του
Χαραλάμπη Μπούσιου
Απόσπασμα…
Ἡ μητέρα κάποιου
νεαροῦ φοιτητῆ εἶχε μόνο ἕνα μάτι. Ὁ γιός της ντρεπόταν γι' αὐτὴν καὶ ὧρες ὧρες
τὴ μισοῦσε. Ἡ δουλειὰ τῆς φτωχειᾶς μητέρας ἦταν μαγείρισσα στὴ φοιτητική λέσχη.
Μαγείρευε, γιὰ νὰ βγάζει τὰ ἔξοδά τους. Ὁ γιός της δὲν ἤθελε νὰ τοῦ μιλάει μπροστὰ
στοὺς ἄλλους, γιὰ νὰ μὴ γνωρίζουν οἱ ἄλλοι ὅτι εἶναι παιδί μιᾶς μητέρας μὲ ἕνα μάτι.
Οἱ φοιτήτριες
ἔφευγαν γρήγορα, ὅταν τὴν ἔβλεπαν νὰ βγαίνει γιὰ λίγο ἀπὸ τὴν κουζίνα καὶ
ἔλεγαν ὅτι δὲν ἄντεχαν τὸ θέαμα ποὺ τοὺς προκαλοῦσε μιὰ ἀνυπόφορη ἀνατριχίλα.
Μὰ καὶ ὁ γιός της
ἀπὸ μικρὸς εἶχε πρόβλημα μὲ τὴν παρουσία τῆς μητέρας του.
Μιὰ μέρα, ὅταν
ἀκόμη πήγαινε στὸ δημοτικό, πέρασε ἡ μητέρα του στὸ διάλειμμα νὰ
τὸν χαιρετίσει. Ἐκεῖνος ἔνοιωσε πολὺ στεναχωρημένos. «Πῶς μπόρεσε νὰ τοῦ τὸ κάνει
αὐτό;». ἀναρωτιόταν. Τὴν ἀγνόησε, τῆς ἔρριξε μόνο ἕνα μισητὸ βλέμμα καὶ ἔτρεμε.
Τὴν ἑπόμενη ἡμέρα ἕνας ἀπὸ τοὺς συμμαθητές του φώναξε: «Ἐεεε, ἡ μητέρα σου ἔχει
μόνο ἕνα μάτι!». Ἐκεῖνος ἀπὸ τὴ στενοχώρια του ἤθελε νὰ πεθάνει. Ἤθελε νὰ
ἐξαφανισθεῖ.
Ὅταν γύρισε σπίτι,
τῆς εἶπε: «Ἂν εἶναι ὅλοι νὰ γελοῦν μαζί μου ἐξ αἰτίας σου, τότε καλύτερα νὰ
πεθάνεις!». Αὐτὴ δὲν τοῦ ἀπάντησε.
«Δὲν μὲ ἔνοιαζε τί
εἶπα ἢ τὶ αἰσθάνθηκε, γιατὶ ἤμουν πολὺ νευριασμένος», ἔλεγε ἀργότερα σὲ ἕνα φίλο
του. «Ἤθελα νὰ φύγω ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ σπίτι καὶ νὰ μὴ ἔχω καμία σχέση μαζί της.
Ἔτσι, διάβασα πάρα πολὺ σκληρὰ μὲ σκοπὸ νὰ φύγω μακριὰ γιὰ σπουδές. Καὶ τὰ
κατάφερα, μὰ ἦλθε καὶ ἔπιασε αὐτὴ τὴ δουλειὰ στὴ λέσχη, γιὰ νὰ μὲ βοηθάει. Δὲν μποροῦσε
νὰ πάει κάπου ἀλλοῦ;».
Ἀργότερα ὁ γιὸς
παντρεύθηκε. Ἀγόρασε ἕνα δικό του σπίτι. Ἔκανε δικά του παιδιὰ κι ἦταν
εὐχαριστημένος μὲ τὴ ζωή του, τὰ παιδιά του, τὴ γυναίκα του καὶ τὴ δουλειά του!
Μιὰ ἡμέρα μετὰ ἀπὸ
χρόνια ἀπουσίας, ὅπως ὁ ἴδιος τῆς ζήτησε νὰ εἶναι μακριά, ἡ μητέρα του πῆγε νὰ τὸν
ἐπισκεφτεῖ. Δὲν εἶχε δεῖ ποτὲ ἀπὸ κοντὰ τὰ ἐγγόνια της. Μόλις ἐμφανίστηκε στὴν
πόρτα, τὰ παιδιά του ἄρχισαν νὰ γελοῦν. Ἐκεῖνος θύμωσε ἐπειδὴ εἶχε πάει χωρὶς
νὰ τοῦ τὸ ζητήσει καὶ χωρὶς νὰ τὸν προειδοποιήσει.
Τότε τῆς φώναξε:
«Πῶς τολμᾶς νὰ ἔρχεσαι ξαφνικὰ στὸ σπίτι μου καὶ νὰ τρομάζεις τὰ παιδιά μου;
Βγὲς ἔξω! Φῦγε!». Ἡ μητέρα τοῦ ἀπάντησε γαλήνια: «Ἄα, πόσο λυπᾶμαι, κύριε!
Μᾶλλον μοῦ ἔδωσαν λάθος διεύθυνση» καὶ ἐξαφανίστηκε, χωρὶς νὰ καταλάβουν τὰ
μικρὰ πὼς εἶναι ἡ γιαγιά τους.
Πέρασαν χρόνια καὶ
μιὰ ἡμέρα βρῆκε στὸ γραμματοκιβώτιο τοῦ σπιτιοῦ του μιὰ ἐπιστολὴ γιὰ τὴ σχολικὴ
συγκέντρωση τῆς τάξεώς του ἀπὸ τὸ δημοτικὸ σχολεῖο, ποὺ θὰ γινόταν στὴν πόλη
ποὺ γεννήθηκε. Εἶπε ψέματα στὴ γυναίκα του ὅτι θὰ ἔκανε ἕνα ἐπαγγελματικὸ
ταξίδι καὶ πῆγε.
Ὅταν τελείωσε ἡ
συγκέντρωση τῶν συμμαθητῶν, πῆγε στὸ σπίτι ποὺ μεγάλωσε, μόνο ἀπὸ περιέργεια. Οἱ
γείτονες, τοῦ εἶπαν ὅτι ἡ μητέρα του εἶχε πεθάνει πρόσφατα. Δὲν ἔβγαλε οὔτε ἕνα
δάκρυ. Τοῦ ἔδωσαν ἕνα γράμμα ποὺ εἶχε ἀφήσει γι' αὐτόν:
«Ἀγαπημένε μου
γιέ, σὲ σκέφτομαι συνέχεια. Λυπᾶμαι ποὺ ἦρθα στὸ σπίτι σου καὶ φόβισα τὰ παιδιά
σου. Ἔμαθα ὅτι ἔρχεσαι γιὰ τὴν σχολικὴ συγκέντρωση κι ἔνοιωσα πολὺ χαρούμενη.
Ἀλλὰ φοβᾶμαι ὅτι μπορεῖ νὰ μὴ εἶμαι σὲ θέση νὰ σηκωθῶ ἀπὸ τὸ κρεβάτι, γιὰ νὰ
ἔρθω νὰ σὲ δῶ.
Ἔγραψα αὐτὸ τὸ
γράμμα, νὰ στὸ δώσουν, ἂν δὲν μὲ προφτάσεις. Στεναχωριέμαι ποὺ σὲ ἔφερνα σὲ δύσκολη
θέση καὶ ντρεπόσουν γιὰ μένα ὅσο ἤσουνα μικρός. Βλέπεις, ὅταν ἤσουνα πολὺ
μικρός, εἶχες ἕνα σοβαρὸ ἀτύχημα κι ἔχασες τὸ μάτι σου.
Δὲν θὰ μποροῦσα νὰ
σὲ βλέπω νὰ μεγαλώνεις μὲ ἕνα μάτι. Ἔτσι σοῦ ἔδωσα τὸ δικό μου.
Ἤμουν τόσο
ὑπερήφανη ποὺ ὁ γιός μου θὰ ἔβλεπε τὸν κόσμο μὲ τὴ δική μου βοήθεια, μὲ τὸ δικό
μου μάτι. Ἔχεις πάντα ὅλη τὴν ἀγάπη μου».
Ἡ μητέρα σου.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου