ἐπιμελεία τοῦ
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-πτυχιούχου κλασσικῆς φιλολογίας
πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
-μεταπτυχιακοῦ ἐφηρμοσμένης παιδαγωγικῆς
πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
Ενθάδε παρουσιάζονται τα θέματα της ΟΕΦΕ στο μάθημα της νε ιστορίας Θεωρητικής Κατευθύνσεως, ουχί αυτουσίως, ως εδόθησαν υπό της Ομοσπονδίας, καθώς αύτη ακόμη δεν τα έχει δημοσιοποιήσει, αλλά ως τα εσυγκράτησαν μαθηταί, - π.χ ιδέ ΕΔΩ - κυρίως προς ενημέρωσιν και των υπολοίπων. Επίσης επιχειρείται μια ενδεικτική απάντησις αυτών των μερών της ιστορίας, ουχί πάλι ως αυτή καθεαυτή απάντησις εξετάσεων αλλά ως πληροφοριακόν υλικόν προς τόνωσιν και εμβάθυνσιν του εμπεδωμένου γνωστικού υλικού. Άπαντα ταύτα έχουσι απαντηθεί υπό του ΕΡΜΗ εις τις αναρτήσεις «ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ» δια το μάθημα της ιστορίας, (ευρίσκονται στην σελίδα ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΕΣ) τις οποίες αν ακολουθήση τις πιστώς δύναται να διεκδικήση έναν πολύν καλόν βαθμό κατά τις εξετάσεις.
Αντιστοίχιση:
Δηλιγιάννης, Όθων, Μεταξάς, Κωνσταντίνος, Μπαλτατζής
Ημερομηνίες, γεγονότα
· Ο Θεόδωρος Δηλιγιάννης (Λαγκάδια Αρκαδίας, 19 Μαΐου 1824 - Αθήνα, 31 Μαΐου 1905) ήταν Έλληνας νομικός και πολιτικός, πληρεξούσιος, βουλευτής, υπουργός σε αρκετές κυβερνήσεις και πέντε φορές πρωθυπουργός στο διάστημα 1885-1903. Ήταν γιος του Πανάγου Δεληγιάννη και εγγονός του κοτζαμπάση της Πελοποννήσου, Ιωάννη Δεληγιάννη. Εκλεγόταν βουλευτής από το 1862. Χρημάτισε υπουργός Εξωτερικών, Οικονομικών, Εκκλησιαστικών (1877 και 1878) και Εσωτερικών σε διάφορες κυβερνήσεις. Το 1883 αναδείχθηκε αρχηγός του Εθνικού Κόμματος και το 1885 χρίσθηκε για πρώτη φορά Πρωθυπουργός, αξίωμα στο οποίο ανήλθε άλλες τέσσερις φορές σε βραχύβιες κυβερνήσεις. Διατέλεσε πρωθυπουργός της Ελλάδας στην Κυβέρνηση Θεόδωρου Δηλιγιάννη 1885-1886, στην Κυβέρνηση Θεόδωρου Δηλιγιάννη 1890-1892, στην Κυβέρνηση Θεόδωρου Δηλιγιάννη 1895-1897 και στην Κυβέρνηση Θεόδωρου Δηλιγιάννη 1902-1903. Καταγόταν από την επί Τουρκοκρατίας ισχυρή Λαγκαδινή οικογένεια κοτζαμπάσηδων, τους Δεληγιανναίους. Έγινε πληρεξούσιος της Β΄ Εθνοσυνέλευσης το 1862, ενώ το 1863 πρώτη φορά υπουργός Εξωτερικών, από τότε πολλές φορές βουλευτής, υπουργός και πέντε φορές πρωθυπουργός. Ο Θεόδωρος Δηλιγιάννης έχει μείνει στην ιστορία ως πολιτικός λαϊκιστής και πολλές φορές δημαγωγός. Θεωρείται ο κύριος υπεύθυνος για την χρεοκοπία του ελληνικού κράτους το 1893. Αφού διαδέχθηκε στην πρωθυπουργία τον Χαρίλαο Τρικούπη το 1885, αναίρεσε ορισμένους κρίσιμους θεσμούς που είχε θεσπίσει ο προκάτοχος του. Μείωσε τους φόρους και δημιούργησε ένα σύστημα προσλήψεων στο δημόσιο χωρίς απαίτηση τυπικών προσόντων (προς μεγάλη ικανοποίηση των πολιτών). Δημιούργησε ένα κλίμα προσδοκίας για εισβολή στην Τουρκία, που εκείνη την εποχή κατέρρεε ως αυτοκρατορία και επέκταση των ελληνικών συνόρων προς την Μακεδονία (τότε έφταναν μέχρι την Θεσσαλία). Πρώτη συνέπεια των πράξεών του ήταν ο ναυτικός αποκλεισμός της Ελλάδας από τους συμμάχους. Όταν στην συνέχεια ξεκίνησε εξωτερικό δανεισμό για να αντεπεξέλθει στην δυσμενή οικονομική κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει η Ελλάδα (λόγω μειωμένων φόρων και αδιάκριτων διορισμών στο δημόσιο), ο βασιλιάς τον έπαυσε και ανέλαβε και πάλι ο Τρικούπης. Τα συσσωρευμένα χρέη ήταν τόσα που το 1893 η Ελλάδα πτώχευσε. Όμως ο Δηλιγιάννης θεωρείται υπεύθυνος και για τον ΔΟΕ που επιβλήθηκε στην Ελλάδα το 1897. Η Ελλάδα ενεπλάκη τελικά σε πόλεμο με τους Τούρκους τον Απρίλιο του 1897 ο οποίος όμως είχε κριθεί πριν να αρχίσει. Η Ελλάδα αναγκάστηκε να πληρώσει πολεμικές αποζημιώσεις στην Τουρκία και έτσι στράφηκε και πάλι στον δανεισμό. Αυτή την φορά όμως οι προστάτιδες δυνάμεις ανέλαβαν οι ίδιες να εισπράξουν τα δάνεια και επέβαλαν στην Ελλάδα τον Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο που κράτησε για 50 περίπου χρόνια, μέχρι και μετά την λήξη του Β' παγκοσμίου πολέμου. Ο Δηλιγιάννης ήταν πολέμιος των χαρτοπαικτικών λεσχών οι οποίες ήταν μάστιγα για την εποχή του. Δολοφονήθηκε στις 31 Μαΐου 1905 στις σκάλες της βουλής από τον χαρτοπαίκτη και μόνιμο θαμώνα χαρτοπαικτικών λεσχών Αντώνιο Γερακάρη (που τον φώναζαν και Κωσταγερακάρη από το όνομα του πατέρα του) επειδή είχε απαγορεύσει τη λειτουργία τους. Κατά μια άλλη εκδοχή η δολοφονία του υπήρξε συνέπεια της άρνησης του να επιλύσει το Κρητικό Ζήτημα (την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα). Η καρδιά του φυλάσσεται στην εκκλησία των Ταξιαρχών στα Λαγκάδια
· Η Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 Η δυσαρέσκεια του λαού κατά της πολιτικής του Όθωνα και τα συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων απαιτούσαν την παραχώρηση Συντάγματος. Συγκεκριμένα η Αγγλία πίστευε ότι ο κοινοβουλευτισμός θα εξυπηρετούσε καλύτερα τα συμφέροντα της, ενώ η Γαλλία δεν ήθελε να φαίνεται αντίθετη με την παραχώρηση ελευθεριών. Τέλος, η Ρωσία επιδίωκε κάποια αλλαγή με την οποία ο Όθωνας θα αναγκαζόταν να παραιτηθεί, καθώς είχε ελπίδες ότι θα ανέβαινε στον θρόνο Ρώσος πρίγκιπας. Μοχλός πίεσης των Δυνάμεων ήταν οι οικονομικές υποχρεώσεις της Ελλάδας. Έτσι, η Ρωσία απαίτησε άμεση καταβολή των τοκοχρεολυσίων των πρώτων 2 δόσεων του 1833 και την επιστροφή των προκαταβολών της 3ης δόσης. Με αυτά συμφώνησαν και οι υπόλοιπες δυνάμεις με αποτέλεσμα να μεγαλώσει η δυσφορία κατά του Όθωνα, ο οποίος αναγκάστηκε να καταφύγει σε αντιλαϊκά μέτρα (σταμάτησε την εκτέλεση έργων, ανέστειλε την καταβολή μισθών και απέλυσε πολλούς δημοσίους υπαλλήλους). Η δυσαρέσκεια οδήγησε στη συνωμοσία μερικών πολιτικών και αξιωματικών - με αρχηγούς τον Μακρυγιάννη και τον Καλλέργη- οι οποίοι ήθελαν να επιβάλουν στον Όθωνα την παραχώρηση Συντάγματος. Ωστόσο ο Όθωνας και η κυβέρνηση δεν έλαβαν καθόλου προστατευτικά μέτρα. Τη νύχτα της 2ης προς 3ης Σεπτεμβρίου ένα τάγμα συγκέντρωσε πολίτες και κατευθύνθηκε προς τα ανάκτορα με την κραυγή «Ζήτω το Σύνταγμα». Ο Όθωνας κάλεσε τμήμα πυροβολικού, του οποίου όμως o επικεφαλής, λοχαγός Ελευθέριος Σχοινάς (ή Σχινάς), ήταν μυημένος στο κίνημα και ενώθηκε με τους επαναστάτες. Ο Μακρυγιάννης αυτοανακηρύχθηκε φρούραρχος της πόλης και ανέλαβε την προστασία των ανακτόρων και των δημοσίων καταστημάτων. Το υπουργείο του Χρηστίδη έχει διαλυθεί και σχηματίστηκε νέα κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Ανδρέα Μεταξά. Μια εξαμελής επαναστατική επιτροπή παρουσιάστηκε στον βασιλιά και τον ανάγκασε να διατάξει σύγκληση Εθνικής Συνέλευσης για την ψήφιση του Συντάγματος. Οι επαναστάτες διεκδικούσαν τα πολιτικά τους δικαιώματα και όχι την απομάκρυνση του Όθωνα. Έγιναν εκλογές τον Οκτώβριο και το Νοέμβριο και οι πληρεξούσιοι συγκρότησαν τη συνταγματική Εθνική Συνέλευση του 1843. Ο Όθωνας τελικά παραχώρησε το Σύνταγμα του 1844, αλλά η νέα κυβέρνηση ζητούσε από τον βασιλιά όχι μόνο αμνηστία αλλά και την απονομή μεταλλίου στους πρωτεργάτες της Επανάστασης. Ο βασιλιάς αρχικά δε συμφώνησε, αλλά τελικά πιέστηκε από τις Μ.Δ., υποχώρησε και έγινε δεκτός από τον λαό και τον στρατό. Η νύχτα της 3ης Σεπτεμβρίου αποτέλεσε το τέλος της απόλυτης μοναρχίας στην Ελλάδα.
· Η καθιέρωση της Συνταγματικής Μοναρχίας Η κυβέρνηση του Ανδρέα Μεταξά είχε την αποστολή για τη σύγκληση της Εθνικής Συνέλευσης του 1843, για την προετοιμασία και ψήφιση του Συντάγματος και τη διενέργεια εκλογών. Στην Εθνοσυνέλευση έλαβαν μέρος αντιπρόσωποι ("πληρεξούσιοι") και από περιοχές που έλαβαν μέρος στην Επανάσταση αλλά δεν απελευθερώθηκαν. Το Μάρτιο του 1844 αναδείχτηκε πρόεδρος ο Πανούτσος Νοταράς. Αποφασίστηκε η διατήρηση της μοναρχίας, αλλά με συνταγματικούς περιορισμούς. Αυτή τη μέση οδό προτίμησαν και οι Μεγάλες Δυνάμεις που δεν συμμετείχαν ενεργά στην επανάσταση και μπορούσαν τώρα να παίξουν τον ρόλο του μεσολαβητή. Η Ρωσία όμως ήταν αντίθετη προς την παραχώρηση Συντάγματος. Στο νέο πολίτευμα η θέση του βασιλιά ήταν και πάλι κυρίαρχη, αφού η Εθνοσυνέλευση εξακολουθούσε να θεωρεί φορέα της συντακτικής εξουσίας τον μονάρχη. Η νέα μορφή πολιτεύματος ήταν ηγεμονική, διαδοχική, συνταγματική και κοινοβουλευτική. Ο βασιλιάς διατήρησε την εκτελεστική του εξουσία και μοιραζόταν μαζί με τη Βουλή και τη Γερουσία –της οποίας τα μέλη όριζε ο ίδιος- τη νομοθετική. Ήταν ο ανώτατος άρχοντας του κράτους: επικύρωνε νόμους, απένεμε βαθμούς στρατιωτικών, διόριζε και έπαυε δημοσίους υπαλλήλους. Με το Σύνταγμα της 3ης Σεπτεμβρίου αναγνωρίστηκε ως επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα η ορθοδοξία, ενώ οποιαδήποτε άλλη θρησκεία ήταν ανεκτή. Επίσης η Εκκλησία της Ελλάδος είναι δογματικά ενωμένη με το Πατριαρχείο της Κων/λης αλλά αυτοκέφαλη και ανεξάρτητη από κάθε άλλη Εκκλησία. Στο θέμα των αυτοχθόνων και ετεροχθόνων προέκυψε μεγάλη ένταση, αφού νωρίτερα είχε αποφασιστεί ότι μόνο Έλληνες πολίτες ήταν δεκτοί στα δημόσια επαγγέλματα. Ο καθορισμός των αυτοχθόνων απαιτούσε πολιτογράφηση των ετεροχθόνων, με αποτέλεσμα τον αποκλεισμό από τις δημόσιες θέσεις όλων των Ελλήνων που προέρχονταν από τις υπόδουλες ακόμη περιοχές. Αυτό προκάλεσε και την αντίδραση των ετεροχθόνων με αποτέλεσμα η απόφαση να ενταχθεί στα Ψηφίσματα και όχι στο Σύνταγμα. Στο θέμα της διαδοχής, το Σύνταγμα προέβλεπε ότι κάθε μελλοντικός διάδοχος του Ελληνικού θρόνου θα έπρεπε να είναι ορθόδοξος, γεγονός που προκάλεσε αντιδράσεις, αφού η Συνθήκη του Λονδίνου δεν προέβλεπε κάτι τέτοιο. Η Ρωσία όμως δεν είχε πρόβλημα, και η Αγγλία και η Γαλλία αποδέχτηκαν το τετελεσμένο γεγονός. Πολλοί υποστήριζαν ότι η Γερουσία, που προβλεπόταν από το νέο Σύνταγμα, ήταν ένας αριστοκρατικός και επικίνδυνος θεσμός, αφού ο βασιλιάς όριζε τους ισόβιους γερουσιαστές, οι οποίοι όντας πιστοί σε αυτόν θα περιόριζαν το έργο των εκλεγμένων βουλευτών. Τελικά σχηματίστηκαν δύο αντίθετες ομάδες και επικράτησαν οι υποστηρικτές των βασιλικών απόψεων. Το Σύνταγμα βασιζόταν σε ευρωπαϊκά συντάγματα και τις εμπειρίες μερικών πολιτικών αλλά δεν καθοριζόταν από συγκεκριμένη πολιτική ιδεολογία.
· Μεταξάς: Στην περίοδο της Αντιβασιλείας, διορίστηκε νομάρχης Λακωνίας και στη συνέχεια τον Οκτώβριο του 1835 σύμβουλος της Επικράτειας. Σύντομα όμως συκοφαντήθηκε από αντιπάλους του ως ύποπτος για τις φιλελεύθερες αρχές του οπότε και απελάθηκε στην Σύρο απ´όπου δραπέτευσε και κατέφυγε στην Μασσαλία. Όμως μετά πάροδο λίγου χρόνου το ίδιο έτος, ανακλήθηκε αφού κρίθηκε ακίνδυνος από την Αντιβασιλεία και στάλθηκε στην Μαδρίτη και στην Λισσαβόνα, ως πρέσβης της Ελλάδος. Το 1839 όταν επέστρεψε στην Ελλάδα επαναδιορίστηκε σύμβουλος της Επικρατείας. Το 1841 χρημάτισε υπουργός Στρατιωτικών στην κυβέρνηση του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου κατά τους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο. Μετά τη παραίτησή του από υπουργός Στρατιωτικών αναμίχθηκε με άλλους για παραχώρηση συντάγματος στην Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου. Μετά τον θάνατο του Κολοκοτρώνη, ανέλαβε αρχηγός του Ρωσικού Κόμματος. Στις 3 Σεπτεμβρίου του 1843 ο λαός επαναστάτησε κατά του στέμματος ζητώντας την μετάβαση του πολιτεύματος από απόλυτη μοναρχία σε συνταγματική. Τις κρίσιμες εκείνες ώρες του πρωινού της 3ης Σεπτεμβρίου του 1843 ο Όθωνας ανέθεσε στον Ανδρέα Μεταξά να σχηματίσει κυβέρνηση με σκοπό την προετοιμασία αρχών και λαού για την ψήφιση του Συντάγματος. Ο Μεταξάς επέδειξε απόλυτη ψυχραιμία και μετριοπάθεια και για να αποφύγει το διχασμό του έθνους ζήτησε από τον Όθωνα να σχηματίσει υπουργείο με την συμμετοχή του Φαναριώτη Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου και του γαλλόφιλου Ιωάννη Κωλέττη. Σχημάτισε κυβέρνηση στις 3 Σεπτεμβρίου 1843 και ήταν ο πρώτος στην πολιτική ιστορία της Ελλάδος αρχηγός κυβερνήσεως που ονομάστηκε πρωθυπουργός. Κατά τη διάρκεια της πρωθυπουργίας του διατήρησε τη τάξη και διενήργησε τις εκλογές για τη σύγκλιση της Α΄ Εθνικής Συνέλευσης στη οποία εκλέχθηκε "τιμής ένεκεν" σε πέντε περιφέρειες και έλαβε μέρος στις εργασίες της. Τον επόμενο χρόνο που διενεργήθηκαν πάλι εκλογές της Α΄ Περιόδου (1844-1845) εκλέχθηκε βουλευτής Αττικής, γενόμενος στη συνέχεια στην κυβέρνηση Κωλέττη υπουργός των Οικονομικών, θέση που διατήρησε από τον Αύγουστο 1844 μέχρι τον Αύγουστο του 1845, όταν παραιτήθηκε ύστερα από την προσπάθεια του τελευταίου να ανατρέψει το σύνταγμα. Κατά τα έτη 1846 και 1847 διετέλεσε γερουσιαστής και από το 1850 μέχρι το 1859 βουλευτής Αττικής. Το 1850, προάχθηκε στο βαθμό του αντιστρατήγου, όπου και παρασημοφορήθηκε από τον Βασιλέα Όθωνα με τον Μεγαλόσταυρο του Τάγματος του Σωτήρος. Στις 15 Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους, στάλθηκε ως πρέσβης της Ελλάδος στη Κωνσταντινούπολη. Με την έκρηξη όμως του Κριμαϊκού πολέμου έσπευσε να παραιτηθεί από την θέση του αυτή στις 10 Μαρτίου 1854 και επανήλθε στην Αθήνα για να αποσυρθεί πλέον της πολιτικής. Το κίνημα της εξέγερσης της Θεσσαλίας και της Ηπείρου φαίνεται πως το υποστήριξε κρυφά. Όμως απέκρουσε τη βιαστική απόφαση του Βασιλέως, όταν έσπευσε κρυφά στα Ανάκτορα και τον έπεισε να μη μεταβεί προλαμβάνοντας έτσι τρομερά κατά της Ελλάδος δεινά. Λίγο πριν τον θάνατο του, φέρεται πως ο Όθωνας του ανέθεσε τον σχηματισμό κυβέρνησης αλλά εκείνος αρνήθηκε. Ο Ανδρέας Μεταξάς διετέλεσε επίσης και πρόεδρος της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρίας καθώς και πολλών φιλανθρωπικών ιδρυμάτων. Σε όλο τον βίο του υπήρξε γενναίος, ειλικρινής και φιλόπατρις με ακέραιο χαρακτήρα. Πέθανε στην Αθήνα τον Σεπτέμβριο του 1860.
· Διάδοχος Ο Κωνσταντίνος ήταν ο πρωτότοκος γιος του Βασιλιά Γεωργίου Α΄ και της Βασίλισσας Όλγας. Γεννήθηκε στις 2 Αυγούστου του 1868 και έλαβε το όνομα του παππού του, του Μεγάλου Δούκα Κωνσταντίνου της Ρωσίας. Ήταν ένα όνομα με μεγάλη συγκινησιακή φόρτιση για τους Έλληνες που είχαν ενστερνιστεί τη Μεγάλη Ιδέα. Κατά τη γέννησή του, ο Γεώργιος του έδωσε τον τίτλο του «Δουκός της Σπάρτης» αλλά τελικά το Συμβούλιο της Επικρατείας ακύρωσε αυτή την απόφαση (μετά από έντονη διαμάχη στη Βουλή, καθώς το Σύνταγμα απαγόρευε την απονομή ή αναγνώριση τίτλων ευγενείας σε Έλληνες). Σπούδασε στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων, από την οποία αποφοίτησε με το βαθμό του Ανθυπολοχαγού του Πεζικού. Το 1886 αναχώρησε για το Βερολίνο, όπου φοίτησε στη στρατιωτική σχολή της Ακαδημίας Πολέμου της Πρωσίας. Στις 15 Οκτωβρίου του 1889 ο Κωνσταντίνος νυμφεύτηκε στην Αθήνα τη Σοφία της Πρωσίας, αδελφή του Αυτοκράτορα της Γερμανίας Γουλιέλμου Β΄, με την οποία απέκτησε έξι παιδιά, τρία από τα οποία βασίλευσαν. Κατά τον ατυχή ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, ο Κωνσταντίνος ανέλαβε την αρχιστρατηγία παρά τη θέλησή του, έπειτα από πίεση του Πρωθυπουργού Δηλιγιάννη. Εν τούτοις, θεωρήθηκε από τους υπόλοιπους αξιωματικούς ο βασικός υπαίτιος της ήττας, αφ' ενός διότι είχε πράγματι μέρος της ευθύνης και αφ' ετέρου για να καλύψουν οι αξιωματικοί που τον κατηγορούσαν και τη δική τους ευθύνη. Μετά τον πόλεμο, η κυβέρνηση Θεοτόκη ανέθεσε στον Διάδοχο την αναδιοργάνωση του στρατεύματος. Το έργο του Διαδόχου ήταν πράγματι αξιόλογο, αλλά σχηματίστηκε γύρω του ένας κύκλος αξιωματικών οι οποίοι φαινόταν ότι απολάμβαναν προνομιακής μεταχείρισης. Αυτοί οι αξιωματικοί, αν και ικανότατοι, όπως οι Β. Δούσμανης, Ι. Μεταξάς, Ξ. Στρατηγός, Ι. Παπαβασιλείου κ.ά., ήταν επίσης αρκετά αλαζόνες, με αποτέλεσμα να προκαλέσουν την εχθρότητα πολλών αξιωματικών, επειδή δεν βρίσκονταν στη θέση τους. Το 1909 αντιφρονούντες Έλληνες αξιωματικοί του Στρατιωτικού Συνδέσμου οργάνωσαν κίνημα για να αναδιοργανώσουν τη χώρα, χωρίς όμως να λείπουν οι προσωπικές επιδιώξεις των πρωτοστατούντων. Ένα από τα στοιχεία της κριτικής τους αποτέλεσε η μεροληπτική μεταχείριση στις προαγωγές του Διαδόχου και των αδελφών του, όπως και η αναδιοργάνωση του στρατεύματος. Για να μην αναγκαστεί ο Βασιλιάς Γεώργιος Α΄ να τους αποπέμψει από το στράτευμα, οι πρίγκιπες παραιτήθηκαν. Το 1912 τα χριστιανικά βαλκανικά κράτη κήρυξαν τον πόλεμο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία (βλ. Βαλκανικοί πόλεμοι). Με ηγέτη τον τότε Διάδοχο Κωνσταντίνο, ο Ελληνικός Στρατός νίκησε τους Τούρκους στις μάχες του Σαρανταπόρου και των Γιαννιτσών και απελευθέρωσε τη Θεσσαλονίκη. Μετά την κατάληψη της Θεσσαλονίκης, ο Κωνσταντίνος μετέβη στο μέτωπο της Ηπείρου, όπου οδήγησε σε επιτυχές πέρας την πολιορκία του Μπιζανίου, καταλαμβάνοντας τα Ιωάννινα και απελευθερώνοντας την Ήπειρο. Πρώτη περίοδος της Βασιλείας του: Μετά το τραγικό γεγονός της δολοφονίας του Γεωργίου Α΄, στις 18 Μαρτίου 1913 στη Θεσσαλονίκη από τον Αλέξανδρο Σχινά, ο Κωνσταντίνος ανέβηκε στον θρόνο. Κατά τον Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο υπήρξε πάλι Αρχιστράτηγος του Ελληνικού Στρατού, οδηγώντας τον σε νέες νίκες κατά των Βουλγάρων, οι οποίες όμως κόστισαν πολύ σε ζωές. Η νικηφόρα ηγεσία του τον έκανε εξαιρετικά δημοφιλή στον λαό, μέρος του οποίου ήδη τον ονόμαζε «Κωνσταντίνο ΙΒ΄» και περίμενε από αυτόν και τον Πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο την πραγματοποίηση της «Μεγάλης Ιδέας». Ένα ακόμα προσωνύμιο που του αποδόθηκε, κυρίως από τους βασιλόφρονες οπαδούς του, ήταν "ο γιός του αητού". Όταν ξέσπασε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος τον Αύγουστο του 1914, η Ελλάδα βρέθηκε σε δύσκολη θέση. Είχε συνάψει συμφωνία με τη Σερβία, που την υποχρέωνε σε παροχή βοήθειας σε περίπτωση βουλγαρικής επίθεσης, αλλά, ενώ η Σερβία αντιστεκόταν επιτυχώς στην επίθεση της Αυστροουγγαρίας, η Βουλγαρία παρέμενε ουδέτερη, τηρώντας στάση αναμονής. Ταυτόχρονα εμφανίστηκε ρήγμα στις προσωπικές πεποιθήσεις των δύο ανώτατων πολιτειακών αρχόντων της χώρας: ο Κάιζερ απηύθυνε έκκληση στον Κωνσταντίνο να σταθεί στο πλευρό της Γερμανίας και της Αυστροουγγαρίας «σε μια ενωμένη σταυροφορία κατά της σλαβικής επικράτησης στα Βαλκάνια». Ο Κωνσταντίνος ήδη θεωρούνταν ευρέως ως γερμανόφιλος. Είχε σπουδάσει στη Γερμανία, είχε σαφώς επηρεαστεί από τη γερμανική κουλτούρα, ενώ είχε παντρευτεί την αδελφή του Κάιζερ, ο οποίος του είχε απονείμει και τον βαθμό του Στρατάρχη του γερμανικού στρατού. Το φθινόπωρο του 1913, λίγο μετά την άνοδό του στο θρόνο, ο Κωνσταντίνος είχε παρακολουθήσει ασκήσεις του γερμανικού στρατού μαζί με τον Κάιζερ και είχε προσπαθήσει να διαπραγματευτεί τη λήψη δανείου από τη Γερμανία. Επίσης, ο Κωνσταντίνος είχε επηρεαστεί από το γεγονός ότι ο Κάιζερ είχε βοηθήσει την Ελλάδα να διατηρήσει τα απελευθερωμένα κατά τους δύο Βαλκανικούς Πολέμους εδάφη και ιδιαίτερα την Καβάλα. Οι προσωπικές προτιμήσεις του Κωνσταντίνου μπορεί να ήταν υπέρ της Γερμανίας, δεν παρέβλεπε όμως ότι η Ελλάδα ήταν ευπρόσβλητη στον αγγλογαλλικό στόλο, ούτε μπορούσε να αποδεχτεί τη σύμπραξη με την Τουρκία, ενώ και τα ανταλλάγματα που μπορούσε να προσφέρει η Γερμανία ήταν περιορισμένα. Έτσι ευνοούσε την ουδετερότητα. Ταυτόχρονα όμως, ο αγγλόφιλος Βενιζέλος διαπραγματευόταν την έξοδο της Ελλάδας στον πόλεμο υπέρ της Αντάντ, η οποία πρόσφερε την Κύπρο και άλλα ανταλλάγματα. Ιδιαίτερα μετά την είσοδο της Τουρκίας στον πόλεμο στο πλευρό των Κεντρικών Αυτοκρατοριών, η πίεση για την έξοδο της Ελλάδος στον πόλεμο υπέρ της Αντάντ αυξήθηκε. Ο Κωνσταντίνος έφτασε κοντά στο να εγκρίνει την εισήγηση του Βενιζέλου για ελληνική συμμετοχή στην Εκστρατεία των Δαρδανελλίων (Φεβρουάριος-Μάρτιος του 1915), αλλά ο εκτελών χρέη Αρχηγού του Γενικού Επιτελείου, συνταγματάρχης Ιωάννης Μεταξάς, τον προειδοποίησε να μην μπει στον πόλεμο, μεταπείθοντάς τον. Αντιδρώντας σε αυτή την παρέμβαση του θεωρούμενου ως γερμανόφιλου «επιτελικού περιβάλλοντος», ο Βενιζέλος παραιτήθηκε, επισημοποιώντας έτσι τη ρήξη των δύο ανδρών. Η αντιβενιζελική παράταξη συσπειρώθηκε πια γύρω από τον Βασιλιά. Εντούτοις, οι Φιλελεύθεροι του Βενιζέλου κέρδισαν τις εκλογές στις 31 Μαΐου του 1915 και τον Σεπτέμβριο, σε αντίδραση προς τη βουλγαρική επιστράτευση, που στρεφόταν εμφανώς κατά της Σερβίας, κάλεσε -χωρίς τη συναίνεση του Κωνσταντίνου- τους Βρετανούς και Γάλλους να στείλουν στρατεύματα στη Θεσσαλονίκη, σε βοήθεια των Σέρβων. Ο Κωνσταντίνος τελικά δέχτηκε να προχωρήσει σε επιστράτευση, εν όψει βουλγαρικής επίθεσης. Η αποβίβαση των Συμμάχων προκάλεσε πολιτική κρίση, αλλά ο Βενιζέλος κατόρθωσε να αποσπάσει ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή. Ο Κωνσταντίνος όμως, την ίδια ημέρα, υπερβαίνοντας τις συνταγματικές του αρμοδιότητες, απέπεμψε τον Πρωθυπουργό και έδωσε εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον Αλέξανδρο Ζαΐμη. Ο Ζαΐμης όμως απέτυχε να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης, οπότε ο Κωνσταντίνος έδωσε την εντολή στον υπέργηρο Στέφανο Σκουλούδη, ο οποίος, με βασιλικό διάταγμα, διέλυσε τη Βουλή και προκήρυξε νέες εκλογές για τον Δεκέμβριο, από τις οποίες οι βενιζελικοί απείχαν. Ακολούθησε ένα εξάμηνο διακυβέρνησης από τη φιλοβασιλική κυβέρνηση Σκουλούδη, κατά το οποίο η Ελλάδα βρισκόταν ταυτόχρονα σε ουδετερότητα και επιστράτευση και κατά το οποίο οι δυνάμεις της Αντάντ, υπό τον Γάλλο στρατηγό Μωρίς Σαρράιγ (Maurice Sarrail), επέκτειναν σταδιακά την κυριαρχία τους στη Βόρεια Ελλάδα και το Αιγαίο, αγνοώντας σχεδόν την ελληνική κυβέρνηση. Στις 27 Μαΐου 1916 όμως, η -κατόπιν έγκρισης από την Αθήνα- παράδοση του σημαντικού οχυρού Ρούπελ σε μικτή γερμανοβουλγαρική δύναμη, οδήγησε τα πράγματα σε κρίσιμο σημείο. Ο Σαρράιγ κήρυξε στρατιωτικό νόμο, καταργώντας ουσιαστικά την ελληνική κυριαρχία στις υπό συμμαχικό έλεγχο περιοχές, απαίτησε την αποστράτευση του ελληνικού στρατού. Όταν δε τον Αύγουστο ξεκίνησε η βουλγαρική προέλαση στη Μακεδονία, βενιζελικοί αξιωματικοί οργάνωσαν το κίνημα της Εθνικής Αμύνης στη Θεσσαλονίκη, το οποίο ο Βενιζέλος υποστήριξε.
· Ο Γεώργιος Μπαλτατζής (1868-1922) ήταν Έλληνας πολιτικός. Άρχισε την καριέρα του ως διπλωμάτης και άρχισε να εκλέγεται βουλευτής από το 1902. Είχε γίνει αρκετές φορές υπουργός. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή δικάστηκε στη «δίκη των έξι» ως ένας από τους υπαιτίους για την ήττα της Ελλάδας κατά τη διάρκεια της θητείας του ως υπουργού εξωτερικών, καταδικάστηκε και εκτελέστηκε το 1922 στο Γουδή. Γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1868. Μετά τις εγκύκλιες σπουδές του στην Ευαγγελική Σχολή Σμύρνης σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών απ' όπου και αργότερα μετέβη στη Γαλλία για ευρύτερες σπουδές. Επανερχόμενος ακολούθησε το διπλωματικό κλάδο όπου και υπηρέτησε για μικρό χρονικό διάστημα στη Κωνσταντινούπολη με ιδιαίτερη διάκριση στη διπλωματική δεξιότητα. Στη συνέχεια αναμίχθηκε στην πολιτική και το 1902 πρωτοεξελέγη βουλευτής Αλμυρού με το κόμμα του Γ. Θεοτόκη και ομοίως το 1905 και 1906. Το 1908 διορίστηκε υπουργός εξωτερικών στην κυβέρνηση Θεοτόκη. Μετά τη προσάρτηση των λεγομένων Νέων Χωρών πολιτεύθηκε στη Δράμα όπου και εκλέχθηκε βουλευτής στη περίοδο 1915 και μετά. Το 1915 ανέλαβε υπουργός συγκοινωνιών και το 1921 υπουργός εξωτερικών στην κυβέρνηση Γούναρη. Πήρε μέρος στις διασκέψεις των Παρισίων και του Λονδίνου μαζί με τον Δημήτριο Γούναρη. Το 1922 χρημάτισε πάλι υπουργός εξωτερικών στη κυβέρνηση Γούναρη και Πρωτοπαπαδάκη. Μετά την Μικρασιατική άτακτη υποχώρηση και την επανάσταση που εκδηλώθηκε μετά τη Μικρασιατική καταστροφή από τους φυγάδες αυτής, συνελήφθη μαζί με άλλους πολιτικούς και τον αρχιστράτηγο και καταδικάστηκε κατά τη «δίκη των έξι» από το έκτακτο επαναστατικό στρατοδικείο Αθηνών σε θάνατο. Τουφεκίστηκε στις 15 Νοεμβρίου του 1922 στο Γουδί. Ογδόντα οκτώ χρόνια αργότερα, το 2010, μετά από αίτηση του Μιχάλη Πρωτοπαπαδάκη από το 2008, εγγονού του πρώην πρωθυπουργού Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη,[1] παύθηκε οριστικά από τον Άρειο Πάγο η δίωξη των έξι (ανάμεσά τους και του Γεωργίου Μπαλτατζή) λόγω παραγραφής, κηρύσσοντας αυτούς αθώους, επισφραγίζοντας τον ανούσιο χαρακτήρα της θανατικής εκείνης καταδίκης. Ήταν παντρεμένος με την Χαρίκλεια Μαυροκορδάτου, κόρη του Νικολάου Μαυροκορδάτου.
ΟΡΙΣΜΟΙ: ΟΥΛΕΝ, αρχή της δεδηλωμένης, υπουργείο παλιννοστήσεως και περιθάλψεως
· Η αύξηση του πληθυσμού της Αθήνας, κυρίως μετά τη μικρασιατική καταστροφή (1922), δημιουργούσε διαρκώς νέες ανάγκες.
Το 1925 ξεκίνησε η κατασκευή των πρώτων σύγχρονων έργων ύδρευσης στην περιοχή της Πρωτεύουσας. Τη χρονιά αυτή υπογράφτηκε σύμβαση μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου, της Αμερικανικής Εταιρείας ULEN και της Τράπεζας Αθηνών για τη χρηματοδότηση και κατασκευή έργων ύδρευσης της Πρωτεύουσας από τη λεκάνη απορροής της Πάρνηθας. Τα έργα θα επόπτευε κατασκευαστικά η Ανώνυμος Ελληνική Εταιρεία Υδάτων (ΕΕΥ), η οποία συστάθηκε για το σκοπό αυτό. Το πρώτο μεγάλο έργο ήταν η κατασκευή του φράγματος του Μαραθώνα. Για την κατασκευή του φράγματος -που ξεκίνησε τον Οκτώβριο του 1926 και ολοκληρώθηκε το 1929- εργάστηκαν περίπου 900 άνθρωποι. Το φράγμα είναι τοξωτό και επενδεδυμένο με Πεντελικό μάρμαρο, ιδιαιτερότητα που του προσδίδει μοναδικότητα σε παγκόσμιο επίπεδο. Για τη μεταφορά του νερού από το Μαραθώνα στην Αθήνα κατασκευάστηκε η σήραγγα του Μπογιατίου, μήκους 13,4 χλμ. Τα δύο παραπάνω έργα μαζί με το Διυλιστήριο Γαλατσίου και το δίκτυο διανομής Αθήνας και Πειραιά, που επίσης κατασκευάστηκαν αυτήν την περίοδο, αποτελούν την πρώτη οργανωμένη προσπάθεια για την ορθολογική ύδρευση της Αθήνας.
Το 1925 ξεκίνησε η κατασκευή των πρώτων σύγχρονων έργων ύδρευσης στην περιοχή της Πρωτεύουσας. Τη χρονιά αυτή υπογράφτηκε σύμβαση μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου, της Αμερικανικής Εταιρείας ULEN και της Τράπεζας Αθηνών για τη χρηματοδότηση και κατασκευή έργων ύδρευσης της Πρωτεύουσας από τη λεκάνη απορροής της Πάρνηθας. Τα έργα θα επόπτευε κατασκευαστικά η Ανώνυμος Ελληνική Εταιρεία Υδάτων (ΕΕΥ), η οποία συστάθηκε για το σκοπό αυτό. Το πρώτο μεγάλο έργο ήταν η κατασκευή του φράγματος του Μαραθώνα. Για την κατασκευή του φράγματος -που ξεκίνησε τον Οκτώβριο του 1926 και ολοκληρώθηκε το 1929- εργάστηκαν περίπου 900 άνθρωποι. Το φράγμα είναι τοξωτό και επενδεδυμένο με Πεντελικό μάρμαρο, ιδιαιτερότητα που του προσδίδει μοναδικότητα σε παγκόσμιο επίπεδο. Για τη μεταφορά του νερού από το Μαραθώνα στην Αθήνα κατασκευάστηκε η σήραγγα του Μπογιατίου, μήκους 13,4 χλμ. Τα δύο παραπάνω έργα μαζί με το Διυλιστήριο Γαλατσίου και το δίκτυο διανομής Αθήνας και Πειραιά, που επίσης κατασκευάστηκαν αυτήν την περίοδο, αποτελούν την πρώτη οργανωμένη προσπάθεια για την ορθολογική ύδρευση της Αθήνας.
· Η αρχή της δεδηλωμένης είναι όρος του Συνταγματικού Δικαίου και ορίζει ότι η κυβέρνηση οφείλει να έχει τη «δεδηλωμένη» εμπιστοσύνη της απόλυτης πλειοψηφίας των Βουλευτών. Διαχρονικά αυτή η εμπιστοσύνη δηλώνεται με σχετική ψηφοφορία της Βουλής μετά από κάθε σχηματισμό νέας κυβέρνησης. Με τον τρόπο αυτό εξασφαλίζεται η δημοκρατική νομιμοποίηση της κυβέρνησης, η οποία συνήθως, σε αντίθεση με το Κοινοβούλιο, δεν εκλέγεται απευθείας από τον λαό, αλλά διορίζεται από τον ανώτατο άρχοντα της χώρας.Στην Ελλάδα η αρχή της δεδηλωμένης καθιερώθηκε άτυπα το 1875. Από το 1870 και είχε τεθεί αρκετές φορές ο προβληματισμός σημαντικού αριθμού βουλευτών για τον διορισμό κυβερνήσεων μειοψηφίας. Ο προβληματισμός εκφράστηκε και από σημαντικούς πολιτικούς όπως ο Επαμεινώνδας Δεληγιώργης, ο Λομβάρδος και ο Κουμουνδούρος. Καθοριστική παρέμβαση ήταν άρθρο του Χαριλάου Τρικούπη στην εφημερίδα Καιροί της 29.6.1874 με τον τίτλο «Τίς πταίει», στο οποίο κατηγορούσε τον βασιλιά Γεώργιο Α' ότι εφάρμοζε καθεστώς απόλυτης μοναρχίας, επειδή διόριζε κατά βούληση πρωθυπουργούς από τα κόμματα της μειοψηφίας χωρίς να λαβαίνει υπόψη του τα αποτελέσματα των εκάστοτε βουλευτικών εκλογών.[5] Αποκορύφωμα της πολιτικής ανωμαλίας την άνοιξη του 1875 ήταν τα λεγόμενα Στηλιτικά, ένα κοινοβουλευτικό πραξικόπημα εκ μέρους του Βούλγαρη προκειμένου να έχει νομοθετικό έργο χωρίς να κατέχει την πλειοψηφία των εδρών. Μετά την αναταραχή που προκλήθηκε, πρωθυπουργός διορίστηκε ο Τρικούπης που αμέσως ζήτησε εκλογές. Παρά την εκλογική αποτυχία του ίδιου, επιτυχία του ήταν ότι ο Γεώργιος ο Α' δεσμεύτηκε τον Αύγουστο του 1875 στον λόγο του Θρόνου ενώπιον του Κοινοβουλίου ότι θα διόριζε στο εξής μόνο πρωθυπουργούς που θα απολάμβαναν την εμπιστοσύνη της Βουλής. Η δέσμευση αυτή καθιερώθηκε άτυπα, καθώς δεν έγινε αμέσως πρόβλεψη του τότε Συντάγματος. Ρητή διάταξη έγινε για πρώτη φορά στο Σύνταγμα του 1927 και διατηρήθηκε στα νεότερα Συντάγματα.
· ΕΠΙΤΡΟΠΕΣ ΚΑΙ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΙ ΠΟΥ ΑΣΧΟΛΗΘΗΚΑΝ ΜΕ ΤΟ ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ
Μικτή Επιτροπή Ιούνιος 1914
Μετά τις διώξεις των Ελλήνων στη Μικρά Ασία το 1914, το Οικουμενικού Πατριαρχείο κήρυξε την Ορθόδοξη Εκκλησία σε διωγμό και ανέστειλε τη λειτουργία των εκκλησιών και των σχολείων στη Μικρά Ασία. Η Ελλάδα αντέδρασε και ανέλαβε διπλωματικές ενέργειες, προκειμένου να αρχίσουν διαπραγματεύσεις για εθελούσια ανταλλαγή Ελλήνων ορθοδόξων της Τουρκίας και μουσουλμάνων της Ελλάδας. Ιδρύθηκε τον Ιούνιο του 1914 μια Μικτή Επιτροπή, που θα ρύθμιζε τα σχετικά με την ανταλλαγή, όμως αυτή δε λειτούργησε, λόγω της εισόδου της Τουρκίας στον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο, τον Οκτώβριο του 1914.
Υπηρεσία Ανοικοδομήσεως Ανατολικής Μακεδονίας 1918
Το 1916 ήρθαν στην Ελλάδα πρόσφυγες από την Ανατολική Μακεδονία, την οποία είχαν καταλάβει οι Βούλγαροι ως σύμμαχοι των Γερμανών. Μετά τη λήξη των εχθροπραξιών του Α’ Παγκοσμίου πολέμου το 1918, αυτοί επέστρεψαν στις εστίες τους και η Υπηρεσία Ανοικοδομήσεως Ανατολικής Μακεδονίας μερίμνησε για την επανεγκατάστασή τους.
Οργανισμός Ιούλιος 1914
Για τους πρόσφυγες που έφτασαν στην Ελλάδα κατά την περίοδο 1914-21 κατόπιν των διώξεων που υπέστησαν ιδρύθηκε τον Ιούλιο του 1914 στη Θεσσαλονίκη Οργανισμός, με σκοπό την άμεση περίθαλψη και στη συνέχεια την εγκατάστασή τους σε εγκαταλελειμμένα τουρκικά και βουλγαρικά χωριά της Κεντρικής και Ανατολικής Μακεδονίας. Παρεχόταν συσσίτιο, προσωρινή στέγη και ιατρική περίθαλψη μέχρι οι πρόσφυγες να βρουν εργασία ή να αποκτήσουν γεωργικό κλήρο.
Ανώτατη Διεύθυνση Περιθάλψεως 1916-17
Κατά την περίοδο του Εθνικού Διχασμού (1916-17) η κυβέρνηση Βενιζέλου ίδρυσε στη Θεσσαλονίκη την Ανώτατη Διεύθυνση Περιθάλψεως για την περίθαλψη των προσφύγων.
Υπουργείο Περιθάλψεως Ιούλιος 1917
Τον Ιούλιο του 1917 (όταν είχε επικρατήσει ο Βενιζέλος και ο βασιλιάς Κωνσταντίνος είχε εγκαταλείψει την Ελλάδα) ιδρύθηκε το Υπουργείο Περιθάλψεως. Για πρώτη φορά θεσμοθετήθηκε η περίθαλψη και για τις οικογένειες των εφέδρων που βρίσκονταν στο μέτωπο και για τις οικογένειες των θυμάτων του πολέμου.
Υπουργείο Περιθάλψεως Ιούλιος 1917
Τον Ιούλιο του 1917 (όταν είχε επικρατήσει ο Βενιζέλος και ο βασιλιάς Κωνσταντίνος είχε εγκαταλείψει την Ελλάδα) ιδρύθηκε το Υπουργείο Περιθάλψεως. Για πρώτη φορά θεσμοθετήθηκε η περίθαλψη και για τις οικογένειες των εφέδρων που βρίσκονταν στο μέτωπο και για τις οικογένειες των θυμάτων του πολέμου.
Πατριαρχική Επιτροπή Οκτώβριος 1918
Τον Οκτώβριο του 1918 συστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη Πατριαρχική Επιτροπή με σκοπό την οργάνωση του επαναπατρισμού των εκτοπισμένων Ελλήνων στη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη, με τη βοήθεια του Πατριαρχείου και της ελληνικής κυβέρνησης. Η παλιννόστηση έγινε τμηματικά, με τη μέριμνα του Υπουργείου Περιθάλψεως, και επιτράπηκε αρχικά να επιστρέψουν οι ευπορότεροι και οι πρόσφυγες οι προερχόμενοι από ορισμένες μόνο περιοχές της Δυτικής Μικράς Ασίας. Οι περισσότεροι επέστρεψαν στις εστίες τους μετά την απόβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη, το Μάιο του 1919. μέχρι το τέλος του 1920 η πλειονότητα των προσφύγων είχε επιστρέψει στη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη.
Υπηρεσία Παλιννοστήσεως και Περιθάλψεως 1919-22
Στα πλαίσια της Ύπατης Αρμοστείας Σμύρνης (1919-1922) ιδρύθηκε η Υπηρεσία Παλιννοστήσεως και Περιθάλψεως, η οποία βοηθούσε όσους επέστρεφαν στις εστίες τους να αποκατασταθούν στα σπίτια τους και τις ασχολίες τους.
Ταμείο Περιθάλψεως Προσφύγων Νοέμβριος 1922-25
Με την άφιξη των προσφύγων στην Ελλάδα μετά τη μικρασιατική καταστροφή το Ταμείο Περιθάλψεως προσφύγων (που υπαγόταν στο Υπουργείο Περιθάλψεως και ιδρύθηκε το Νοέμβριο του 1922) ανήγειρε ξύλινα παραπήγματα για την προσωρινή στέγαση τους.
Μικτή Επιτροπή Ανταλλαγής 1923
Με βάση το άρθρο 11 της Σύμβασης της Λοζάνης ιδρύθηκε το 1923 η Μικτή Επιτροπή Ανταλλαγής με έδρα την Κωνσταντινούπολη. Την επιτροπή αποτελούσαν έντεκα μέλη (τέσσερις Έλληνες, τέσσερις Τούρκοι και τρία μέλη – πολίτες ουδέτερων κατά τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο κρατών) με αρμοδιότητα τον καθορισμό του τρόπου μετανάστευσης, τη διευκόλυνση της μετακίνησης των ανταλλαξίμων, καθώς και της εκτίμησης της ακίνητης περιουσίας τους.
Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων (ΕΑΠ) Σεπτέμβριος 1923
Η ελληνική κυβέρνηση, μπροστά στο τεράστιο έργο της περιθάλψης και αποκατάστασης των προσφύγων που έπρεπε να αναλάβει, ζήτησε τη βοήθεια της Κοινωνίας των Εθνών. Με πρωτοβουλία της ΚΤΕ, το Σεπτέμβριο του 1923 ιδρύθηκε ένας αυτόνομος οργανισμός με πλήρη νομική υπόσταση, η Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων (ΕΑΠ), με έδρα την Αθήνα. Βασική αποστολή της ήταν να εξασφαλίσει στους πρόσφυγες παραγωγική απασχόληση και οριστική στέγαση. Η ΕΑΠ λειτούργησε μέχρι το τέλος του 1930. Με ειδική σύμβαση μεταβίβασε στο Ελληνικό Δημόσιο την περιουσία της, καθώς και τις υποχρεώσεις που είχε αναλάβει απέναντι στους πρόσφυγες.
Υπουργείο Πρόνοιας και Αντιλήψεως (από το 1925), Υπουργείο Γεωργίας
Τα δύο υπουργεία συνεργάστηκαν με την ΕΑΠ για την αποκατάσταση των προσφύγων, παραχωρώντας της τεχνικό και διοικητικό προσωπικό.
Αγροτική Τράπεζα
Η Αγροτική Τράπεζα, μετά τη διάλυση της ΕΑΠ το 1930, ανέλαβε να εισπράξει τα χρέη των αγροτών προσφύγων από τα δάνεια που είχαν εισπράξει για την ανέγερση στέγης.
Γενική Διεύθυνση Ανταλλαγής Πληθυσμών
- Γραφεία Ανταλλαγής Πληθυσμών
- Εθνική Τράπεζα
- Ανώτατο Συμβούλιο
- Πρωτοβάθμιες Επιτροπές Εκτίμησης
- Δευτεροβάθμιες Επιτροπές
Για να βοηθήσει το έργο της ελληνικής αντιπροσωπείας, στη Μικτή Επιτροπή Ανταλλαγής συστάθηκε το 1924 η Γενική Διεύθυνση Ανταλλαγής Πληθυσμών που υπαγόταν στο υπουργείο Γεωργίας. Για την αποτελεσματικότερη λειτουργία της, ιδρύθηκαν κατά τόπους Γραφεία Ανταλλαγής Πληθυσμών. Η Εθνική Τράπεζα ανέλαβε να πληρώσει στους πρόσφυγες προκαταβολή μέχρι την τελική αποπληρωμή της αξίας της περιουσίας που εγκαταλείφθηκε στην Τουρκία, αφού πρώτα το ελληνικό δημόσιο προέβαινε σε προσωρινή εκτίμησή της. Η προσωρινή εκτίμηση των περιουσιών έγινε με βάση τις δηλώσεις που υποβλήθηκαν στα κατά τόπους Γραφεία Ανταλλαγής. Οι αιτήσεις των δικαιούχων θα εξετάζονταν από ειδικές επιτροπές προσφύγων, συμπατριωτών των ενδιαφερομένων. Εάν θεωρούνταν ανακριβείς, προβλεπόταν αναθεώρησή τους από ένα Ανώτατο Συμβούλιο. Καθορίστηκαν επίσης τα περιουσιακά στοιχεία για τα οποία θα καταβαλλόταν αποζημίωση. Η προκαταβολή θα δινόταν σε εκείνους που δεν είχαν μέχρι τότε αποκατασταθεί. Για την οριστική εκτίμηση των περιουσιών συστάθηκαν Πρωτοβάθμιες Επιτροπές Εκτίμησης και Δευτεροβάθμιες Επιτροπές, για προβλήματα που ενδεχομένως θα ανέκυπταν.
3.Με ποιο τρόπο έγινε η μεθοδευμένη εξόντωση των ελλήνων του Πόντου και ποιά η διαφορά με αυτήν των Εβραίων
Δ.3.Η μεθοδευμένη εξόντωση (γενοκτονία) των Ελλήνων του Πόντου
Χρονικά όρια και αριθμητικά δεδομένα
· γενοκτονία Αρμενίων (1915)
· μεθοδευμένη εξόντωση Ποντίων : 1916-1923.
· θανατώθηκαν 353.000 από τους 697.000 Πόντιους του 1913 (πάνω από 50%)[1]
§ τρόποι εξόντωσης : δολοφονίες σε πόλεις και χωριά, εξορίες, φυλακές, τάγματα εργασίας(«αμελέ ταμπουρού»)
Σύγκριση με γενοκτονία Εβραίων
· πολλά κοινά χαρακτηριστικά
§ δύο βασικές διαφορές (Π. Ενεπεκίδης)
§ καμία ιδεολογική, κοσμοθεωρητική ή ψευδοεπιστημονική θεμελίωση περί γενετικής, ευγονικής και αρίας ή σημιτικής φυλής
§ Εξυπηρετούσε την πρακτική πολιτική σκοπιμότητα της εκκαθάρισης της Μ. Ασίας από το ελληνικό στοιχείο.
Η δεύτερη φάση των διωγμών
· 19 Μαίου 1919 : αποβίβαση Κεμάλ στη Σαμψούντα >>> οργάνωση β΄ φάσης διωγμών
Η ανταλλαγή και η διασπορά των Ποντίων
· 24 Ιουλίου 1923 : Συνθήκη Λωζάννης (σύνορο ο ‘Εβρος)
§ 30 Ιανουαρίου 1923 : σύμβαση Λωζάννης Περί ανταλλαγής των Πληθυσμών
§ οι περισσότεροι Έλληνες ήδη είχαν εγκαταλείψει την περιοχή πριν από τη σύμβαση
Παρευξείνιος ελληνισμός :
§ εξοντώθηκε (1914-1924) ή
§ έφυγε προς Ευρώπη, Αμερική, Περσία (Ιράν), Σοβιετική ΄Ενωση, Ελλάδα.
4.Ποια η αντιμετώπιση των προσφύγων μετά την υπογραφή των συμβάσεων-συμφωνιών έως το 1930 προς το κράτος και τον γηγενή πληθυσμό
Απάντησις ΟΕΦΕ: Βρίσκεται στη σελιδα 163 του σχολικού βιβλίου «Οι πρόσφυγες δεν αποτελούσαν ένα ενιαίο σύνολο....ντόπιοι συχνά αμφισβητούσαν»
Περισσότερα θα βρήτε ενθάδε: http://tinyurl.com/mstwyxz
Πηγή Α: ποια τα χαρακτηριστικά και οι ιδεολογίες των αντιβενιζελικών κομμάτων
.Απάντησις ΟΕΦΕ: Βρίσκεται στη σελίδα 92-93 του σχολικού βιβλιου «Ως αντιβενιζελικά θεωρούνταν...τον πυρήνα των Αντιβενιζελικών.» Η ιστορική γνώση φυσικά συνδυάζεται και με τις πληροφορίες των πηγών-παραθεμάτων
Περισσότερα θα βρήτε ενθάδε:
Στις 15 Αυγούστου, 1909, ξέσπασε το κίνημα του Στρατιωτικού Συνδέσμου στο Γουδή. Ένα κίνημα – αντίδραση, με ασαφή ιδεολογικά χαρακτηριστικά και θολούς στόχους, που όμως έφερε τον Ελευθέριο Βενιζέλο στην Ελλάδα. Με την άφιξη του Κρητικού πολιτικού στην Αθήνα, στις αρχές Σεπτεμβρίου του 1909, ξεκίνησε μια νέα εποχή για την πολιτική ζωή της Ελλάδας, η εποχή του Βενιζέλου και του κόμματος των Φιλελευθέρων. Ο Βενιζέλος προχώρησε στην ίδρυση του Κόμματος των Φιλελευθέρων μετά τις εκλογές του Αυγούστου του 1910. Στον πυρήνα του προγράμματος του Κόμματος των Φιλελευθέρων ήταν ο διπλός στόχος της ανόρθωσης και της αποτελεσματικότητας του πολιτικού συστήματος. Όσον αφορά την οργάνωση του κόμματος, οι Φιλελεύθεροι προχώρησαν σε μια καινοτομία για τα ελληνικά πολιτικά κόμματα, ιδρύοντας Λέσχες στα πρότυπα των αγγλικών κομμάτων. Οι Λέσχες συνετέλεσαν ώστε οι Φιλελεύθεροι να αποκτήσουν μια ισχυρή και εκτεταμένη οργανωτική βάση, με μέλη που πλήρωναν συνδρομή και είχαν συγκεκριμένα κομματικά καθήκοντα. Σύμφωνα με τον Γρηγόριο Δαφνή, το κόμμα των Φιλελευθέρων «δικαιούται της αναγνωρήσεως ότι υπήρξε το πρώτον κόμμα το οποίον διέθετε κομματικόν μηχανισμόν αποτελεσματικόν». Ωστόσο, ο ίδιος ο Βενιζέλος, χρόνια αργότερα, θεωρούσε πως είχε αποτύχει στην οργάνωση του κόμματος. Αποκαλυπτικό των σκέψεων του για το κόμμα και την οργάνωσή του, είναι μια ομιλία του σε μια συνεδρίαση στην Λέσχη των Φιλελευθέρων στην Αθήνα, τον 1η Φεβρουαρίου του 1930. Σε αυτή την ομιλία ο Βενιζέλος παραδέχθηκε τις δικές του παραλείψεις και αδυναμίες απέναντι στο κόμμα: «Έχω και εγώ τα προσωπικά μου και ο προσωπικότερους ούτος λόγος είναι η συναίσθησις ότι αν, χωρίς μετριοφροσύνην, είμαι ακόμη καλός Αρχηγός Κόμματος, πιστεύω όμως, αληθώς, ότι είμαι πολύ κακός Αρχηγός Κόμματος […] Εννοείτε πολύ καλά ότι εάν δεν είσθε οργανωμένοι κατ’ αυτήν την στιγμήν θα διαλυθείτε φύλλα-φτερά. Θα ειπήτε: τι πειράζει; Τα κόμματα είναι αι μεγάλαι δυνάμεις, αι οποίαι είναι απαραίτητοι δια την Κυβέρνησιν ελευθέρων λαών. Δεν ημπορεί να διοικηθεί με ελεύθερον πολίτευμα μια χώρα εάν δεν έχει οργανωμένα πολιτικά Κόμματα». Η περίοδος που ξεκίνησε το 1910 με τον ερχομό του Βενιζέλου, μια περίοδος που θεωρείται ως η πρώτη ουσιαστικά εμφάνιση της αστικής δημοκρατίας στην Ελλάδα και η οποία εξέθρεψε ελπίδες για την εδραίωση του ομαλού κοινοβουλευτικού βίου στη χώρα, επρόκειτο να κλείσει με τον ακριβώς αντίθετο τρόπο. Την ακύρωση του κοινοβουλευτισμού και την επιβολή της δικτατορίας. Η διάψευση των ελπίδων ήλθε σταδιακά. Μέσα στη δίνη του Εθνικού Διχασμού, δίνοντας, στις 9 Μαρτίου 1915, στον ανεξάρτητο Δημήτριο Γούναρη την εντολή να σχηματίσει κυβέρνηση, ο Κωνσταντίνος Α του έδινε παράλληλα την ευκαιρία να προβληθεί και να αποκτήσει πλεονέκτημα ως ο νέος ηγέτης της αντιβενιζελικής παράταξης. Επρόκειτο βέβαια για ένα τέχνασμα του Κωνσταντίνου, ο οποίος τότε θεωρούσε πως θα είχε υπό τον πλήρη έλεγχό του τον Γούναρη, απέναντι στους Φιλελεύθερους στον ιδεολογικό πυρήνα των οποίων εξακολουθούσε να βρίσκεται η θέση ότι στην βασιλευομένη δημοκρατία ο βασιλιάς δεν μπορούσε να ασκεί προσωπική πολιτική καθώς η πηγή της κυριαρχίας ήταν η λαϊκή θέληση σύμφωνα με το άρθρο 21 του Συντάγματος. Μετά την πρωθυπουργοποίησή του, ο Γούναρης προχώρησε στην ίδρυση ενός νέου κόμματος, του Κόμματος των Εθνικοφρόνων, στην κοινοβουλευτική ομάδα του οποίου ενέταξε αρκετούς βουλευτές από τα εξασθενημένα «παλαιά κόμματα» του Δημητρίου Ράλλη και του Γεωργίου Θεοτόκη, το οποίο μετονομάστηκε αργότερα σε Λαϊκό Κόμμα. Με τις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920 –ίσως τις κρισιμότερες εκλογές της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας- και την ήττα των Φιλελευθέρων, τα γεγονότα επισπεύθηκαν, οδηγώντας με μαθηματική σχεδόν ακρίβεια σε μια νέα ελληνική κρίση που έφτασε στο αποκορύφωμά της με την Μικρασιατική Καταστροφή και τη Στρατιωτική Επανάσταση των Πλαστήρα-Γονατά. Από εκείνο το σημείο και μετά, τα δύο κόμματα, των Φιλελευθέρων και το Λαϊκό, θα σφραγίσουν με τη δράση τους τις πολιτικές εξελίξεις μέχρι τη Μεταξική Δικτατορία.
Πηγή Β1: ποιές οι θετικές εξελίξεις μετά το κίνημα στο Θέρισο μέχρι το 1906
Απάντησις ΟΕΦΕ: Βρισκεται στην σελιδα 215-216 του σχολικού βιβλίου «Το κίνημα του Θερίσου δεν πέτυχε.....ελληνική επαρχία».
Πηγή Β2: Ποιές οι συνθήκες της κρητικής πολιτείας δυο χρόνια μετά την σύσταση της και συσχέτιση με την Ηνωμένη αντιπολίτευση και την προκήρυξη που υπεγράφη
Απάντησις ΟΕΦΕ: Βρίσκεται στη σελιδα 208-210 του σχολικού βιβλίου «Αλλα το πιο σημαντικό....Έλληνες αξιωματικούς>> «Κάτω απο τις συνθήκες αυτές...της επανάστασης του Θερίσου>> καθώς μπορείς να αναφερθείς και σε αυτά τα κομμάτια περιληπτικά: «το θετικό και αισιόδοξο... των Κρητών». «Η διάσταση των απόψεων ...μελών της κρητικής αντιπολίτευσης». Επίσης οι ιστορικές γνώσεις πρέπει να συνδυαστούν με τις πληροφορίες των πηγών
[1] Στις 16 Iουλίου 1916 ο Γερμανός πρόξενος της Aμισού Kuckhoff έγραφε στο υπουργείο Eσωτερικών, στο Bερολίνο: «Σύμφωνα με αξιόπιστες πηγές, το σύνολο του ελληνικού πληθυσμού της Σινώπης και της παραλιακής περιοχής της επαρχίας Kασταμονής έχει εξοριστεί. Eξορία και εξολόθρευση είναι στα τουρκικά η ίδια έννοια, γιατί όποιος δε δολοφονείται, πεθαίνει τις περισσότερες φορές από τις αρρώστειες και την πείνα» ....
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου