τοῦ
ΝΙΚΟΛΑΟΥ
ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-πτυχιούχου κλασσικῆς φιλολογίας
πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
-μεταπτυχιακοῦ ἐφηρμοσμένης παιδαγωγικῆς
πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
Τὸ ὕδωρ ὡς ἤντλησας, τῆς αἰωνίου ζωῆς,
εὑροῦσα καθήμενον, παρὰ τὸ φρέαρ σεμνή, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἡμῶν, λόγοις σου
θεηγόροις, καὶ ἐν ἄθλοις ἀνδρείοις, ᾔσχυνας τὴν ἀπάτην, Ἰσαπόστολε Μάρτυς· διὸ
σὲ Ἀθληφόρε Φωτεινή, ὕμνοις γεραίρομεν
Ο έχων πνευματικάς
ανησυχίας, ασφαλώς θα έχη αναρωτηθεί εντός του: «Ούτος ο βίος, όντινα βιώνουμε
είναι ο αληθινός; Ούτως δέον να διάγωμε, ως είπον τινές εν οιμωγαίς και θρήνοις,
ή πλείστοι υλικών απολάυσεων;» «Ασφαλώς» βιάζονται μερικοί να απαντήσωσι. Γλέντα
την ζωήν όσον είσαι εν ζωή[1]. Μετά
απ’ αυτήν δεν υπάρχει τίποτα. Απόλαυσέ την όσον είσαι νέος. Ζήσε δε εντόνως. Άπαντες
εις τον χούν καταλήγομεν. Διατί ενόσω δύνασαι να διάγης εν ευζωίαν εσύ να
κατατρύχεσαι και να δυσαρεστής σώμα και επιθυμίες;
Όμως και εις αυτά
ακόμα απήντησεν ο ανδρείος Ηρακλής όταν επαρουσιάσθησαν ενώπιον του αι δύο γυναίκαι,
η Κακία και η Αρετή[2].
Όχι. Δεν είναι ούτος ο βίος. Η οδός εν τω κόσμω τούτο είναι δύσβατος. Θέλει αγώνας
και θυσίας. Στεφανώνεται ως νικητής μόνον όστις αγωνίζεται τον αγώναν τον καλόν.
Νικούσι άρα γε οι αράθυμοι και οι μη πονούντες; Ο ήρωας τα εννόησεν καλώς.
Είναι δυνατόν ο βίος
να είναι υλικός; Τότε τι είναι ο κόσμος των ιδεών, η νήσος των Μακάρων, ο Παράδεισος;
Τι είναι αύτη η φωνή που με πληγώνει εντός μου λέγουσα, καθ’ εκάστην που δοκιμάζω
τα πάντα της ύλης «Και τώρα τι; Ακόμα διψώ. Δεν με ξεδίψασες με ταύτα…». Ποια είναι
αυτή η φωνή που μου τα λέγει και τινές την απεκάλεσαν συνείδησιν και άλλοι, ως
ο σοφός Σωκράτης δαιμόνιον;
Στην Σαμάρεια[3] τω
33-34 μ.Χ περίπου ο Ιησούς είπε τι το σημαντικόν σε μια νέα κοπέλα που άκουγε τέτοιες
κραυγές εντός της και που έβλεπε ότι η ζωή που έκανε δεν είχε νόημα ως τότε[4]. Της είπε
«ὑμεῖς προσκυνεῖτε ὃ οὐκ οἴδατε». Τουτέστιν άλλως έλεγεν εις πάντας τα εξής «μωροί…
αγνοείτε τι εστί αληθής βίος κι όμως προσκυνείτε τον βίον αυτόν ως θεόν… βγαίνετε
καθημερινώς, διασκεδάζετε μέχρι πρωίας, βιώνετε βίον άσωτον και ακόλαστον, έχετε
πέντε άνδρας ή πέντε γυναίκας η εκάστη και ο έκαστος εξ υμών, ικανοποιείσθε ασκόπως
δαπανούντες τα σώματα υμών και μιαίνοντάς τα μεθ’ αλλήλων μέχρις να βρήτε το έτερον
κατάλληλον, ικανοποιείτε εν γένει άπασας τας αισθήσεις σας ως κτήνη, διότι τούτο
κάμνουσι κι εκείνα επειδή δεν διαθέτουν νούν, αφίοντες το πνεύμα που σας έδωκα
νεκρωμένον. Δέον να πιστεύετε εις όσα γνωρίζετε. Αναζητήσατέ με, μάθετέ με,
γνωρίσατε τον λόγον μου και πιστεύσατε εις αυτόν και τότε εγώ θα σας ξεδιψάσω. Όστις
δ’ ἂν πίῃ ἐκ τοῦ ὕδατος οὗ ἐγὼ δώσω αὐτῷ, οὐ μὴ διψήσῃ εἰς τὸν αἰῶνα, ἀλλὰ τὸ
ὕδωρ ὃ δώσω αὐτῷ, γενήσεται ἐν αὐτῷ πηγὴ ὕδατος ἁλλομένου εἰς ζωὴν αἰώνιον.»
Αλλά τούτο θέλει θάρρος.
Το ποιο δηλαδή; Η αυτογνωσία. Να παραδεχτής εντός σου ότι, ό,τι πίστευες ως τώρα
ήτο μια απάτη. Ότι έζης εις έναν ψεύτικον κόσμον. Ότι αλλού είναι η ζωή. Απαιτείται
ανδρεία. Θυμηθείτε ό,τι είπομεν ήδη. Η Αρετή επελέχθη υπό του ανδρείου Ηρακλέους.
Όχι από έναν τυχαίο θνητόν. Από εκείνον που τα έβαλε με λέοντες και κάπρους και
με αυτόν τον Άδη ακόμα. Και ο θεάνθρωπος Ιησούς δεν επαρουσιάσθη εις άπαντας
εις την ουσίαν. Ήρθεν εις την γήν όχι δια τους μικρόψυχους. Οι δειλοί τον ωδήγησαν
στον σταυρό. Εκείνοι που εθεώρουν ότι γνωρίζουν το συμφέρον των και το είχον
ταυτίσει με τα επίγεια αγαθά και απολαύσεις. Απεναντίας, όσοι πίστευσαν εις εκείνα
που γνώρισαν, που είδαν και ήκουσαν, εκείνοι οι ανδρείοι που δεν δίστασαν να αφήσουν
γυναίκες πίσω τους και παιδιά και όποια άλλην βιοτή ηύρον την αιώνια πηγή.
Εκείνη η παιδούλα
και νέα της Σαμάρειας ανεγνώρισε αν και γυναίκα με ανδρείαν την ψεύτικην ζωήν της.
Είχεν παραδώσει το σώμα της σε πέντε άνδρας ήδη σε νεανικήν ηλικίαν και επορεύετο
πλέον εις τον έκτον[5]
με τον οποίον εσυμβίωνε. Όμως δεν ησθάνετο
ευτυχίαν. Μάλλον αηδίαν ησθάνετο. Εναγωνίως αναζητεί από έναν άγνωστον δίχως
πολλά πολλά το αθάνατον νερόν «Κύριε, δός μοι τοῦτο τὸ ὕδωρ, ἵνα μὴ διψῶ μηδὲ
ἔρχωμαι ἐνθάδε ἀντλεῖν». Ντρόπιασε την απάτη, την ψεύτικη ζωή. Παραδέχθηκε την
κίβδηλη ζωή της σαν άντρας, αγέρωχα δίχως φωνές και κλάματα σαν γυναίκα. Και ήντλησεν
το ύδωρ της αιωνίου ζωής. Και αν μπόρεσε μια παιδίσκη, μια νεαρά από την Σαμάρεια
τόσους αιώνες πρίν, είναι αληθώς περίεργον που δεν δυνάμεθα ημείς, αν και λεγόμεθα
άνδρες να πολεμήσωμε την ψευτιά του συγχρόνου κόσμου τούτου.
[1] Ο Αρίστιππος ο
πρεσβύτερος ήταν φιλόσοφος, μαθητής του Σωκράτη και ιδρυτής της Κυρηναϊκής
Σχολής ή Ηδονιστικής Σχολής (435 – 355 π.Χ.). Τα αισθήματα τα διέκρινε σε
εκείνα που προκαλούν ηδονή και σε εκείνα που προκαλούν πόνο. Η ηδονή από τη
φύση της είναι ευάρεστη και αποτελεί αγαθό, ενώ ο πόνος, ως δυσάρεστος από τη
φύση του επίσης , αποτελεί κακό. Ύψιστος λοιπόν σκοπός του ανθρώπου είναι η
ηδονή και προς αυτόν το σκοπό πρέπει να κατατείνουν όλες οι πράξεις του. Αυτός
ο σκοπός εξάλλου κατά τον Αρίστιππο, αποτελεί την έκφραση της ανώτατης ηθικής.
Γι' αυτό είναι εντελώς αδιάφορη η πηγή προέλευσης των ηδονών.
[2] Ο μύθος που
σώθηκε από τον Ξενοφώντα, μας διηγείται το περιστατικό εκείνο, όταν ο Ηρακλής
καθισμένος σε κάποιο σταυροδρόμι, είδε να περνούν από μπροστά του δύο
πανέμορφες κοπέλες. Η μια του έδειξε έναν εύκολο δρόμο, φαρδύ και ίσιο, που αν
τον ακολουθούσε, θα χαιρόταν τη ζωή, αλλά θα έκανε ένα σωρό κακές πράξεις που
θα τον καταδίκαζαν στην κρίση των ανθρώπων. Αυτή ήταν η Κακία. Η άλλη κόρη, η
Αρετή, του έδειξε ένα δύσκολο δρόμο, γεμάτο κοφτερές πέτρες και αγκάθια, στενό
και δύσβατο, που θα τον βάδιζε δύσκολα, αλλά θα κέρδιζε στο τέλος του την
αναγνώριση από τους συνανθρώπους του. Έτσι ο Ηρακλής ακολούθησε την Αρετή,
προτιμώντας να υποφέρει για να διαβεί το δύσβατο δρόμο της, αλλά να γνωρίσει τη
δόξα και την τιμή με τις καλές του πράξεις και την αρετή του.
[3] Με
το όνομα Σαμάρεια εννοούμε την πόλη της Παλαιστίνης καθώς και μία απ' τις
τέσσερις μεγάλες επαρχίες της Παλαιστίνης στα ρωμαϊκά χρόνια, μεταξύ της
Γαλιλαίας και της Ιουδαίας. Η πόλη Σαμάρεια, κτισμένη πάνω στο Σομέρ, ιδρύθηκε
από το βασιλιά Αμρί, που την έκανε πρωτεύουσα του κράτους του, κτίζοντας
ανάκτορο και ναό στον Ιεχωβά, όπου τοποθέτησε το χρυσό μόσχο, όπως αναφέρει η
Παλαιά Διαθήκη. Στη συνέχεια η Σαμάρεια πέρασε στα χέρια διάφορων βασιλιάδων
της Δαμασκού και οι κάτοικοί της πήραν από τους κατακτητές διάφορες
ειδωλολατρικές συνήθειες. Η πόλη καταστράφηκε γύρω στο 2ο αιώνα π.Χ. και
ανοικοδομήθηκε ξανά από τον ανθύπατο Γυβίνιο και από τον Ηρώδη τον Μεγάλο και
πήρε το όνομα Σεβάστεια ή Σεβαστή. Εκτός από τη Σαμάρεια, στην επαρχία της
Σαμάρειας υπήρχαν οι πόλεις Καισάρεια, Συχέμ κ.ά. Οι Σαμαρείτες, επειδή κατά
καιρούς είχαν δεχτεί διάφορες ειδωλολατρικές επιδράσεις πάνω σε θρησκευτικά
ζητήματα, ήταν απομονωμένοι και οι Ιουδαίοι τους περιφρονούσαν. Μετά το κτίσιμο
του ναού του Σολομώντα στην Ιερουσαλήμ, οι Σαμαρείτες αποσπάστηκαν και λάτρευαν
το θεό σε ναό πάνω στο όρος Γαριζίν. Ο Ιησούς Χριστός αρχικά απαγόρεψε στους
μαθητές του να πάνε στη Σαμάρεια, αργότερα όμως πήγε εκεί ο ίδιος και δίδαξε.
Στην παραβολή του καλού Σαμαρείτη, ο Ιησούς Χριστός μας δίνει έντονα το
χαρακτήρα και την ιδιότητα του ανθρώπου, που τον περιφρονούν οι συνάνθρωποί
του, όμως αυτός εξακολουθεί να διατηρεί τον ανθρωπισμό του.
[4] Χαρακτηριστικά είναι
τα λόγια της: οἶδα ὅτι Μεσσίας ἔρχεται ὁ λεγόμενος Χριστός· ὅταν ἔλθῃ ἐκεῖνος,
ἀναγγελεῖ ἡμῖν πάντα. Άπαντα δηλούν ταύτα ότι ενδιαφέρετο, αναζητούσε σαν νέα,
ρωτούσε και μάθαινε όσα μπορούσε πνευματικά.
[5] λέγει αὐτῇ ὁ
Ἰησοῦς· καλῶς εἶπας ὅτι ἄνδρα οὐκ ἔχω· πέντε γὰρ ἄνδρας ἔσχες, καὶ νῦν ὃν ἔχεις
οὐκ ἔστι σου ἀνήρ· τοῦτο ἀληθὲς εἴρηκας.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου