τοῦ
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-πτυχιούχου κλασσικῆς φιλολογίας
πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
-μεταπτυχιακοῦ ἐφηρμοσμένης παιδαγωγικῆς
πανεπιστημίου ἈθηνῶνΠοιο νόημα είχε ο όρος «ευδαιμονία» για τον Ηράκλειτο και το Δημόκριτο;
Καταρχήν δομικώς η απάντησίς μας εις έν ερώτημα ως τούτο δεν νοείται ποτέ μικροτέρα της μίας παραγράφου (τουλάχιστον 4 περίοδοι). Όσον αφορά το περιεχόμενον ας ιδώμεν μιαν ενδεικτικήν απάντησιν που δίδουν πολλοί συμφώνως τω βιβλίω της Γ’ Λυκείου.
Σελίδα 152: Ήδη ο Ηράκλειτος, ο μεγάλος Εφέσιος σοφός που έζησε γύρω στο 500 π.Χ., είχε πει ότι «ἦθος ἀνθρώπῳ δαίμων» (= δαίμων για τον άνθρωπο δεν ειναι παρά ο χαρακτήρας του). Το ίδιο είχε πει και ο Δημόκριτος, ο μεγάλος ατομικός φιλόσοφος του 5ου/4ου αι. π.Χ., αυτός μάλιστα με ακόμη μεγαλύτερη σαφήνεια· «εὐδαιμονίη ψυχῆς καὶ κακοδαιμονίη» διαβάζουμε σε ένα απόσπασμα από έργο του, και θέλει να πει: «είναι υπόθεση της ψυχής η ευδαιμονία και η κακοδαιμονία», ενώ σε ένα άλλο απόσπασμα διαβάζουμε ότι «εὐδαιμονίη οὐκ ἐν βοσκήμασιν οἰκεῖ οὐδὲ ἐν χρυσῷ· ψυχὴ οἰκητήριον δαίμονος», που πάει να πει: «η ευδαιμονία δεν κατοικεί =δεν έχει να κάνει με τα πλούσια κοπάδια και με το χρυσάφι· η ψυχή είναι η κατοικία του δαίμονος = με την ψυχή έχει να κάνει ο δαίμων» (ίσως ήθελε να πει: η ευδαιμονία και η κακοδαιμονία). Όλα αυτά θέλουν να πουν πως αυτό ακριβώς που ο άνθρωπος περιμένει από τον δαίμονα, από το θείον, το έχει, στην πραγματικότητα, μέσα στον ίδιο τον εαυτό του· με άλλα λόγια: όλοι οι άνθρωποι επιζητούν την ευδαιμονία, μόνο όμως από τις δικές τους πράξεις εξαρτάται αν θα φτάσουν κάποτε ή όχι σ᾿ αυτήν.
Πολύ δυσνόητον δεν είναι; Πάμε να το διελευκάνωμε. Προτού επιχειρήσω μια διελεύκανσις του περιεχομένου ας παραθέσω άλλο ένα απόσπασμα όπερ δεικνύει την σχέσιν ήθους και δαιμονίου, αληθώς και τούτο δύσκολον.
Ήθος δαίμων ανθρώπω
Τι είναι δαίμων; «Ήθος δαίμων ανθρώπω» μας λέει ο Ηράκλειτος. Ο Σωκράτης μιλούσε για το «δαιμόνιό» του, που τον προέτρεπε ή τον απέτρεπε από το να κάνει κάτι. Ίσως και τα «καινά δαιμόνια» που κατηγορήθηκε πως εισήγαγε να αναφερόταν σ’ αυτό ακριβώς το «δαιμόνιο» της φύσης του ίδιου.
Τι είναι λοιπόν, δαίμων; Ας δούμε τι ΔΕΝ είναι δαίμων. Ο Πλάτων θα με βοηθήσει λιγάκι εδώ που απαντά στην Ευριπίδεια ερώτηση: «Τι είναι θεός; Τι μη θεός και τι το αναμεσό τους;» Ο δαίμων λοιπόν, λέει ο Πλάτων, δεν είναι κάτι το ανθρώπινο, κάτι που να έχει ΜΟΝΟ ανθρώπινα στοιχεία. Επίσης, δεν είναι και κάτι το απόλυτα θεϊκό, δηλαδή να έχει ΜΟΝΟ θεϊκά στοιχεία. Ο δαίμων (δια στόματος Σωκράτη στο Συμπόσιο) δεν είναι θεός ούτε μη θεός (δηλ. θνητός). Ως ένας τέτοιος «δαίμων» ορίζεται ο Ερως και είναι «ενδιάμεσος» του αθάνατου όντος (του θεού) και του θνητού όντος (του ανθρώπου) και ως τέτοιος που είναι δίνει μορφή και περιεχόμενο στη διττή φύση του έρωτα, το παιδί του Πόρου και της Πενίας, του κορεσμού και της έλλειψης (της ένδειας).
Ο Ηράκλειτος με βοηθάει κάπως διαφορετικά. Ας δούμε τι ΔΕΝ είναι δαίμων. Είπαμε πως δεν είναι θεός αλλά και δεν είναι άνθρωπος. Τι είναι όμως «θεός» για τον Ηράκλειτο; «Θεός είναι θνητός αθάνατος» μας λέει. Τι είναι «άνθρωπος» για τον Ηράκλειτο; «Ανθρωπος είναι αθάνατος θνητός» μας λέει και πάλι. Άρα ο δαίμων ΔΕΝ είναι «θνητός αθάνατος» αλλά ούτε και «αθάνατος θνητός». Είναι μήπως και εδώ κάτι το «ενδιάμεσο», ένας «θνητοαθάνατος» (σημ. Φιλολόγου Ερμή= θεάνθρωπος λέγεται ο Ιησούς) που περιέχει και τα δύο; Η διττή φύση του ήθους (δηλ. του εαυτού) του ανθρώπου για τον Ηράκλειτο, ως οδηγητή δαίμονά του, βρίσκεται ανάμεσα στη γνώση από τη μια και στην άγνοια αυτού ακριβώς του εαυτού από την άλλη, που ουσιαστικά αποτελούν τον «δαίμονα» για τον Ηράκλειτο, τον «θνητό αθάνατο» και τον «αθάνατο θνητό» μαζί.
Ο Ερωτας για τον Πλάτωνα είναι «δαίμονας» και το Ήθος για τον Ηράκλειτο είναι ο «δαίμονάς» μας. (σημείωση: με το «ήθος» εννοώ το διαμορφωμένο χαρακτήρα του ανθρώπου, ουσιαστικά τον ίδιο του τον εαυτό). Ο Ηράκλειτος λέει: «εδιζησάμην εαυτόν» (=αναζήτησα τον εαυτό μου) και από ό,τι αντιλαμβάνομαι το «γνώθι σαυτόν» για τον Ηράκλειτο απαιτούσε συνεχή έρευνα και αναζήτηση, που όμως (όπως λέει και πάλι ο ίδιος) «εάν δεν αναζητήσεις το ανέλπιστο δε θα το βρεις».
Έχουμε λοιπόν, δύο δαίμονες, διττοί και «ενδιάμεσοι»: τον Πλατωνικό Δαίμονα, δηλ. της στέρησης και του κορεσμού και τον Ηρακλείτειο Δαίμονα, δηλ. της άγνοιας και της γνώσης. Αυτό που μας προσφέρει ο Πλατωνικός Δαίμων είναι η ΠΛΗΡΟΤΗΤΑ μέσω της αναζήτησης του Έρωτα και αυτό που μας προσφέρει ο Ηρακλείτειος Δαίμων είναι η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΥΠΑΡΞΗΣ μέσω της αναζήτησης του Εαυτού μας. Αυτό όμως το αίσθημα πληρότητας και ύπαρξης είναι που μας αποκαλύπτει τη μια και μοναδική ΤΡΑΓΙΚΟΤΗΤΑ μας.
Και έτσι οι δύο δαίμονες είναι ΕΝΑΣ ΔΑΙΜΩΝ, ο ίδιος μας ο ΕΑΥΤΟΣ! Η αποδοχή αυτής της πραγματικότητας, η συμφιλίωση με το διττό πρόσωπο του εαυτού μας, μας απαλλάσσει και από τους δαίμονές μας, που στην τελική δεν υπάρχουν, αλλά και χωρίς αυτούς δε θα βγαίναμε στο δρόμο της αναζήτησης μόνο και μόνο για να βρούμε το ανέλπιστο στον ίδιο μας τον εαυτό.
Φέρουμε (ως δαιμόνιοι που είμαστε) το φως και το σκοτάδι. Το φως μας καθιστά «ειδήμονες» και το σκοτάδι μας καθιστά «αλλότριους», «ξένους» προς τον ίδιο μας τον εαυτό. Όταν αποξενώνεται ο άνθρωπος από το «δαίμονά» του τότε αυτός του γίνεται ένας «ξένος», ένας «φορτικός», μοχθηρός στην τελική και τότε είναι που από Εωσφόρος γίνεται Διάβολος. Αντί να φέρει το φως φέρει τη διαβολή.
Ας γνωρίσουμε4 δαιμόνιους και τραγικούς ανθρώπους:
Δαιμόνια και τραγική η Σοφόκλεια Αντιγόνη διότι είχε άγνοια του μέτρου που απαιτείται για την εφαρμογή του άγραφου νόμου που το ονομάζουμε καθήκον προς τον αδελφό και έτσι επήλθε κορεσμός με «εθελουσία έξοδο» από τη Ζωή αρνούμενη τον ενταφιασμό του Έρωτά της για την ίδια τη Ζωή.
Δαιμόνιος και τραγικός ο Σοφόκλειος Οιδίπους διότι είχε άγνοια της ερώτησης που δεν έχει απάντηση για να μην επέλθει κορεσμός με τη θανάτωση της Σφίγγας βαστάζοντας ο ίδιος δύο ματωμένες πόρπες.
Δαιμόνιος και τραγικός ο «Τρελός» Βαν Γκογκ διότι είχε άγνοια του Παράλογου της Ζωής που το χόρταινε με «ηλιοτρόπια», «στάχυα» και «έναστρες νύχτες» ζωγραφίζοντας τη Λογική του Θανάτου.
Δαιμόνιος και τραγικός ο «Ερωτικός» Καβάφης διότι είχε άγνοια του ασυμβίβαστου της ανθρώπινης τραγικότητας με την κοινωνική πραγματικότητα έτσι ώστε να μη χορταίνει μέσα από «τείχη», με «κεριά» και «κλειστά παράθυρα» γράφοντας για το Αχτύπητο Δίδυμο της Ζωής, τον Έρωτα και τον Θάνατο, κλεισμένος μέσα στο «μονήρες σπίτι» του.
Αυτή ακριβώς η «άγνοια», η «στέρηση», οδηγούσε τον καθένα από αυτούς στην ανάγκη να ισορροπήσουν το «δαίμονά» τους και να τον εκφράσουν μέσα από ό,τι επιλογές έκανε ο καθένας τους. Εκφράζοντας την ανάγκη «χόρταιναν» τον δαίμονά τους.
Με αυτόν τον τρόπο η πληρότητα και η συνείδηση ύπαρξης μπορεί να ήρθε για τους δύο πρώτους (Αντιγόνη, Οιδίπους) όταν οι όποιες επιλογές, τους οδήγησαν στο φυσικό τους θάνατο και για τους δύο εναπομείναντες (Βαν Γκογκ και Καβάφη) με το θάνατο του «εγώ», της ατομικότητάς τους για λογαριασμό της τέχνης τους.
Ας δούμε όμως και τον πιο δαιμόνιο και τραγικό από όλους. Το Σωκράτη! Βάδιζε πλάι στο δαίμονά του, με πολύ προσοχή να μην τον «χορτάσει» να μην επέλθει κορεσμός και έτσι τον χάσει, χάσει τον ίδιο του τον εαυτό. Αυτός λοιπόν, ο «δαιμόνιος» είχε επίγνωση ακριβώς αυτής της άγνοιάς του, μίας συνειδητοποιημένης όμως άγνοιας που αρνήθηκε να την «χορτάσει» υπερασπιζόμενος τον εαυτό του (τον «δαίμονά» του) μέχρι θανάτου μπροστά στο δικαστήριο και ονοματίζοντας αυτόν τον «Δαίμονα» ως «εν οίδα ότι ουδέν οίδα».
Το μόνο που απομένει σε κάποιον που αξιώθηκε μία τέτοια κοινή πορεία με τον συνοδοιπόρο του δαίμονα είναι να πιει το κώνειο. Ίσως τελικά η πορεία δίπλα-δίπλα με το δαίμονα και η επίγνωση αυτής της πορείας να είναι και τα όρια της ελευθερίας του ανθρώπου. Και ο Σωκράτης πορεύτηκε προς τα όρια αυτής της ελευθερίας ήρεμος, νηφάλιος και μύστης (δηλαδή «γνώστης») και πράγματι ένας τέτοιος θάνατος κατοχυρώνεται στη δυαδικότητα του ενδιάμεσου «θνητός αθάνατος – αθάνατος θνητός». Ο Σωκράτης ενσαρκώνει τα τρία δελφικά γνωμικά βιώσας την οιδιπόδεια τραγικότητά του στη φυσική εφαρμογή της αρχής της απροσδιοριστίας.
Ο Σωκράτης ήπιε το κώνειο όπως ο Εμπεδοκλής ρίχτηκε στον κρατήρα της Αίτνας. Ωθούμενοι από «πυρετό ύπαρξης» για το Παρμενίδειο ΕΙΝΑΙ που όμως για να το γνωρίσουμε χρειάζεται να περάσουμε «δια πυρός» του Ηρακλείτειου ΓΙΓΝΕΣΘΑΙ. Ήπιε το κώνειο όχι για τους νόμους της πόλης αλλά για τους νόμους της ΥΠΑΡΞΗΣ.
Με δύο δαίμονες επέλεξα να «παίξω», που όμως τους αντιλαμβάνομαι ως ΕΝΑΝ, τον ίδιο μας τον ΕΑΥΤΟ. Έχω την εικόνα ενός κόσμου και των ποικίλων αντικειμένων του, με τη μοναδικότητα του καθενός από αυτά. Αλλά ξέρω πως, στο βάθος και στην ουσία τους, σε όλα αυτά τα διαφορετικά και μοναδικά αντικείμενα βρίσκεται ο ΙΔΙΟΣ και ο ΕΝΑΣ ΚΟΣΜΟΣ, ο ΚΟΙΝΟΣ ΔΑΙΜΩΝ. «Οψις αδήλων τα φαινόμενα» λέει ο Αναξαγόρας. Και αυτά τα «άδηλα», δηλαδή αυτά που δεν φαίνονται, δεν μπορεί να έχουν κάτι κοινό; Ίσως τελικά το μόνο κοινό που έχουν είναι το «άδηλον» της ύπαρξης.
***
Ως ένα σημείον το ανωτέρω ήτο διαφωτιστικόν όσον αφορά να διευκρινήσωμε εντός μας την έννοια "δαίμων", αλλά από εκεί και μετά πάλι κατέστη ολίγον τι ομιχλώδες. Εις την ουσίαν το δαιμόνιον μας είναι ο εαυτός μας ο ιδανικός, αυτός όπως θα έπρεπε να ήμασταν. Είναι ο πλήρης άνθρωπος αυτός που κατά την χριστιανική αντίληψίν δέον να κατακτήσωμε, να φτάσωμε εις την θέωσιν. Έχομε λοιπόν από την μια τον πραγματικό, φθαρτό εαυτό μας όστις είναι πλήρης αδυναμιών και έναν άλλον εαυτόν που είναι ο ιδανικός εαυτός μας αυτός που έπρεπε να ήμασταν, αν ήμασταν τέλειοι αλλά δεν μπορούμε να γίνουμε. Συνέχεια σκοντάφτουμε στην πορεία μας να τον συναντήσουμε από τα παραπτώματά μας και τα γήινα πάθη μας. Η ζωή μας όλη είναι μια τραγικότητα. Προσπαθούμε να ενώσουμε τον διηρημένον εαυτόν μας. Είμεθα τινί τρόπω μια διπολική προσωπικότης που μια ζωή ολόκληρη επιχειρεί να καταστή μία ενιαία ύπαρξις. Μερικοί τον άλλον μας εαυτόν, τον ιδανικό, τον δαίμονά μας, το δαιμόνιό μας το ταυτίζουσι με την συνείδησιν, τι το θείον όπερ έχει εισέλθει – από τον Θεό – εντός μας εκ γενετής και δεν λέει να μας εγκαταλείψη. Δια τούτο και ο Σωκράτης επιμένει ότι ουδείς είναι κακός με την θέλησίν του. Διότι το καλόν, το αγαθόν ενυπάρχει εντός μας. Όταν ημείς απλώς εμφανιζόμαστε με όλην την κακίαν μας το αγαθόν απλώς εφιμώθη εντός μας σε μεγάλον βαθμόν και σε μερικούς δε και παντελώς. Τούτο το παθαίνεις εάν εν πλήρει επιγνώσει γνωρίζεις, το κακό και το ακολουθείς πιστά. Οι περισσότεροι όμως των ανθρώπων απλώς καταπατούν το δαιμόνιόν των εντός των από άγνοια, επειδή δεν γνωρίζουν τι εστί κακό και καλό για τούτο κι έτσι το πληγώνουν αφάνταστα και το φιμώνουν συνεχώς. Η άγνοια δε ταύτη εάν συνεχίζεται μερικές φορές συνδράμεται υπό της αδιαφορίας κι έτσι το δαιμόνιον ολοέν εντός μας χάνεται και σμικρύνεται και απομένει ως ένας σπινθήρας εντός της στάχτης. Εναπόκειται να μάθη κανείς τι ευαρεστεί το δαιμόνιον ώστε κάνοντας ό,τι αυτό επιθυμεί να το ξαναγιγαντώση.
Όταν λοιπόν ο Ηράκλειτος λέγει το «ἦθος ἀνθρώπῳ δαίμων» εις την ουσίαν λέγει έν από τα δύο – ενθάδε συντακτικώς αναλόγως το ποιο θεωρούμε υποκείμενον στο ρήμα εστί – ή ότι δηλαδή το δαιμόνιον είναι ο χαρακτήρας του ανθρώπου, είτε ότι ο χαρακτήρας του ανθρώπου είναι το δαιμόνιόν του. Φαίνονται τα ίδια και πράγματι έτσι και είναι. Αν στην πρώτη περίπτωσιν θεωρούμε ότι ο άλλος μας εαυτός, ο ιδανικός, ο θεάνθρωπος χαρακτήρας μας, αυτός που έπρεπε να είμαστε έχει ως έκφανσιν του, φανέρωσίν του το ήθος μας, τότε ο Ηράκλειτος σαφώς δεν εννοεί παρά ότι αδίκως αναζητούμε το θείον, τον θεόν. Αυτός είναι φανερός από τα έργα και τις ημέρες των ανθρώπων. Θέλειςνα δείς τον θεόν; Ιδέ τον χαρακτήραν αγαθών ανθρώπων, τις πράξεις τους, τα διανοήματά τους, τα έργα και τις ημέρες τους. Ο θεός σε περιπτώσεις όπου το δαιμόνιον έχει φιμωθεί από την κακίαν των ανθρώπων απλώς είναι απών. Απουσιάζει ο θεάνθρωπος Ιησούς δια παράδειγμα από χαρακτήρες μη αγαθούς. Βλέπεις κακίαν; Εκεί δεν βλέπεις τον θεάνθρωπον. Άρα σε έργα ανθρώπων όπου δεν υπάρχει αγαθόν εκεί δεν υπάρχει και ο θεός. Π.χ όταν ο Ιησούς εθεράπευεν τους χωλούς και τους δαιμονισμένους, αγαθές πράξεις δεν ήταν; Μπορούν οι αγαθές πράξεις να μην προέρχονται από τον θεόν; Απεναντίας αν χρησιμοποιήσω μαγεία για να κάνω κάποιον να με ερωτευτή τούτο δεν είναι κακόν, αφού θα έχω καταπατήση το αυτόβουλον μιας υπάρξεως; Και είναι δυνατόν να πιστέψω ότι εις μη αγαθές πράξεις υπάρχει θεός από πίσω; Μη γενοιτο.
Θυμηθείτε και το εξής που είπε πάλι ο θεάνρωπος Ιησούς και διελευκάνει καλύτερα από όλα αυτά που μόλις είπαμε…
«Προσέχετε δε από των ψευδοπροφητών, οίτινες έρχονται προς εσάς με ενδύματα προβάτων, έσωθεν όμως είναι λύκοι άρπαγες. Από των καρπών αυτών θέλετε γνωρίσει αυτούς. Μήποτε συνάγουσιν από ακανθών σταφύλια ή από τριβόλων σύκα; ούτω παν δένδρον καλόν κάμνει καλούς καρπούς, το δε σαπρόν δένδρον κάμνει κακούς καρπούς. Δεν δύναται δένδρον καλόν να κάμνη καρπούς κακούς, ουδέ δένδρον σαπρόν να κάμνη καρπούς καλούς. Παν δένδρον μη κάμνον καρπόν καλόν εκκόπτεται και εις πυρ βάλλεται. Άρα από των καρπών αυτών θέλετε γνωρίσει αυτούς. Δεν θέλει εισέλθει εις την βασιλείαν των ουρανών πας ο λέγων προς εμέ, Κύριε, Κύριε, αλλ’ ο πράττων το θέλημα του Πατρός μου του εν τοις ουρανοίς.»
Ποιος τελικώς θα είναι ο ευδαίμων; Αυτός που θα κατακτήσει την βασιλεία των ουρανών; Μα φυσικά ο «πράττων το θέλημα του Πατρός μου του εν τοις ουρανοίς», ο πράττων το θέλημα Εκείνου, το οποίο έγινε γνωστόν μέσω του Θεανθρώπου, δηλαδή του Ιησού, εκείνος εν τέλει που πράττει το θέλημα του δαιμονίου του. Κι έχει δίκιο λοιπόν ο Σωκράτης … μάθε, γνώρισε το θέλημα του Δαιμονίου, του Θεού και ακολούθα το. Τώρα όλα είναι φανερά. Δείτε τι λέγει και ο Δημόκριτος. «Είναι υπόθεση της ψυχής η ευδαιμονία και η κακοδαιμονία», το αν κερδίσης την ευδαιμονία, την βασιλεία των ουρανών είναι θέμα της ψυχής σου, του εσωτερικού σου κόσμου, κατά πόσον ηκολούθησες το θείον δαιμόνιόν σου και δεν το κατέπνιξες και αφάνισες με τα πάθη σου και τους ακαθάρτους λογισμούς. Η ψυχή είναι η κατοικία του δαίμονος…. !!! Στην ψυχή μας μέσα μας κατοικεί ο θεός, το θείον. Αν τον εκδιώξουμε από εκεί, αν αφαιρέσουμε το δαιμόνιό μας τότε σκοτώνουμε τον καλό μας εαυτό και μένει ο φθαρτός και επιλήψιμος άλλος, ο γήινος και αδαής και ο μη γνωρίζων τι πράττει και δια τι.
Ο Αριστοτέλης πιο πρακτικός επιχειρεί να δείξη πως, με ποιόν τρόπον, με ποιες πράξεις δεν καταπνίγουμε το εσωτερικόν δαιμόνιόν μας, πώς γινόμεθα άλλως ευδαίμονες εμπράκτως. Δια ταύτα όλα αυτά με το μέσον και τας έξεις.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου