ἐπιμελεία τοῦ
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-πτυχιούχου κλασσικῆς φιλολογίας
πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
-μεταπτυχιακοῦ ἐφηρμοσμένης παιδαγωγικῆς
πανεπιστημίου ἈθηνῶνΣας παρουσιάζω ενδεικτικώς τινάς λέξεις τας οποίας δέον να έχη εις τον νού του κάθε υποψήφιος. Οι περισσότερες ίσως φανούν ταπεινές, απλές ή άλλες και περίεργες. Ωστόσο σημασία να δοθή στις συνώνυμές τους. Είναι πιο πολύ ένα ερέθισμα και μια απόπειρα συγκεντρώσεως λέξεων από διαβάσματα σε διάφορα κριτήρια αξιολόγησης. Θα ακολουθήσουν κι άλλαι τέτοιαι απόπειραι…
Α
ἄβυσσος - βάραθρον, μέγα βάθος.ἀγέρωχος - ὑπερήφανος, ἀκατάδεκτος.
ᾄδω - ψάλλω, τραγουδῶ.
αἴγλη -λάμψις, ἀκτινοβολία δόξα φήμη μεγαλοπρέπεια.
αἰθρία - ξαστεριά.
αἰνίττομαι - ὑπονοῶ, ὁμιλῶ αἰνιγματωδῶς, ἀσαφῶς,
αἰωροῦμαι -εἶμαι μετέωρος, ἀνέρχομαι ἤ ταλαντεύομαι εἰς τὸν ἀέρα.
ἀκάθεκτος -ἀσυγκράτητος, ὁρμητικός.
ἀκαρὴς - ἐν ἀκαρεῖ, εἰς ἐλάχιστον χρονικὸν διάστημα, ἀμέσως, ἐντὸς δευτερολέπτου.
ἀλαζονεία - ὑπερηφάνεια.
ἀλαλάζω - φωνάζω ἰσχυρῶς.
ἀλάργα - μακρὰν (ἰταλ.).
ἀλώβητος - ὁ μὴ βλαβείς, ἀβλαβής.
ἀμαυρὸς - σκοτεινός, ὁ μὴ λάμπων.
ἀμαυρώνω - κάμνω τι σκοτεινόν, ἐλαττώνω τὴν λάμψην, θαμπώνω.
ἄμμουδα - βυθὸς θαλάσσης ἀμμώδης.
ἀμφιθέατρον -θέατρον κυκλοτερές ὴ αἵθουσα διαλέξεων μὲ κλιμακωτὰ ἑδώλια.
ἀναγέρνω - ξαπλώνω προχείρως πρὸς ἀνάπαυσιν.
ἀνάγομαι - ἀπομακρύνομαι.
ἀναδεύω - ἀνακατεύω.
ἀναρριχῶμαι - σκαρφαλώνω.
ἀπιθώνω - ἀποθέτω, τοποθετῶ.
ἀποδέλοιπο - ὑπόλοιπον, τὸ ἀπομένον.
ἀποφθεγματικὸς - ὁ ἐκφραζόμενος μέ συντόμους ἐκφράσεις.
ἀπρόσιτος - μὴ προσιτὸς (πρὸς - εἶμι), ἀπροσέγγιστος, ἀπλησίαστος, ἀπροσπέλαστος.
ἀργιλὲς - καπνοσῦριγξ μὲ μακρὸν σωλῆνα, εἰς τὸν ὁποῖον ὁ καπνὸς φθάνει, άφοῦ διέλθῃ ἀπὸ φιάλην ὕδατος (τουρκ.).
ἀρωγὸς - βοηθός, ὑπερασπιστής.
ἄσθμα - λαχάνισμα.
ἀσπαίρω - σπαρταρῶ.
Ἀσπροπόταμος - ὁ Ἀχελῷος.
αὔτανδρος - μετ’ αὐτῶν τῶν ἀνδρῶν, μὲ όλον τὸ πλήρωμα τοῦ πλοίου καὶ τοὺς ἐπιβστας.
αὐτόπτης - ὁ βλέπων μὲ τὰ ἴδια τὰ μάτια του.
αὐχάριστος - ἀχάριστος
αὐχμηρὸς -πλήρης αὐχμοῦ, ἀπεξηραμμένος, στεγνός, πνιγηρός.
ἀφάτνωτον -Χωρὶς φατνώματα, ἡμιτελές.
ἀφορία - ἔλλειψις παραγωγῆς, σπάνις.
Β
βαργομισμένος - βαρύγνωμος, ὠργισμένος κατά τινος, δύσθυμος.βδελύσσομαι - ἀποστρέφομαι, κοινῶς σιχαίνομαι.
Βεγγάζη - παραλιακὴ πόλις τῆς Β. ᾽Αφρικῆς.
βολὶς - βλῆμα ἢ ὅργανου βαλλόμενον εὶς τὸ βάθος τῆς θαλάσσης πρὸς καταμέτρησιν.
βόλτα - στροφή, ἀλλαγὴ πορεἴας ἱστιοφόρου.
βρατσέρα - ἱστιοφόρον πλοῖον μικροῦ ἐκτοπίσματος.
βρίκιον - ἱστιοφόρον μὲ δύο ἱστοὺς καὶ τετράγωνα ἱστία.
βρυασμὸς - τέρψις, πολλὴ εὐφροσύνη.
βυθῶ - βυθἴζομαι εἰς τὴν θάλασσαν.
Γ
γδοῦπος - βαρὺς κτύπος, βρόντος.γήλοφος - λοφίσκος ἀπὸ χῶμα.
γλαυκὸς - γαλανός.
Δ
δαψιλὸς - ἄφθονος, πλουσιοπάροχος, ἐλευθέριος, μεγαλόδῳρος, μέγας, ἄφθονος.δέος - φόβος, ἀνησυχία, τρόμος, ψυχικὴ ταραχή.
διάτορος - διαπεραστικός, ὀξύφωνος (διὰ - τορῶ- τρυπῶ).
δίνη - σπειροειδὴς κίνησις ῦδατος, κοινῶς ρουφήχτρα.
δῶμα - δωμάτιον, οἶκος, κατοικία.
Ε
ἔβενος - ξύλον συμπαγές, μαῦρον καὶ σκληρόν.εἰκαστικὸς - ὁ ἱκανὸς νὰ ἀπεικονίζῃ παρασταττκός· εἰκαστικαὶ τέχναι- αἱ καλαὶ τέχναι.
ἐκλιπάρησις - ἐπίμονος παράκλησις.
ἑλλανοδίκης - κριτὴς ἀγώνων, ἀγωνοδίκης.
ἐλλοχεύω - παραμονεύω.
ἐνάλιος χλωρὶς - σύνολον φυτῶν θαλασσίων.
ἕρπω - σύρομαι μἑ τὴν κοιλίαν, σύρομαι.
ἐφέστιος - ὁ ἐπὶ τῆς ἐστίας κείμενος.
Ζ
ζεῦξις - ἡ σύνδεσις διὰ ζεύγματος, διὰ προχείρου γεφύρας.Ζέφυρος - ὁ δυτικὸς ἄνεμος.
Η
ἡμιολία - ἱστιοφόρον πλοῖον μὲ δύο ἱστοὺς έλαφρῶς κεκλιμένους πρὸς τὴν πρύμνην, κοινῶς γολέτα.Θ
θάλπος - θερμότης, ζέστη (μᾶλλον εὐάρεστος), περίθαλψις, ἐμψύχωσις, ἐγκαρδίωσις.θηλυπρεπὴς - ὁ μὲ τρόπους γυναικείους.
θημωνιὰ - ὁ ἐκ δεματίων σιτηρῶν ἤ χόρτων σωρός.
Ι
ἴβις -πτηνὸν ἱερὸν διὰ τοὺς ἀρχαίους Αἰγυπτίους μὲ ράμφος μακρὸν καὶ κεκαμμένον.ἰλιγγιώδης - ποὺ προκαλεῖ ἴλιγγον.
ἴλιγγος - ζάλη, σκοτούρα, διατάραξις τῶν φρενῶν.
Κ
κοιλάρω - ρίπτω εἰς τὴν θάλασσαν δίκιυα ἤ παραγάδι.καμπτὴρ - ἡ καμπὴ τοῦ στίβου εἰς τὰ άρχαῖα στάδια.
καπούλια - τὰ νῶτα τῶν μεγάλων τετραπόδων ζώων.
καραδοκῶ - καιροφυλακτῶ.
κασσία - ἀρωματῶδες φυτόυ, φλοιὸς ἀρωματώδης (περίπου ὡς ἡ κανέλλα).
κατεσκληκὼς - (μετοχὴ ἀχρήστου ρ. κατασκέλλω) κάτισχνος, σκελετώδης, ἀπεξηραμμένος (πετσὶ καὶ κόκκαλο).
κέλυφος - τὸ ξυλῶδες περίβλημα τοῦ καρποῦ, τὸ κοινῶς λεγόμενον τσώφλι.
κιοτὴς - ἄνανδρος, δειλός, (τουρκ.).
κλιτὺς - πλευρὰ βουνοῦ, κατωφέρεια.
κομάντος - στρατιῶται διὰ δυσκόλους ἐπιχειρήσεις.
κορβέτα - πλοῖον ἱστιοφόρον τριίστιον.
κόρκωμα - γεῖσου γεφύρας.
κότινος - ἀγριελαία μεταφορικῶς βραβεῖον.
κουπαστὴ - τὸ ἀνώτατον χεῖλος τῶν τοιχωμάτων τοῦ πλοίου.
κράσπεδον - τὸ ἀκρότατον μέρος ἑνὸς πράγματος, ὁ ἐξέχων γῦρος.
Λ
λάβαρον - εἶδος σημαίας εἰς τοὺς Ρωμαίους καὶ τοὺς Βυζαντινούς· σημαία σωματείου.λιπόσαρκος - χωρὶς πολλὰς σάρκας, ἰσχνός, κοκκαλιάρης (λείπω - σάρξ).
Μ
μάνδαλος - τεμάχιον ξύλου ἤ σιδήρου, διὰ τοῦ ὁποίου ἀσφαλίζεται ἐσωτερικῶς ἡ θύρα.μάνα - τὸ σχοινίον, ἀπὸ τοῦ ὁποίου ἀναρτῶνται τὰ ἄγκιστρα τοῦ παραγαδιοῦ.
μαρμαρυγὴ - λάμψις, ἀκτινοβολία.
μελίφθογγος - μελίφωνος, γλυκύφωνος.
μένος - ὁρμὴ ψυχῆς, ἀκράτητος δύναμις, ἀκάθεκτος ὁρμή.
μεσαίων - τὸ χρονικὸν διάστημα ἀπὸ τοῦ Ε’ μέχρι τοῦ ΙΕ’ αἰῶνος.
μετάφρενον - τὸ μεταξὺ τῶν δύο ὠμοπλατῶν μέρος τῆς ράχεως.
μὴ γὰρ - μήπως, μὴ τάχα.
μολπὴ - χορός, ἆσμα μετὰ χοροῦ πρὸς τιμὴν θεοῦ ἢ ἥρωος.
μόχθος - κόπος, ταλαιπωρία, βασανισμός, ἀγωνία.
μπαλκόνι - ἐξώστης (ἱταλ.).
Ν
νάρθηξ - πρόναος τῆς ἐκκλησίας.νωδὸς - ἐστερημένος ὀδόντων.
Ο
ὀζώδης - ὁ ἔχων ὄζον ἤ ὄζους (ἐξόγκωμα), κόμβον, ἐξοχήν.οἰηματίας - ἀλαζών, ματαιόδοξος, καυχησιάρης.
οἰμωγὴ - στεναγμός, θρῆνος, ὀδυρμός.
ὁλίσθημα - παραπάτημα.
ὀλοφύρομαι - κλαίω, θρηνῶ.
Π
παγκρατὴς - κυρίαρχος.πάλλω - σείω ἰσχυρά, κινῶ ταχύτατα, κραδαίνω, δονῶ, θέτω εἰς παλινδρομικὴν κίνησιν.
πανοικεὶ - μὲ ὅλην τὴν οἰκογένειαν.
παράμαλλο - ἕκαστον τῶν νημάτων τοῦ παραγαδιοῦ τῶν φερόντων τὰ ἄγκιστρα.
πάρωρα - πέραν τῆς κανονικῆς ὥρας.
περιδινοῦμαι - περιστρέφομαι κυκλοτερῶς καὶ ταχέως, στροβιλίζομαι, στριφογυρίζομαι.
περίτεχνος - ὁ κατεσκευασμένος μὲ μεγάλην τέχνην.
πιχάει - ἐπιχύνει, ρίπτει πηλὸν ἢ ἄσβεστου.
πόρος - πέρασμα, διαβατὸν μέρος ποταμοῦ.
προαίρεσις - πρόθεσις, θέλησις, ἐπιθυμία.
πυρίκαυστος - πεπυρακτωμένος, ἐν πυρὶ κεκαυμένος.
Ρ
ράκος - ἔνδυμα ἐφθαρμένον.ραμαζάνι - ὑηστεία τῶν μωαμεθανῶν κατὰ τὴν ἡμέραν.
ρίψασπις - ὁ ἀπορρίψας τὴν ἀσπἴδα εἰς τὴν μάχην καὶ τρεπόμενος εἰς φυγήν, φυγόμαχος.
ρομφαία - εἶδος εὐθεἴας, μεγάλης καὶ πλατείας σπάθης.
ρωγμὴ - σχισμὴ εἰς μῆκος καὶ βάθος, ρῆγμα, σπάσιμο, ἄνοιγμα.
Σ
σαλαγῶ - κατευθύνω μέ φωνὰς τὰ βοσκήματα.σέλας - φῶς, φεγγοβολία, λάμψις.
σθεναρὸς - πλήρης σθένους, πλήρης ἠθικοῦ, δυνατός, ρωμαλέος, ψυχωμένος.
σκέλεθρον - σκελετός.
σκῆπτρον - ράβδος δηλοῦσα ἀξίωμα ὴ ἀρχήν.
σκήτη - μικρὰ μονὴ, ἐρημητήριον μοναχῶν.
σκουτέλα - (ἰταλ.) πιατέλλα, γαβάθα, πινάκιον (παροψίς).
σκῶμμα - πείραγμα.
σμῆνος - πλῆθος πτερωτῶν ἐντόμων, ἰδίως μελισσῶν.
σούρουπο - λυκόφως, όταν ἀρχίζῃ νὰ νυκτώνῃ.
σπαράζω - (ὼς ἀμετάβατον) κινοῦμαι.
σπάραχνα - βράγχια, τὰ ἀναπνευστικὰ ὅργανα τῶν ἰχθύων.
σπινθὴρ - σπίθα.
στόμφος - πομπῶδες ῦφος κατὰ τὴν ὁμηλίαν, καυχηστολογία.
στριγγιὰ - ὀξεῖα διαπεραστικὴ φωνή.
συνωρὶς - ζεῦγος ἴππων ὡς καὶ προσώπων.
Σφὰξ - πόλις τῆς Τύνιδος.
σφρῖγος - εὐρωστια, ζωηρότης.
σφριγῶ - ἔχω σφρῖγος, ἔχω ζωηρότητα.
Τ
τανύω - τείνω, τευτώνω, ἁπλώνω ὅσο μπορῶ, ἁπλώνω διάπλατα.ταχιὰ - αὔριον, λίαν πρωί
τὶ ἤ τ’ - διότι.
τορπιλλάκατος - πλοιάριον ὡπλισμενον μὲ τορπίλλας.
τραγάνα - εδαφος πετρωδες στὸ βυθό τῆς θάλασσας.
τρυφηλὸς - ὁ διάγων βίον γεμάτον ἀπὸ ἀνέσεις. Ὁ εχων τρυφήν δηλ. καλοπέρασιν.
τσελίκι - (τουρκ.) χάλυψ, ἀτσάλι, ἄνθρωπος ρωμαλέος, ὑγιέστατος.
Υ
ὑπέρμαχος - ὑπερασπιστής, προστάτης.ὑπεροψία - ἀλαζονεία, ἀδικαιολόγητος ὑπερηφάνεια.
ὑπηχῶ - ἀντηχῶ θαθιά.
ὑποφώσκω - φέγγω ἀμυδρῶς, ἀρχίζω νὰ φέγγω, νὰ ξεφωτίζω (χαραυγή).
Φ
φιλαυτία - ἡ ὑπερβολικὴ καὶ ἐγωιστικὴ ἀγάπη.φιλέκδικος - ἐκδικητικός.
φιλοσκώμμων - ὁ ἀγαπῶν τὸ σκῶμμα, τὰ ἀστεῖα.
φιρμάνιον - διάταγμα βασὶλέως ἢ σουλτάνου.
φλοκάτα - παχὺ μάλλινον ἐπανωφόρι τῶν ποιμένων, ἔχει ἄφθονον χνούδι καὶ φλόκκους, φουντωτοὺς θυσάνους λέγεται ἄλλως καὶ κάπα.
φρεγάδα - πολεμικὸν πλοῖον.
φυκιάδες - μέρη γεμᾶτα ἀπὸ φύκη.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου