Ρηγοπούλου Πέπη
Η ώρα μοιάζει να
μην προσφέρεται για να μιλάμε για ιδέες και για Πολιτισμό. Όταν οι άνθρωποι
πένονται, εξευτελίζονται, συνθλίβονται από την κρίση, κάθε τέτοια συζήτηση
κινδυνεύει να φανεί πολυτέλεια. Ωστόσο, οι προσπάθειες, οι αγώνες δεν μπορούν
να αποκτήσουν δύναμη και διάρκεια χωρίς όραμα. Και η παιδεία, με τη μορφή της
εκπαίδευσης είτε με όποια άλλη, πρέπει να εκφράζει το όραμά μας σχετικά με το
μέλλον όλων μας, αλλά πρωτίστως των νέων. Τα ερωτήματα και οι σκέψεις που ακολουθούν,
τμήμα εισήγησής μου σε συνάντηση εικαστικών, ας θεωρηθούν μια μικρή συμβολή
προς την κατεύθυνση αυτή.
Ποια παιδεία, ποιοι άνθρωποι, ποια κοινωνία; Ή,
αλλιώς, ποια πρέπει να είναι η ουσία, τα μέσα, ο στόχος, μιας άλλης εικαστικής
παιδείας;
Το ζήτημα της
οριοθέτησης του πεδίου: Πριν από κάποιες δεκαετίες ή και λιγότερο, η θεσμική
μορφή, το περιεχόμενο και ο στόχος της εικαστικής παιδείας ήταν ή έμοιαζαν λίγο
πολύ καθορισμένα. Ο υποψήφιος εικαστικός πήγαινε σε φροντιστήριο, εισερχόταν
στην Καλών Τεχνών της Αθήνας, μοναδική τότε, για να γίνει επαγγελματίας
εικαστικός και, ενδεχομένως, μέλος του επιμελητηρίου. Η επαγγελματική
πραγματικότητα, ωστόσο, ήταν ότι ήδη 1 στους 10 μόνο ζούσε από την τέχνη του.
Οι υπόλοιποι ασκούσαν άλλα επαγγέλματα και τροφοδοτούσαν τις γκαλερί
πληρώνοντας το ενοίκιο για τις ατομικές ή/και συλλογικές εκθέσεις που
διοργάνωναν ανά δεκαετία.
Αντίστοιχα ήταν τα
πράγματα και στο θέατρο και γενικά στο θέαμα, όπου επίσης λίγοι ζούσαν από αυτό
που αγαπούσαν, και είναι πολύ περισσότεροι σήμερα, όταν η τηλεόραση έχει
κλείσει την πόρτα της στους ηθοποιούς. Πέρα από την επαγγελματική μοίρα, η
προϊούσα καλλιτεχνική όσμωση είναι σαφώς το δεύτερο αίτιο του γιατί
συνεξετάζονται «εικαστική» και «παραστατική» Παιδεία. Οι άνθρωποι του θεάτρου
έκαναν σπουδές σε ανώτερες σχολές ή αποκτούσαν δίπλωμα με τη διαδικασία των
«ξεχωριστών ταλέντων». Ακολουθούσε η άδεια, ενώ μια μειοψηφία έκανε καριέρα. Το
θέατρο «ήθελε λεφτά». Έπειτα από μια περίοδο σχετικής άνθησης, σήμερα, με το
απόλυτο περίπου μπλοκάρισμα των επιδοτήσεων, η κατάσταση έχει υποτροπιάσει σε
καταστάσεις χειρότερες από αυτές πριν από τη δικτατορία.
Τόσο στα εικαστικά
όσο και στις παραστατικές τέχνες, το επίπεδο, το περιεχόμενο και ο στόχος των
σπουδών ήταν παλιότερα μέσες άκρες προσδιορισμένα. Χαρισματικοί και λιγότερο
χαρισματικοί δάσκαλοι μυούσαν τους μαθητές στις αρχές της τέχνης που ήταν πάνω
- κάτω δεδομένες. Η θεωρητική θεμελίωση δεν γινόταν συστηματικά, αλλά από την
άλλη πλευρά υπήρχαν εικαστικοί δημιουργοί, όπως ο Τσαρούχης, ο Διαμαντόπουλος,
ο Γκίκας, που μπορούσαν να μιλούν και θεωρητικά για την τέχνη τους. Κάτι που
λείπει σήμερα, όταν ο λόγος για την τέχνη και η δημιουργία έχουν καταστεί
εξειδικεύσεις, σύμφωνα με ένα πρότυπο που αντλείται από τον καπιταλιστικό
καταμερισμό της εργασίας.
Η καλλιτεχνική και
η εν μέρει επαγγελματική καταξίωση κρινόταν βεβαίως και από τον Τύπο, τους
αγοραστές. Αλλά, παρ' όλα ταύτα, υπήρχε και το «ισνάφι» που είχε τη δική του
αξιολογική ιεραρχία. Έτσι, ακόμα και κάποιοι σημαντικοί δημιουργοί που
αδιαφορούσαν για τις δημόσιες σχέσεις μπορούσαν να επιζούν. Ο Διαμαντής
Διαμαντόπουλος ήταν ο Διαμαντόπουλος ακόμα κι αν είχε για δεκαετίες διακόψει
κάθε δημόσια προβολή και παρουσία. Σήμερα, σε όλο το φάσμα των τεχνών η
αξιολόγηση γίνεται από τα Μέσα και μάλιστα σε μια εποχή όπου σε παγκόσμιο
επίπεδο τείνουν να αντικατασταθούν οι κριτικοί τέχνης, θεάτρου, κινηματογράφου
από τους κοσμικογράφους.
Οι αλλαγές σήμερα
Αλλαγή του τι
είναι και τι δεν είναι εικαστικές (και παραστατικές) τέχνες. Νέες μορφές
εικαστικών τεχνών έχουν αναδυθεί από καιρό: Εγκατάσταση, περιβάλλον-δράση,
φωτογραφία, ηλεκτρονική τέχνη, σωματική τέχνη, περφόρμανς, βίντεο αρτ.
Η όσμωση μεταξύ
εικαστικών και παραστατικών τεχνών. Η όψις καθίσταται όλο και πιο κυρίαρχη στον
κόσμο του θεάτρου. Το «αναλόγιο» με έντονα τα στοιχεία των φωτισμών, του βίντεο
κ.λπ. καλύπτει σε έναν βαθμό την πενία του ρεπερτορίου. Η διαδικασία αυτή είναι
παράλληλη με αλλαγή των ορίων και του περιεχομένου του θεάτρου: Περφόρμανς, με
τη στενή και την ευρεία έννοια, σωματική τέχνη, χοροθέατρο, video κ.λπ. έχουν
εισδύσει και στο θεατρικό πεδίο. Ταυτόχρονα, τουλάχιστον από το 1970, η
εικαστική δημιουργία αναπτύσσεται σε έναν τρισδιάστατο χώρο πέρα από τα σύνορα
της ζωγραφικής, της γλυπτικής και της αρχιτεκτονικής, δημιουργώντας ανοίγματα
και ευκαιρίες, αλλά και τον κίνδυνο μιας αποδιοργάνωσης μέσα στην απαξίωση των
βασικών κωδίκων, ας πούμε αυτών που αφορούν το σχέδιο και το χρώμα, την ασάφεια
και την εύκολη γενίκευση. Το σύνολο των διεργασιών αυτών έχει πολύ μεγάλη
σημασία για τα προγράμματα σπουδών εικαστικών και παραστατικών τεχνών.
Η ανωτατοποίηση
των σπουδών θεάτρου έχει δείξει ακόμη πιο σαφώς παρά στο παρελθόν και τα
επαγγελματικά όριά της. Οι στρατιές των ανέργων καλλιτεχνών πρέπει να μας
κάνουν προσεκτικούς όταν εξαγγέλλουμε αρκετά εύκολα προγράμματα επαγγελματικής
αποκατάστασης, κατοχύρωσης κ.λπ. των καλλιτεχνών, έτσι που το επιθυμητό, το
δίκαιο και το εφικτό να μπορούν να συνυπάρξουν.
Το ζήτημα του
περιεχομένου των σπουδών σήμερα. Η πληθώρα των μορφών και των μέσων, και
μάλιστα μέσα σε ένα πνεύμα όπου όλα είναι όλα και τίποτε, συμβαδίζει συχνά με
την ένδεια στη γνώση των βασικών αξιών και κωδίκων. Η γνώση των στοιχείων αυτών
δεν έχει να κάνει με κάποιον συντηρητισμό, αλλά με το παγκόσμιο ζήτημα της
σημασίας της άυλης καλλιτεχνικής κληρονομιάς της ανθρωπότητας, που διαλύει
προγραμματικά ο νεοφιλελευθερισμός, αξιοποιώντας και τις παγίδες του
αφομοιωμένου και ελεγχόμενου προοδευτισμού.
Η βίαιη επιβολή
των στόχων τού νεοφιλελευθερισμού αποκαλύπτεται και μέσα από την αλλαγή
ολόκληρων των ανωτάτων σπουδών, οι οποίες, στην Ευρώπη και αλλού, οδηγούνται
στο να γίνουν εργαλεία της αγοράς. Όσο και όπως υπάρχει και αυτή μέσα στην
κρίση. Για τη σχετική με τις εικαστικές τέχνες παιδεία, αυτό σημαίνει παραγωγή
ανθρώπινων εργαλείων μιας χρήσεως, διαφημιστών και προπαγανδιστών στη θέση των
δημιουργών.
Η κατάσταση αυτή
υποβοηθείται συνειδητά είτε ασύνειδα από την κατάργηση των κριτηρίων από έναν
εκχυδαϊσμένο μεταμοντερνισμό. Από την αμφισβήτηση δηλαδή των αξιών του αληθούς,
του δικαίου και του ωραίου, όχι εν ονόματι του υψηλού κ.λπ., αλλά μιας σούπας
όπου χωρούν τα πάντα και κυρίως όσα υπηρετούν την ιδιοτέλεια των ατόμων και των
κυκλωμάτων που συναποτελούν την κάθετη και την οριζόντια εξουσία.
Το επαγγελματικό
ζήτημα στο πλαίσιο της σημερινής κρίσης: Από το «τρίτο θέατρο» του Μπάρμπα, στα
«τρίτα» και «τέταρτα» εικαστικά. Αυτοί που δημιουργούν δουλεύοντας αλλού και
αυτοί που δημιουργούν χωρίς πόρους. Λύση είναι να παλέψουμε για όλα τα
δικαιώματα, αλλά ταυτόχρονα να είμαστε έτοιμοι να δημιουργήσουμε και από το
υστέρημα.
Για μια νέα
σύλληψη του συνολικού (Gesamt-) ή ολικού (Total) έργου και των αντίστοιχων
σπουδών. Όχι απλώς η σύνθεση και η όσμωση των τεχνών, ήδη αίτημα του Βάγκνερ
και του πρωτοποριακού μοντερνισμού του 20ού αι., που κι αυτό πρέπει να
οργανωθεί προγραμματικά και όχι ευκαιριακά ή προσχηματικά και μάλιστα σε
διάλογο με τα δεδομένα της εποχής μας. Πράγμα που σημαίνει μια ουσιαστική σκέψη
για τους γενικούς στόχους της παιδείας, για την ουσία και την εξέλιξη των
τεχνών, για τη σχέση δασκάλου /μαθητή. Αλλά και η σύνδεση με το πολιτικό. Ένα
πολιτικό, που να αμφισβητεί και να δημιουργεί, πρέπει να προτείνεται ως ουσία
και φόρμα με όλες τις συνέπειες για την παιδεία.
Μια και μιλάμε για
παιδεία, ας θυμηθούμε ότι, προσφάτως, η Αθήνα δέχθηκε ένα πολύτιμο μάθημα.
Υποδέχθηκε την καθηγήτρια υποταγής και λιτότητας φράου Μέρκελ, που μας δήλωσε
ότι για την ώρα περάσαμε τις εξετάσεις και μάλιστα, αν παραμείνουμε το ίδιο
υπάκουοι, θα μπορέσουμε να αποφοιτήσουμε σε λιγότερο και από πέντε δεκαετίες,
έστω κι αν και αυτό το δίπλωμά μας θα είναι για τα σκουπίδια. Η παρέκβαση αυτή
στην πολιτική επικαιρότητα μας φέρνει αναπάντεχα και στο ζήτημα της καλλιτεχνικής
παιδείας. Αν και δεν το αντιλαμβανόμαστε πάντοτε, δανειζόμαστε συνήθως τις
ιδέες μας από εκεί που δανειζόμαστε και τα λεφτά μας κι αυτό γίνεται και στις
δύο περιπτώσεις με εξοντωτικούς όρους. Η πραγματική αγωνία της επίδρασης -και
να με συγχωρεί ο εξαιρετικός κριτικός της λογοτεχνίας Χάρολντ Μπλουμ- δεν είναι
όταν έχεις πρόγονο τον Όμηρο, τον Σαίξπηρ, τον Πανσέληνο ή τον Βαν Γκογκ, αλλά
όταν εισάγεις άνευ όρων, χωρίς να μπορείς παραλλήλως να παραγάγεις και να
εξαγάγεις τις πολιτισμικές σου δημιουργίες. Ας δούμε τι είμαστε χωρίς επιείκεια
για τα λάθη και τα κενά μας, αλλά και χωρίς εκ των προτέρων αυτοϋποτίμηση και
αυτοενοχοποίηση. Και ας προσπαθήσουμε , μαζί με τους άλλους λαούς του πλανήτη,
να οργανώσουμε έναν οριζόντιο πολιτισμικό διάλογο, απαλλαγμένο από τη
μεσολάβηση και τον έλεγχο των μεγάλων δυτικών κέντρων που αποφασίζουν για τις
καλλιτεχνικές μόδες και τις πλασματικές καλλιτεχνικές αξίες. Σε αυτή τη βάση
μπορεί να εδραιωθεί μια παιδεία που θα είναι και ένα πραγματικά συνολικό έργο
τέχνης.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου