του
Φάνη Κακριδή
Ρητορεία είναι η έμφυτη ή επίκτητη ικανότητα
του ανθρώπου να διαμορφώνει τον προφορικό του λόγο με τρόπο ευχάριστο και
πειστικό. Στη γραμματολογία εξετάζουμε τους λόγους που σώθηκαν καταγραμμένοι,
τους ρήτορες που τους είχαν συνθέσει και όλες τις σχετικές πληροφορίες.
Ρητορική, ή πληρέστερα ρητορική τέχνη,
είναι ένα σύνολο οδηγιών ή κανόνων που μπορούν να διδαχτούν και που όποιος τους
ακολουθήσει έχει πολλές πιθανότητες να επιτύχει ως ρήτορας. Στη γραμματολογία
εξετάζουμε τις οδηγίες και τους κανόνες που σώθηκαν καταγραμμένοι, τους ρητοροδιδάσκαλους
που τους κατάγραψαν και όλες τις σχετικές πληροφορίες.
Τα πρώτα δείγματα ρητορείας
τα συναντούμε στα ομηρικά έπη, όταν π.χ. μιλά ο γερο-Νέστορας, «ο γλυκομίλητος
αγορητής […], που πιο γλυκά απ᾽ το μέλι ανάβρυζαν τα λόγια του απ᾽ το στόμα» (Α
248-9), ή όταν ο Φοίνικας, ο Οδυσσέας και ο Αίαντας προσπαθούν, καθένας με τον
τρόπο του, να πείσουν τον Αχιλλέα να παραμερίσει τον θυμό του και να επιστρέψει
στις μάχες (I 222-605).
Τα πρώτα δείγματα ρητορικής
γνώσης και διδασκαλίας τα συναντούμε πάλι στην Ιλιάδα, όταν ο
Αντήνορας περιγράφει πώς μιλούσαν ο Μενέλαος και ο Οδυσσέας στην πρώτη πρεσβεία
των Αχαιών στην Τροία (Γ 212-24), και ακόμα όταν ο παιδαγωγός του Αχιλλέα, ο
Φοίνικας, ισχυρίζεται πως είχε εντολή να τον «διδάξει» όχι μόνο να πολεμά, αλλά
και «να μιλεί στη σύναξη» (I 443).
Οι αρχαίοι πίστευαν πως η ρητορική
τέχνη είχε τις ρίζες της στη Σικελία, στις δημοκρατικές
Συρακούσες, όπου ο Κόρακας και ο μαθητής του Τισίας επινόησαν τη διαίρεση κάθε
λόγου σε προοίμιο, διήγηση, αποδείξεις και επίλογο,
και μελέτησαν ορισμένους αποδεικτικούς τρόπους, τις έντεχνες πίστεις και τα επιχειρήματα.
Στους ίδιους αποδίδεται και ο ορισμός ρητορική ἐστι πειθοῦς δημιουργός.
ΚΟΡΑΚΑΣ ΚΑΙ ΤΙΣΙΑΣ
Παρουσιάστηκε μια μέρα ο νεαρός
Τισίας στον Κόρακα, που δίδασκε τη ρητορική τέχνη, και του είπε: «Δάσκαλε,
χρήματα να σε πληρώσω δεν έχω· ωστόσο, αν με δεχτείς μαθητή, θα σου τη δώσω την
αμοιβή σου αν κερδίσω την πρώτη μου δίκη.» Συμφώνησαν, αλλά όταν τελείωσαν τα
μαθήματα, ο Τισίας δεν ασκούσε την τέχνη, και ο Κόρακας, που έμενε απλήρωτος,
τον πήγε στο δικαστήριο.
Μίλησε πρώτος ο
Κόρακας και είπε ότι τα χρήματά του πρέπει να τα πάρει οπωσδήποτε: αν κερδίσει
τη δίκη, γιατί θα τον έχουν δικαιώσει οι δικαστές· αν τη χάσει, γιατί ο μαθητής
του θα έχει κερδίσει την πρώτη του δίκη, και θα πρέπει, όπως συμφώνησαν, να τον
πληρώσει.
Πήρε μετά τον λόγο
ο Τισίας και είπε ότι σε καμία περίπτωση δε θα χρειαστεί να πληρώσει: αν
κερδίσει τη δίκη, δε θα χρωστά, γιατί οι δικαστές τον δικαίωσαν· αν τη χάσει,
δε θα χρωστά, γιατί δεν κέρδισε την πρώτη του δίκη.
Σε αδιέξοδο οι δικαστές,
περιορίστηκαν να πουν παροιμιακό λόγο, ότι κακοῦ κόρακος κακὸν ᾠόν.
Ο Τισίας ήταν και αυτός μέλος της
πρεσβείας των Λεοντίνων που με ηγέτη τον Γοργία επισκέφτηκαν την Αθήνα το 427
π.Χ., τότε που η σικελική ρητορική παράδοση είδαμε να μεταφυτεύεται στον
ελλαδικό χώρο, όπου ήταν γραφτό να ριζώσει. Φορείς της δεν ήταν βέβαια μόνο οι
σοφιστές. Ρητοροδιδάσκαλοι ήταν στα κλασικά χρόνια και ρήτορες
σαν τον Αντιφώντα (και τον Ισοκράτη, και φιλόσοφοι σαν τον Αριστοτέλη), που ένα
από τα σπουδαιότερα συγγράμματά του είναι η Ρητορική.
Ο Αριστοτέλης (Ρητορική 1.3)
καθιέρωσε την κατάταξη των λόγων σε τρία γένη:
(α) στο συμβουλευτικό γένος ανήκουν οι λόγοι
που εκφωνούνται στην εκκλησία του δήμου ή σε άλλες, όχι απαραίτητα πολιτικές,
συγκεντρώσεις·
(β) στο δικανικό γένος ανήκουν οι λόγοι
που εκφωνούνται από τους διαδίκους στα δικαστήρια - και ήταν συνηθισμένο
φαινόμενο πολίτες που δεν εμπιστεύονταν τις ρητορικές τους ικανότητες να αναθέτουν
σε κάποιον επαγγελματία λογογράφο[1] να τους ετοιμάσει
ένα λόγο, που τον αποστήθιζαν για να τον απαγγείλουν οι ίδιοι στο δικαστήριο·
(γ) στο επιδεικτικό γένος ανήκουν λόγοι
συνθεμένοι είτε για να ακουστούν σε διάφορες κοινωνικές εκδηλώσεις (σε γιορτές,
σε υποδοχές, σε επιμνημόσυνες τελετές κλπ.), είτε για να κυκλοφορήσουν γραπτά,
να διαδώσουν τις ιδέες και να επιδείξουν τη μαστοριά του συγγραφέα τους -
συχνά και για να χρησιμέψουν ως διδακτικό υπόδειγμα.
Σε γραπτή μορφή,
αναθεωρημένη και συμπληρωμένη, κυκλοφορούσαν και συμβουλευτικοί λόγοι, καθώς
συχνά οι πολιτικοί ρήτορες δημοσίευαν τις σημαντικότερες δημηγορίες τους
θέλοντας και οι συγκεκριμένες προτάσεις τους και η ρητορική τους δεινότητα να
γίνουν όσο το δυνατό περισσότερο γνωστές. Το ίδιο ισχύει και για πολλούς
δικανικούς λόγους, που οι λογογράφοι συνήθιζαν να τους κυκλοφορούν ως δείγμα
της ικανότητάς τους να υποστηρίζουν με επιτυχία τις θέσεις των πελατών τους.
Παρ᾽ όλα αυτά, οι λόγοι που μας
σώθηκαν από τον 5ο π.Χ. αιώνα είναι ελάχιστοι. Ξέρουμε ότι ο Θεμιστοκλής, ο
Κίμων και άλλοι πολιτικοί ήταν λαμπροί ρήτορες· είναι μαρτυρημένο ότι ο
Περικλής, όταν μιλούσε, «άστραφτε και βροντούσε και συντάραζε την Ελλάδα»
(Αριστοφάνης)· όμως από τους λόγους που εκφωνήθηκαν την Πεντηκονταετία δε
σώζεται ούτε ένας.[2] Τα πρωιμότερα δείγματα ρητορείας που έχουμε
είναι οι Τετραλογίες του Αντιφώντα.
ΑΝΤΙΦΩΝ (περ. 480-411 π.Χ.)
Ο Αντιφών, Αθηναίος από τον
Ραμνούντα, ήταν συνάμα λογογράφος και δάσκαλος της ρητορικής.[3] Ο
Θουκυδίδης, που ήταν μαθητής του, τον χαρακτήρισε εξαιρετικά ενάρετο, «δυνατό
μυαλό και άριστο στη διατύπωση της σκέψης του» (8.68, μετάφρ. Α. Βλάχου).
Ολιγαρχικός από πεποίθηση, ο Αντιφών πήρε το 411 π.Χ. ενεργό μέρος στο
αποτυχημένο κίνημα για την κατάλυση της δημοκρατίας, δικάστηκε, «απολογήθηκε
καλύτερα από κάθε άλλον», αλλά καταδικάστηκε σε θάνατο ως προδότης και το σώμα
του ρίχτηκε άταφο έξω από τα σύνορα της Αττικής (Βίος).
Οι τρεις Τετραλογίες, γραμμένες πριν
από το 420 π.Χ., δεν είναι πραγματικοί δικανικοί λόγοι αλλά απλά υποδείγματα,
δημοσιευμένα στο πλαίσιο της Ρητορικής τέχνης που ο Αντιφών είχε γράψει για τους
μαθητές του. Αφορούν φανταστικές υποθέσεις φόνου, και το χαρακτηριστικό τους
είναι ότι ο ίδιος είχε συνθέσει και τις τέσσερις αγορεύσεις: την πρωτολογία και τη δευτερολογία τόσο του
κατήγορου όσο και του κατηγορούμενου, που βέβαια καθένας τους στόχο είχε να
ανατρέψει τα επιχειρήματα του άλλου.[4]
Υποθέσεις φόνου
αφορούν και οι τρεις γνήσιοι δικανικοί λόγοι του Αντιφώντα που έχουν σωθεί. Το
ύφος τους είναι αυστηρό και λιτό, η δομή τους ξεκάθαρη, οι φράσεις
ισοζυγιασμένες. Σπουδαιότερη αρετή τους (όπως και στις Τετραλογίες) είναι η
ευρηματική και επιδέξια επιχειρηματολογία, που συχνά βασίζεται στις πιθανότητες, σε αυτό που οι
αρχαίοι ονόμαζαν εἰκός.
Η δίκη και η καταδίκη του Αντιφώντα
δεν ήταν παρά μία από τις πολλές πολιτικές δίκες που
προκάλεσαν οι ιδεολογικές συγκρούσεις, οι φανατισμοί, οι ταραχές και οι
αλλεπάλληλες μεταπολιτεύσεις της Αθήνας. Οι αγορεύσεις που ακούστηκαν σε αυτές
τις δίκες παρουσιάζουν, όπως και κάθε άλλος πολιτικός λόγος, ξεχωριστό
ενδιαφέρον, ιδιαίτερα όταν ο ρήτορας ήταν ο ίδιος κατήγορος ή κατηγορούμενος.
ΑΝΔΟΚΙΔΗΣ (περ. 440-390 π.Χ.)
Η ζωή του ήταν πολυτάραχη. Είκοσι
πέντε χρονών κατηγορήθηκε ότι ως μέλος ολιγαρχικής εταιρείας πήρε
μέρος στο σκάνδαλο των Ερμοκοπιδών και στη διακωμώδηση των Ελευσινίων
Μυστηρίων. Από την πρώτη κατηγορία κατόρθωσε να ξεφύγει· η δεύτερη όμως τον
οδήγησε στην εξορία. Προσπάθησε συχνά να επιστρέψει στην Αθήνα (σώζεται ένας
λόγος του Περὶ τῆς ἑαυτοῦ καθόδου[5]), αλλά δεν τα
κατάφερε. Να επαναπατριστεί μπόρεσε μόνο μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας,
το 403 π.Χ., όταν δόθηκε γενική αμνηστία. Τρία χρόνια αργότερα βρέθηκε πάλι
κατηγορούμενος για ασέβεια. Τότε εκφώνησε τον λόγο Περὶ τῶν μυστηρίων,
αθωώθηκε και συνέχισε να πολιτεύεται. Το 392 π.Χ. πήρε μέρος σε διπλωματική
αποστολή στη Σπάρτη· όμως ο απολογισμός και οι προτάσεις του στην εκκλησία του
δήμου (δημοσιευμένες με τον τίτλο Περὶ τῆς πρὸς Λακεδαιμονίους εἰρήνης)
δεν έγιναν δεκτές από τους Αθηναίους, που προτίμησαν να καταδικάσουν τους
αποσταλμένους τους σε θάνατο. Για να αποφύγουν την εκτέλεση, τα μέλη της
πρεσβείας δραπέτευσαν, και τα ίχνη του Ανδοκίδη χάθηκαν στην εξορία.
Ο Ανδοκίδης δε
φαίνεται να είχε ρητορική προπαιδεία. Οι λόγοι του δεν ακολουθούν τους κανόνες
της τέχνης· έχουν όμως
αυθορμητισμό, αφηγηματική ζωντάνια, αβίαστη ροή και απλή γλώσσα.
Ο Αριστοφάνης κατηγορούσε στις κωμωδίες
του τους Αθηναίους ότι άλλο δεν κάνουν από το να δικάζουν και να δικάζονται: «τα
τζιτζίκια», έγραψε, «ένα δυο μήνες μόνο τραγουδούν στα κλαδιά· όμως οι Αθηναίοι
αδιάκοπα, όλη τους τη ζωή τραγουδούν στα δικαστήρια» (Όρνιθες 39-41).
Είχε δίκιο, και δικανικοί λόγοι από ιδιωτικές δίκες μάς
σώθηκαν πολλοί.
ΛΥΣΙΑΣ (περ. 445-380 π.Χ.)
Ο Λυσίας ήταν γιος του Κέφαλου,
πλούσιου επιχειρηματία που καταγόταν από τις Συρακούσες, αλλά είχε προτιμήσει
να ζει στην Αθήνα ως μέτοικος, φίλος του Περικλή και του Σωκράτη. Ο
ίδιος έζησε αρκετά χρόνια στους Θούριους της Κάτω Ιταλίας, όπου λένε πως
μαθήτεψε στον Τισία, αλλά τελικά γύρισε στην Αθήνα και εργάστηκε ως
ρητοροδιδάσκαλος και λογογράφος.
Το 404 π.Χ. η
πατρική περιουσία δημεύτηκε και ο αδελφός του Πολέμαρχος θανατώθηκε από τους τριάκοντα
τυράννους· έτσι, μετά την παλινόρθωση της δημοκρατίας ο Λυσίας εκφώνησε έναν
από τους ωραιότερους λόγους του, τον Κατὰ Ἐρατοσθένους, εναντίον του Ερατοσθένη, του
τυράννου που είχε συλλάβει τον αδελφό του.
Από τους 35
συνολικά λόγους που μας σώθηκαν με το όνομά του[6] ξεχωρίζουμε τον Κατὰ σιτοπωλῶν, όπου κατηγορεί
ορισμένους σταρέμπορους ότι αγοράζουν μεγάλες ποσότητες για να ανεβάσουν
αργότερα τις τιμές· τον Ὑπὲρ τοῦ ἀδυνάτου, όπου ένας ανάπηρος υπερασπίζεται,
με πάθος αλλά και με χιούμορ, το δικαίωμά του να εισπράττει «κοινωνικό επίδομα»
από την πολιτεία· τέλος την Ὑπέρ τοῦ Ἐρατοσθένους φόνου ἀπολογίαν, όπου ένας αγρότης,
ο Ευφίλητος, κατηγορείται ότι με πονηριά έστειλε στο σπίτι του τον Ερατοσθένη,
εραστή της γυναίκας του, για να τους πιάσει στο κρεβάτι και να τον σκοτώσει -
αλλά φυσικά στην απολογία του το αρνείται.
Ο Διονύσιος από
την Αλικαρνασσό, που είχε στη διάθεσή του και μελέτησε πάνω από 230 λόγους του
Λυσία, τον χαρακτηρίζει «άριστο κανόνα της αττικής γλώσσας»· επαινεί την
ικανότητά του να διαγράφει χαρακτήρες και να διηγείται με ζωντάνια, και ακόμα
υπογραμμίζει το απλό λεξιλόγιο, τη φυσικότητα, την πειστικότητα και τη χάρη των
λόγων του - αρετές που και εμείς δε μπορούμε παρά να τις επιβεβαιώσουμε.
Οι δικανικοί λόγοι μάς βοηθούν να
γνωρίσουμε το σύστημα απονομής δικαίου: τα αδικήματα, τους νόμους, τις ποινές,
τη δικονομική τάξη κλπ.· και ακόμα αποκαλύπτουν πλήθος λεπτομέρειες της
καθημερινής ζωής, όταν αφορούν ιδιωτικές υποθέσεις, και της δημόσιας ζωής, όταν
αφορούν υποθέσεις δημόσιες. Διαφορετικά πεδία φωτίζουν ορισμένοι επιδεικτικοί
λόγοι, συνθεμένοι από σημαντικές προσωπικότητες που εκθέτουν τις απόψεις
τους σε καίρια θέματα με πανελλήνιο ενδιαφέρον. Παράδειγμα οι πολλοί
επιδεικτικοί λόγοι του Ισοκράτη.
ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ (436-338 π.Χ.)
Ο Ισοκράτης, Αθηναίος από πλούσιο
σπίτι, μαθήτεψε στον Πρόδικο και στον Γοργία. Μετά την ήττα της Αθήνας, έχοντας
χάσει ένα μέρος από την περιουσία του εργάστηκε για ένα διάστημα ως λογογράφος.
Αργότερα, ακολουθώντας την πραγματική του κλίση ίδρυσε ρητορική σχολή και
δίδαξε για περισσότερα από πενήντα χρόνια. Η σχολή του, ανταγωνιστική της
πλατωνικής Ακαδημίας, είχε μεγάλη επιτυχία: διάσημοι μαθητές της ήταν ο
Νικοκλής, γιος του βασιλιά της Κύπρου Ευαγόρα, ο Σπεύσιππος, που διαδέχτηκε τον
Πλάτωνα στην ηγεσία της Ακαδημίας, ο Θεόπομπος και ο Έφορος, οι ιστορικοί, και
από τους νεότερους ρήτορες ο Ισαίος, ο Λυκούργος και ο Υπερείδης.
Παράλληλα με τη
διδασκαλία του ο Ισοκράτης δημοσίευσε μια σειρά από επιδεικτικούς λόγους με
πολιτικό περιεχόμενο και τίτλους όπως Πανηγυρικός, Ἀρεοπαγιτικός, Περὶ εἰρήνης, Παναθηναϊκός, Πλαταϊκός κ.ά.
Παρακολουθούσε τις εξελίξεις, έβλεπε πως ο ελληνικός κόσμος, κομματιασμένος
καθώς ήταν, δε θα μπορούσε να ορθώσει ανάστημα απέναντι στην Περσία, και
καλλιεργούσε με θέρμη την ιδέα της πανελλήνιας σύμπραξης, όπως την είχε
διατυπώσει πρώτος ο δάσκαλός του ο Γοργίας. Αρχικά υποστήριζε ότι ο ηγετικός
ρόλος ανήκε δικαιωματικά στην Αθήνα και τη Σπάρτη, για το δοξασμένο τους
παρελθόν. Αργότερα αναγνώρισε ότι την ηγεσία της πανελλήνιας κίνησης εναντίον
των Περσών μπορούσε να την αναλάβει και ο Φίλιππος της Μακεδονίας. Επιδεικτικές
σε πολιτικά θέματα ήταν και οι Επιστολές που ο Ισοκράτης έστελνε σε
σημαίνοντα πρόσωπα (το Διονύσιο των Συρακουσών, τον Φίλιππο, τον μακεδόνα
στρατηγό Αντίπατρο κ.ά.), και που ο ίδιος φρόντιζε να αντιγραφούν και να
κυκλοφορήσουν. Μας σώθηκαν εννιά, αλλά σίγουρα δεν είναι όλες δικές του.
Από τα υπόλοιπα
έργα ενδιαφέρον παρουσιάζουν (α) δύο επιδεικτικοί λόγοι, Ἑλένη και Βούσιρις, όπου ο Ισοκράτης
επισημαίνει λάθη των ομότεχνών του και παραθέτει δικά του υποδείγματα ρητορικών
ασκήσεων: ένα εγκώμιο της ωραίας Ελένης
και μιαν απολογία του Βούσιρη, του
αιγύπτιου βασιλιά που θυσίαζε τους ξένους στον Δία· (β) δύο ακόμα επιδεικτικοί
λόγοι, ο προγραμματικός Κατὰ τῶν σοφιστῶν (390; π.Χ.) και ο αυτοβιογραφικός Περὶ ἀντιδόσεως (354 π.Χ.), που
περιέχουν τις απόψεις του για τη σωστή αγωγή των νέων, όπως την ασκούσε στη
σχολή του. Αποκηρύσσοντας τις ρευστές και αντιφατικές προτάσεις των σοφιστών
όσο και τις καθαρά θεωρητικές αναζητήσεις του Πλάτωνα, ο Ισοκράτης υπογράμμιζε
την παιδευτική αξία της ρητορικής, που την ταύτιζε με τη φιλοσοφία. Η αγωγή του
λόγου πίστευε ότι διαπλάθει την προσωπικότητα και βοηθά πραγματικά «να
κυβερνήσει κανείς σωστά το σπιτικό του και τα κοινά της πολιτείας» (Περὶ Ἀντιδόσεως 285). Η καθολική
σημασία που έδινε στη μόρφωση φανερώνεται όταν κρίνει ότι «πιο πολύ ονομάζονται
Έλληνες όσοι μετέχουν στην παιδεία μας παρά όσοι έχουν την ίδια με εμάς φυσική
καταγωγή.»[7]
Εξαιρετικά
επιτηδευμένο, το ύφος του Ισοκράτη διαφέρει πολύ από το λιτό και φυσικό ύφος
του Λυσία. Το χαρακτηρίζουν μακρόσυρτες περίοδοι, φορτωμένες με δευτερεύουσες
προτάσεις. Είναι αρχιτεκτονημένες με προσοχή, οργανωμένες με αντιστοιχίες και
αντιθέσεις, ισόκωλα, ομοιόαρκτα και ομοιοτέλευτα - γοργίεια σχήματα στην υπηρεσία της
συνθετικής σκέψης.
Μαθητής του Ισοκράτη παραδίδεται πως
ήταν ο Ισαίος (περ. 415-340 π.Χ.), που καταγόταν από τη
Χαλκίδα, αλλά προτίμησε να ζήσει ως ρητοροδιδάσκαλος και λογογράφος στην Αθήνα.
Μας σώζονται δώδεκα από τους λόγους του, όλοι δικανικοί, για κληρονομικές
υποθέσεις. Το ύφος του είναι σχετικά απλό και η σύνθεση φροντισμένη.
Μαχητικότερος από τους προηγούμενους λογογράφους, ο Ισαίος είναι ο πρώτος που
βλέπουμε να επιτίθεται με σφοδρότητα, καμιά φορά και με ανοίκειες ύβρεις και υπαινιγμούς,
στους αντιδίκους.
ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ (περ. 390-325 π.Χ.)
Αθηναίος πολιτικός και ρήτορας,
μαθητής του Ισοκράτη και του Πλάτωνα. Σε μεγάλη ηλικία, μετά τη μάχη της
Χαιρώνειας, διαχειρίστηκε με επιτυχία τα οικονομικά της Αθήνας, δυνάμωσε τον
στόλο, ενίσχυσε τα τείχη και στόλισε την πολιτεία με αρχιτεκτονικά μνημεία.
Αριστοκράτης από
καταγωγή, ο Λυκούργος ήταν ένθερμος πατριώτης, με αντιμακεδονική δράση, ζηλωτής
και πρόμαχος της προγονικής αρετής. Στον μοναδικό λόγο που σώζεται, από τους
δεκατέσσερις που ξέρουμε πως είχε γράψει, κατηγορεί, με υπέρμετρη αυστηρότητα,
ως προδότη κάποιον Λεωκράτη, επειδή είχε εγκαταλείψει, μετά την ήττα στη
Χαιρώνεια, την Αθήνα από φόβο πως θα την έπαιρναν οι Μακεδόνες.
Ο Διονύσιος από
την Αλικαρνασσό χαρακτηρίζει το ύφος του «διογκωμένο, μεγαλόστομο και επίσημο
[…]· όχι όμως κομψό, ούτε ευχάριστο, αλλά δυναμικό» (Περί μιμήσεως, απόσπ. 6).
Όπως ο Λυκούργος, έτσι και όλοι όσοι
τα χρόνια εκείνα πολιτεύονταν ήταν αναγκασμένοι να πάρουν θέση απέναντι στη
ραγδαία επέκταση των Μακεδόνων και στις ηγετικές βλέψεις του Φιλίππου. Στην
Αθήνα σχηματίστηκαν δύο παρατάξεις: η φιλομακεδονική, όσων
έκριναν ότι η πόλη τους έπρεπε να δεχτεί την πραγματικότητα και να συνεργαστεί
με τον μακεδόνα βασιλιά, και η αντίθετή της, που θεωρούσε εξαρχής εχθρό τον
Φίλιππο και πίστευε πως η Αθήνα έπρεπε και ήταν σε θέση να τον αντιστρατευτεί
με επιτυχία. Την πρώτη άποψη υποστήριζαν ο Αισχίνης, ο Δημάδης και ο Δείναρχος,
τη δεύτερη ο Λυκούργος, ο Υπερείδης και πάνω απ᾽ όλους ο Δημοσθένης.
ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ (384-322 π.Χ.)
Ο διασημότερος αθηναίος ρήτορας
γεννήθηκε στην Παιανία, μαθήτεψε στον Ισαίο, και μελέτησε το έργο του Θουκυδίδη,
του Πλάτωνα και των παλαιότερων του ρητόρων. Γρήγορα ξεπέρασε ορισμένα
προβλήματα που είχε με τη φωνή του και εικοσάχρονος ξεκίνησε μια σειρά από
δίκες ζητώντας να ανακτήσει την περιουσία του πατέρα του, που είχε πεθάνει όταν
ο ίδιος ήταν επτά χρονών, και οι διαχειριστές την είχαν διασπαθίσει. Για ένα
διάστημα ρητοροδιδάσκαλος και λογογράφος, ύστερα λογογράφος και πολιτικός, ο
Δημοσθένης έζησε μια ζωή γεμάτη αγώνες, ιδιωτικούς και δημόσιους.
Οι Αθηναίοι τού
αναθέσαν σημαντικά αξιώματα, τον χρησιμοποίησαν συχνά σε διπλωματικές αποστολές
και τον ετίμησαν πολύ. Ωστόσο, στα εξήντα του χρόνια κατηγορήθηκε για συμμετοχή
σε οικονομικό σκάνδαλο, φυλακίστηκε, δραπέτευσε, τα κατάφερε να ξαναγυρίσει -
αλλά πάλι, όταν μετά τον θάνατο του Μεγαλέξανδρου ο Αντίπατρος προχωρούσε να
καταλάβει την Αθήνα, ο Δημοσθένης, που είχε καταφύγει στον Πόρο, αντί να
συλληφθεί προτίμησε να αυτοκτονήσει.
Ως πολιτικός ο
Δημοσθένης δεν έπαψε ποτέ να αντιδρά στα σχέδια και τις κινήσεις πρώτα του
Φιλίππου, ύστερα του Μεγαλέξανδρου, και να αντιπολιτεύεται τους φιλομακεδόνες
πολιτικούς της Αθήνας. Οι συμβουλευτικοί του λόγοι που σώθηκαν είναι πολλοί
(τρεις Φιλιππικοί, τρεις Ὀλυνθιακοί, ο Ὑπὲρ Μεγαλοπολιτῶν, ο Ὑπὲρ τῆς Ροδίων ἐλευθερίας, ο Περὶ εἰρήνης κ.ά.), όπως
πολλοί είναι και οι δικανικοί του λόγοι που σώθηκαν και αφορούν πολιτικές
διώξεις: ο Πρὸς
Λεπτίνην, ο Κατὰ Ἀριστοκράτους κ.ά. Στην ίδια κατηγορία ανήκουν και
ο Περὶ τῆς
παραπρεσβείας και ο Περὶ τοῦ στεφάνου, λόγοι σημαντικοί που καθρεφτίζουν
την προσωπική σύγκρουση του Δημοσθένη με τον Αισχίνη, τον κυριότερο
φιλομακεδόνα πολιτικό του αντίπαλο. Στην πρώτη περίπτωση ήταν ο Δημοσθένης που
κατηγόρησε τον Αισχίνη ότι το 346 π.Χ στις συνομιλίες με τον Φίλιππο είχε παραπρεσβεύσει, δηλαδή ότι είχε
δωροδοκηθεί να βλάψει τα αθηναϊκά συμφέροντα. Η κατηγορία δε μπορούσε να
αποδειχτεί, και ο Αισχίνης αθωώθηκε. Στη δεύτερη περίπτωση ο Αισχίνης
κατηγόρησε τον Κτησιφώντα, που το 336 π.Χ. πρότεινε η πόλη να στεφανώσει τον
Δημοσθένη «για τη συνολική αρετή του και για την εύνοια που έδειχνε στην
πολιτεία». Η πρόταση είχε νομικά ψεγάδια, αλλά ο Δημοσθένης βρήκε την ευκαιρία
να αγορεύσει ως συνήγορος και να ξετυλίξει ολόκληρη την πατριωτική του δράση, που
φυσικά άξιζε κάθε τιμή. Ο Αισχίνης ηττήθηκε κατά κράτος και αναγκάστηκε να
εγκαταλείψει την Αθήνα.
Συνολικά, από τα
έργα του Δημοσθένη σώζονται 11 λόγοι συμβουλευτικοί, 27 δικανικοί, ένας
επιδεικτικός Επιτάφιος για τους νεκρούς
της μάχης στη Χαιρώνεια, που ίσως να μην είναι δικός του,[121] 6 Επιστολές με πολιτικό
περιεχόμενο, γραμμένες στα χρόνια της αυτοεξορίας του, και μια συλλογή από Προοίμια, ρητορικές
εισαγωγές που μπορούν να χρησιμοποιηθούν με επιτυχία σε πολλούς λόγους.
Το ύφος του Δημοσθένη
δε χαρακτηρίζεται εύκολα, καθώς η έμφυτη ρητορική του δεινότητα τον οδηγούσε να
αλλάζει συνεχώς τρόπους, ακόμα και μέσα στον ίδιο λόγο: απλές καθημερινές
εκφράσεις εναλλάσσονται με τολμηρές μεταφορές, μακρές περίτεχνες περίοδοι με
ελλειπτικές κοφτές προτάσεις, ρητορικές ερωτήσεις με συλλογισμούς, άγριες
προσωπικές επιθέσεις, κοροϊδίες και εκρήξεις αγανάκτησης με στρωτές αφηγήσεις
και εξάρσεις πατριωτικές· τεχνική και πάθος συνεργάζονται, με αποτέλεσμα οι
λόγοι του Δημοσθένη να κυλούν πότε σαν ήρεμο ποτάμι πότε σαν ορμητικός
χείμαρρος.
Δεν μπορούμε
βέβαια να μαντέψουμε τι θα συνέβαινε, αν οι Αθηναίοι είχαν σε κάθε περίπτωση ακολουθήσει
τις συμβουλές του Δημοσθένη· μπορούμε όμως να διαπιστώσουμε ότι παρ᾽ όλο τον
φλογερό πατριωτισμό του, παρ᾽ όλη τη ρητορική του δεινότητα και τις έγκαιρες
προειδοποιήσεις του, ο Δημοσθένης δε θα μπορούσε να σταματήσει ιστορικές
εξελίξεις που είχαν προετοιμαστεί από καιρό. Δεν έχει δίκιο ο άγνωστός μας
ποιητής που έγραψε ότι
Εἴπερ ἴσην ῥώμην
γνώμῃ, Δημόσθενες, εἶχες,
οὔποτ᾽ ἂν Ἑλλήνων
ἦρξεν Ἄρης Μακεδών.[8]
Δύο φορές σε ολόκληρη την αρχαιοελληνική
γραμματεία τυχαίνει από μια δίκη να μας σώζονται και ο λόγος του κατήγορου (κατηγορία)
και ο λόγος του κατηγορούμενου (απολογία). Και τις δύο φορές πρόκειται
για πολιτικές δίκες με αντιπάλους τον Δημοσθένη και τον Αισχίνη: στην κατηγορία
Περὶ τῆς παραπρεσβείας του Δημοσθένη αντιστοιχεί η ομότιτλη απολογία
του Αισχίνη, και στην κατηγορία Κατὰ Κτησιφῶντος του Αισχίνη
αντιστοιχεί η απολογία Περὶ τοῦ στεφάνου του Δημοσθένη. Μάταια όμως θα
περιμέναμε να δούμε στις απολογίες να αναιρούνται τα δεδομένα και τα
επιχειρήματα των κατηγοριών. Και οι δύο ρήτορες έδωσαν να κυκλοφορήσουν οι
πρωτολογίες τους, όπως τις είχαν ετοιμάσει πριν από τη δίκη, όταν μόνο να
μαντέψουν μπορούσαν τι πάνω κάτω θα ισχυριζόταν ο αντίδικός τους.[9]
ΑΙΣΧΙΝΗΣ (περ. 390-322 π.Χ.)
Ο Αισχίνης ήταν από καλή αθηναϊκή
οικογένεια που όμως με τον πόλεμο είχε φτωχύνει. Ο πατέρας του δούλεψε ως
δάσκαλος, η μητέρα του ως διακόνισσα σε μυσταγωγίες, και ο μικρός Αισχίνης τούς
παραστεκόταν. Αργότερα δοκίμασε, χωρίς επιτυχία, να σταδιοδρομήσει ως ηθοποιός,
εργάστηκε για ένα διάστημα ως γραμματέας, πήρε μέρος και διακρίθηκε σε
πολεμικές επιχειρήσεις, κέρδισε την εμπιστοσύνη του Εύβουλου, ηγέτη όσων
πίστευαν ότι η Αθήνα δεν έπρεπε να εναντιωθεί στους Μακεδόνες, και τελικά
αφοσιώθηκε στην πολιτική. Η διφορούμενη στάση του, όταν ως πρεσβευτής πήρε
μέρος στις συνεννοήσεις για την ειρήνη του 336 π.Χ., προκάλεσε τη δίωξή του από
τον Δημοσθένη. Αθωώθηκε, αλλά όταν αργότερα θέλησε να ανταποδώσει,
καταγγέλλοντας ως παράνομη την πρόταση να στεφανωθεί ο Δημοσθένης τιμητικά,
κατατροπώθηκε, εγκατάλειψε την Αθήνα και πέθανε εξόριστος στη Ρόδο.
Ο Αισχίνης είχε
σίγουρα το χάρισμα της ευγλωττίας· όμως δεν ήταν σπουδαγμένος ρήτορας ούτε
λογογράφος. Οι τρεις λόγοι του που σώθηκαν, ίσως μόνο χάρη στη διένεξή του με
τον Δημοσθένη, έχουν αρετές: σαφήνεια, παραστατικότητα, μεγαλοπρέπεια, χιούμορ
κ.ά.· δε δικαιολογούν όμως την υπερβολική εκτίμηση που του είχαν οι
μεταγενέστεροι, ιδιαίτερα οι αττικιστές.
ΥΠΕΡΕΙΔΗΣ (389-322 π.Χ.)
Αθηναίος, μαθητής του Ισοκράτη,
λογογράφος και πολιτικός, καλοφαγάς και γλεντοκόπος. Από τους 50 και παραπάνω
λόγους που παραδίδεται ότι είχε γράψει διασώθηκαν σε παπυρικά ευρήματα σχεδόν
ολόκληροι οι έξι: πέντε δικανικοί για ιδιωτικές και δημόσιες υποθέσεις και ένας
επιδεικτικός Επιτάφιος για τους νεκρούς του Λαμιακού πολέμου.
Ο συγγραφέας της
διατριβής Περὶ
ὕψους τον παραβάλλει με τον Δημοσθένη και τον Λυσία και τον χαρακτηρίζει πένταθλον, γιατί χωρίς να
πρωτεύει είχε υψηλές επιδόσεις σε πολλά κεφάλαια της ρητορικής τέχνης.[10]
Μόνο για τη γλώσσα του υπήρξαν επιφυλάξεις, πως είναι ανέμελη και καθημερινή,
ίσως γιατί στα έργα του πρωτοεμφανίζονται φαινόμενα της αλεξανδρινής Κοινής.
Φανατικός
αντιμακεδόνας, ο Υπερείδης καταδιώχτηκε και αυτός σαν τον Δημοσθένη από τις
δυνάμεις του Αντίπατρου, αιχμαλωτίστηκε στην Αίγινα, βασανίστηκε και
εκτελέστηκε.
Στη ρητορική θεωρία του 4ου π.Χ.
αιώνα κυριαρχεί η διδασκαλία του Ισοκράτη. Ανταγωνιστής του ένας άλλος μαθητής
του Γοργία, ο Αλκιδάμας από την Ελέα της Αιολίας (5ος/4ος π.Χ.
αι.), που έζησε και δίδαξε στην Αθήνα. Από τα έργα του σώζεται το Περὶ τῶν
τοὺς γραπτοὺς λόγους γραφόντων, όπου αποδοκιμάζει τους ρητορικούς τρόπους
όσων προετοίμαζαν και παρουσίαζαν τους λόγους τους γραπτά (σαν τον Ισοκράτη),
και επαινεί την προφορική αυτοσχεδιαστική ρητορεία. Ο Αλκιδάμας έγραψε και Ρητορική
τέχνη, και ένα ακόμα έργο, το Μουσεῖον, με ποικίλο λογοτεχνικό
περιεχόμενο. Το Μουσεῖον άρχιζε με την εξιστόρηση του ποιητικού αγώνα
του Ομήρου με τον Ησίοδο, όπου ο Όμηρος διακρινόταν ακριβώς για την
αυτοσχεδιαστική του ικανότητα.[11]
Ρήτορας και ρητοροδιδάσκαλος (και
ιστορικός) ήταν ο Αναξιμένης από τη Λάμψακο (περ. 380-320
π.Χ.), δάσκαλος και ακόλουθος του Μεγαλέξανδρου. Δικό του έργο πιστεύουμε πως
είναι η Ρητορικὴ πρὸς Ἀλέξανδρον, το μόνο εγχειρίδιο ρητορικής τέχνης
που σώθηκε πριν από τη Ρητορική του Αριστοτέλη.
1 Προσοχή:
ας μην μπερδεύουμε τους λογογράφους
της Αρχαϊκής εποχής, που έγραφαν γεωγραφικά, εθνολογικά και γενεαλογικά έργα,
με τους λογογράφους των
κλασικών χρόνων, ένα είδος δικηγόρων που προετοίμαζαν τις αγορεύσεις των
διαδίκων στο δικαστήριο.
2 Γνωστός
είναι ένας ακόμα Αντιφών, σοφιστής, που μερικοί κρίνουν ότι πρέπει να ταυτιστεί
με τον ρήτορα. Δικός του είναι ο σωστός λόγος για την ισότητα όλων των
ανθρώπων: «από τη φύση είμαστε όμοιοι σε όλα, και οι Έλληνες και οι βάρβαροι
[…]· όλοι από το στόμα και από τη μύτη αναπνέουμε… » (απόσπ. 44 Β DK.).
3 Ένα
ανάλογο έργο, γραμμένο μετά το 404 π.Χ. σε δωρική διάλεκτο, μας σώζεται με τον
τίτλο Δισσοὶ λόγοι («Διπλοί
λόγοι»). Ο άγνωστος συγγραφέας του, σοφιστής επηρεασμένος από τον Πρωταγόρα,
εκθέτει και μελετά ο ίδιος δύο αντικρουόμενες απόψεις σε θέματα όπως το αγαθό
και το κακό, το δίκαιο και το άδικο, η αλήθεια και το ψέμα, η σοφία και η αρετή
κλπ.
5 Ανάμεσά
τους και ο Ερωτικός, που
ανήκει στο επιδεικτικό γένος και μας παραδόθηκε ενσωματωμένος στον πλατωνικό
διάλογο Φαίδρος
6 Πανηγυρικός
50: καὶ μᾶλλον Ἕλληνας καλεῖσθαι τοὺς τῆς παιδεύσεως
τῆς ἡμετέρας ἢ τοὺς τῆς κοινῆς φύσεως μετέχοντας.
7 Μαζί με
τα γνήσια έργα του Δημοσθένη σώθηκαν και πολλά ψευδεπίγραφα,
έργα άλλων συγγραφέων που τον μιμήθηκαν και που τα έργα τους, είτε κατά λάθος
είτε επίτηδες, ανακατεύτηκαν με τα γνήσια και μας παραδόθηκαν με το όνομά του.
8 «Αν η
δύναμή σου, Δημοσθένη, ήταν τόσο μεγάλη όσο σωστή η κρίση σου, | ποτέ τους
Έλληνες δε θα τους είχε κυβερνήσει ο μακεδόνας Άρης» - ο Φίλιππος.
9 Λέγαν
ότι ο Αισχίνης παρουσίασε την κατηγορία του στη Ρόδο και, όταν οι ακροατές
απόρησαν πώς είχε χάσει τη δίκη ύστερα από τέτοια αγόρευση, τους απάντησε:
«Απορείτε, γιατί εσείς δεν ακούσατε να μιλά εκείνο το θηρίο» - ο Δημοσθένης! (Βίος).
10 Γνωστή
είναι και η επιτυχία του όταν, υπερασπίζοντας μια πανέμορφη εταίρα, τη Φρύνη,
κατηγορούμενη για ασέβεια, την παρουσίασε γυμνόστηθη στους δικαστές, που την
αθώωσαν για την ομορφιά της.
11 Με το
όνομά του σώζεται και ένας επιδεικτικός λόγος σε μυθολογικό θέμα, ο Ὀδυσσεύς
που όμως δε φαίνεται να είναι δικός του.
Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου