ἐπιμελεία τοῦ
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-πτυχιούχου κλασσικῆς φιλολογίας
πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
-μεταπτυχιακοῦ ἐφηρμοσμένης παιδαγωγικῆς
πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
Α΄) .
Πλείστων ῥημάτων τὸ ῥηματικὸν θέμα μεταβάλλεται ποικιλοτρόπως κατὰ τὸν σχηματισμὸν τῶν διαφόρων χρόνων αὐτῶν, Οὕτω μερικῶν ῥημάτων
1) τὸ ῥηματικὸν θέμα ἐπαυξάνεται μὲ ἕν ε πρὸς σχηματισμὸν τοῦ ἐνεστῶτος καὶ τοῦ παρατατικοῦ ἢ μερικῶν ἢ πάντων τῶν ἄλλων χρόνων, π. χ.
α΄) ῥ. θ. δοκ -, ἐξ οὗ δοκε -. (Δοκ-έ-ω) δοκῶ (= φαίνομαι), παρατ. ( ἐδόκ - ε-ον ) ἐδόκουν , μέλλ. δόξω , ἀόρ. ἔδοξα , παθ. πρκμ. δέ-δοκ-ται , ὑπερς. ἐδέ-δοκ-το˙
β΄) ῥ. θ. νεμ -, ἐξ οὗ νεμε -. Νέμ-ω (= μοιράζω, βόσκω), παρατ. ἔνεμ-ον , μέλλ. νεμ-ῶ (ἐκ τοῦ νεμ-έ-σω), ἀόρ. ἔνειμα , παρακ. νενέμ - η-κα - νέμ-ομαι , παρατ. ἑνεμ-όμην , μέσ. μέλλ. νεμοῦμαι (ἐκ τοῦ νεμ-έ -σομαι), μέσ. ἀόρ. ἑνειμάμην , παθ. ἀόρ. ἐνε-μή-θην πρκμ. νενέμ-η-μαι ˙
γ΄) ῥ. θ. βουλ -, ἐξ οὗ βουλε -. Βούλομαι (= θέλω), παρατ. ἐβουλόμην , μέσ. μέλλ. βουλ-ή-σομαι , παθ. ἀόρ. ἐβουλή-θην , παρακμ. βεβούλ-η-μαι.
***
2) Τὸ ῥηματικὸν θέμα ἐπαυξάνεται μὲ τὸ πρόσφυμα σκ ἢ ισκ πρὸς σχηματισμὸν τοῦ ἐνεστῶτος καὶ τοῦ παρατατικοῦ, πολλάκις δὲ συγχρόνως καὶ μὲ ἐνεστωτικὸν ἀναδιπλασιασμὸν, π. χ.
α΄) ῥ. θ. γνω -, ἐξ οὗ γι-γνω-σκ- . Γιγνώσκ-ω (= γνωρίζω, φρονῶ), παρατ. ἐγίγνωσκ-ον, μέσ. μέλλ. γνώ-σομαι, ἀόρ. β΄ ἔγνω-ν (§ 252), πρκμ. ἔγνω-κα, ὑπερσ. ἐγνώ-κειν - γιγνώσκ-ομαι , παρατ. ἐγιγνωσκ-όμην , παθ. μέλλ. γνω-σ-θήσομαι , παθ, ἀόρ. ἐγνώ-σ-θην , πρκμ. ἔγνω-σ-μαι , ὑπερσ. ἑγνώ-σ-μην ·
β΄) ῥ· θ. εὑρ -, ἐξ οὗ εὑρ-ισκ, εὑρε -. Εὑρίσκ-ω , παρατ. ηὕρι σκ-ον , μέλλ. εὑρ-ή-σω , ἀόρ. β΄ ηὗρ-ον , πρκμ. ηὕρ-η-κα - εὑρίσκομαι , παρατ. ηὑρισκ-όμην, μέσ. μέλλ, εὑρ-ή-σομαι , μέσ. ἀόρ. β΄ ηὑρ-όμην , παθ. μέλλ. εὑρ-ε-θήσομαι , παθ. ἀόρ. ηὑ-ρέ-θην , πρκμ, ηὕ-ρη-μαι , ὑπερσ. ηὑρ-ή-μην˙
γ΄) ῥ. θ. μνη -, ἐξ οὗ ( μι-μνη-ισκ ) μιμνῃσκ-. Ἀνα-μιμνῄσκ-ω (= ἐνθυμίζω), παρατ. ἀν-εμίμνησκ-ον , μέλλ. ἀνα-μνή-σω , ἀόρ. ἀν-έ-μνη-σα - ἀνα-μιμνήσκ-ομαι , παρατ. ἀν-ε-μιμνῃσκ-όμην , παθ. μέλλ. ( ἀνα)-μνη-σ-θήσομαι , παθ. ἀόρ. ἀν-εμνή-σ-θῳ, πρκμ. μέ-μνη-μαι , ὑπερσ. ἐμε-μνή-μην , τετελ. μελλ. με-μνή-σομαι .
***
3) Τὸ ῥηματικὁν θέμα ἐπαυξάνεται πρὸς σχηματισμὸν τοῦ θέματος τοῦ ἐνεστῶτος καὶ τοῦ παρατατικοῦ
α΄) μὲ τὸ πρόσφυμα ν :
ῥ. θ . καμ -, ἐκ. τούτου δὲ καμν-. Κάμν-ω (= κοπιάζω, κουράζομαι), παρατ. ἔκαμν-ον , μέσ. μέλλ. καμοῦμαι (§ 217, 1), ἀόριστος β΄ ἔκαμ-ον , πρκμ. κέ-κμη-κα·˙
β΄) μὲ τὸ πρόσφυμα αν (πολλάκις συγχρόνως καὶ μὲ ἕν ν πρὸ τοῦ χαρακτῆρος αὐτοῦ):
ῥ. θ . βλαστ -, ἐκ τούτου δὲ βλαστ-αν- . Βλα-στάν-ω , παρατ. ἐβλάσταν-ον , ἀόρ. β΄ ἔβλαστ-ον , ὑπε-ρσ. ἐβλαστ-ή-κειν· ῥ. θ. μαθ -, ἐκ τούτου δὲ μα-ν-θ-αν-. Μανθάν-ω , παρατ, ἐμάνθαν-ον , μέσ. μέλλ. (μὲ ἐνεργ. σημασίαν) μαθ-ή-σομαι , ἀορ. β΄ ἔμαθ-ον , πρκμ. με-μάθ-η-κα , ὑπερσ. ἐμε-μαθ-ή-κειν - μανθάν-ομαι·
γ΄) μὲ τὸ πρόσφυμα νε :
ῥ· θ. ἱκ-, ἐκ τοὺτου δὲ ἱκ-νε-. ( Ἀφ-ικνέ-ομαι ) ἀφικνοῦμαι (= φθάνω), παρατ. ( ἀφι-ικ-νε-όμην ) ἀφικνούμην , μέσ. μέλλ. ἀφ-ίξομαι , μέσ. ἀόρ. β΄ ἀφ-ικ-όμην , πρκμ. ἀφ-ῖγ-μαι, ὑπερσ. ἀφ-ίγ-μην·
δ΄) μὲ τὸ πρόσφυμα νι ἢ νυ (μὲ μετάθεσιν τοῦ ι ἢ τοῦ υ τούτου πρὸ τοῦ χαρακτῆρος τοῦ θέματος):
ῥ. θ . βη-, βα- , ἐκ τούτου δὲ βα - νι καὶ ἐκ τούτου βαιν -. Βαίν-ω (= βαδίζω), παρατ. ἔ-βαι-νον , μέσ. μέλλ, (μὲ ἐνεργ. σημασίαν) βή-σομαι , ἀόρ. β΄ ἔ-βη-ν, πρκμ. βέ-βη-κα , ὑπερσ. ἐβε-βήκ-ειν - βαίνομαι , παθ. ἀόρ. (παρ)ε-βά-θην , πρκμ. βέ-βα-μαι · ῥ. θ. ἐλα -, ἐκ τούτου δὲ ἐλα-νυ- καὶ ἐκ τούτου ἐλαυν-. ᾽Ελαύν-ω , παρατ. ἤλαυν-ον , μέλλ. (συνῃρημένος) ἐλῶ ( ἐλᾷς έλᾷ κτλ., ἐκ τοῦ ἐλά-σω), ἀόρ. ἦλα-σα , πρκμ. ἐλή-λα-κα - ἐλαύν-ομαι , πρκμ. ἐλήλα-μαι , ὑπερσ. ἐληλά - μην.
***
4) Οἱ χρόνοι δὲν σχηματίζονται πάντες ἀπὸ ἕν θέμα, ἀλλ’ ἀπὸ διάφορα θέματα συγγενῆ κατὰ τὴν σημασίαν·
π.χ. ἀγορεύ-ω , παρατ. ἠγόρευ-ον , μέλλ. ἀγορεύ-σω καὶ ( ἀπ-, συν-, προσ- ) ἐρῶ , ἀόρ. ἠγόρευ-σα καὶ ( ἀν-, ἀπ-, κατ-, προσ- ) εἶπον , πρκμ. (ἀν-, συν-, ἀπ- ) εἵρηκα , ὑπερσ. εἰρήκειν - ἀγορεύ-ομαι , παρατ. ἠγορευ-όμην , παθ. μέλλ. ( ἀνα-, προσ- ) ῥηθήσομαι , παθ. ἀόρ. (ἀν-, ἀπ- ) ἐρρήθην (θ. ἀγορευ-, ἐρε-, ῥε-, εἰπ-).
*****
Β΄) .
Πολλῶν ῥημάτων μερικοὶ χρόνοι δὲν ἔχουν σημασίαν σύμφωνον μὲ τὴν κατάληξιν αὐτῶν. Οὕτω μερικὰ ῥήματα ἔχουν
1) ἐνεργητικὸν ἀόριστον ἢ παρακείμενον μὲ σημασίαν μέσου ἢ παθητικοῦ ἀορίστου ἢ παρακειμένου·
ἵστημι - ἔστην (= ἐστάθην, ἐσταμάτησα), ἔστηκα (= στέκομαι)
φύω - ἔφυν (= ὑπῆρξα ἐκ φύσεως), πέφυκα (= εἶμαι ἐκ φύσεως)
***
2) μέσον μέλλοντα μὲ σημασίαν ἐνεργ. ἢ παθ. μέλλοντος:
ᾄδω - ᾄσομαι (= θὰ τραγουδήσω), ἀδικῶ - ἀδικήσομαι (= θὰ ἀδικηθῶ ὑπ’ ἄλλου)
***
3) παθητικὸν μέλλοντα ἢ ἀόριστον μὲ σημασίαν μέσου μέλλοντος ἢ ἀορίστου:
ἀπαλλάττω - ἀπαλλαγήσομαι (= θὰ ἀπαλλάξω τὸν ἑαυτόν μου), ἀπηλλάγην (= ἀπήλλαξα τὸν ἑαυτόν μου), ἀνιῶ - ἠνιάθην (= ἐλύπησα τὸν ἑαυτόν μου).
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου