ἐπιμελεία τοῦ
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-πτυχιούχου κλασσικῆς φιλολογίας
πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
-μεταπτυχιακοῦ ἐφηρμοσμένης παιδαγωγικῆς
πανεπιστημίου ἈθηνῶνΣας παρουσιάζω ενδεικτικώς τινάς λέξεις τας οποίας δέον να έχη εις τον νού του κάθε υποψήφιος. Οι περισσότερες ίσως φανούν ταπεινές, απλές ή άλλες και περίεργες. Ωστόσο σημασία να δοθή στις συνώνυμές τους. Είναι πιο πολύ ένα ερέθισμα και μια απόπειρα συγκεντρώσεως λέξεων από διαβάσματα σε διάφορα κριτήρια αξιολόγησης.
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟΝ
Ν
νᾶμα - πηγή, ρέοντος ὕδατος (ἐκκλ.). ῾Ο οἶνος τῆς θείας Εὐχαριστίας, κοινῶς ἀνάμα.
ναργιλὲς - καπνοσύριγξ ἀσιατικὴ μὲ μακρὸν εὐλύγιστον σωλῆνα, εἰς τὸν ὁποῖον φθάνει, ἀφοῦ διέλθη ἀπὸ φιάλην ὕδατος.
ναυτιλος (ὁ) - θαλασσοπόρος, ναυτικὸς τὸ ἐπάγγελμα.
νεύω - κάνω νόημα εἰς κάποιον.
νιφετὸς - πτῶσις χιόνος, χιονιά.
νωδὸς - ὁ ἄνευ ὀδόντων, φαφούτης.
νωθρότης (ἡ) - ὀκνηρία, βραδύτης, ραθυμία.
νωχελὴς - ἀδιάφορος, βαρετός, νωθρός.
Ξ
ξαμώνω - τολμῶ καὶ ἁπλώνω τὸ χέρι κάπου, τολμῶ.
ξωτάρης (ὁ) - ἄνθρωπος ποὺ ἔχει τὴν κατοικίαν τοῦ ἀπομονωμένην εἰς τοὺς ἀγρούς, ἔξω ἀπὸ τὴν πόλιν.
Ο
οἶδα - γνωρίζω.
οἰκτίρω - εὐσπλαχνίζομαι κάποιον, περιφρονω κάποιον.
οἰκτιρμόνως - μὲ οἶκτον, μὲ εὐσπλαχνίαν.
ὄλβιος - ὑπερευτυχής, ὁ οὐδὲν στερούμενος.
ὀλολύζω - ἐκβάλλω θρηνητικὰς κραυγάς σκούζω.
ὄμοσε - ὁρκίσου.
ὀνειδίζομαι - κατηγοροῦμαι, χλευάζομαι, περιπαίζομαι.
ὀρθοπλωρίζω - πηγαίνω κατὰ τὴν φορὰν τοῦ ἀνέμου.
ὀρμάνια - ρουμάνια, δασωμένα χαραδρώματα.
ὅρος - σύνορον.
οὕτως εἰπεῖν - γιὰ νὰ ποῦμε ἔτσι, ὅπως λέγομε.
Π
παζάρι - ἀγορὰ (λ. τουρκ.).
πάλιουρας (ὁ) - θάμνος ἀκανθωτός, ποὺ χρησιμοποιεῖται διὰ περίφραξιν κήπων. Λέγεται κοινῶς παλιούρι, ὑπὸ δὲ τῶν λογίων ὁ παλίουρος.
παννυχὶς - διασκέδασις ὁλονύκτιος.
παρακατιὼν - ὁ ἀκολουθῶν, ὁ κατόπιν.
παραμυθία - παρηγοριά.
παράπηγμα - πρόχειρον οἰκοδόμημα ἐκ σανίδων, παράγκα.
πάρεδρος - ἀναπληρωτὴς δημοσίου λειτουργοῦ, δημάρχου κλπ.
παρεπιδημῶ - μένω προσωρινῶς εἰς ἕνα μέρος.
πεζούρα - πεζὸς στρατός, πεζικόν.
πειθήνιος - εὐπειθής, ἀπολύτως πειθαρχικός.
πελαγώνω - ὁδηγῶ πρὸς τὸ πέλαγος «ὁ γερανὸς πελαγώνει τὰ παλιὰ» = ὁδηγεῖ τὰ ἀποδημητικὰ πτηνὰ πρὸς ἄλλας θερμὰς χώρας ἀντιπέραν τοῦ πελάγους.
πενιχρὸς - πολὺ πτωχικός, ἀνεπαρκής.
περγολιὰ - κληματαργιά, κρεββατίνα.
περιαλγὴς - περίλυπος, βαρυαλγής.
περιδεὴς - πλήρης δέους, περίφοβος.
περιδίνω - στροβιλίζω, στριφογυρίζω.
περιστύλιον - σειρὰ κιόνων πέριξ οἰκοδομήματος ἢ κατὰ μῆκος αυλῆς, σχηματίζουσα στοάν.
περισυλλογὴ - βαθεῖα συγκέντρωσις εἰς ἐαυτόν, βαθεῖα σκέψις.
περίτεχνος - μὲ πολλὴν τέχνην κατεσκευασμένος.
Πίνδαρος - μέγιστος λυρικὸς ποιητὴς τῆς ἀρχαιότητος, ἐκ Θηβῶν.
πίφερο (τὸ) - ξύλινον πνευστὸν μουσικὸν ὄργανον.
πλατάγιασμα - ἦχος παραγόμενος ἐκ συγκρουόμενων, ἀντικειμένων, κυρίως ἐντὸς τοῦ ὕδατος.
πλάτωμα - τόπος ἐκτεταμένος, ὀροπέδιον.
ποικίλος - διαφόρων εἰδῶν.
ποικιλτικὴ - ἡ τέχνη τῆς διακοσμήσεως.
πολιτάρχης - ἀξίωμα ἀντίστοιχον πρὸς τὸ τοῦ ἀστυνόμου, ἐπὶ Καποδιστρίου.
πολιτεία - Κράτος.
πολυτρίχι (τὸ) - φυτὸν, φυόμενον εἰς ὑγρὰ μέρη φέρει πολλὰς τριχοειδεῖς ἐκβλαστήσεις καὶ τὸ ἐπισημονικὸν του ὄνομα εἶναι «ἵππουρις».
πολυώδυνος - ὁ πολλὰς ὀδύνας προκαλῶν.
πορθμεὺς (ὁ) - ὁ ἔχων τὸ ἐπάγγελμα νὰ μεταβιβάζῃ διὰ πορθμείου ταξιδιώτας εἰς τὴν ἀντίπεραν ἀκτην ἢ ὄχθη.
πορφυροῦς - βαθυκόκκινος.
ποτόκια - μικρὸς λάκκος τῶν ἐλαιοτριβίων.
προσαγορεύω - προσφωνῶ, ἀπευθύνω πρός τινα χαιρετισμόν.
προσατενίζω - κοιτάζω μὲ προσοχήν.
προσενεχθεὶς - προσφερθείς.
πρωρεὺς (ὁ) - ὁ ναύκληρος, ὁ ἐπὶ τῆς πρώρας παρατηρητὴς ναύτης.
πρωτόλειον (τὸ) - οἱ πρῶτοι καρποὶ τῆς γῆς, ἡ ἀπαρχῂ τῆς συγκομιδῆς. Διὰ πνευματικὰ ἔργα νεαρῶν συγγραφέων πρωτόλειον σημαίνει ἔργον νεανικόν, χωρὶς ὡριμότητα.
πυρακτώνω - πυρώνω, καίω μέχρι πυρακτώσεως.
Ρ
ραγὰς - ρωγμή, ράγισμα.
ραστώνη - ραθυμία, νωθρότης.
ραψῳδὸς - ὁ συρράπτων ᾠδάς, ὁ ἀοιδὸς ὁ ψάλλων ποιήματα ἐπικῶν ποιητῶν.
ρέκασμα (τὸ) - ἡ φωνὴ τῶν ὀρνέων.
ρήγνυμαι - διαρρηγνύομαι, σχίζομαι.
ριζιμιὸς (λίθος) - ὀγκώδης λίθος ἐρριζωμένος εἰς τὴν γῆν.
ροβολῶ - κατέρχομαι ἀπὸ πλαγιὰν βουνοῦ.
ρουπάκι - εἶδος μικρᾶς βαλανιδιᾶς, μικρᾶς δρυός.
Σ
σάλαγος - θόρυβος ἀνθρώπων ἢ ζῷων.
σαλβάρι - πλατεῖα περισκελὶς (λ. περσ.).
σιάδι (ἰσιάδι) - ἐπίπεδος, ὁμαλὸς τόπος.
σίκλος - κάδος πρὸς ἄντλησιν ὕδατος, κοινῶς κουβᾶς.
σιλουέττα - ἀπεικόνισις προσώπων ἢ πράγματος μόνον διὰ τοῦ περιγράμματός του.
σκαμπαβία - λέμβος πλοίου.
σκιάδι (τὸ) - πλατύγυρος ἀχύρινος πῖλος, χρησιμοποιούμενος τὸ θέρος ἀπὸ τοὺς ἀγρότας, διὰ νὰ σκιάζῃ, τὸ πρόσωπον.
σκιρτῶ - ἀναπηδῶ, τινάσσομαι.
σκολιὸς (δρόμος) - μὴ εὐθύς, ἀνώμαλος.
σκυθρωπιάζω - κατσουφιάζω.
σκῶμμα - πείραγμα δηκτικόν, κοροϊδία.
σμαλτώνω - ἐπιχρίω μὲ σμάλτον, ἤτοι μὲ ὑαλῶδες ἐπίχρισμα.
σουρτούκης - ἄνθρωπος ἀκατάστατος, χασομέρης, ὀκνηρός.
σουσουράδα - εἶδος μικροῦ πτηνοῦ, ἀρχ. σεισοπυγὶς (νεοελλ. σεισουράδα = ἡ σείουσα τὴν οὐράν).
σοφᾶς (ὁ) - χαμηλὸς καναπές.
σοφιστὴς - διδάσκαλος τῆς ρητορικῆς παρ’ ἀρχαίοις, μεταχειριζόμενος πολλάκις ἐπίτηδες ἐσφαλμένους συλλογισμούς.
σπιτάλι - νοσοκομεῖον.
σταυροπήγιον - μοναστήριον ὑπαγόμενον ἀπ’ εὐθείας εἰς τὸν Πατριάρχην.
στέμφυλον - τὸ στερεὸν ὑπόλειμμα ποὺ μένει μετὰ τὸ πάτημα τῶν σταφυλιῶν, κοινῶς τσίπουρον.
στιβαρὸς - ἰσχυρός, ρωμαλέος.
στιλπνὸς - γυαλιστερός, λουστραρισμένος.
στοῖχος - σειρά.
στουππίον(ν) καὶ στυπ - - εὐτελὲς νῆμα, τολύπη ἐξ εὐτελῶν πίον νημάτων.
στυλοβατης - βάσις στύλου, ὑπόβαθρον, μεταφορικῶς ὑποστηριτκτής.
σύθαμπα - μὲ τὸ σούρουπον.
συμμερίζομαι - συμφωνῶ μὲ τὴν γνώμην τινός.
σύμπλους - σύντροφος τοῦ πλοῦ, θαλάσσιον ταξίδιον.
συμπλωτὴρ (ὁ) - ἐκεῖνος μετὰ τοῦ ὁποίου συμπλέομεν, συνταξιδεύομεν.
συνωστίζομαι - στρυμώχνομαι.
Τ
ταβλᾶς - ξύλινος μέγας δίσκος, ὅπου τοποθετοῦν ποτήρια, σκεύη, ἢ κουλούρια, στραγάλια κλπ.
τεπόζιτον - εἰδικὸν ἱστιοφόρον διὰ τὴν σπογγαλείαν.
τζιβιέρα - πλαίσιον ἐκ σανίδων, ὅπου ἀποξηραίνεται ἡ σταφίς.
τήκομαι - λειώνομαι (ἐπὶ μετάλλων).
τολύπη - τουλούπα.
τορβᾶς - ἢ ντορβᾶς· σάκκος, πήρα (λ. τουρκ.).
τρικαντὸν - ἐπίσημος πῖλος τῶν ἀξιωματικῶν τοῦ ναυτικοῦ.
τρίπους - παρ’ ἀρχαίοις σιδηροῦν ὑπόβαθρον μὲ τρεῖς πόδας διδόμενον ὡς ἔπαθλον εἰς μάχας ἢ ἀγῶνας.
τρισκέλιον - ξύλινον κατασκεύασμα ἐκ τριῶν σκελῶν διὰ τὴν τοποθέτησιν εἰκόνων ἁγίων.
τρόμπα - μαρίνα - τηλεβόας, βούκινο τῶν ναυτικῶν.
τροπὶς (ἡ) - τὸ κατώτατον μέρος τοῦ σκελετοῦ τῶν πλοίων, ποὺ ἀρχίζει ἀπὸ τὴν πρώραν καὶ φθάνει ἕως τὴν πρύμνην, ἡ κοινῶς λεγομένη καρίνα.
τροχαῖος - μετρικὸς ποὺς ἀποτελούμενος ἀπὸ δύο συλλαβάς, μίαν μακρὰν καὶ μίαν βραχεῖαν.
τρυφὴ - μαλθακὸς βίος, καλοπέρασι.
τσαρδάκι - πρόχειρον στέγαστρον συνήθως ἐπιπεδόστεγον σκιάδιον.
τσάρκο - περίφραγμα, ὅπου κλείονται τὰ μικρὰ ἀρνιά.
τύρβη - θόρυβος, ταραχή, βοή.
Υ
ὑπέροφρυς - ἀλαζών, ὑπερόπτης.
ὑπηχῶ - συνοδεύω ᾄδοντα, ἀκομπανιάρω.
ὑποκορισμὸς - τὸ νὰ καλῇ τις τινὰ μὲ θωπευτικὸν ὄνομα
ὑποκρίνομαι - ὑποδύομαι πρόσωπον, παίζω τὸ μέρος μου.
ὑπολευκάζω - ἀσπρίζω ὀλίγον.
ὑποστάθμη (ἡ) - ἀδιάλυτα συστατικὰ τῶν ὑγρῶν, ἐλαίου, οἴνου κλπ., ποὺ κατακάθηνται εἰς τὸν πυθμένα τοῦ περιέχοντος τὸ ὑγρὸν δοχείου, κοινῶς κατακάθια. Μεταφορικῶς λέγεται «ἄνθρωπος τῆς τελευταίας ὑποστάθμης» = ἄνθρωπος κατωτέρου ἠθικοῦ ποιοῦ.
ὑστερικὸς - νευροπαθής.
Φ
φενακίζω - ἀπατῶ διὰ κολακειῶν ἢ ὑποσχέσεων.
φθόγγος - ἔναρθρος ἧχος.
φθονητὸς - ἄξιος φθόνου, ἐπίφθονος.
φιλοπαίγμων - ὁ ἀγαπῶν τ’ ἀστεῖα, ὁ διαρκῶς ἀστεϊζομενος.
φιλοσκώμμων - ὁ ἀγαπῶν νὰ πειράζη τοὺς ἄλλους.
φλάμπουρο - λάβαρον ἐκ μανδηλίου φερόμενον ἐπὶ κοντοῦ κατὰ τοὺς γάμους, πολεμικὴ σημαία, λάβαρον.
φλάουτο (τό) - πνευστὸν μουσικὸν ὄργανον, πλαγίαυλος.
φλάσκα - ξύλινον δοχεῖον ὕδατος ἢ οἴνου, φλασκί, τσότρα.
φλασκίον (τὸ) - δοχεῖον νεροῦ ἢ οἴνου κατασκευαζόμενον ἀπὸ ξηρὸν καρπὸν τῆς κολοκύνθης τῆς ὀνομαζομένης λαγηνοφόρου.
Φλοῖσβος - ἤχος θραυομένων μικρῶν κυμάτων.
φοίβη - ἡ Σελήνη.
φρίσσω - ἀνατριχιάζω.
φύλαξ (ὁ) - χαρτοφύλαξ, μαθητικὴ, σάκκα, τσάντα τοῦ μικροῦ μαθητοῦ.
φυτεία (ἡ) - τὸ νέον φυτώριον. Ἐπὶ μικρῶν παιδιῶν, ἡ νέα γενεά.
Χ
χαλάλι - ὅ,τι ἀναγνωρίζεται ὡς ἐπαξίως κατεχόμενον ἢ ληφθὲν παρά τινος (λ. τουρκ.).
χειροπάλαμο - ἄκρα χείρ. Τὸ ἐπίρρ. χειροπάλαμα (ἢ χεροπάλαμα) σῃμαίνει μὲ τὶς φοῦχτες.
χειρῶναξ (ὁ) - ὁ ἐργαζόμενος χειρωνακτικῶς.
χιμαιρικὸς - φανταστικός, ἀπραγματοποίητος.
χλαμὺς - κοντὸς μανδύας τῶν ἱππέων.
χλευάζω - πειράζω ὑβριστικῶς ἢ περιφρονητικῶς κάποιον.
χοαὶ - παρ’ ᾀρχαίοις σπονδαὶ ἐπὶ νεκρῶν ἢ ἐπὶ τάφων.
χορηγὸς - παρ’ ἀρχαοίς Ἀθηναίοις ὁ καταβάλλων τὴν δαπάνην δια τὴν παράστασιν δραματικῶν ἔργων.
χουχουλίζω - φυσῶ διὰ νὰ ζεστάνω τὰς χεῖρας, τὸ πρόσωπον.
χράμιον - μάλλινον χονδρὸν συνδόνιον, κλινοσκέπασμα.
χρυσαυγάζω - χρυσίζω ἀποδίδω χρυσῆν ἀνταύγειαν.
χρυσόβουλλον - ἐπίσημον ἔγγραφον τοῦ Βυζαντινοῦ αὐτοκράτορος. Ἐγράφετο ἐπὶ περγαμηνῆς, εἰς τὸ κάτω μέρος τῆς ὁποῖας ὑπῆρχεν ἡ χρυσῆ βούλλα (= σφραγίς).
χρυσοφαὴς - φωτεινός, λάμπων ὡς χρυσός.
χρυσόχροος - ὁ ἔχων χρῶμα χρυσοῦ.
Ψ
ψαρὴς - ἢ ψαρός ὁ διαστιζόμενος ὑπὸ λευκῶν τριχῶν, λευκόστικτος, πολιός.
ψίκι - πομπή, συνοδεία νυμφική.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου