ΣΤΕΛΛΑΣ ΜΠΑΖΑΚΟΥ
- ΜΑΡΑΓΚΟΥΔΑΚΗ
ἐπιμελεία τοῦ
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-πτυχιούχου κλασσικῆς φιλολογίας
πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
-μεταπτυχιακοῦ ἐφηρμοσμένης παιδαγωγικῆς
πανεπιστημίου ἈθηνῶνΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ὁ Πανηγυρικὸς κυκλοφόρησε τὸ καλοκαίρι τοῦ 380 π.Χ. μεταξὺ Ἰουλίου καὶ Σεπτεμβρίου. Ἡ χρονολογία εἶναι σίγουρη, γιατὶ οἱ πολιορκίες τῆς Ὀλύνθου καὶ τοῦ Φλειούντα — ποὺ ἀναφέρονται μέσα σὰ γεγονότα σύγχρονα καὶ διαρκοῦν ἀκόμα — ἄρχισαν τὸ 382 καὶ 381 π.Χ. καὶ τέλειωσαν τὸ 379 π.Χ.
Εἶναι ἀκόμα βέβαιο ὅτι ὁ ρήτορας δούλευε τὸ λόγο του αὐτὸν πάνω ἀπὸ δέκα χρόνια. Ἄρχισε νὰ σκέφτεται τὸ θέμα ὅταν ἄφηνε τὸ ἐπάγγελμα τοῦ λογογράφου, γύρω στὰ 392 π.Χ., τὴ χρονιὰ ποὺ ὁ Γοργίας ἀπάγγειλε στὴν Ὀλυμπία τὸν Ὀλυμπιακό του λόγο μὲ τὸ ἴδιο σχεδὸν θέμα καὶ τὴ χρονιά, ποὺ οἱ Πέρσες ἔπιασαν τὸν Ἀθηναῖο ναύαρχο Κόνωνα καὶ προκάλεσαν νέα ἔξαψη στὰ πνεύματα τῶν συμπατριωτῶν του.
Τὸ 388 π.Χ, ὁ Ὀλυμπιακὸς λόγος τοῦ Λυσία, ποὺ ἀπαγγέλθηκε πάλι στὴν Ὀλυμπία καὶ καλοῦσε τοὺς Ἑλληνες νὰ ἑνωθοῦν κατὰ τοῦ τυράννου τῶν Συρακουσῶν Διονυσίου, ἔδωσε νέα ἀφορμὴ στὸν Ἰσοκράτη. Ἀποφασιστικὴ ὅμως γιὰ τὴν ὁλοκλήρωση τοῦ λόγου αὐτοῦ στάθηκε ἡ ὑπογραφὴ τῆς Εἰρήνης τοῦ Ἀνταλκίδα τὸ 387 π.Χ., ποὺ παράδινε τὰ ἑλληνικὰ νησιὰ καὶ τὰ μικρασιατικὰ παράλια στὸν Πέρση βασιλιὰ καὶ ἀναγνώριζε σ’ αὐτὸν τὸ δικαίωμα νὰ ἐπεμβαίνη στὰ πράγματα τῆς Ἑλλάδας, καταρρακώνοντας ἔτσι τὸ γόητρο τῶν Ἑλλήνων. Ἡ εἰρήνη αὐτὴ δικαιολογημένα ἔφερε τὴν ἀγανάκτηση στὴν ψυχὴ τοῦ ρήτορα καὶ τοῦ ἐξασφάλισε ἄφθονα ἐπιχειρήματα γιὰ τὸ σκοπό του.
Ὅτι ὁ Πανηγυρινὸς εἶχε δουλευτῆ πρὶν ἀπὸ τὸ 387 π.Χ. εἶναι βέβαιο, γιατὶ ὡς τὴν παράγραφο 115 δὲ γίνεται καθόλου λόγος γιὰ τὴν Εἰρήνη τοῦ Ἀνταλκίδα, ποὺ θὰ τοῦ ἔδινε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ πλούσιο ὑλικὸ γιὰ τοὺς σκοπούς του. Μετὰ τὴν 115 καὶ ἐνῶ τὸ σχέδιο τοῦ λόγου σχεδὸν εἶναι ὁλοκληρωμένο, ὁ Ἰσοκράτης γράφει ἀκόμα 75 παραγράφους — εἶναι φανερὸ πὼς ἡ ἐπέκταση αὐτὴ ὀφείλεται στὶς νέες ἀνάγκες, ποὺ δημιούργησε ἡ ἀναγγελία τῆς συνθήκης ὄπου κυρίως κάνει δριμύτατη κριτικὴ κατὰ τῆς Εἰρήνης, ἐπικρίνει τὴν πολιτικὴ τῶν Λακεδαιμονίων καὶ τον προδοτικό τους ρόλο καὶ ἀναλύει τὴ σημασία καὶ τὶς ὀλέθριες συνέπειες ποὺ θὰ ἔχη αὐτὴ γιὰ τὴν Ἑλλάδα.
Ὁ λόγος γράφτηκε βέβαια μὲ τὴν εὐκαιρία μιᾶς Ὀλυμπιάδας πάλι, ἀλλὰ δὲν ἀπαγγέλθηκε στὴν Ὀλυμπία. Ἀπευθύνεται πρωταρχικὰ στοὺς μαθητές του μὲ σκοπὸ νὰ τοὺς διδάξη — ἀπὸ πολιτικὴ καὶ ρητορικὴ ἄποψη — ἀλλὰ καὶ εὐρύτερα προβάλλει σὲ ὅλο τὸ ἑλληνικὸ κοινὸ τὸ πολιτικό του πιστεύω, ὅπως διαμορφώθηκε ἀπὸ τὶς ἀνάγκες ἐκείνης τῆς ἱστορικῆς στιγμῆς: Νὰ ἑνωθοῦν ἐπιτέλους οἱ Ἕλληνες ἀφήνοντας τὴν καταλυτικὴ ἀντιζηλία καὶ τὰ μίση, ποὺ τοὺς ὁδήγησσν σὲ τέτοια παρακμή, καὶ ὅλοι μαζὶ νὰ στραφοῦν κατὰ τοῦ φυσικοῦ ἐχθροῦ τοῦ Ἑλληνισμοῦ, κατὰ τῶν βαρβάρων τῆς Ἀσίας, ποὺ τόσες συμφορὲς τοὺς ἔφεραν ὡς τώρα. Ἡ ἐκστρατεία αὐτὴ θὰ λύση ὅλα τὰ ὀξύτατα προβλήματα τῶν Ἑλλήνων — πολιτικά, κοινωνικά, οἰκονομικὰ — μὲ τὴν κατάχτηση νέων πλουσίων ἐδαφῶν, ὅπου θὰ ἐγκατασταθῆ μέγα μέρος τοῦ ἑλληνικοῦ πληθυσμοῦ, ποὺ πλεονάζει τώρα καὶ προκαλεῖ συμφόρηση στὸν ἑλληνικὸ χῶρο.
Τὴν ἡγεσία στὴν ἱερὴ αὐτὴ ἀποστολὴ φυσικὸ εἶναι νὰ τὴν ἀναλάβη ἡ Ἀθήνα, ἀφοῦ ἔχει πολλὰ πατροπαράδοτα καὶ ἀπαραβίαστα δικαιώματα γι’ αὐτό, δικαιώματα ποὺ τῆς τὰ παρέχει τόσο ἡ ἀρχαιότητα στὴν ἡγεμονία τῆς Ἑλλάδας, ὅσο καὶ ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο φέρθηκε ἀνέκαθεν στοὺς Ἕλληνες.
Μὲ τὴν εὐκαιρία, ἀκολουθώντας παλιὰ συνήθεια καλὰ δοκιμασμένη, πλέκει μὲ τρόπο ἔξοχο τὸ ἐγκώμιο τῶν Ἀθηνῶν καὶ ἐπιμένει — ὅπως πρὶν ἀπὸ 50 χρόνια ὁ Περικλὴς — στὰ πολιτιστικά της ἐπιτεύγματα, πού καθιέρωσαν τὴ λαμπρὴ πόλη στή συνείδηση τῶν Ἑλλήνων μὲ τὰ ὑλικὰ καὶ τὰ πνευματικὰ ἀγαθά, πού δημιούργησε καὶ πρόσφερε ἁπλόχερα γιὰ τὴν προκοπὴ καὶ τὴν εὐδαιμονία ὅλης τῆς Ἑλλάδας.
Ἀναγκαστικὰ θὰ ἀντιπαραθέση ἐδῶ καὶ τὴ σπαρτιατικὴ πολιτικὴ στὰ χρόνια τῆς ἡγεμονίας τῶν Λακεδαιμονίων, ἐπικρίνοντάς την αὐστηρά, ἰδιαίτερα μὲ τὰ ἐπιχειρήματα ποὺ τοῦ ἔδινε ἡ Εἰρήνη τοῦ Ἀνταλκίδα, γιὰ νὰ ἐνισχύση τὴ θέση του πὼς ἡ ἡγεμονία τῶν Ἑλλήνων ἀνήκει δικαιωματικὰ μόνο στὴν πόλη τὴ δικιά του.
Ὁ λόγος τοῦ ἰσοκράτη ἔχει, εἴπαμε, στόχο διπλό: Τὴν ἕνωση τοῦ ἑλληνισμοῦ ἀπὸ τὴ μιὰ καὶ τὴν ἀνάγκη τῆς ἐκστρατείας ἐνατίον τῶν βαρβάρων ἀπὸ τὴν ἄλλη. Παρουσιάζει ὅμως αὐστηρὴ ἑνότητα καὶ τὰ μέλη πειθαρχοῦν στὴν κεντρικὴ γραμμή. Θεωρεῖται δίκαια τὸ ἀριστούργημα τῆς πολιτικῆς κριτικῆς καὶ συγκεντρώνει ὅλες τὶς ἀρετὲς τῆς ὥριμης πιὰ ρητορικῆς τέχνης. Μόλο ποὺ οἱ ἰδέες του δὲν ἀκούγονται γιὰ πρώτη φορὰ στὴν Ἑλλάδα, ὁ ἔξοχος χειρισμὸς τοῦ θέματος ἀπὸ τὸν Ἰσοκράτη ἔκαμε νὰ ξεχαστοῦν ὅλα τὰ προηγούμενα ἔργα, ποὺ παρουσίαζαν τὸ ἴδιο πρόβλημα.
Ἡ ἐπίδραση τοῦ Πανηγυρικοῦ πάνω στὰ πολιτικὰ γεγονότα τῆς ἐποχῆς εἶναι βέβαια δύσκολο νὰ ἀποδειχτῆ. Μποροῦμε ὅμως νὰ ποῦμε μὲ κάποια βεβαιότητα πὼς προετοίμασε τὸ ἔδαφος γιὰ τὴ δεύτερη ἀθηναϊκὴ συμμαχία, ποὺ ἔγινε σὲ δυὸ χρόνια — τὸ 378 π.Χ. — καὶ ἀκόμα πὼς εἶχε κάποια ἐπίδραση, ἔστω καὶ ἔμμεση, στὰ μεταγενέστερα πολιτικὰ γεγονότα, ὅταν πραγματοποιήθηκε ἡ νίκη τῆς Ἑλλάδας κατὰ τῶν Περσῶν μὲ τὴν ἐκστρατεία τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου.
Γιὰ τὴ φιλολογικὴ ὅμως ἐπίδραση τοῦ Πανηγυρικοῦ μποροῦμε νὰ εἴμαστε πιὸ κατηγορηματικοί: Ἦταν ἀπὸ τὰ ἀρχαῖα χρόνια ὁ πιὸ γνωστός, ὁ πιὸ διαβασμένος λόγος, ποὺ εἶχε τοὺς περισσότερους μιμητές. Τὸ ὕφος καὶ οἱ ἰδέες του στάθηκαν πρότυπο γιὰ ὅλους τοὺς μεταγενέστερους, ποὺ ἐπανέρχονται στὸ πρόβλημα τῶν σχέσεων Ἑλλάδας καὶ Περσίας. Ἦταν ἀκόμα ὁ λόγος ποὺ προτιμοῦσε καὶ ὁ Ἰσοκράτης καὶ ὡς τὰ τελευταῖα χρόνια του μιλάει πάντα μὲ ἰδιαίτερη ἀγάπη γι’ αὐτόν. (Φίλιππος, & 84-85)
ΠΑΝΗΓΥΡΙΚΟΣ
ΠΡΟΟΙΜΙΟ Τὸ θέμα καὶ ὁ χειρισμός του.
1 Πολλάκις ἐθαύμασα τῶν τὰς πανηγύρεις συναγαγόντων καὶ τοὺς γυμνικοὺς ἀγῶνας καταστησάντων, ὅτι τὰς μὲν τῶν σωμάτων εὐτυχίας οὕτω μεγάλων δωρεῶν ἠξίωσαν, τοῖς δ’ ὑπὲρ τῶν κοινῶν ἰδίᾳ πονήσασι καὶ τὰς αὑτῶν ψυχὰς οὕτω παρασκευάσασιν ὥστε καὶ τοὺς ἄλλους ὠφελεῖν δύνασθαι, τούτοις δ’ οὐδεμίαν τιμὴν ἀπένειμαν, ὧν εἰκὸς ἦν αὐτοὺς μᾶλλον ποιήσασθαι πρόνοιαν·
1 Πολλὲς φορες ἀπόρησα μὲ αὐτοὺς που καθιέρωσαν τὶς θρησκευτικὲς γιορτὲς καὶ ὀργάνωσαν τοὺς ἀθλητικοὺς ἀγῶνες1: Ἔκριναν ἄξιες γιὰ τόσο μεγάλα ἔπαθλα τὶς ἱκανότητες τοῦ σώματος, ἐνῶ αὐτοὺς ποὺ κοπίασαν προσωπικὰ γιὰ τὸ κοινὸ καλὸ καὶ καλλιέργησαν ἔτσι τὸν ψυχικό τους κόσμο ὥστε νὰ εἶναι σὲ θέση νὰ ὠφελήση καὶ τοὺς ἄλλους, σ’ αὐτοὺς δὲν ἔδωσαν καμιὰ τιμητικὴ διάκριση.
2 τῶν μὲν γὰρ ἀθλητῶν δὶς τοσαύτην ῥώμὴν λαβόντων οὐδὲν ἂν πλέον γένοιτο τοῖς ἄλλοις, ἑνὸς δ’ ἀνδρὸς εὖ φρονήσαντος ἅπαντες ἂν ἀπολαύσειαν οἱ βουλόμενοι κοινωνεῖν τῆς ἐκείνου διανοίας.
2 Καί ὅμως τὸ σωστὸ θὰ ἦταν γι’ αὐτοὺς κυρίως νὰ νοιαστοῦν· γιατὶ δυὸ φορὲς τόση δύναμη καὶ ἂν ἀποχτοῦσαν οἱ ἀθλητές, οἱ ἄλλοι δὲ θὰ εἶχαν νὰ κερδίσουν τίποτα παραπάνω· ἀντίθετα, καὶ ἕνας μονάχα ἄνθρωπος ἂν σκεφτόταν σωστά, ὅλοι θὰ ἦταν δυνατὸ νὰ ὠφεληθοῦν, ὅσοι θὰ ἤθελαν νὰ γειυτοῦν τὴ γνώση ἐκείνου.
3 Οὐ μὴν ἐπὶ τούτεις ἀθυμήσας εἱλόμην ῥᾳθυμεῖν, ἀλλ’ ἱκανὸν νομίσας ἆθλον ἔσεσθαί μοι τὴν δόξαν τὴν ἀπ’ αὐτοῦ τοῦ λόγου γενησομένην ἥκω συμρουλεύσων περί τε τοῦ πολέμου τοῦ πρὸς τοὺς βαρβάρους καὶ τῆς ὁμονοίας τῆς πρὸς ἡμᾶς αὐτούς, οὐκ ἀγνοῶν ὅτι πολλοὶ τῶν προσποιησαμένων εἶναι σοφιστῶν ἐπὶ τοῦτον τὸν λόγον ὥρμησαν,
3 Ὅμως δὲν ἀπογοητεύτηκα ἀπὸ αὐτὸ ὥστε νὰ ἀδρανήσω. Ἔκρινα ἀρκετὸ ἔπαθλο τὴ φήμη ποὺ θὰ μοῦ φέρη αὐτὸς ὁ λόγος καὶ ἦρθα νὰ δώσω γνώμη καὶ γιὰ τὸν πόλεμο μὲ τοὺς βαρβάρους καὶ γιὰ τὴν ἀνάγκη νὰ μονοιάσουμε μεταξύ μας, καὶ ἂς ξέρω καλὰ ὅτι πολλοὶ ἀπὸ ὅσους κάνουνε τοὺς σοφιστὲς2 ἔχουν κιόλας ἀσχοληθῆ μὲ αὐτὸ τὸ θέμα3.
4 ἀλλ’ ἅμα μὲν ἐλπίζων τοσοῦτον διοίσειν ὥστε τοῖς ἄλλοις μηδὲν πώποτε δοκεῖν εἰρῆσθαι περὶ αὐτῶν, ἅμα δὲ προκρίνας τούτους καλλίστους εἶναι τῶν λόγων, οἵτινες περὶ μεγίστων τυγχάνουσιν ὄντες καὶ τούς τε λέγοντα μάλιστ’ ἐπιδεικνύουσι καὶ τοὺς ἀκούοντατ πλεῖστ’ ὠφελοῦσιν ὧν εἷς οὗτός ἐστιν.
4 Ἔχω, βλέπετε, τὴν ἐλπίδα πὼς θὰ ξεχωρίσω τόσο ἀπὸ κείνους, ὥστε νὰ δημιουργηθῆ ἡ ἐντύπωση πὼς τίποτα σχετικὸ δὲν εἴπανε ποτέ. Ὕστερα θεωρῶ ἀρίστους τοὺς λόγους ποὺ ἀναφέρονται στὰ πιὸ σοβαρὰ θέματα. Αὐτοὶ προβάλλουν τὴν ἀξία τοῦ ρήτορα καὶ ὅσους τοὺς ἀκοῦν τοὺς ὠφελοῦν πολύ. Τέτοιος εἶναι καὶ ὁ λόγος ποὺ θὰ πῶ.
5 Ἔπειτ’ οὐδ’ οἱ καιροί πω παρεληλύθασιν ὥστ’ ἤδη μάτην εἶναι τὸ μεμνῆσθαι περὶ τούτων. Τότε γὰρ χρὴ παύεσθαι λέγοντας, ὅταν ἢ τὰ πράγματα λάβη τέλος καὶ μηκέτι δέῃ βουλεύεσθαι περὶ αὐτῶν, ἢ τὸν λόγον ἴδῃ τις ἔχοντα πέρας ὥστε μηδεμίαν λελεῖφθαι τοῖς ἄλλοις ὑπερβολήν.
5 Ἄλλωστε οὔτε καὶ οἱ συνθῆκες ἔχουν ἀλλάξει ἔτσι ποὺ νὰ εἶναι ἀνώφελο πιὰ νὰ γίνη λόγος γιὰ τὰ ζητήματα αὐτά. Οἱ λόγοι πρέπει νὰ σταματοῦν μονάχα ὅταν τὰ πράγματα λάβουν κάποιο τέλος καὶ δὲν ὠφελῆ πιὰ ἡ συζήτηση γι’ αὐτὰ ῆ ὅταν διαπιστωθῆ πὼς κάποιος λόγος ἔφτασε πιὰ σὲ τέλεια μορφή, ὥστε νὰ μὴν ἀφήνη περιθώρια στοὺς ἄλλους νὰ προχωρήσουν παραπάνω.
6 Ἕως δ’ ἂν τὰ μὲν ὁμοίως ὥσπερ πρότερον φέρηται, τὰ δ’ εἰρημένα φαύλως ἔχοντα τυγχάνη, πῶς οὐ χρὴ σκοπεῖν καὶ φιλοσοφεῖν τοῦτον τὸν λόγον, ὃς ἢν κατορθωθῆ, καὶ τοῦ πολέμου τοῦ πρὸς ἀλλήλους καὶ τῆς ταραχῆς τῆς παρούσης καὶ τῶν μεγίστων κακῶν ἡμᾶς ἀπαλλάξει;
6 Ὅσο ὅμως τὰ πράγματα στὴν Ἑλλάδα ἀκολουθοῦν τὸν ἴδιο δρόμο ὅπως πρὶν καὶ ὅσα εἰπώθηκαν ὡς τώρα τυχαίνει νὰ εἶναι ἄχρηστα, πῶς νὰ μὴ στρέψουμε τὴ σκέψη καὶ τὸ στοχασμό μας ὅλο στὸ λόγο αὐτόν, πού, ἂν τυχὸν πετύχη τὸ σκοπό του, σίγουρα θὰ μᾶς ἀπαλλάξη καὶ ἀπὸ τὸν ἐμφύλιο πόλεμο καὶ ἀπὸ τὴ σημερινὴ ἀναταραχὴ καὶ ἀπὸ τὶς πιὸ μεγάλες συμφορές;
7 Πρὸς δὲ τούτοις εἰ μὲν μηδαμῶς ἄλλως οἶόν τ’ ἦν δηλοῦν τὰς αὐτὰς πράξεις ἀλλ’ ἢ διὰ μιᾶς ἰδέας, εἶχεν ἂν τις ὑπολαβεῖν ὡς περίεργόν ἐστι τὸν αὐτὸν τρόπον ἐκείνοις λέγοντα πάλιν ἐνοχλεῖν τοῖς ἀκούουσιν·
7 Ἄλλωστε, ἄν σὲ καμιὰ περίπτωση δὲ θὰ ἦταν δυνατὸ νὰ δηλωθοῦν τὰ ἴδια πράγματα μὲ τρόπο διαφορετικὸ ἔξω ἀπὸ αὐτὸν τὸν ἕνα, θὰ μποροῦσε ἴσως κανεὶς νὰ τὸ σκεφτῆ πὼς εἶναι περιττὸ νὰ ἐνοχλῆ τὸν κόσμο χρησιμοποιώντας τὰ ἴδια ἀκριβῶς ἐπιχειρήματα μὲ ἄλλους.
8 ἐπειδὴ δ’ οἱ λόγοι τοιαύτην ἔχουσι τὴν φύσιν ὥσθ’ οἶόν τ’ εἶναι περὶ τῶν αὐτῶν πολλαχῶς ἐξηγήσασθαι καὶ τά τε μεγάλα ταπεινὰ ποιῆσαι καὶ τοῖς μικροῖς μέγεθος περιθεῖναι, καὶ τά τε παλαιὰ καινῶς διελθεῖν καὶ περὶ τῶν νεωστὶ γεγενημένων ἀρχαίως εἰπεῖν, οὐκέτι φευκτέον ταῦτ’ ἐστὶ περὶ ὧν ἕτεροι πρότερον εἰρήκασιν, ἀλλ’ ἄμεινον ἐκείνων εἰπεῖν πειρατέον.
8 Ὅμως ἡ φύση τῶν λόγων εἶναι τέτοια, ὥστε τὰ ἴδια πράγματα μὲ πολλοὺς τρόπους νὰ μπορῆς νὰ τὰ ἀναπτύξης, καὶ τὰ σπουδαῖα σὰν ἀσήμαντα νὰ τὰ παρουσιάσης, τὰ παραμικρὰ νὰ τὰ μεγαλοποιήσης καὶ ἀκόμα τὰ παλιὰ μὲ σύγχρονο πνεῦμα νὰ προβάλης καὶ τὰ καινούρια γεγονότα μὲ τὸν παλιὸ δοκιμασμένο τρόπο νὰ ἐκθέσης. Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς δὲν πρέπει νὰ ἀποφεύγης τὰ θέματα ποὺ οἱ προηγούμενοι ἀπὸ σένα ἀντιμετώπισαν, ἀλλὰ νὰ προσπαθῆς νὰ τὰ ἀναπτύξης μὲ τρόπο πιὸ σωστὸ ἀπὸ κείνους.
9 Αἱ μὲν γὰρ πράξεις αἱ προγεγενημέναι κοιναὶ πᾶσιν ἡμῖν κατελείφθησαν, τὸ δ’ ἐν καιρῷ ταύταις καταχρήσασθαι καὶ τὰ προσήκοντα περὶ ἑκάστης ἐνθυμηθῆναι καὶ τοῖς ὀνόμασιν εὖ διαθέσθαι τῶν εὖ φρονούντων ἴδιόν ἐστιν.
9 Τὰ περασμένα γεγονότα βέβαια εἶναι κοινὴ κληρονομιὰ γιὰ ὄλους μας. Δουλειὰ τώρα τῶν προικισμένων μὲ μυαλὸ εἶναι νὰ κάμουν σωστὴ ἐκμετάλλευση αὐτῶν καὶ στὴν κατάλληλη στιγμή, νὰ ἀναφέρουν μονάχα ὅ,τι χρειάζεται γιὰ τὸ καθένα ἀπὸ αὐτὰ καὶ νὰ τὰ διατυπώσουν μὲ τρόπο ἄψογο.
10 Ἡγοῦμαι δ’ οὕτως ἂν μεγίστην ἐπίδοσιν λαμβάνειν καὶ τὰς ἄλλας τέχνας καὶ τὴν περὶ τοὺς λόγους φιλοσοφίαν, εἴ τις θαυμάζοι καὶ τιμῴη μὴ τοὺς πρώτους τῶν ἔργων ἀρχομένους, ἀλλὰ τοὺς ἄρισθ’ ἕκαστον αὐτῶν ἐξεργαζομένους, μηδὲ τοὺς περὶ τούτων ζητοῦντας λέγειν, περὶ ὧν μηδεὶς πρότερον εἴρηκεν, ἀλλὰ τοὺς οὕτως ἐπισταμένους εἰπεῖν ὡς οὐδεὶς ἂν ἄλλος δύναιτο.
10 Νομίζω μάλιστα πὼς τότε μονάχα θὰ μποροῦσαν νὰ προκόψουν καὶ οἱ ἄλλες τέχνες καὶ ἡ ρητορικὴ ἐπιστήμη, ὅταν θαυμάζουμε καὶ ἐκτιμοῦμε ὄχι τόσο αὐτούς ποὺ εἶχαν τὴν πρωτοβουλία νὰ ἀρχίσουν ἕνα ἔργο, ὅσο ἐκείνους ποὺ τὸ ἔφεραν σὲ πέρας μὲ τὸν πιὸ τέλειο τρόπο· οὔτε καὶ αὐτοὺς ποὺ θέλουν νὰ μιλοῦν γιὰ θέματα ποὺ κανένας ἄλλος προηγούμενα δὲ μίλησε, ἀλλὰ ἐκείνους, ποὺ γνωρίζουν νὰ τὰ λὲν μὲ τρόπο ποὺ κανένας ἄλλος δὲ θὰ τὸ μποροῦσε.
Βεβαιότητα τοῦ συγγραφέα πὼς θὰ ἐκθέση τὸ θέμα καλύτερα ἀπὸ τοὺς προκατόχους του.
11 Καίτοι τινὲς ἐπιτιμῶσι τῶν λόγων τοῖς ὑπὲρ τοὺς ἰδιώτας ἔχουσι καὶ λίαν ἀπηκριβωμένοις, καὶ τοσοῦτον διημαρτήκασιν ὥστε τοὺς πρὸς ὑπερβολὴν πεποιημένους πρὸς τοὺς ἀγῶνας τοὺς περὶ τῶν ἰδίων συμβολαίων σκοποῦσιν, ὥσπερ ὁμοίως δέον ἀμφοτέρους ἔχειν, ἀλλ’ οὐ τοὺς μὲν ἀφελῶς, τοὺς δ’ ἐπιδεικτικῶς, ἢ σφᾶς μὲν διορῶντας τὰς μετριότητας, τὸν δ’ ἀκριβῶς ἐπιστάμενον λέγειν ἁπλῶς οὐκ ἂν δυνάμενον εἰπεῖν.
11 Καὶ ὅμως βρίσκονται ἄνθρωποι νὰ κατακρίνουν τοὺς λόγους ποὺ ξεπερνοῦν τὸ πνευματικὸ ἐπίπεδο τοῦ πλήθους καὶ εἶναι δουλεμένοι μὲ τέχνη καὶ ἐπιμέλεια. Καὶ ἔχουν πέσει τόσο ἔξω, ὥστε συγκρίνουν τοὺς ἐπιδεικτικοὺς λόγους, ποὺ ἔγιναν μὲ τέχνη καὶ ἀξιώσεις, μὲ τὰ διάφορα δικαστικὰ ἔγγραφα, ποὺ ἀναφέρονται σὲ ἰδιωτικὲς συμβάσεις, σὰ νὰ ἦταν ὑποχρεωτικὸ νὰ μοιάζουν τὰ δυὸ εἴδη. Οὔτε περνάει ἀπὸ τὸ μυαλό τους πὼς τοῦτα ἐδῶ, τὰ ἔγγραφα, εἶναι γραμμένα ἁπλὰ καὶ ἀπέριττα, ἐνῶ οἱ λόγοι οἱ ἐπιδεικτικοί, γραμμένοι μὲ ἐπιμέλεια καὶ σχήματα ρητορικά, ἀποβλέπουν στὴν ἐντύπωση ποὺ θὰ δημιουργήσουν. Ἢ μήπως τάχα αὐτοὶ μποροῦν καὶ διακρίνουν τὴν ἁπλὴ ἔκφραση, ἐνῶ ἐκεῖνος ποὺ ξέρει νὰ μιλάη μὲ ὅλους τοὺς κανόνες τῆς Ρητορικῆς δὲ θὰ μποροῦσε νὰ τὰ πῆ καὶ ἁπλά;
12 Οὗτοι μὲν οὖν οὐ λελήθασιν ὅτι τούτους ἐπαινοῦσιν ὧν ἐγγὺς αὐτοὶ τυγχάνουσιν ὄντες· ἐμοὶ δ’ οὐδὲν πρὸς τοὺς τοιούτους, ἀλλὰ πρὸς ἐκείνους ἐστὶ τοὺς οὐδὲν ἀποδεξομένους τῶν εἰκῇ λεγομένων, ἀλλὰ δυσχερανοῦντας καὶ ζητήσοντας ἰδεῖν τι τοιοῦτον ἐν τοῖς ἐμοῖς οἷον παρὰ τοῖς ἄλλοις οὐχ εὑρήσουσιν. Πρὸς οὓς ἔτι μικρὸν ὑπὲρ ἐμαυτοῦ θρασυνάμενος ἤδη περὶ τοῦ πράγματος ποιήσομαι τοὺς λόγους.
12 Δὲν τοὺς διαφεύγει βέβαια ὅτι ἐπαινοῦν ὅσους τυχαίνει νὰ ἔχουν κάποια ψυχικὴ συγγένεια μαζί τους. Ἐγὼ δὲν ἔχω τίποτα νὰ πῶ σ’ αὐτοὺς· ἀπευθύνομαι σ’ ἐκείνους ποὺ δὲ θὰ δεχτοῦν τίποτα ἀπὸ ὅσα λέγονται στὴν τύχη, ἀλλὰ θὰ δυσανασχετήσουν καὶ θὰ ζητήσουν νὰ βροῦν στὰ λόγια μου ὅ,τι δὲν πρόκειται νὰ βροῦν στοὺς ἄλλους. Σ’ αὐτοὺς λοιπὸν τοὺς ἐκλεκτοὺς5 δυὸ λόγια ἀκόμα θὰ τολμήσω γιὰ τὴ δικιά μου θέση νὰ τοὺς πῶ καὶ ἀμέσως ὕστερα θὰ μπῶ στὸ θέμα μου.
13 Τοὺς μὲν γὰρ ἄλλους ἐν τοῖς προοιμίοις ὁρῶ καταπραΰνοντας τοὺς ἀκροατὰς καὶ προφασιζομένους ὑπὲρ τῶν μελλόντων ῥηθήσεσθαι καὶ λέγοντας, τοὺς μὲν ὡς ὑπογυίου γέγονεν αὐτοῖς ἡ παρασκευή, τοὺς δ’ ὡς χαλεπόν ἐστιν ἴσους τοὺς λόγους τῷ μεγέθει τῶν ἔργων ἐξευρεῖν.
13 Βλέπω τοὺς ἄλλους ρήτορες στὰ προοίμιά τους νὰ προσπαθοῦν νὰ διαθέσουν εὐνοϊκὰ τὸ ἀκροατήριό τους, νὰ βρίσκουνε προφάσεις γιὰ ὅσα πρόκειται νὰ ποῦν καὶ νὰ ἰσχυρίζωνται ἄλλοι πὼς τάχα ἡ προετοιμασία γιὰ τὸ λόγο τους στάθηκε πρόχειρη καὶ βιαστικὴ καὶ ἄλλοι πὼς εἶναι δύσκολο νὰ βροῦν τὰ λόγια ποὺ θὰ ἀποδώσουν ἀκριβῶς τὸ μέγεθος τῶν λεγονότων6.
14 Ἐγὼ δ’ ἢν μὴ καὶ τοῦ πράγματος ἀξίως εἴπω καὶ τῆς δόξης τῆς ἐμαυτοῦ καὶ τοῦ χρόνου, μή μόνον τοῦ περὶ τὸ λόγον ἡμῖν διατριφθέντος, ἀλλὰ καὶ σύμπαντος οὗ βεβίωκα, παρακελεύομαι μηδεμίαν μοι συγγνώμην ἔχειν, ἀλλὰ καταγελᾶν καὶ καταφρονεῖν· οὐδὲν γὰρ ὅ τι τῶν τοιούτων οὐκ ἄξιός εἰμι πάσχειν, εἴπερ μηδὲν διαφέρων οὕτω μεγάλας ποιοῦμαι τὰς ὑποσχέσεις.
14 Ἐγώ, ἂν δὲ μιλήσω μὲ τρόπο ποὺ νὰ ταιριάζη ἀπόλυτα στὴ σημασία τῶν γεγονότων καὶ στὴν ὑπόληψή μου καὶ στὸ χρόνο ποὺ διάβηκε, ὄχι μονάχα γιὰ τὴ σύνταξη τοῦ λόγου, ἀλλὰ καὶ ἀπ’ ὅλη τὴ ζωή μου μέχρι τώρα, παρακαλῶ ὄχι μονάχα νὰ μὴν ἔχετε καμιὰ ἐπιείκεια, ἀλλὰ νὰ μὲ περιφρονήσετε, νὰ μὲ περιγελάστε ὅλοι! Ὅ,τι καὶ νὰ πῆς θὰ ἀξίζη νὰ τὸ πάθω, ἀφοῦ τόσο μεγάλα λόγια λέω χωρὶς νὰ διαφέρω διόλου ἀπὸ τοὺς ἄλλους8...
ΣΧΟΛΙΑ:
1. Οἱ ἐπισημότερες πανελλήνιες γιορτὲς ἦταν: Τὰ Ὀλύμπια , ποὺ γίνονταν στὴν Ὀλυμπία κάθε τέσσερα χρόνια πρὸς τιμὴν τοῦ Ὀλυμπίου Διός, τὰ Πύθια , στοὺς Δελφούς., κάθε πέντε χρόνια πρὸς τιμὴν τοῦ Πυθίου Ἀπόλλωνα, τὰ Ἴσθμια , στὸν Ἰσθμό, κάθε τρία χρόνια πρὸς τιμὴν τοῦ Ποσειδώνα, καὶ τὰ Νέμεα στὴ Νεμέα, κάθε δυὸ χρόνια πρὸς τιμὴν τοῦ Διός. Στὶς γιορτὲς αὐτές, ἐκτὸς ἀπὸ τὶς θυσίες καὶ τὶς ἄλλες λατρευτικὲς ἐκδηλώσεις, γίνονταν καὶ κάθε λογῆς ἀγῶνες, πνευματικοί, καλλιτεχνικοὶ καί ἰδίως ἀθλητικοί. Οἱ νικητὲς ἀποχτοῦσαν τιμὴ καὶ δόξα πανελλήνια. Σὲ τέτοιες ἑορταστικὲς συγκεντρώσεις, πανηγύρεις , ὅπως τὶς ἔλεγαν (ἀπὸ τὸ πᾶν καὶ ἄγυρις = συνάθροιση) ἀπαγγέλλονταν συνήθως καὶ οἱ Πανηγυρικοὶ λόγοι , ποὺ εἶχαν γιὰ θέμα ἤ τὴν κοινὴ γιορτή, ποὺ γιόρταζε τὸ συγκεντρωμένο πλῆθος, ἢ τὸ λαὸ ποὺ ἄκουε τοὺς προγόνους καὶ τὰ κατορθώματά τους.
2. Ἡ λέξη σοφιστὴς στὰ ἔργα τοῦ Ἰσοκράτη καὶ γενικότερα στὴν ἐποχή του δὲν ἔχει φυσικὰ τὴ σημερινή της σημασία — τοῦ ἀνθρώπου δηλ. ποὺ χρησιμοποιεῖ λογικοφανῆ ἐπιχειρήματα, γιὰ νὰ ὑποστηρίξη μιὰ παράλογη θέση. Σημαίνει εὐρύτατα τὸν ἄνθρωπο μὲ τὶς πνευματικὲς ἀνησυχίες, αὐτὸν ποὺ προσπαθεῖ νὰ ἀπαντήση σὲ προβλήματα φιλοσοφικά, ἠθικά, πνευματικά, θὰ μπορούσαμε ἴσως νὰ ποῦμε τὸν φιλόσοφο, μὲ πρακτικὴ ὅμως κατεύθυνση. Οἱ γνωστοὶ σοφιστὲς — Πρωταγόρας, Γοργίας, Πρόδικος, Ἱππίας καὶ ἄλλοι — δὲν εἶναι γιὰ τὴν ἐποχή τους, παρὰ δάσκαλοι ἐκλεκτοὶ τῆς πολιτικῆς ἀρετῆς καὶ τῆς ρητορικῆς, πνευματικοὶ ἄνθρωποι καὶ ἔξοχοι στοχαστές.
3. Ὑπαινιγμὸς στοὺς Ὀλυμπιακοὺς λόγους τοῦ Γοργία καὶ τοῦ Λυσία (ἀπὸ αὐτοὺς σώθηκαν μόνο ἐλάχιστα ἀποσπάσματα). Ὁ πρῶτος ἀπάγγειλε τὸ 392 π.Χ, στοὺς Ὀλυμπιακοὺς ἀγῶνες τὸν «Ὀλυμπιακό» του λόγο, ὅπου καλοῦσε τοὺς Ἕλληνες σὲ ὁμόνοια καὶ ὕστερα σὲ πόλεμο κατὰ τῶν βαρβάρων μὲ σκοπὸ τὴν κατάληψη τῆς χώρας τους καὶ τὴν ἀποικιακὴ ἐπέκταση τῶν Ἑλλήνων. Στὴν ἑπομένη ᾽Ολυμπιάδα, τοῦ 388 π.Χ., ὁ Λυσίας φαίνεται πώς ἀπάγγειλε ἐπίσης λόγο καὶ καλοῦσε τοὺς Ἕλληνες νὰ ἑνωθοῦν σὲ πόλεμο κοινὸ κατὰ τοῦ Διονυσίου τῶν Συρακουσῶν. Οἱ δυὸ αὐτοὶ λόγοι ὁπωσδήποτε εἶχαν ἐπίδραση πάνω στὸν Πανηγυρικὸ τοῦ Ἰσοκράτη, ποὺ πραγματεύεται τὸ ἴδιο θέμα καὶ κυκλοφόρησε τὸ 380 π.Χ., μὲ τὴν εὐκαιρία πάλι μιᾶς Ὀλυμπιάδας.
4. Μὲ τὴνἔκφραση δικαστικὰ ἔγγραφα — καὶ ὄχι μὲ τὴ γνωστότερη δικανικοὺς λόγους — νομίζομε πὼς ἀποδίδεται ὀρθότερα τὸ «τοὺς περὶ τῶν ἰδίων συμβολαίων» τοῦ κειμένου, διότι ἔτσι ἡ ἰδέα τοῦ Ἰσοκράτη προβάλλεται σαφέστερα καὶ γίνεται πιὸ κατανοητή. Ἄλλωστε πολλοὶ ἀπὸ τοὺς δικανικοὺς λόγους εἶναι δουλεμένοι μὲ τέτοια τέχνη καὶ ἐπιμέλεια ὥστε τίποτε δὲν ἔχουν νὰ ζηλέψουν καὶ ἀπὸ τοὺς καλύτερους ἐπιδεικτικούς.
5. Οἱ ἐκλεκτοὶ εἶναι ὁ κύκλος τῶν μαθητῶν του. Σ’ αὐτοὺς ἀπευθύνεται ὁ λόγος του καὶ ἔχει σκοπὸ νὰ τοὺς μορφώση πολιτικά, μὰ καὶ νὰ τοὺς μυήση στὰ μυστικὰ τῆς Ρητορικῆς τέχνης. Εἶναι ἀνάγκη λοιπὸν νὰ προσέχη πολὺ τόσο στὴ φραστικὴ διατύπωση, ὅσο καὶ σὲ ὅλη τὴν ἀρχιτεκτονικὴ δομὴ τοῦ λόγου του.
6. Τυπικὸ μοτίβο στὰ προοίμια τῶν πιὸ πολλῶν ρητορικῶν λόγων. Ἀλλὰ καὶ ὁ Ἰσοκράτης δὲν πρωτοτυπεῖ ὄχι μονάχα στὸ προοίμιο, ἀλλὰ καὶ στὴ γενικὴ ἐκτέλεση τοῦ θέματος. Οἱ ἰδέες — τὸ εἴπαμε — ἀποτελοῦν ἐπανάληψη ἀνάλογων ἰδεῶν καὶ προτάσεων τοῦ Γοργία, ποὺ ὡστόσο προηγήθηκε ἀπὸ τὸν Ἰσοκράτη δώδεκα ὁλόκληρα χρόνια, σημασία ὅμως ἔχει ὁ ἰδιαίτερος τρόπος ποὺ τὶς προβάλλει.
7. Εἶναι βέβαιο πὼς ὁ Πανηγυρικὸς ἀπασχόλησε τὸν Ἰσοκράτη περὶ τὰ δέκα χρόνια. Τὸν δούλευε συνέχεια ἀπὸ τὸ 390 ὡς τὸ 380 π.Χ., καὶ μάλιστα στὰ πιὸ δημιουργικά του χρόνια, ἀπὸ 46 μέχρι 56 χρονῶν.
8. Αὐτὸ τὸ ἀναφέρει καὶ στὸν Φίλιππο (§ 84). Ἐκεῖ ὅμως ντρέπεται γιὰ τὴν ἔπαρση αὐτὴ καὶ παραδέχεται σχεδὸν πὼς ἕνας τέτοιος λόγος εἶναι τολμηρὸς καὶ ὁπωσδήποτε ἀποτέλεσμα μιᾶς κάποιας ἀπειρίας.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου