρών πλευρών, καθώς και η νοτιοδυτική αντηρίδα ανήκουν στη Μεσοβυζαντινή
περίοδο, ενώ οι πιο ογκώδεις στην ανατολική πλευρά του ναού χρονολογούνται στη
μεταγενέστερη φάση (χτίστηκαν από τον Ανδρόνικο Β΄ Παλαιολόγο).14
Το περίγραμμα του
ναού το 537 επίσης διέφερε από αυτό που παρουσιάζεται σήμερα, δεδομένου ότι ο
θόλος ήταν αρχικά χαμηλότερος και η καμπύλη του ακολουθούσε αυτή των τεσσάρων
σφαιρικών τριγώνων μέσω των οποίων γίνεται η μετάβαση από τους τέσσερις
ογκώδεις πεσσούς στο τύμπανο του θόλου. Ο υπάρχων θόλος υψώνεται περί τα 6 μ.
ψηλότερα από τον αρχικό. Επιπλέον, το εσωτερικό του ναού ήταν φωτεινότερο σε
σχέση με σήμερα. Εκτός από το ότι η προσθήκη εξωτερικών αντηρίδων έφραξε κάποια
παράθυρα, η κύρια αλλαγή στη διάταξη των παραθύρων προέκυψε μετά την κατάρρευση
του πρώτου θόλου και την ανέγερση του δεύτερου: στους τοίχους κάτω από το νότιο
και βόρειο μεγάλο τόξο που υποστηρίζουν το θόλο ανοίγονταν το 537 μεγαλύτερα
παράθυρα από τα σημερινά (τα οποία είναι ακόμα μικρότερα από εκείνα της
μεταϊουστινιάνειας ανακαίνισης, εξαιτίας μεταγενέστερων, πιθανότατα οθωμανικών,
επεμβάσεων).15 Επιπλέον, το νοτιοδυτικό και βορειοδυτικό προστώο δε φαίνεται να
ήταν μέρος του αρχικού σχεδίου – το πρώτο δημιουργήθηκε όταν χτίστηκαν τα
δωμάτια που ανοίγονται στο νότιο υπερώο και που ανήκαν στο Πατριαρχείο (τότε
επίσης τροποποιήθηκε το ανώτερο τμήμα του νοτιοδυτικού πύργου με το κεκλιμένο
επίπεδο για την πρόσβαση στο υπερώο).16
Η σημαντικότερη
απώλεια είναι η εξαφάνιση του ιουστινιάνειου αιθρίου μπροστά από τη δυτική
πρόσοψη του ναού. Το αίθριο εκτεινόταν περίπου 42 μ. στα δυτικά του εξωνάρθηκα
και οι τρεις πλευρές του ανοίγονταν στο προαύλιο μέσω ζευγών κιόνων που
εναλλάσσονταν με πεσσούς.17 Στο κέντρο του αιθρίου βρισκόταν μια πλούσια
διακοσμημένη μαρμάρινη φιάλη. Το αίθριο χάθηκε στην Οθωμανική περίοδο και οι
τελευταίοι κίονες και πεσσοί καταστράφηκαν γύρω στο 1870. Επιπλέον, η Αγία
Σοφία τον 6ο αιώνα περιβαλλόταν από προαύλιους χώρους σε όλες τις πλευρές·18
μόνο το Πατριαρχείο, το μεγάλο Βαπτιστήριο (στη βόρεια πτέρυγα) και το
παλιότερο σκευοφυλάκιο ήταν προσαρτημένα στο καθεδρικό ναό. Η εξωτερική όψη των
οπτοπλίνθινων τοίχων της Αγίας Σοφίας δεν ήταν επιχρισμένοι με κονίαμα, αλλά
επενδεδυμένοι με πλάκες λευκού προκοννήσιου μαρμάρου.
6. Εσωτερικός
διάκοσμος
Όσον αφορά το
εσωτερικό του ναού, οι επιφάνειες των τοίχων καλύπτονταν με πολύχρωμη
ορθομαρμάρωση (όπως παραμένουν και σήμερα) και διακοσμούνταν με πολυάριθμους
ψηφιδωτούς σταυρούς και διακοσμητικά σχέδια σε χρυσό βάθος. (Στο νοτιοδυτικό
σπειροειδές κεκλιμένο επίπεδο, κλειστό για το κοινό, μια σωζόμενη τοιχογραφία
με σταυρό μπορεί επίσης να ανήκει στην Ιουστινιάνεια περίοδο.)19 Μια τέτοια
απλή διακόσμηση είναι κατανοητή, εάν ληφθεί υπόψη το πολύ σύντομο χρονικό
διάστημα στο οποίο ανεγέρθηκε ο καθεδρικός ναός (μόνο πέντε χρόνια!). Οι κίονες
επίσης αποτελούνται από διάφορες ποικιλίες χρωματιστού μαρμάρου και είναι το
χαρακτηριστικό γνώρισμα ολόκληρης της εσωτερικής όψης του ναού: στο ισόγειο
υπάρχουν κίονες από πράσινο θεσσαλικό μάρμαρο, καθώς και κίονες από πορφυρίτη
σε δεύτερη χρήση, ενώ πράσινοι κίονες κυριαρχούν στα υπερώα. Οι κίονες φέρουν
κιονόκρανα από λευκό μάρμαρο. Τα μάρμαρα της Αγίας Σοφίας αποτέλεσαν
αντικείμενο μεγάλου θαυμασμού από τους Βυζαντινούς και ο Προκόπιος προσθέτει:
«τίς δὲ τῶν τε κιόνων καὶ λίθων διαριθμήσαιτο τὴν εὐπρέπειαν, οἷς τὸ ἱερὸν
κεκαλλώπισται; λειμῶνί τις ἂν ἐντετυχηκέναι δόξειεν ὡραίῳ τὸ ἄνθος...».20
Για το γλυπτό
διάκοσμο της Αγίας Σοφίας δούλεψαν γλύπτες από τον Άγιο Πολύευκτο, ένα ναό με
πολύ εντυπωσιακό γλυπτό διάκοσμο, που αποτελούσε πρόκληση της δωρήτριας Ανικίας
Ιουλιανής προς τον Ιουστινιανό· ωστόσο, ή ίσως ακριβώς ως απάντηση στην
πρόκληση ακολούθησαν στην Αγία Σοφία μια πιο αντικλασική τεχνοτροπία με
λιγότερα ανατολικά μοτίβα σε σχέση με τον Άγιο Πολύευκτο, ενώ εισήγαγαν τα
αψιδωτά επιστύλια και τα κιονόκρανα που αποτέλεσαν κυρίαρχο χαρακτηριστικό της
πρώιμης βυζαντινής αρχιτεκτονικής στην πρωτεύουσα. Καθώς το εσωτερικό φωτιζόταν
καλύτερα κατά τον 6ο αιώνα απ’ ό,τι σήμερα (μεγαλύτερα παράθυρα, πολυκάνδηλα
και κεριά), η οπτική εντύπωση που θα προκαλούσε η πολύχρωμη διακόσμηση του
εσωτερικού του ναού πρέπει να ήταν πολύ πιο εντυπωσιακή.21
Επιπλέον, η
παρουσία λειτουργικών σκευών έκανε την εμφάνιση του κεντρικού κλίτους και της
αψίδας πολύ διαφορετική από αυτό που βλέπει κανείς σήμερα. Στην αψίδα
τοποθετήθηκε ένα σύνθρονο αποτελούμενο από επτά ημικυκλικούς αναβαθμούς, στον
ανώτερο από τους οποίους τοποθετήθηκε ο πατριαρχικός θώκος πάνω στον κεντρικό
άξονα. Μπροστά από το σύνθρονο βρισκόταν ένα κιβώριο, αποτελούμενο από τέσσερις
ασημένιους κίονες που έφεραν έναν οκταγωνικό ουρανό. Η Αγία Τράπεζα της Μεγάλης
Εκκλησίας, φτιαγμένη από χρυσό και διακοσμημένη με ημιπολύτιμους λίθους,
βρισκόταν κάτω από το κιβώριο. Ένα ύφασμα κεντημένο με μετάξι και χρυσό και
διακοσμημένο με τις εικόνες του Χριστού και των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου
κάλυπτε την Αγία Τράπεζα. Το Βήμα καταλάμβανε μεγάλο μέρος του χώρου κάτω από
το ανατολικό ημιθόλιο και αποτελούνταν από μαρμάρινα θωράκια και ασημένιους
κίονες που έφεραν ένα επιστύλιο. Ο άμβωνας από μάρμαρο και ελεφαντοστό είχε δύο
κλίμακες. Ένας καλυμμένος με παραπετάσματα χώρος, απ’ όπου ο αυτοκράτορας
παρακολουθούσε τη Θεία Λειτουργία, βρισκόταν πιθανώς στο ανατολικό άκρο του
νότιου κλίτους. Η θέση της αυτοκράτειρας, από την άλλη, ήταν στο υπερώο, πάνω
από τον εσωνάρθηκα.22
7.
Μεταϊουστινιάνεια ψηφιδωτά
Όπως
προαναφέρθηκε, η Μεγάλη Εκκλησία του Ιουστινιανού διακοσμήθηκε με ανεικονικά
μωσαϊκά (σταυρούς, ακάνθινους βλαστούς, γεωμετρικά θέματα). Εντούτοις, εικόνες
του Χριστού και των αγίων ενδέχεται να έκαναν την εμφάνισή τους στο ναό σύντομα
μετά το θάνατο του Ιουστινιανού, αν πιστέψουμε τις μεταγενέστερες πηγές που
αναφέρουν σκηνές από την Καινή Διαθήκη κατά παραγγελία του Ιουστίνου Β΄. Μέχρι
τα μέσα του 8ου αιώνα η Αγία Σοφία είχε αποκτήσει εικονιστικά ψηφιδωτά, εφόσον
ο εικονομάχος πατριάρχης Νικήτας λέγεται ότι κατέστρεψε τις εικόνες (τα
ψηφιδωτά) των αγίων και του Χριστού που κοσμούσαν το ναό, το 768.23
Εντούτοις, τα
παλιότερα σωζόμενα εικονιστικά ψηφιδωτά στην Αγία Σοφία χρονολογούνται στην
περίοδο μετά την Εικονομαχία, το 843. Αυτά περιλαμβάνουν τη Θεοτόκο
Βρεφοκρατούσα με τον αρχάγγελο Γαβριήλ στην αψίδα, που δημιουργήθηκε στα
τελευταία έτη της βασιλείας του Μιχαήλ Γ΄ (842-867) και τετραπτέρυγα σεραφείμ
στα σφαιρικά τρίγωνα του τρούλου (μόνο δύο από αυτά είναι τα αυθεντικά ψηφιδωτά
του 9ου πιθανότατα αιώνα, τα άλλα δύο είναι ζωγραφισμένα αντίγραφα). Ο τρούλος
του ναού πιθανώς διακοσμήθηκε επίσης τον 9ο αιώνα με μια μεγάλη παράσταση του
Παντοκράτορα (το 562 υπήρχε μόνο ένας ψηφιδωτός μεγάλος σταυρός στο εσωτερικό
του τρούλου). Ο Παντοκράτορας καταστράφηκε εντελώς αλλά –κάτι που παρουσιάζει
αρκετό ενδιαφέρον– στις αρχές της Οθωμανικής περιόδου, όταν η Αγία Σοφία λειτουργούσε
ήδη ως τζαμί, ήταν ακόμη ορατός. Άλλα πρώιμα ψηφιδωτά, που σώζονται μόνο
αποσπασματικά, βρίσκονται στα δωμάτια επάνω από το νοτιοδυτικό προστώο και στην
κορυφή του νοτιοδυτικού πύργου του κεκλιμένου επιπέδου. Απεικονίζουν Δέηση,
καθώς επίσης και διάφορους αγίους. Αυτά τα δωμάτια δεν είναι ανοιχτά στο κοινό,
όπως άλλωστε και το μικρό σταυροειδές παρεκκλήσιο με τα σπαράγματα ψηφιδωτών,
που βρίσκεται στην κορυφή της νοτιοδυτικής εξωτερικής αντηρίδας. Όλα αυτά τα
μωσαϊκά χρονολογούνται πιθανότατα το αργότερο στο 10ο αιώνα.24
Ωστόσο, κάποια από
τα σωζόμενα ψηφιδωτά βρίσκονται στον κυρίως ναό και οι επισκέπτες μπορούν να τα
δουν. Ένα θαυμάσιο μωσαϊκό του 10ου αιώνα στο τύμπανο πάνω από τη θύρα που
οδηγεί από το νοτιοδυτικό προστώο στον εσωνάρθηκα απεικονίζει τη Θεοτόκο
ένθρονη, Βρεφοκαρατούσα, πλαισιωμένη από το Μέγα Κωνσταντίνο και τον
Ιουστινιανό Α΄, οι οποίοι προσφέρουν τα ομοιώματα της πόλης της
Κωνσταντινούπολης και του ναού της Αγίας Σοφίας, αντίστοιχα. Πηγαίνοντας προς
το εσωτερικό του ναού, μπορεί κανείς να θαυμάσει το ψηφιδωτό πάνω από τη
Βασίλειο Πύλη, που χρονολογείται στα τέλη του 9ου με αρχές του 10ου αιώνα. Απεικονίζει
πιθανότατα τον αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ΄ σε στάση προσκύνησης μπροστά στον ένθρονο
Χριστό. Ο Χριστός κρατά ένα ανοικτό βιβλίο στο οποίο αναγράφονται οι λέξεις:
«Ειρήνη υμίν. Εγώ ειμί το Φως του Κόσμου» και πλαισιώνεται από δύο μετάλλια με
τις μορφές της Θεοτόκου και του αρχαγγέλου Γαβριήλ.
Ακόμα περισσότερα
εικονιστικά ψηφιδωτά βρίσκονται στα υπερώα. Στο βόρειο υπερώο υπάρχει ένα
σχετικά μικρού μεγέθους ψηφιδωτό που εικονίζει τον αυτοκράτορα Αλέξανδρο
(912-913), ενώ στο νότιο υπερώο σώζονται τρία ακόμη ψηφιδωτά. Ο Αλέξανδρος
εικονίζεται όρθιος, φορώντας αυτοκρατορικό μανδύα και ιμάτιο, πορφυρά υποδήματα
διακοσμημένα με πολύτιμους λίθους και ψηλό στέμμα. Όσο για τα ψηφιδωτά του
νότιου υπερώου, αυτό της Δέησης είναι το μεγαλύτερο και πλέον όψιμο ψηφιδωτό
της Αγίας Σοφίας. Χρονολογείται στα τέλη του 13ου ή στο 14ο αιώνα και εικονίζει
τη Θεοτόκο και τον Άγιο Ιωάννη το Βαπτιστή να δέονται στο Χριστό για τη σωτηρία
του ανθρώπου. Στο ανατολικό άκρο του νότιου υπερώου βρίσκονται δύο
αυτοκρατορικά ψηφιδωτά. Το πρωιμότερο από αυτά εικονίζει το Χριστό ένθρονο
ανάμεσα στον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Θ΄ και την αυτοκράτειρα Ζωή. Το
αυτοκρατορικό ζεύγος του 11ου αιώνα απεικονίζεται κατ’ ενώπιον, με επίσημο
ένδυμα, και προσφέρει δωρέες (ειλητό, που συμβολίζει τα προνόμια, και χρήματα).
Είναι πιθανό ότι αρχικά εικονιζόταν στο ψηφιδωτό ένας από τους προηγούμενους
συζύγους της Ζωής (ο Ρωμανός Γ΄ ή ο Μιχαήλ Δ΄) και ότι αντικαταστάθηκε αργότερα
με το πορτρέτο του Κωνσταντίνου Θ΄. Το τελευταίο από τα αυτοκρατορικά ψηφιδωτά
στο νότιο υπερώο αποτελούσε χορηγία του Ιωάννη Β΄ Κομνηνού στις αρχές του 12ου
αιώνα. Πρόκειται για ένα πορτρέτο του ιδίου και της συζύγου του Ειρήνης που
στέκονται εκατέρωθεν της Θεοτόκου με το Βρέφος και έναν πλαϊνό πίνακα που
εικονίζει το γιο τους Αλέξιο. Είναι παρόμοιο με το ψηφιδωτό του Κωνσταντίνου Θ΄
και της Ζωής, αν και λιγότερο φυσιοκρατικό και περισσότερο σχηματικό. Τέλος,
ψηφιδωτά διακοσμούν τις επιφάνειες κάτω από τα αψιδωτά παράθυρα, στο βόρειο και
νότιο μεγάλο τύμπανο. Υπάρχουν σειρές ψηφιδωτών με επισκόπους (ανάμεσα σε
εκείνα που σώζονται σε καλή κατάσταση περιλαμβάνονται ο άγιος Ιγνάτιος
Κωνσταντινουπόλεως, ο άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος και ο άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος
από την Αντιόχεια), καθένας από τους οποίους κρατά έναν κώδικα και κάνει τη
χειρονομία ευλογίας.25
8. Επιρροή της
ιουστινιάνειας Αγίας Σοφίας στη ναοδομία σε Ανατολή και Δύση
Η Μεγάλη Εκκλησία
του Ιουστινιανού θεωρείται το μέγιστο επίτευγμα της βυζαντινής αρχιτεκτονικής. Εντούτοις,
η άμεση αρχιτεκτονική επιρροή του καθεδρικού ναού της Κωνσταντινούπολης του 6ου
αιώνα στους μεταγενέστερους βυζαντινούς ναούς δεν ήταν τόσο σημαντική όσο θα
περίμενε κανείς. Το σύνθετο σχέδιο και το μεγαλείο της δεν επαναλήφθηκαν ποτέ. Αντίθετα,
οι μεταγενέστερες βυζαντινές εκκλησίες χτίζονταν σε μέτρια κλίμακα, πράγμα που
αντανακλά τόσο την έλλειψη πόρων μετά τον 6ο αιώνα όσο και την τάση για
δημιουργία μικρότερων ενοριών. Ωστόσο, ένας θόλος που στηρίζεται σε τέσσερα
υποστηλώματα –το κύριο στοιχείο στη σύνθεση της Αγίας Σοφίας– υιοθετήθηκε
προσαρμοσμένος από τους οικοδόμους των μεταγενέστερων ναών (συχνά στο
σταυροειδή εγγεγραμμένο τύπο).
Επιπλέον, η
επιρροή της Αγίας Σοφίας είναι δυνατό να εντοπιστεί και σε συμβολικό επίπεδο·
ήταν το κατεξοχήν σύμβολο της αυτοκρατορίας και της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η
Μεγάλη Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης αποτέλεσε αντικείμενο θαυμασμού όχι μόνο
μέσα στην αυτοκρατορία, αλλά και πέρα από τα σύνορά της (Δυτική Ευρώπη, Ρωσία),
όπου διαδόθηκε η φήμη της και αποτέλεσε πηγή έμπνευσης και για τους Οθωμανούς
αρχιτέκτονες. Οι αρχιτεκτονικές και οι συμβολικές επιρροές της Αγίας Σοφίας
μπορούν να ανιχνευθούν παραδείγματος χάρη στην Αγία Σοφία στο Κίεβο (11ος
αιώνας), στη λογγοβαρδική Αγία Σοφία στο Μπενεβέντο (8ος αιώνας), στο ναό του
Καρλομάγνου στο Άαχεν (8ος/9ος αιώνας) ή στην Παναγία του Πράτο του Τζουλιάνο
ντε Σανγκάλο (ύστερος 15ος αιώνας, επηρεασμένος ίσως από τα σχέδια της
κωνσταντινουπολίτικης Αγίας Σοφίας του Κυριακού της Αγκόνας).26 Εντούτοις η
επιρροή του καθεδρικού ναού του Ιουστινιανού σε μεγαλύτερη κλίμακα είναι
προφανέστερη στα μεγάλα οθωμανικά τζαμιά, όπως στο Σουλεϊμάνιγε τζαμί και στο
Σουλταναχμέτ τζαμί στην Κωνσταντινούπολη.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1. Βλ.
Νεαρά III.1 του
Ιουστινιανού στο Kroll, W. – Schöll, R. (επιμ.), Corpus Iuris
Civilis 3 (Berlin 1895· ανατ. 1968), σελ. 21. Τον 6ο αιώνα υπήρχαν 60
ιερείς, 100 διάκονοι, 40 διακόνισσες, 90 υποδιάκονοι, 110 αναγνώστες, 25 ψάλτες
και 100 επιστάτες(!). Ο ίδιος κλήρος υπηρετούσε επίσης στους γειτονικούς ναούς
της Θεοτόκου στα Χαλκορατεία και του Αγίου Θεοδώρου του Σφωρακίου.
2.
Πασχάλιον Χρονικόν 1, Dindorf, L. (επιμ.) (CSHB, Bonn 1832), σελ. 544.
3. Για την
καταστροφή του κωνσταντίνειου ναού το 404 βλ. σημ. 4. Για τα εγκαίνια του
θεοδοσιανού ναού βλ. Πασχάλιον Χρονικόν 1, Dindorf, L. (επιμ.) (CSHB,
Bonn 1832), σελ. 572-573· Mainstone, R.J., Hagia Sophia. Architecture,
Structure and Liturgy of Justinian’s Great
Church (London 1988), σελ. 134· Bardill, J.,
Brickstamps of Constantinople 1 (Oxford 2004),
σελ. 55.
4.
Παλλάδιος, Διάλογος περί Βίου Ιωάννου Χρυσοστόμου, στην PG 47, στήλ. 35-36. Το κατώτερο τμήμα του
σκευοφυλακίου, από εναλλασσόμενες ζώνες οπτοπλίνθων και πέτρας, χρονολογείται
στον 4ο ή 5ο αιώνα, ενώ το ανώτερο μέρος που παρουσιάζει καθαρή οπτοπλινθοδομή
φαίνεται να αποτελεί ιουστινιάνεια προσθήκη.
5. Κειμήλια
στο σκευοφυλάκιο: ο σταυρός που δείχνει το ύψος του Χριστού «όταν βρισκόταν
πάνω στη γη», το αίμα από μια θαυματουργή εικόνα του Χριστού, τα δώρα των Μάγων
στο Βρέφος, το αίμα και η κάρα του αγίου Παντελεήμονα, η κάρα του αγίου
Αναστασίου, το χέρι του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Γερμανού και πολλά άλλα,
βλ. Majeska, G.P., “Notes on the
Skeuophylakion of St. Sophia”, Vyzantijskij vremennik 55 (1998), σελ. 212-215.
6. Türkoğlu, S., “Excavations of the Saint Sophia
Skevophylakion”, AMY 9 (1983/1984), σελ. 10-11 (περίληψη στα αγγλικά), σελ.
23-35 (στα τουρκικά).
7. Schneider, A.M., Die Grabung im Westhof der
Sophienkirche zu Istanbul (Berlin 1941).
8. Για την
καταστροφή του ναού το 532: Πασχάλιον Χρονικόν, Dindorf, L. 1 (επιμ.) (CSHB,
Bonn 1832), σελ. 621-622· εγκαίνια το έτος 537: Taylor, R., “A Literary and
Structural Analysis of the First Dome on Justinian's Hagia Sophia, Constantinople”, Journal of the Society of Architectural
Historians 55.1 (1996), σελ. 66-78· κατάρρευση του πρώτου τρούλου: Μαλάλας,
Χρονογραφία, Dindorf, L. (επιμ.) (CSHB, Bonn 1831), σελ. 420.
9. Ο Προκόπιος τον περιγράφει ως εξής: «ὕπερθεν δὲ
αὐτῶν κυκλοτερὴς οἰκοδομία ἐν στρογγύλῳ ἐπῆρται· ὅθεν ἀεὶ διαγελᾷ πρῶτον ἡ
ἡμέρα. ὑπεραίρει γάρ, οἶμαι, τὴν γῆν ξύμπασαν, καὶ διαλείπει τὸ οἰκοδόμημα κατὰ
βραχύ, ἐξεπίτηδες παρειμένον τοσοῦτον, ὅσον τοὺς χώρους, οὗ δὴ τὸ διῃρημένον
τῆς οἰκοδομίας συμβαίνει εἶναι, φέγγους διαρκῶς ἀγωγοὺς εἶναι... τούτου δὲ τοῦ
κυκλοτεροῦς παμμεγέθης ἐπανεστηκυῖά τις σφαιροειδὴς θόλος ποιεῖται αὐτὸ
διαφερόντως εὐπρόσωπον». Προκόπιος, Περί κτισμάτων Α 1.41-46· Dewing, H.B.
(επιμ.), Procopius VII. De aedificiis (London – New York 1940), σελ. 20.
10. Αγαθίας, Ιστοριών Ε΄ 9.2-5, Keydell, R. (επιμ.) (CFHB 2, Berlin 1967),
σελ. 174· για τα νέα εγκαίνια του 562: Μαλάλας, Χρονογραφία, Dindorf, L. (επιμ.) (CSHB, Bonn 1831),
σελ. 429· Πασχάλιον Χρονικόν, Dindorf, L. (επιμ.) (CSHB, Bonn 1832), σελ. 687· για τον πρώτο και το δεύτερο
τρούλο, βλ. επίσης Mainstone, R.J., Hagia Sophia. Architecture, Structure and Liturgy of Justinian’s Great Church
(London 1988),
σελ. 126 κ.ε.· Bardill, J., Brickstamps of Constantinople
1 (Oxford 2004), σελ. 36-37 και 64.
11. Dark, K.R. – Kostenec, J., “The Byzantine
Patriarchate in Constantinople and the Baptistery of the Church of Hagia Sophia”,
Architectura 36.2 (2006), σελ. 120-123.
12. Cormack, R. – Hawkins, E.J.W., “The mosaics of
Saint Sophia at Istanbul.
Τhe rooms above the southwest vestibule and ramp”, Dumbarton Oaks Papers 31
(1977), σελ. 175-251.
13. Για το
υποτιθέμενο Βαπτιστήριο στη νοτιοδυτική γωνία του ναού βλ. Dark, K.R. – Kostenec, J., “The Byzantine Patriarchate
in Constantinople and the Baptistery of the Church of Hagia Sophia”,
Architectura 36.2 (2006), σελ. 123-129· για το θωμαΐτη βλ. Stichel, R., “Sechs
kolossale Säulen nahe Hagia Sophia und die Curia Justinians am Augusteion in
Konstantinopel”, Architectura 30 (2000), σελ. 23-24, ο οποίος θεωρεί ότι
επρόκειτο αρχικά για τη σύγκλητο που είχε τοποθετήσει ο Ιουστινιανός Α΄ στην
ανατολική πλευρά του Αυγουσταίου.
14. Mainstone, R.J., Hagia Sophia. Architecture,
Structure and Liturgy of Justinian’s Great
Church (London 1988), σελ. 102-105.
15. Mainstone, R.J., Hagia Sophia. Architecture,
Structure and Liturgy of Justinian’s Great
Church (London 1988), σελ. 125 και εικ. 120.
16. Cormack, R. – Hawkins, E.J.W., “The mosaics of
Saint Sophia at Istanbul.
The rooms above the southwest vestibule and ramp”, Dumbarton Oaks Papers 31
(1977), σελ. 177-202.
17. Schneider, A.M., Die Grabung im Westhof der
Sophienkirche zu Istanbul (Berlin 1941), σελ. 22-28.
18. Προκόπιος: «...τάς τε παμπληθεῖς διηγοῖτο στοὰς καὶ τὰς περιστύλους αὐλάς, αἷς ὁ νεὼς περιβέβληται…»: Προκόπιος, Περί κτισμάτων Α΄ 1.58, Dewing, H.B. (επιμ.), Procopius VII. De aedificiis (London – New York
1940), σελ. 26· Παύλος Σιλεντιάριος: «Πολλὰς δ’ ἔνθα καὶ ἔνθα περὶ πλευράς τε καὶ ἄκρας ἄντυγας ἀμβροσίοιο κατόψεαι ἔκτοθι νηοῦ αὐλὰς ἀσκεπέας…»: Παύλος Σιλεντιάριος, Έκφρασις Αγίας Σοφίας, στ. 612-614· Ευάγριος: «…ἕτεραι δύο στοαί, καὶ πάντοθεν ὑπαίθριοι αὐλαὶ εἰς κάλλος ἐξησκημέναι»: Ευάγριος, Εκκλησιαστική ιστορία Δ΄ 31, Bidez, J. – Parmentier, L. (επιμ.), The ecclesiastical
history of Evagrius with the scholia (London 1898· ανατ. 1979), σελ. 181.
19. Cormack, R. – Hawkins, E.J.W., “The mosaics of
Saint Sophia at Istanbul.
The rooms above the southwest vestibule and ramp”, Dumbarton Oaks Papers 31
(1977), εικ. 8.
20. Βλ. παραπάνω σημ. 18.
21. Σύμφωνα με τον Προκόπιο: «φαίης ἂν οὐκ ἔξωθεν
καταλάμπεσθαι ἡλίῳ τὸν χῶρον, ἀλλὰ τὴν αἴγλην ἐν αὐτῷ φύεσθαι, τοσαύτη τις
φωτὸς περιουσία ἐς τοῦτο δὴ τὸ ἱερὸν περικέχυται», Προκόπιος, Περί κτισμάτων Α
1.41-46, Dewing, H.B. (επιμ.), Procopius VII. De aedificiis (London – New York 1940),
σελ. 16.
22. Για τις
λειτουργικές κατασκευές βλ. Παύλος Σιλεντιάριος, Έκφρασις του ναού της Αγίας
Σοφίας, στήλ. 682-884· Παύλος Σιλεντιάριος, Έκφρασις του άμβωνος. Για το
αυτοκρατορικό διαμέρισμα στο νότιο κλίτος βλ. Παύλος Σιλεντιάριος, Έκφρασις του
ναού της Αγίας Σοφίας, στήλ. 580 κ.ε. Για τη θέση της αυτοκράτειρας στον
άμβωνα: Ευάγριος, Εκκλησιαστική ιστορία Δ΄ 31, Bidez, J. – Parmentier, L. (επιμ.), The
ecclesiastical
history
of
Evagrius
with
the
scholia (London 1898· ανατ. 1979), σελ. 181.
23.
Θεοφάνης, Χρονογραφία 1, de
Boor, C. (επιμ.) (Leipzig 1883·
ανατ. Hildesheim 1963),
σελ. 443.
24. Cormack, R. – Hawkins, E.J.W., “The mosaics of
Saint Sophia at Istanbul.
Τhe rooms above the southwest vestibule and ramp”, Dumbarton Oaks Papers 31
(1977), σελ. 175-252· Mango, C., Materials for the Study of the Mosaics of
Saint Sophia at Istanbul (Washington DC
1962), σελ. 38-39.
25. Για τα
αναστηλωμένα σωζόμενα ψηφιδωτά βλ. Mango,
C., Materials for the Study of the Mosaics of Saint Sophia at Istanbul
(Washington DC 1962)· Teteriatnikov, N.B., Mosaics of Hagia Sophia, Istanbul.
The Fossati Restoration and the Work of the Byzantine Institute (Washington DC
1998)· Kleinbauer, W.E. – White, A. – Matthews, H., Hagia Sophia (London –
Istanbul 2004).
26. Mainstone, R.J., Hagia Sophia. Architecture,
Structure and Liturgy of Justinian’s Great
Church (London 1988), σελ. 248.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου