Η Αμφίπολη ήταν
αρχαία πόλη χτισμένη στην ανατολική Μακεδονία, στις όχθες του ποταμού Στρυμόνα,
στη θέση πόλης που παλαιότερα ονομαζόταν "Εννέα Οδοί" ή πολύ κοντά σε
αυτήν. Η Αμφίπολη ιδρύθηκε από Αθηναίους το 437 π.Χ. με στόχο τον έλεγχο της πλούσιας
σε πρώτες ύλες περιοχή και εγκαταλείφθηκε οριστικά τον 8ο αιώνα μ.Χ. Σήμερα
στην περιοχή είναι χτισμένος ο ομώνυμος σύγχρονος οικισμός, που βρίσκεται
περίπου 60 χλμ. νοτιοανατολικά των Σερρών.
Πρώιμη ιστορία
Η αρχαιολογική
έρευνα έχει αποκαλύψει ερείπια ανθρώπινης εγκατάστασης που χρονολογούνται γύρω
στο 3.000 π.Χ. Εξαιτίας της στρατηγικής της θέσης η περιοχή είχε οχυρωθεί από
πολύ νωρίς[1]. Το
480 π.Χ. ο Ξέρξης περνώντας από την περιοχή έθαψε ζωντανούς εννέα νεαρούς
άντρες και εννέα παρθένες ως θυσία σε ποτάμιο θεό[2]. Ένα
χρόνο μετά στην Αμφίπολη ο βασιλιάς της Μακεδονίας Αλέξανδρος Α΄ νίκησε τα
υπολείμματα του στρατού του Ξέρξη.
Κλασική και ελληνιστική περίοδος
Τον 5ο αιώνα π.Χ.
οι Αθηναίοι επιχείρησαν να αποικίσουν την περιοχή που είχε άμεση πρόσβαση σε
σημαντικές πρώτες ύλες, όπως ο χρυσός και ο άργυρος του Παγγαίου και τα πυκνά
δάση της περιοχής -τα τελευταία ενδιέφεραν του Αθηναίους για την ξυλεία τους[3]. Η
πρώτη απόπειρα της Αθήνας, το 465 π.Χ., να αποικήσει την περιοχή απέτυχε.
Θράκες πελταστές συνέτριψαν στον Δραβήσκο την οπλιτική φάλαγγα 2.500-3.000
Αθηναίων αποίκων της πόλης των Εννέα Οδών, οι οποίοι προχωρούσαν στη θρακική
ενδοχώρα με σκοπό την κατάληψη των προσοδοφόρων χρυσωρυχείων της. Η Αθήνα
επανήλθε την εποχή του Περικλή, το 437 π.Χ., ιδρύοντας την Αμφίπολη. Σύμφωνα με
τον Θουκυδίδη η πόλη ονομάστηκε έτσι επειδή ο ποταμός Στρυμόνας ρέει γύρω από
την πόλη περιβάλλοντάς την[4], αλλά
για την ετυμολογία υπάρχουν και άλλες θεωρίες.
Στην συνέχεια η
Αμφίπολη έγινε η κύρια βάση των Αθηναίων στην Θράκη και στόχος των Σπαρτιατών.
Κατά την διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου οι Σπαρτιάτες κατέλαβαν την πόλη.
Για την σωτηρία της πόλης στάλθηκε από τους Αθηναίους μία αποστολή υπό την
ηγεσία του Θουκυδίδη (του μετέπειτα ιστορικού). Η αποστολή απέτυχε, γεγονός που
οδήγησε τον Θουκυδίδη στην εξορία[5]. Στην
συνέχεια στάλθηκε ο Κλέων ο οποίος σκοτώθηκε κατά τη μάχη της Αμφίπολης, μίας
σφοδρής σύγκρουσης στην οποία βρήκε τον θάνατο και ο Σπαρτιάτης στρατηγός
Βρασίδας. Με την Ειρήνη του Νικία ή Νικίειο ειρήνη, η Σπάρτη δεσμευόταν να
αποδώσει την Αμφίπολη στην Αθήνα, κάτι που δεν έγινε και αποτέλεσε σημείο νέων
τριβών και ένα από τα θέματα που στάθηκαν αιτία να παραβιαστεί η ειρήνη και να
ξαναρχίσει ο Πελοποννησιακός Πόλεμος.
Μάχη της Αμφίπολης
Η μάχη της Αμφίπολης
συνέβη κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο το 422 π.Χ., στη Μακεδονία, στην περιοχή
της Αμφίπολης. Αντίπαλοι ήταν οι Αθηναίοι υπό το στρατηγό Κλέωνα και οι
Σπαρτιάτες υπό το στρατηγό Βρασίδα.
Η εκστρατεία του Βρασίδα στη Μακεδονία
Ο Λακεδαιμόνιος
στρατηγός Βρασίδας εκστράτευσε στη Μακεδονία για να δημιουργήσει κατά πρώτον
συμμαχίες και κατα δεύτερον να πολιορκήσει και να καταλάβει τις προσκείμενες
στην Αθήνα πόλεις. Τότε έμαθε ότι ο φιλοπόλεμος Αθηναίος στρατηγός Κλέων
ερχόταν εναντίον του για να τον σταματήσει. Οι δύο αντίπαλοι στρατοπέδευσαν
κοντά στα τείχη της Αμφίπολης, ενώ μέρος του στρατού του Βρασίδα παρέμεινε μέσα
στα τείχη της φιλικά προσκείμενης πόλης.
Η μάχη
Το επόμενο πρωί ο
Βρασίδας με όλο το στρατό του κρύφτηκε πίσω από τα τείχη της Αμφίπολης. Ο Κλέων
πληροφορημένος για τις κινήσεις του αντιπάλου του, έδωσε εντολή υποχώρησης σε
φάλλαγγα πορείας. Τότε άνοιξαν ξαφνικά οι πύλες της Αμφίπολης και από μέσα
ξεχύθηκε ο στρατός των Σπαρτιατών ο οποίος προσέβαλλε τους Αθηναίους στο μέσον
της φάλαγγάς τους και στην οπισθοφυλακή της. Οι Αθηναίοι τράπηκαν σε γενική
σχεδόν φυγή και είχαν πολύ μεγάλες απώλειες (600 νεκρούς) ενώ από τους
Σπαρτιάτες σκοτώθηκαν μόλις 7, συμπεριλαμβανομένου του Βρασίδα. Στη μάχη έπεσε
νεκρός και ο Κλέωνας.
Συνέπειες της μάχης
Η μεγάλη ήττα των
Αθηναίων και ο θάνατος των Κλεωνα και Βρασίδα είχε ως αποτέλεσμα την επικράτηση
των φιλειρηνικών παρατάξεων μεταξύ των εμπολέμων. Έτσι, το φθινόπωρο του 422
π.Χ. άρχισαν οι ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις οι οποίες κατέληξαν στην ειρήνη
του Νικία το 421 π.Χ.
Οι Αθηναίοι δεν
κατάφεραν να ανακαταλάβουν την πόλη ξανά παρά τις πολλές απόπειρες που έκαναν
τα επόμενα χρόνια. Τελευταία ήταν το 358 π.Χ., η οποία δεν είχε αίσια έκβαση
γι’ αυτούς και έναν χρόνο μετά η πόλη καταλήφθηκε από τον Φίλιππο και έγινε
μέρος του Βασιλείου των Μακεδόνων.
Η εποχή των Μακεδόνων
Ο Φίλιππος
φρόντισε να μεταφέρει εκεί μεγάλο αριθμό υπηκόων του για να αλλάξει τη σύσταση
του πληθυσμού προς όφελός του. Την περίοδο του Μεγάλου Αλεξάνδρου η Αμφίπολη
και το επίνειό της στο Αιγαίο είχαν εξελιχθεί σε πολύ σημαντική ναυτική βάση
των Μακεδόνων, και γενέτειρα τριών σημαντικών ναυάρχων, του Νέαρχου, του
Ανδροσθένη και του Λαομέδοντα. Από εκεί ξεκίνησε και ο στόλος του Μεγάλου
Αλεξάνδρου[6] για
την Ασία. Στην ελληνιστική εποχή, άποικοι από την πόλη ίδρυσαν -με προτροπή του
Σελεύκου- μια ομώνυμη πόλη στις όχθες του Ευφράτη, επί της παλαιοτέρας
αραμαϊκής Θαψάκου.
[1] Σε μία απόσταση περίπου 100χμ από τη Θεσσαλονίκη,
πηγαίνοντας προς την Καβάλα, πέρα από την γέφυρα του Στρυμόνα, μεταξύ χαμηλών
λόφων, βρίσκονται τα ερείπια της αρχαίας Αμφίπολης. Η πρώτη επαφή με την
Αμφίπολη γίνεται με το πέρασμα της παλιάς γέφυρας του Στρυμώνα, [- Η γέφυρα της Αμφιπόλεως ήταν ένα σημαντικό δείγμα
αρχαίου τεχνικού έργου, που βρισκόταν σε ένα καίριο συγκοινωνιακό κόμβο,
γεφυρώνοντας τον ποταμό Στρυμόνα στην αρχαία Αμφίπολη. Ο Θουκυδίδης αναφέρεται
σ' αυτή καθώς διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στον Πελοποννησιακό πόλεμο
(Θουκυδίδης Δ΄ 103). Η γέφυρα της Αμφίπολης ήταν μία μεγάλη, ξύλινη γέφυρα
μήκους 275μ. Η κατασκευή της βασιζόταν σ' ένα μεγάλο αριθμό πασσάλων από ξύλο
δρυός, τετραγωνικής ή κυκλικής διατομής, που είχαν εμπηχθεί κατακόρυφα στο
αμμώδες έδαφος. Από αυτούς σώζονται σήμερα 77 τεμάχια στην αριστερή όχθη του
ποταμού. Στην κορυφή των πελεκημένων πασσάλων είχε τοποθετηθεί σε πολλές
περιπτώσεις σιδερένια κορυφή, χάλκινο καρφί και μολύβδινοι σύνδεσμοι. Η
παρουσία αυτών των μεταλλικών στοιχείων βοηθούσε την έμπηξη των πασσάλων στο
έδαφος με κάποιο είδος πασσαλοπήκτη. Οι πάσσαλοι αποτελούσαν την υποδομή της
γέφυρας και επάνω σ' αυτούς θα πρέπει να είχε αναπτυχθεί ένα σύστημα
διαδοκιδώσεως, όπου και θα στερεώνονταν το ξύλινο κατάστρωμα της γέφυρας.
Δυστυχώς το τμήμα που σώζεται σήμερα, φτάνει μόνο μέχρι την όχθη του ποταμού,
κι έτσι δεν γνωρίζουμε τί συνέβαινε μέσα στο ρεύμα του ποταμού. Πιθανόν θα
συνέχιζε να είναι ξύλινη με κατάλληλα διαμορφωμένα ξύλινα μεσόβαθρα, όπως
συνέβαινε και σε άλλες περιπτώσεις γεφυρών της αρχαιότητας. Ο ανασκαφέας της
γέφυρας Α. Κεραμόπουλος αναφέρει πώς στον 1ο αι. μ.Χ. κατασκευάστηκε ένα
χαμηλό, υποβρύχιο φράγμα για την ανάσχεση της ορμής της πλημμύρας, καθώς η
γέφυρα ήταν συχνά εκτεθειμένη στην καταστροφική μανία του ποταμού. Η γέφυρα της
Αμφιπόλεως είναι ένα σημαντικό τεχνικό έργο που αποδεικνύει ότι οι αρχαίοι
Έλληνες τεχνικοί κατόρθωσαν να αντιμετωπίσουν με επιτυχία τη γεφύρωση ενός
μεγάλου ποταμού, με μία γέφυρα μήκους 275μ., λύνοντας προφανώς τα προβλήματα
εργασίας κάτω από το νερό. Παράλληλα, πέτυχαν τη στερέωση εκατοντάδων πασσάλων,
σ' ένα έργο με τέτοιες ιδιότητες ώστε να αντέχει τις καταστροφικές πλημμύρες
ενός μεγάλου ποταμού -] όπου συναντά
κανείς το άγαλμα του Λέοντα της Αμφίπολης. Το γιγαντιαίο αυτό άγαλμα
επανασυναρμολογήθηκε από τα κομμάτια του που βρέθηκαν στο Στρυμώνα το 1936 με
1937. Στη συνέχεια τοποθετήθηκε σε βάθρο πάνω στα αρχαία θεμέλια από πέτρες του
2ου π.Χ. αιώνα που ανασύρθηκαν επίσης από το Στρυμώνα, όπου κατά πάσα
πιθανότητα είχαν χρησιμοποιηθεί στο μεσαίωνα σαν φράγμα. Αρχικά το λιοντάρι
πρέπει να είχε τοποθετηθεί προς τιμή του Λαομέδοντα, τον αρχηγό του ναυτικού
της Μυτιλήνης που αργότερα έγινε κυβερνήτης της Συρίας. Η αρχαία πόλη της
Αμφίπολης χτίστηκε σε στρατηγικής σημασίας ύψωμα, 5 χμ από τη θάλασσα, πάνω
στην την ανατολική όχθη του Στρυμώνα, ακριβώς εκεί που εξέβαλλε από τη λίμνη
του Αχινού, (η οποία τώρα έχει αποξηραθεί). Μια στροφή του Στρυμώνα προστάτευε
τα δυτικά τείχη της πόλης.
[2] Το μέρος το οποίο ανήκε στους Εδωνίτες της Θράκης
αρχικά ονομαζόταν “Εννέα Οδοί”, επειδή, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο (ζ’, 114), ο
Ξέρξης καθώς περνούσε τις γέφυρες έθαψε ζωντανά εννέα νεαρά αγόρια και εννέα
νεαρά κορίτσια.
[3] Γι' αυτό και ο Δημοσθένης στους
λόγους του δεν παρέλειπε να τονίζει την αξία της Αμφίπολης για το ασφαλές της
λιμάνι, την ξυλεία από τα Κερδύλλια όρη, τα πλούσια μεταλλεία, καθώς και την
εύφορη ενδοχώρα της, που εκτείνονταν μέχρι τις περιφέρειες της Νιγρίτας, των
Σερρών, της Ζίχνης και του Παγγαίου. Τα ναυπηγεία της Αμφίπολης ήσαν τα
σπουδαιότερα της εποχής.
[4] Η σχέση της με το ποτάμι της έδωσε
και την ονομασία της, όπως αναφέρει και ο Θουκυδίδης, «ονομάστηκε από τον
'Αγνωνα (ιδρυτή της) Αμφίπολη, γιατί ο Στρυμόνας την περιβρέχει από δυο μεριές.
Τειχισμένη επίσης και με μακρό τείχος από το ένα μέρος του ποταμού ως το άλλο,
ορθώνεται περίβλεπτη από τη θάλασσα και από τη στεριά».
[5] Το 424 π.Χ και ενώ είχε αναλάβει ως εκλεγμένος
στρατηγός τη διοίκηση των πλοίων που περιπολούσαν την περιοχή γύρω από τη Θάσο,
συνέβη ο Βρασίδας να καταλάβει την Αμφίπολη. Ο Θουκυδίδης άργησε να φτάσει και
κατηγορήθηκε για ολιγωρία από τους συμπολίτες του, με αποτέλεσμα να εξοριστεί
για 20 χρόνια. Δυστυχώς, δεν υπάρχουν πληροφορίες ικανές να μας οδηγήσουν σε
ασφαλή συμπεράσματα, σχετικά με την ευθύνη που έφερε ο Θουκυδίδης για την ήττα.
Εγκαταστάθηκε στον τόπο καταγωγής του, στα κτήματα που είχε στη Σκαπτή Ύλη και
ταξίδεψε πολύ κατά τη διάρκεια της εξορίας του. Ο ίδιος αναφέρει πως αυτή η
συγκυρία του έδωσε τη δυνατότητα να συγγράψει την ιστορία του, αφού μπόρεσε να
επισκεφτεί πολλούς διαφορετικούς τόπους και να συλλέξει στοιχεία και μαρτυρίες,
καθώς και να συναναστραφεί Πελοποννήσιους, γνωρίζοντας καλύτερα τους εχθρούς
των Αθηναίων.
[6] Μετά το θάνατό του η Φρουρά παραδόθηκε στον Κάσσανδρο
και εδώ εξορίστηκε η γυναίκα του Μ. Αλεξάνδρου με τον γιο της. Εδώ αξίζει να
ειπωθή και η ιστορία του Κασσάνδρου καθώς έπαιξε σημαντικό ρόλο στα της
Αμφιπόλεως. Μικρός είχε παρακολουθήσει τα μαθήματα του Αριστοτέλη μαζί με τον
Αλέξανδρο και τον Ηφαιστίωνα. Ο Κάσσανδρος δεν ακολούθησε τον στρατό του
Αλεξάνδρου, αλλά έμεινε στην Μακεδονία στο πλευρό του Αντιπάτρου. Αργότερα,
στην αυλή του στρατηλάτη στη Βαβυλώνα, ο Κάσσανδρος ήταν αυτός που
υπερασπίστηκε τον πατέρα του απέναντι στις κατηγορίες των εχθρών τους και
κυρίως της Ολυμπιάδας, της μητέρας του Αλεξάνδρου. Αργότερα, μετά το θάνατο του
Μ. Αλεξάνδρου, ο πατέρας του ανακήρυξε διάδοχό του στη βασιλεία της Μακεδονίας
τον Πολυπέρχοντα. Ο Κάσσανδρος έλαβε, παρά το νεαρό της ηλικίας του, τη δεύτερη
θέση στην ιεραρχία και το βαθμό του χιλιάρχου, που ήταν αξιόλογη θέση από την
εποχή των Περσών, και που είχε υιοθετήσει και ο Μ. Αλέξανδρος στη διακυβέρνηση
του κράτους του. Ο Κάσσανδρος ωστόσο δυσαρεστήθηκε, καθώς ο Πολυπέρχων, αν και
πολύπειρος, δεν ήταν συγγενής τους εξ αίματος. Τότε, σύμφωνα με τον Διόδωρο
Σικελιώτη, συμμάχησε πρώτα με ντόπιους συμμάχους και κατόπιν με τον βασιλιά της
Αιγύπτου, Πτολεμαίο το Σωτήρα και τον Αντίγονο το Μονόφθαλμο, και κήρυξε τον
πόλεμο εναντίον των ανταγωνιστών του. Οι περισσότερες ελληνικές πόλεις τάχθηκαν
με το μέρος του και η Αθήνα παραδόθηκε επίσης. Μέχρι το 318 π.Χ., που ηττήθηκε
ο στόλος του Πολυπέρχονα στο Βόσπορο, είχε συγκεντρώσει στα χέρια του την
κυριαρχία της Μακεδονίας και του υπόλοιπου ελλαδικού χώρου. Έκανε επίσης
συμμαχία με την Ευρυδίκη, τη φιλόδοξη σύζυγο του βασιλιά Φιλίππου Γ’ του
Αρριδαίου της Μακεδονίας, και έγινε αντιβασιλιάς. Ωστόσο, τόσο εκείνη όσο και ο
σύζυγός της (που ήταν ετεροθαλής αδερφός του Αλεξάνδρου), φονεύτηκαν από την
Ολυμπιάδα, μαζί με τον αδερφό του Κασσάνδρου, Νικάνορα. Ο Κάσσανδρος αμέσως
προέλασε εναντίον της Ολυμπιάδας και, αφού την ανάγκασε να παραδοθεί στην
Πύδνα, λιμάνι στους πρόποδες του Ολύμπου, διέταξε το θάνατό της το 316 π.Χ. Περίπου
το 313, διάφορες πόλεις αποκήρυξαν τη συμμαχία που είχαν με τον Κάσσανδρο και
μεγάλα μέρη της Πελοποννήσου έπεσαν στα χέρια του Αντίγονου, ενώ οι πόλεμοι των
Διαδόχων ήταν ακόμη σε εξέλιξη. Ο Κάσσανδρος αναγκάστηκε να μπει σε
διαπραγματεύσεις, αλλά αυτό δεν οδήγησε πουθενά. Στα επόμενα δύο χρόνια, ο
Πτολεμαίος κι ο Κάσσανδρος πήραν και πάλι την πρωτοβουλία και ο Αντίγονος
υπέστη ήττες. Το φθινόπωρο του 311, υπογράφτηκε συμφωνία ειρήνης, η οποία
προέβλεπε παύση των εχθροπραξιών και αναγνώριση του γιου του Μ. Αλεξάνδρου,
Αλεξάνδρου Δ’, ως βασιλιά μετά την ενηλικίωσή του.
Το 310 π.Χ. – 309 π.Χ., ο Κάσσανδρος δολοφόνησε τον
Αλέξανδρο Δ’ και τη μητέρα του, Ρωξάνη, οι οποίοι βρίσκονταν στα χέρια του.
Επίσης έπεισε τον Πολυπέρχονα πως συμφέρον του ήταν να δηλητηριάσει το νόθο γιο
του Αλεξάνδρου, Ηρακλή, και τη μητέρα του, μια ερωμένη του Αλεξάνδρου από την
Περσία, τη Βαρσίνη, το 309 π.Χ.. Είχε ήδη συνδεθεί με τη βασιλική οικογένεια
παίρνοντας για σύζυγο τη Θεσσαλονίκη, ετεροθαλή αδερφή του Μ. Αλεξάνδρου.
Έχοντας συνάψει συμμαχία με το Σέλευκο, τον Πτολεμαίο και τον Λυσίμαχο,
εναντίον του Αντιγόνου, έγινε μετά την ήττα του τελευταίου και του γιου του
Δημητρίου το 301 π.Χ. στη Μάχη της Ιψού, αδιαμφισβήτητος ηγεμόνας της
Μακεδονίας. Στον ελλαδικό χώρο ακολούθησε την πολιτική του πατέρα
του, βάσει της οποίας φερόταν στις πόλεις κράτη ως υποτελείς κι όχι ως
συμμάχους, το αντίθετο από αυτό που έκανε ο Αντίγονος Α΄ και ο Δημήτριος
Πολιορκητής. Ο Κάσσανδρος ήταν ένας άνδρας με αγάπη για τη φιλολογία, αλλά
επίσης βίαιος και φιλόδοξος. Έχτισε εκ νέου τη Θήβα μετά την ισοπέδωσή της από
τον Αλέξανδρο και έχτισε στη θέση της Θέρμας την Θεσσαλονίκη, προς τιμή της
συζύγου του. Έχτισε και μια νέα πόλη, την Κασσάνδρεια, στα ερείπια της
Ποτίδαιας που είχε καταστρέψει ο Φίλιππος.
- Βάσις του άρθρου απετέλεσε η Βικιπαίδεια, η ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου