ΧΡΙΣΤΟΥ ΜΑΛΛΙΑΡΟΥ
ἐπιμελεία τοῦ
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-πτυχιούχου κλασσικῆς φιλολογίας
πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
-μεταπτυχιακοῦ ἐφηρμοσμένης παιδαγωγικῆς
πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΙΝΔΙΩΝ
1. Διάβασις τοῦ Ἰνδοῦ καὶ τοῦ Ὑδάσπου ποταμοῦ. - Ὁ ἀγὼν πρὸς τὸν βασιλέα τῆς Πενταποταμίας Πῶρον
Ἡ ἀγάπη πρὸς τὰς περιπετείας, ἡ ἀκόρεστος δίψα πρὸς τὴν δόξαν καὶ τὰ τολμηρὰ πολιτικὰ σχέδια παρεκίνησαν τὸν Ἀλέξανδρον εἰς νέας ἐπικινδύνους ἐπιχειρήσεις. Αὐτὴν τὴν φορὰν ἐσκέφθη νὰ κατακτήσῃ τὴν μυστηριώδη χώραν τοῦ πλούτου καὶ τῶν μυθικῶν παραδόσεων, τὰς Ἰνδίας. Ὑπελόγιζε, ὅτι κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον θὰ ἔφερεν εἰς ἐπαφὴν τοὺς Ἕλληνας μὲ ὅλον τὸν ἀνατολικὸν κόσμον καὶ μὲ τὴν γνωριμίαν αὐτὴν θὰ κατώρθωνε νὰ συνδέσῃ καὶ νὰ συμφιλιώσῃ διὰ παντὸς τὴν Εὐρώπην μὲ τὴν ἀσιατικὴν ἤπειρον.
Κατὰ τὰς ἀρχὰς τοῦ 327 π.Χ. μὲ δύναμιν 100.000 περίπου πεζῶν καὶ 15.000 ἱππέων, βαρβάρων κατὰ τὸ πλεῖστον, ὁ Ἀλέξανδρος ἐπέρασε τὸ ὑψίπεδον τῆς Ἀσίας καὶ εἰσέβαλεν εἰς τὴν Ἰνδικήν. Ἀμέσως ἔστειλε κήρυκας πρὸς τοὺς ἐντεῦθεν τοῦ Ἰνδοῦ ἡγεμόνας καὶ τοὺς προσεκάλει νὰ ἔλθουν πρὸς συνάντησίν του. Πολλοὶ ἐδέχθησαν τὴν πρόσκλησιν. Μεταξὺ αὐτῶν ἦτο καὶ ὁ Ταξίλης[1], ὁ ὁποῖος ἔφερεν εἰς τὸν Ἀλέξανδρον πολύτιμα δῶρα καἵ 25 ἐλέφαντας. ᾽Επὶ πλέον ἔθεσεν εἰς τὴν διάθεσίν του τὸν ἑαυτόν του καὶ στρατιωτικὴν δύναμιν 5.000 Ἰνδῶν.
Ὁ Ἀλέξανδρος ἔδωκεν ἐντολὴν εἰς τὸν Ἡφαιστίωνα καὶ τὸν Περδίκκαν νὰ βαδίσουν μὲ ὁδηγὸν τὸν Ταξίλην καὶ ἰσχυρὸν τμῆμα τῆς στρατιᾶς πρὸς τὸν Ἰνδόν, διὰ νὰ ζεύξουν αὐτὸν μὲ γεφύρας. Ὁ ἴδιος μὲ τὴν ὑπόλοιπον δύναμιν παρέμεινεν ὀπίσω. Ἤθελε νὰ ἐκκαθαρίσῃ τὴν περιοχὴν ἐκείνην ἀπὸ τοὺς ἀνυποτάκτους Ἰνδοὺς ἡγεμόνας, οἱ ὁποῖοι μὲ σημαντικὰς δυνάμεις εἶχον καταφύγει εἰς τὰ ὄρη. Καὶ πράγματι μὲ ραγδαίας καὶ αἰφνιδιαστικὰς ἐπιθέσεις κατὰ τῶν καταφυγίων τῶν ᾽Ινδῶν κατέβαλεν ἐντὸς μικροῦ διαστήματος τὴν ἄμυνάν των καὶ ἐγκατέστησεν εἰς τὴν χώραν μακεδονικὴν διοίκησιν. Τότε κατέλαβε καὶ τὸ θεωρούμενον ὡς ἀπόρθητον φρούριον τῆς Ἀόρνου[2] , τὸ ὁποῖον, ὅπως ἔλεγεν ἡ παράδοσις, δὲν κατώρθωσε νὰ κυριεύσῃ οὐδέ αὐτὸς ὁ Ἡρακλῆς κατὰ τὴν ἐκστρατείαν του εἰς τὴν Ἀσίαν.
Μετὰ τοῦτο ἐπροχώρησε καὶ ὁ Ἀλέξανδρος πρὸς τὸν Ἰνδόν, τὸν ὁποῖον διέβη μὲ τὸν στρατὸν ἀνενόχλητος. Ὅταν ἔφθασε πρὸ τοῦ παραποτάμου τοῦ Ἰνδοῦ Ὑδάσπου , ἐπληροφορήθη, ὅτι πέραν τοῦ ποταμοῦ ἦτο ἕτοιμος νὰ ἀντισταθῇ ἐναντίον του ὁ βασιλεὺς τῆς Πενταποταμίας Πῶρος[3] .
Ὁ Ἀλέξανδρος ἐπλησίασε πρὸς τὴν ὄχθην τοῦ ποταμοῦ καὶ εἶδε πράγματι, ὅτι ἀπέναντι ἦτο παρατεταγμένος πρὸς μάχην ὁ στρατὸς τοῦ Πώρου, ὁ ὁποῖος ἀπετελεῖτο ἀπὸ 50.000 πεζούς, 4.000 ἱππεῖς καὶ ἀρκετὰ ἅρματα. Ἐμπρὸς ἀπὸ τὴν παράταξιν 300 πυργοφόροι ἐλέφαντες ἐσχημάτιζον συνεχὲς καὶ ἀκατάβλητον τεῖχος. Ἀλλ’ ὁ Ἀλέξανδρος δὲν ἔχασε τὸ θάρρος του. Μὲ παραπειστικὰς μετακινήσεις καὶ τεχνάσματα καὶ μέ τὴν προστασίαν καταρρακτώδους βροχῆς κατώρθωσε νὰ διαβῇ ἀπὸ ἀβαθῆ σημεῖα τὸν ποταμὸν καὶ νὰ ἐπιτεθῇ αἰφνιδιαστικῶς κατὰ τοῦ Πώρου. Ὁ Ἰνδὸς βασιλεὺς ἠγωνίσθη γενναιότατα, ἀλλ’ ἐνικήθη καὶ συνελήφθη αἰχμάλωτος. Ὅταν τὸν ὡδήγησαν ἐνώπιον τοῦ Ἀλεξάνδρου, ὁ Μακεδὼν βασιλεὺς ἐθαύμασε τὸ παράστημα[4], τὴν ὡραιότητα καὶ τὴν ἀξιοπρέπειαν, μὲ τὴν ὁποίαν παρουσιάσθη ἐμπρός του. Μὲ τὰς ἐντυπώσεις αὐτὰς ἠρώτησε τὸν Πῶρον, πῶς θέλει νὰ τὸν μεταχειρισθῇ καὶ ὁ ἡττημένος βασιλεὺς ἠρκέσθη νὰ ἀπαντήσῃ «βασιλικῶς» . «Αὐτὸ θὰ τὸ κάμω , ἀπήντησεν ὁ Ἀλέξανδρος, χάριν τοῦ ἑαυτοῦ μου· ἀλλὰ σὺ ζήτησε ὅ,τι θέλεις διὰ τὸν ἑαυτόν σου» . Καὶ ὁ Πῶρος ἀνταπήντησεν· «εἰς αὐτὴν τὴν λέξιν βασιλικῶς περιέχονται ὅλα» . Ὁ Ἀλέξανδρος ηὐχαριστήθη διὰ τὴν ἀπόκρισιν καὶ γενικῶς διὰ τὴν διαγωγὴν τοῦ Πώρου καὶ ἀφῆκεν εἰς αὐτὸν τὴν χώραν του καὶ τὴν βασιλικὴν ἀρχήν. Εἰς διαιώνισιν δὲ τῆς νίκης του ἔκτισεν εἰς τὴν δυτικὴν ὄχθην τοῦ Ὑδάσπου τὴν πόλιν Νίκαιαν . Εἰς τὴν ἰδίαν περιοχὴν ἵδρυσεν ἐπίσης ἄλλην πόλιν, τὴν Βουκεφάλειαν , πρὸς ἀνάμνησιν τοῦ περιφήμου ἵππου του Βουκεφάλα, ὁ ὁποῖος ἀπέθανεν ἐκεῖ ἐκ τοῦ γήρατος καὶ τῶν κακουχιῶν.
2. Λῆξις τῆς ἐκστρατείας τῶν Ἰνδιῶν
Ἀπὸ τὸν Ὑδάσπην ἐπροχώρησεν ὁ Ἀλέξανδρος πρὸς τὸ ἐσωτερικὸν τῆς Ἰνδικῆς καὶ ἔφθασεν εἰς τὸν Ὕφασιν , παραπόταμον καὶ αὐτὸν τοῦ Ἰνδοῦ. Ἐδῶ ἔλαβε τὴν ἀπόφασιν νὰ διαβῇ καὶ τὸν Ὕφασιν, διὰ νὰ φθάσῃ εἰς τὴν εὔφορον κοιλάδα τοῦ Γάγγου καὶ ἀπὸ ἐκεῖ εἰς τὸν Ἰνδικὸν ᾽Ωκεανόν . Εἰς τὰ νέα κατακτητικὰ σχέδια παρεκίνησαν αὐτὸν ἐκτὸς τῶν ἄλλων καὶ αἱ πληροφορίαι τῶν ἐντοπίων, ὅτι εἰς τὴν κοιλάδα τοῦ Γάγγου ἔζη λαὸς γεωργικὸς μὲ εἰδικὰς γνώσεις καὶ ἱκανότητας εἰς τὴν καλλιέργειαν τῆς γῆς. Ἀλλ’ ἐνῷ ἡτοιμάζετο διὰ τὴν νέαν ἐκστρατείαν, ἐδοκίμασε ἀπροσδόκητον καὶ ὀδυνηρὰν ἔκπληξιν. Στρατὸς καὶ ἀξιωματικοὶ, κουρασμένοι ἀπὸ τοὺς διαρκεῖς ἀγῶνας καὶ τὰς ταλαιπωρίας, ἠρνήθησαν διὰ πρώτην φορὰν νὰ τὸν ἀκολουθήσουν. Ὁ Ἀλέξανδρος ἐπεχείρησε νὰ τοὺς φιλοτιμήσῃ.
«Πέρας δὲ πόνων , εἶπεν εἰς συγκέντρωσιν τῶν ἡγεμόνων τοῦ στρατοῦ, γενναίῳ μὲν ἀνδρὶ οὐδὲν δοκῶ ἔγωγε, ὅτι μὴ αὐτοὺς τοὺς πόνους, ὅσοι αὐτῶν εἰς καλὰ ἔργα φέρουσιν... Ἤ οὐκ ἴστε, ὅτι ὁ πρόγονος ὁ ἡμέτερος Ἡρακλῆς οὐκ ἐν Τίρυνθι οὐδὲ Ἄργει, ἀλλ’ οὐδ’ ἐν Πελοποννήσῳ ἢ Θήβαις μένων εἰς τοσόνδε κλέος ἦλθεν, ὥστε θεὸς ἐξ ἀνθρώπου γενέσθαι ἢ δοκεῖν; ἀλλὰ ὑφ’ ἡμῶν καὶ ἡ Ἄορνος πέτρα, ἡ τῷ ῾Ηρακλεῖ ἀνάλωτος, ἐλήφθη. Πονούντων, ὦ ἄνδρες Μακεδόνες καὶ σύμμαχοι, καὶ κινδυνευόντων τὰ καλὰ ἔργα ἐστὶ καὶ ζῆν τε σὺν ἀρετῇ ἡδὺ καὶ ἀποθνῄσκειν, κλέος ἀθάνατον τὸν ἀγαθὸν ἄνδρα ὑπολειπόμενον» (Ἀρριανός).
Ἀλλ’ οἱ λόγοι τοῦ βασιλέως, ὅπως καὶ αἱ ὑποσχέσεις του διὰ μεγάλας ὑλικὰς ἀμοιβάς, δὲν συνεκίνουν κανένα. Μέ νοσταλγίαν πρὸς τὴν ἄγονον γῆν τῆς πατρίδος των καὶ τὸν ἄσβεστον πόθον νὰ ἐπανίδουν τοὺς ἰδικούς των ἐδήλωσαν, ὅτι θέλουν νὰ ἐπανέλθουν ὀπίσω. Ὑπὸ τὴν πίεσιν τῆς ἀνάγκης ὁ Ἀλέξανδρος ἀπεφάσισε νὰ ἐπιστρέψῃ. Ὁ στρατὸς ἤκουσε τὴν ἀπόφασιν μέ ἀλαλαγμοὺς χαρᾶς, «πολλοὶ δὲ καὶ τῆ σκηνῆ τῆ βασιλικῇ πελάζοντες ηὔχοντο Ἀλεξάνδρῳ πολλὰ ἀγαθά, ὅτι ὑπὸ σφῶν νικηθῆναι ἠνέσχετο» . Καὶ τὴν μὲν κατακτηθεῖσαν χώραν τῆς ᾽Ινδικῆς μέχρι τοῦ Ὑφάσιος προσέθεσεν εἰς τὸ βασίλειον τοῦ Πώρου, αὐτὸς δὲ ἡτοιμάσθη πρὸς ἀναχώρησιν.
᾽Εν τῷ μεταξὺ μὲ ξυλείαν ἀπὸ τὰ ἀπέραντα δάση τοῦ Ὑδάσπου εἶχε ναυπηγήσει ὁ Ἀλέξανδρος στόλον ἐκ 2.000 πλοίων. Ἐπὶ τῶν πλοίων αὐτῶν ἐπεβιβάσθη μὲ μέρος τοῦ στρατοῦ καὶ ἔπλευσε πρὸς τὰς ἐκβολὰς τοῦ Ὑδάσπου, τοῦ Ἀκεσίνου , ἄλλου παραποτάμου τοῦ Ἰνδοῦ, καὶ τέλος αὐτοῦ τοῦ Ἰνδοῦ. Ὁ ὑπόλοιπος στρατὸς ἠκολούθει τὸν Ἀλέξανδρον ἀπὸ τὰς δύο ὄχθας. Σκοπὸς αὐτῶν τῶν κινήσεων ἦτο νὰ φθάσῃ πέραν τοῦ Ἀκεσίνου, εἰς τὴν χώραν τοῦ ἰσχυροτάτου καὶ πολεμικωτάτου λαοῦ τῶν Μαλλῶν καὶ νὰ τὴν κατακτήσῃ. Καὶ ἐπέτυχε μὲν πράγματι τὴν ὑποταγήν της κατόπιν ἀγώνων ἐπικῶν, ἀλλὰ ὀλίγον ἔλειψε νὰ χάσῃ τὴν ζωήν του. Ἡ ἐκστρατεία κατὰ τῶν Μαλλῶν ὑπῆρξεν ἀξιοθαύμαστος στρατιωτικὴ ἐπιχείρησις, ἡ ὁποία κατέπληξε καὶ τὴν σύγχρονον καὶ τὰς κατόπιν γενεάς.
3. Ἐπάνοδος εἰς τὴν Περσίαν
Μετὰ τὴν ὑποταγὴν τῶν Μαλλῶν ὁ Ἀλέξανδρος ἔπλευσεν εἰς τὰ Πάταλα παρὰ τὸ Δέλτα τοῦ Ἰνδοῦ. Ἐκεῖ ἔλαβε τὴν ἀπόφασιν νὰ ἐπιστρέψῃ εἰς τὴν Περσίαν διὰ ξηρᾶς. Τὴν διοίκησιν τοῦ στόλου ἀνέθεσεν εἰς τὸν παιδικόν του φίλον, Κρῆτα τὴν καταγωγήν, ναύαρχον Νέαρχον . Ἔδωκεν εἰς αὐτὸν ἐντολὴν νὰ πλεύσῃ πρὸς τὴν μεγάλην θάλασαν , δηλ. τὸν Ἰνδικὸν ὠκεανόν, νὰ ἐρευνήσῃ τὴν παραλίαν του καὶ κατόπιν διὰ τοῦ Περσικοῦ κόλπου νὰ ὁδηγήσῃ τὰ πλοῖα εἰς τὰς ἐκβολὰς τοῦ Εὐφράτου ποταμοῦ. Μέρος τοῦ στρατοῦ εἶχεν ἀναχωρήσει προηγουμένως ὑπὸ τὸν Κράτερον διὰ τῆς Ἀραχωσίας. Ὁ Ἀλέξανδρος ἠκολούθησε τὴν ὁδὸν διὰ τῆς Γεδρωσίας (σήμερον Βελουτχιστάν).
Ἡ πορεία τῆς στρατιᾶς τοῦ Ἀλεξάνδρου διὰ τῆς ἐρήμου καὶ ἀνύδρου χώρας εἶναι μία ἀπὸ τὰς καταπληκτικωτέρας διαδρομάς, τὰς ὁποίας ἐξετέλεσε ποτὲ στρατὸς εἰς τὴν ἱστορίαν. Ἐπὶ 60 ἡμέρας οἱ ἄνδρες ἐβάδιζον ἐπάνω εἰς ἀμμῶδες καὶ πυρρακτωμένον ἔδαφος ὑπὸ ἀφόρητον καύσωνα. Ἀπὸ τὴν δίψαν καὶ τὰς στερήσεις ἀπέθνῃσκον καθ’ ἡμέραν πολλοί. Διὰ νὰ προκαλῆται ὀλιγώτερον ἡ δίψα μέσα εἰς τὴν κατάξηρον χώραν, ὁ Ἀλέξανδρος ἐπέβαλεν εἰς τὸ στράτευμα νὰ ὁδοιπορῇ τὴν νύκτα καὶ νὰ ἀναπαύεται τὴν ἡμέραν ὑπὸ τὴν ὀλίγην σκιὰν τῶν φοινίκων καὶ τοῦ εὐωδιαστοῦ σμυρνοδένδρου.
Ἡ φθορὰ τῶν ἀνδρῶν καὶ τῶν ὑποζυγίων ἦτο μεγάλη. Στρατιῶται ἔσφαζον νοὺς ἵππους, τὰς καμήλους καὶ τοὺς ἡμιόνους τοῦ στρατοῦ καὶ ἔτρωγον τὸ κρέας των. Οἱ ἀσθενεῖς καὶ οἱ ἐξηντλημένοι ἀπὸ τὴν δίψαν, τὴν πεῖναν καὶ τὴν συνεχῆ ὁδοιπορίαν ἀφήνοντο εἰς τὴν τύχην των. Ὅσοι ἐξ ἄλλου κατὰ τὰς νυκτερινὰς πορείας κατελαμβάνοντο ἀπὸ τὸν ὕπνον καὶ ἀπεκοιμῶντο, εὕρισκον θλιβερὸν τέλος. Ἔχανον τὰ ἴχνη τῆς στρατιᾶς καὶ ἀποπλανώμενοι εἰς τὸ πέλαγος τῶν ἀμμολόφων τῆς ἐρήμου παρεδίδοντο εἰς τὸν βραδὺν θάνατον ἀπὸ τὴν ἔλλειψιν ὕδατος καὶ τροφῆς. Ὁ ἴδιος ὁ βασιλεὺς δὲν ὑπέφερεν ὀλιγώτερον ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Ὡς ἁπλοῦς στρατιώτης ὑπεβάλλετο εἰς ὅλας τὰς κακουχίας καὶ τὰς στερήσεις. Τέλος, ἐξηντλημένη καὶ ἀποδεκατισμένη ἔφθασεν ἡ στρατιὰ εἰς τὰ Ποῦρα , πρωτεύουσαν τῆς Γεδρωσίας, ὅπου εὗρεν ἀφθονίαν ἀγαθῶν[5].
Ἀπὸ ἐκεῖ ἐπροχώρησεν ὁ Ἀλέξανδρος εἰς τὴν Καρμανίαν (σήμερον Κερμάν), ὅπου ἔφθασε καὶ ὁ Κράτερος μὲ τὸν στρατὸν καὶ τοὺς ἐλέφαντας. Μαζὶ μὲ τὸν Κράτερον ἦλθον καὶ ἄλλοι στρατηγοὶ καὶ σατράπαι διαφόρων περιοχῶν. Ἔφερον ἄνδρας, ὑποζύγια καὶ ἄφθονα τρόφιμα διὰ τὴν στρατιάν.
Μερικοὶ ἀπὸ τοὺς σατράπας κατηγορήθησαν τότε, ὅτι εἶχον κάμει καταχρήσεις καὶ ἄλλας πράξεις προσβλητικὰς διὰ τὴν μακεδονικὴν διοίκησιν. Ἡ ταχεῖα καὶ αὐστηρὰ τιμωρία ὅσων ἀπεδείχθησαν ἔνοχοι ἐπροξένησε βαθεῖαν ἐντύπωσιν εἰς τοὺς ἐντοπίους, τοὺς Μακεδόνας καὶ τοὺς ἄλλους Ἕλληνας. Ὅλοι ἀντελήφθησαν καὶ ἐξετίμησαν τὴν ἀντιπάθειαν τοῦ βασιλέως πρὸς τοὺς πονηροὺς καὶ τοὺς κερδοσκόπους. Εἰς τὸ πρόσωπόν του ἔβλεπον τὸν προστάτην τῶν εὐγενῶν καὶ ἀγαθῶν πράξεων καὶ τὸν διώκτην τῆς κακίας.
Κατὰ τὸν ἴδιον χρόνον κατέπλευσε καὶ ὁ Νέαρχος εἰς τὴν Καρμανίαν. Τότε ὁ Ἀλέξανδρος αὐτὸν μέν διέταξε νὰ πλεύσῃ εἰς τὰς ἐκβολὰς τοῦ Τίγρητος, τὸν δὲ Ἡφαιστίωνα μέ ἰσχυρὸν μέρος τοῦ στρατοῦ νὰ προχωρήσῃ διὰ τῆς παραλίας εἰς τὴν Περσίαν. Ὁ ἴδιος μὲ τὸν ὑπόλοιπον στρατὸν διηυθύνθη εἰς τὰς Πασαργάδας.
Τὸν Μάρτιον τοῦ 324 π.Χ. ἦλθεν εἰς τὰ Σοῦσα. Ἐκεῖ ἔφθασε καὶ ὁ Ἡφαιστίων. Μετ’ ὀλίγον κατέπλευσε καὶ ὁ Νέαρχος μὲ τὸ ναυτικόν. Ὁ Ἀλέξανδρος ἐνεθουσὶάσθη ἀπὸ τὰς διηγήσεις τοῦ Νεάρχου καὶ τὸν ἐτίμησε μὲ χρυσοῦν στέφανον διὰ τὸ καταπληκτικὸν κατὰ τοὺς χρόνους ἐκείνους ἐξερευνητικόν του ἔργον εἰς τὸν Ἰνδικόν.
Τὰ πορίσματα τῶν ἐρευνῶν του ἐξέθεσεν ἀργότερα ὁ Νέαρχος εἰς εἰδικὸν σύγγραμμα, τὸν «Παράπλουν»[6] , τοῦ ὁποίου ἐσώθησαν μόνον ὀλίγα ἀποσπάσματα. Ἀλλὰ καὶ τὰ ἐλάχιστα αὐτὰ τεμάχια προκαλοῦν τὸν θαυμασμὸν τῶν νεωτέρων ἐρευνητῶν διὰ τὴν ἀκρίβειαν τῆς περιγραφῆς καὶ τὴν ἀπαράμιλλον τόλμην τοῦ θαλασσοπόρου.
[1] Το ινδικό όνομα του βασιλιά Tαξίλη ήταν Αμπχί ή Αμπχίκα (αγγλικά: Ambhi ή Ambhika). Σε διάφορες πηγές αναφέρεται επίσης ως Ώμφις ή Όμφις ή Μώφις (αρχαία ελληνικά: Ώμφις, αγγλικά: Omphis), αλλά πιθανόν αυτό να ήταν το όνομα του γιού του και διαδόχου του, που μετονομάσθηκε ως Ταξίλης Β'. Οι Έλληνες πιθανολογείται ότι ονόμασαν τον βασιλιά Αμπχί ή Αμπχίκα ως Ταξίλη ή Ταξίλα, από το όνομα της πρωτεύουσάς του Τάξιλα (πλησίον της βρίσκεται και η σύγχρονη πόλη Αττόκ (αγγλικά Attock). Η λαϊκή παράδοση αναφέρει ότι ο Ταξίλης ήταν αυτός που γνώρισε στους Μακεδόνες τους ελέφαντες· «μάλιστα, όταν τους είδαν για πρώτη φορά στην Ινδία, τους πέρασαν για εχθρικό στρατό και ετοιμάστηκαν να τους πολεμήσου»ν, αν και φαίνεται ότι η γνώση για τους ελέφαντες προϋπήρχε (αφού υπολείμματα σκελετών ελεφάντων έχουν βρεθεί ακόμη και στη σημερινή Ελλάδα, την κοντινή Αίγυπτο και αλλού, όπου υπήρχε εύκολη πρόσβαση των αρχαίων Ελλήνων. Σύμφωνα με το έργο «Αλεξάνδρου Ανάβασις» ο ιστοριογράφος Αρριανός αναφέρεται στο πέρασμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου από την πόλη Ταξάσιλα. Την άνοιξη του 326 π.Χ., ο Μέγας Αλέξανδρος και ο στρατός του ξεκίνησαν για τα Τάξιλα. Εκεί τον συνάντησε ο γιος του βασιλιά Ταξίλη, ο Ώμφις, ο οποίος, σύμφωνα και με το Διόδωρο, υποδέχθηκε τον Μακεδόνα βασιλιά επισήμως δίνοντας του δώρα, ενώ παράλληλα οι διοικητές της περιοχής δήλωσαν την υποταγή τους. Ο Μέγας Αλέξανδρος ανταπέδωσε τα δώρα κι επιπλέον έδωσε στον Ώμφη (ή απέστειλε στον Ταξίλη) 1.000 τάλαντα, κάτι που εξόργισε τους Εταίρους, όπως αναφέρει ο Πλούταρχος. Ο Μέγας Αλέξανδρος στα Τάξιλα δέχθηκε ακόμη πρεσβεία του Αβισσάρη, βασιλιά των ορεσίβιων Ινδών, ενώ φαίνεται να συνάντησε για πρώτη φορά Βραχμάνους, όπως το φιλόσοφο Κάλανο ή Κάρανο, σύμφωνα με το Διόδωρο.
[2] Η περιοχή της Αόρνου που βρίσκεται σίγουρα πιο βόρεια της πόλης Άττοκ ή Αττόκ (αγγλικά: Attock) της Πενταποταμίας (της σημερινής περιοχής Παντζάμπ του Πακιστάν), ήταν μια καλά ενισχυμένη οχυρή θέση, στο βουνό με τα αρκετά στενά φαράγγια, σε μία στροφή του άνω ρου του Ινδού ποταμού. Το φρούριο βρισκόταν σε μια επίπεδη κορυφή στην οποία υπήρχε επάρκεια νερού που παρέχονταν από φυσικές πηγές και ήταν αρκετά ευρύ, ώστε να καλλιεργείται. Οι φύλακές του πίστευαν ότι δεν κινδύνευαν από ασιτία σε περίπτωση μιας επίθεσης – πολιορκίας. Οι αρχαίες πηγές δεν συμφωνούν όλες στην περιγραφή αυτού του οχυρού: Κατά τον Αρριανό η Άορνος Πέτρα (Πιρ Σαρ) ήταν βράχος απρόσβλητος και η μοναδική πρόσβαση ήταν μόνο ένα μονοπάτι, τεχνητό και δύσβατο. Το πόσο δύσκολη ήταν η πρόσβαση τονίζεται από το ελληνικό της όνομα (Ἄ-ορνος), που δηλώνει ότι ούτε «ὄρνις», δηλαδή πουλί, δεν μπορούσε να την πατήσει. Ωστόσο πιθανόν και να πρόκειται για εσφαλμένη ετυμολογία, διότι πολύ κοντά στο ελληνικό άορνος βρίσκεται ακουστικά το σανσκριτικό αβάρνα ή αβαράνα, που σημαίνει φρούριο ή κρησφύγετο. Η Άορνος Πέτρα είχε περιφέρεια περί τα 200 στάδια (37 χιλιόμετρα) και ύψος στο χαμηλότερο σημείο της 11 στάδια (περίπου 2 χιλιόμετρα). Στην κορυφή του βράχου άφθονο νερό άρδευε δάση και γη η οποία ήταν εύφορη και αρκετή για να δουλέψουν 1.000 άνθρωποι. Δηλαδή ήταν τεράστια η δυσκολία για τους πολιορκητές και απίστευτη η άνεση για τους πολιορκημένους. Κατά τον Διόδωρο, ήταν κυκλικός βράχος, ύψους 16 σταδίων (περίπου 3 χιλιομέτρων), περιφέρειας 100 σταδίων (περίπου 18,5 χιλιόμετρα), άρα επιφάνειας περί τα 27 τχμ και στους νότιους πρόποδές του έρεε ο Ινδός (ποταμός). Ο Κουίντος Κούρτιος Ρούφος συμφωνεί ότι στους πρόποδες έρεε ο Ινδός, αλλά την περιγράφει ως κακοτράχαλη, κωνική και με μυτερή απόληξη. Πρέπει να θυμίσουμε ότι την επιβεβαιωμένη περιγραφή του Αρριανού ο Κούρτιος την έχει δώσει νωρίτερα και εσφαλμένα σε κάποιο φυσικό οχυρό της Αρείας. Φάση 1η: Η πιθανή πορεία του Αλεξάνδρου ως το φυσικό οχυρό της Αόρνου Πέτρας. Γειτονικές φυλές που αυτομόλησαν ή χρηματίσθηκαν, παραδόθηκαν ή συμμάχησαν με τον Μέγα Αλέξανδρο και προσφέρθηκαν να τον οδηγήσουν στο καλύτερο σημείο πρόσβασης του φρουρίου της Αόρνου Πέτρας. Ολόκληρη η στρατιά πλέον προέλασε προς το σημείο της Αόρνου Πέτρας, που τους υπέδειξαν οι Ινδοί αυτόμολοι, και στρατοπέδευσε. Ο Πτολεμαίος ο Σωτήρ που έγραψε το βιβλίο «Περί των Πράξεων του Αλεξάνδρου», που δεν σώθηκε, αλλά αναφέρεται σε έργο του Αρριανού, την γνωστή βιογραφία του στρατηλάτη «Αλεξάνδρου Ανάβασις» και ο γραμματέας και στρατηγός του Μεγάλου Αλεξάνδρου ο Ευμένης ο Καρδιανός, των οποίων τα κείμενα παρείχαν τις βασικές βιβλιογραφικές αναφορές για όλα αυτά στους μεταγενέστερους, πιστοποιούν ότι ο Μέγας Αλέξανδρος ενίσχυσε τις δυνάμεις του που στρατοπέδευαν προς τα δυτικά και τις περιφρούρησε με φράκτη και τάφρο. Αυτό αυξάνει την πιθανότητα στην περιοχή να ιδρύθηκε μια ακόμα Αλεξάνδρεια πόλη με τα χαρακτηριστικά της μακεδονικής φρουράς, με το όνομα Αλεξάνδρεια Άορνος ή Αλεξάνδρεια Αόρνου Πέτρας, αλλά προς το παρόν δεν υπάρχει σχετική αρχαιολογική επιβεβαίωση. Τα σήματα φωτιάς που χρησιμοποιούσε το μακεδονικό σώμα, προειδοποίησε επίσης τους υπερασπιστές της Αόρνου Πέτρας με αποτέλεσμα να χρειαστούν δύο ημέρες επιπλέον αψιμαχίες στα στενά φαράγγια και τον Αλέξανδρο να εξαναγκάζεται σε ανασύνταξη των δυνάμεών του. Φάση 2η: Ο Αλέξανδρος διατάσσει τους στρατιώτες του να κατασκευάσουν από 100 πασσάλους ο καθένας, ώστε το μηχανικό σώμα να κλείσει με πρόσχωση τη χαράδρα ανάμεσα στο στρατόπεδό του και την Άορνο Πέτρα. Στη βόρεια ευάλωτη πλευρά που οδηγούσε προς το φρούριο, ο Μέγας Αλέξανδρος και οι καταπέλτες του συνάντησαν ως εμπόδιο μια βαθιά χαράδρα. Προκειμένου να προχωρήσουν οι πολιορκητικές μηχανές και να γεφυρωθεί το φαράγγι, κατασκευάστηκε από το μηχανικό σώμα, ένα χωμάτινο ανάχωμα με ξυλουργικές εργασίες, φερτά υλικά και χώμα. Οι εργασίες του μηχανικού σώματος των πρώτων ημερών δημιούργησαν ένα ανάχωμα 50 μέτρων (50 m ~ 60 γιάρδες) και την πιθανότητα της επιτυχίας μιας πολιορκίας πιο κοντά, αλλά η αντιστήριξη που δημιουργήθηκε βιαστικά προς τις πλευρές του φαραγγιού κατέρρευσε και κατακρημνίστηκε πέφτοντας απότομα προς τα κάτω, με αποτέλεσμα η αρχική πρόοδος που είχε συντελεστεί να αρχίσει να επιβραδύνεται. Με το πρώτο φως της ημέρας οι στρατιώτες διατάχθηκαν να κόψουν από 100 πασσάλους ο καθένας. Μετά, πρώτος ο Αλέξανδρος άρχισε να ρίχνει χώμα στη πλαγιά από την κορυφή του λόφου, όπου είχαν στρατοπεδεύσει, για να δημιουργήσει πρόχωμα. Ήθελε να φτάσει στο ύψος του βράχου, ώστε τα τοξεύματά του να πλήττουν τους οχυρωμένους Ινδούς. Την πρώτη μέρα το πρόχωμα προχώρησε περί το ένα στάδιο (περίπου 185 μ). Τις επόμενες δύο μέρες οι εργασίες προχώρησαν υπό την κάλυψη καταπελτών από το σταθερό έδαφος και σφενδονητών από το πρόχωμα, που απέκρουαν τις επιθέσεις Ινδών κατά των εργαζομένων στην πρόσχωση. Φάση 3η: Την τέταρτη μέρα της πολιορκίας μερικοί Μακεδόνες καταλαμβάνουν ένα ύψωμα που είχε το ίδιο ύψος με την Άορνο Πέτρα. Ο Αλέξανδρος διατάσσει το μηχανικό σώμα να στρέψει την πρόσχωση προς εκείνο το ύψωμα, ώστε τα τοξεύματά του να εξαπολύονται κατά των Ινδών από το ίδιο ύψος με εκείνους. Παρ 'όλα αυτά, στο τέλος της τρίτης ημέρας, ένα χαμηλός χωμάτινος λόφος συνέδεε πλέον με το πλησιέστερο άκρο του βουνού του Πιρ Σαρ και ήταν εφικτή η έναρξη της πολιορκίας. Ο Μέγας Αλέξανδρος επικεφαλής στην πρώτη γραμμή έδωσε το πρόσταγμα της επίθεσης, ενώ σύντομα η πρώτη δύναμη κρούσης αποκρούστηκε με την ρήψη ογκόλιθων που εκτοξεύονταν από πάνω προς τα κάτω. Φάση 4η: Οι Ινδοί εκπλήσσονται από την επιμονή και την αποτελεσματικότητα των Μακεδόνων. Ζητούν διαπραγματεύσεις, αλλά στην πραγματικότητα θέλουν να κωλυσιεργήσουν, για να εγκαταλείψουν την Άορνο μέσα στη νύχτα. Ο Αλέξανδρος το πληροφορείται, δεν κάνει τίποτα για να εμποδίσει, αλλά στήνει ενέδρες και τους κατακόπτει κατά τη φυγή τους. Δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι η πρόσχωση τελικά έφτασε μέχρι το ύψος της Αόρνου Πέτρας, άλλωστε δεν ήταν πια απαραίτητο μετά την ήττα των Ινδών. Οι Ινδοί είχαν μείνει έκπληκτοι από την επιμονή και την αποτελεσματικότητα του μηχανικού των Μακεδόνων και ζήτησαν διαπραγματεύσεις. Όταν ο Αλέξανδρος έμαθε ότι σκόπευαν να κωλυσιεργήσουν μέχρι το βράδυ, οπότε θα ξεγλιστρούσαν από το βράχο, τους διευκόλυνε στην απαγκίστρωση. Ο Μέγας Αλέξανδρος ολοκλήρωσε την πολιορκία της Αόρνου Πέτρας, σκοτώνοντας μερικούς φυγάδες που δεν παραδόθηκαν, σύμφωνα με τον σύγχρονο βιογράφο του Μεγάλου Αλεξάνδρου Ρόμπιν Λάνε Φοξ, ή πιο υπερβολικά αναφερόμενα, από τον Αρριανό με μια σφαγή. Είχε στήσει ενέδρες, τους επετέθη και σκότωσε πολλούς κατά τη φυγή τους, όπως λέει ο Αρριανός. Κατά τον Διόδωρο απλώς τους άφησε να διαφύγουν, αλλά αυτή η εκδοχή δεν είναι συνεπής με τη γενικότερη τακτική του. Ίσως ο Διόδωρος θέλησε να αντισταθμίσει την αρνητική εικόνα του Αλεξάνδρου, που δίνει στη σφαγή των μισθοφόρων στα Μάσσαγα. Ο Κούρτιος δεν αναφέρει τίποτα για τη μετάβαση του Αλεξάνδρου από την Άορνο Πέτρα στον Ινδό ποταμό και ξανά πίσω, ούτε για την προετοιμασία μακρόχρονης πολιορκίας, ούτε για την αντίσταση στην προσέγγιση του Αλεξάνδρου στην Άορνο Πέτρα, ενώ για την κατάληψή της λέει ότι χρησιμοποιήθηκαν αναρριχητές, όπως και στη Σογδιανή Πέτρα. Λέει ότι οι Ινδοί προέβαλαν αποτελεσματική άμυνα, σκότωσαν αρκετούς αναρριχητές και πανηγύριζαν με τυμπανοκρουσίες επί δύο ημέρες. Εντούτοις για κάποιο λόγο, που δεν εξηγεί ο Ρωμαίος ιστορικός, την τρίτη νύχτα άρχισαν να εγκαταλείπουν το οχυρό. Τότε ο Αλέξανδρος διέταξε όλη τη στρατιά να αλαλάξει, οι Ινδοί πίστεψαν ότι δέχονταν γενική επίθεση, πανικοβλήθηκαν και προσπαθώντας να ξεφύγουν μέσα στο σκοτάδι οι περισσότεροι σκοτώθηκαν στους αδιάβατους γκρεμούς της περιοχής. Ο ίδιος ο Μέγας Αλέξανδρος ανήλθε εντός του φρουρίου, πανηγυρικά, αφού ανασύρθηκε ως το γείσο των τειχών με σε ένα σχοινί. Για τον εορτασμό των επινικείων χτίστηκε ναός και θυσιαστήρια προς την Νίκαια Αθηνά, τα ίχνη της οποίας εντοπίστηκαν από τον Άουρελ Στάιν το 1926. Κάπως έτσι ο Αλέξανδρος κατέλαβε τον βράχο, τον οποίο ο μύθος ήθελε απόρθητο ακόμη και από τον Ηρακλή. Πιθανόν δε να μην πρόκειται για τον Ηρακλή του ελληνικού πανθέου, κι ο Αρριανός πιστεύει ότι μάλλον πρόκειται για τοπικό μύθο, τον οποίο οι επικοινωνιολόγοι του Αλεξάνδρου ευχαρίστως υιοθέτησαν για να μεγεθύνουν το κατόρθωμά του. Οι Ινδοί, που τον καθοδήγησαν, πήραν 80 τάλαντα ως αμοιβή για τις υπηρεσίες τους. Στην κορυφή του βράχου ο Αλέξανδρος έκανε θυσίες στην Αθηνά Νίκη, κατασκεύασε φρούριο και εγκατέστησε ως φρούραρχο τον Σισίκοτο, έναν Ινδό αυτόμολο. Ο στόχος του Μεγάλου Αλεξάνδρου μετά την Άορνο στις αρχές της άνοιξης του επόμενου έτους 326 π.Χ., ήταν να συνδυάσει τις δυνάμεις του με αυτές του βασιλιά Ταξίλη, που ήταν βασιλιάς του ινδικού βασιλείου των Τάξιλα ή Ταξάσιλα, ενάντια του γείτονά του βασιλιά Πώρου που ήταν ο βασιλιάς της περιοχής του ποταμού Υδάσπη. Ο Μέγας Αλέξανδρος ήταν πλέον ελεύθερος να συνεχίσει το ταξίδι του στην Πενταποταμία (σήμερα: Παντζάμπ) και η φήμη του αήττητου φαινόταν να δημιουργείται μετά την Περσία και για την Αρχαία Ινδία. Θα ακολουθούσε σύντομα η επίσης νικηφόρος Μάχη του Υδάσπη.
[3] Ο Πῶρος ήταν βασιλιάς ενός αρχαίου ινδικού κράτους, στο σημερινό Παντζάμπ. Το βασίλειό του βρισκόταν ανάμεσα στους ποταμούς Τζέλουμ και Τσέναμπ. Είναι γνωστός για τη μάχη που έδωσε κατά του Μεγάλου Αλεξάνδρου, το 326 π.Χ., στον ποταμό Υδάσπη
[4] Σύμφωνα με τον Αρριανό, το ύψος του Πώρου ήταν πάνω από πέντε πήχεις. Αντιθέτως, ο Πλούταρχος, υποστηρίζει πως ο Πώρος έφτανε τους τέσσερις πήχεις και τη μία σπιθαμή. Όπως και να 'χει, το παράστημα του Ινδού βασιλιά εντυπωσίασε τον Αλέξανδρο.
[5] Στις 60 μέρες της πορείας στην έρημο ο Αλέξανδρος έχασε τουλάχιστον 12.000 άνδρες, επιπροσθέτως της απώλειας αμέτρητων ζώων, ακόλουθων του καραβανιού, καθώς και το μεγαλύτερο μέρος αυτού. Κάποιοι ιστορικοί αναφέρουν ότι έχασε τα δύο τρίτα του στρατού του κάτω από τις δυσμενείς συνθήκες της ερήμου. Αυτό το νούμερο όμως είναι πιθανόν να βασίζεται σε υπερβολική αναφορά της δύναμής του πριν την πορεία, που εκτιμάται σε όχι λιγότερο από 30.000 στρατιώτες. Υπάρχουν δύο αντίπαλες θεωρίες για το γιατί ο Αλέξανδρος επέλεξε την πορεία διά της ερήμου, αντί της πιο εύκολης πορείας κατά μήκος της ακτής. Η πρώτη υποστηρίζει ότι ήταν μια απόφαση τιμωρίας των ανδρών του επειδή είχαν αρνηθεί να τον ακολουθήσουν δυτικά του ποταμού Ύφαση. Η άλλη υποστηρίζει ότι ο Αλέξανδρος προσπαθούσε να μιμηθεί και να επιτύχει στην προσπάθεια του Κύρου να διασχίσει την έρημο, προσπάθεια στην οποία ο δεύτερος είχε αποτύχει. Όποια και να ήταν τα κίνητρά του, η απόφαση του Αλέξανδρου να διασχίσει την έρημο της Γεδρωσίας θεωρείται ως το πιο σοβαρό λάθος του στην Ασιατική Εκστρατεία.
[6] Ξεκινώντας ο Νέαρχος από τον Υδάσπη ποταμό, έπλευσε στις ακτές του Περσικού κόλπου και έφτασε στις εκβολές του Ευφράτη ποταμού στην Ινδία. Αποκομμένος ο στόλος, χωρίς τρόφιμα και χωρίς την υποστήριξη του στρατού, περνώντας από άγνωστα μέρη έφτασε και μετά από πολλές δυσκολίες κατόρθωσε να φτάσει στο Ευφράτη, χάρη της ικανότητας του Νέαρχου που με πραότητα, αποφασιστικότητα και θάρρος ξεπέρασε τα εμπόδια και τη δεισιδαιμονία των ναυτών του που διογκώθηκε λόγω του άγνωστου του εγχειρήματος. Η κάθοδος του Ινδού ποταμού από το στόλο του Μ. Αλεξάνδρου με το ναύαρχο Νέαρχο και το μεγάλο ταξίδι από τις εκβολές του Ινδού ποταμού μέχρι τον Περσικό Κόλπο αποτελούν μια απ' τις μεγαλύτερες εποποιίες του Αρχαιοελληνικού Ναυτικού.
*δια τας υποσημειώσεις εχρησιμοποιήθησαν ποικίλα άρθρα υπό της
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου