ΟΕΦΕ 2014
Διδαγμένο: Πρωταγόρας, 320e-321d
[320e] τοὺς δ’ ἀσθενεστέρους τάχει ἐκόσμει· τοὺς δὲ ὥπλιζε, τοῖς
δ’ ἄοπλον διδοὺς φύσιν ἄλλην τιν’ αὐτοῖς ἐμηχανᾶτο δύναμιν
εἰς σωτηρίαν. ἃ μὲν γὰρ αὐτῶν σμικρότητι ἤμπισχεν, πτηνὸν
φυγὴν ἢ κατάγειον οἴκησιν ἔνεμεν· ἃ δὲ ηὖξε μεγέθει, τῷδε
[321a] αὐτῷ αὐτὰ ἔσῳζεν· καὶ τἆλλα οὕτως ἐπανισῶν ἔνεμεν.
ταῦτα δὲ ἐμηχανᾶτο εὐλάβειαν ἔχων μή τι γένος ἀϊστωθείη· ἐπειδὴ
δὲ αὐτοῖς ἀλληλοφθοριῶν διαφυγὰς ἐπήρκεσε, πρὸς τὰς ἐκ
Διὸς ὥρας εὐμάρειαν ἐμηχανᾶτο ἀμφιεννὺς αὐτὰ πυκναῖς
τε θριξὶν καὶ στερεοῖς δέρμασιν, ἱκανοῖς μὲν ἀμῦναι χειμῶνα,
δυνατοῖς δὲ καὶ καύματα, καὶ εἰς εὐνὰς ἰοῦσιν ὅπως ὑπάρχοι
τὰ αὐτὰ ταῦτα στρωμνὴ οἰκεία τε καὶ αὐτοφυὴς ἑκάστῳ· καὶ
[321b] ὑποδῶν τὰ μὲν ὁπλαῖς, τὰ δὲ [θριξὶν καὶ] δέρμασιν στερεοῖς
καὶ ἀναίμοις. τοὐντεῦθεν τροφὰς ἄλλοις ἄλλας ἐξεπόριζεν,
τοῖς μὲν ἐκ γῆς βοτάνην, ἄλλοις δὲ δένδρων καρπούς, τοῖς δὲ
ῥίζας· ἔστι δ’ οἷς ἔδωκεν εἶναι τροφὴν ζῴων ἄλλων βοράν·
καὶ τοῖς μὲν ὀλιγογονίαν προσῆψε, τοῖς δ’ ἀναλισκομένοις
ὑπὸ τούτων πολυγονίαν, σωτηρίαν τῷ γένει πορίζων. ἅτε
δὴ οὖν οὐ πάνυ τι σοφὸς ὢν ὁ Ἐπιμηθεὺς ἔλαθεν αὑτὸν
[321c] καταναλώσας τὰς δυνάμεις εἰς τὰ ἄλογα· λοιπὸν δὴ ἀκό-
σμητον ἔτι αὐτῷ ἦν τὸ ἀνθρώπων γένος, καὶ ἠπόρει ὅτι
χρήσαιτο. ἀποροῦντι δὲ αὐτῷ ἔρχεται Προμηθεὺς ἐπισκεψό-
μενος τὴν νομήν, καὶ ὁρᾷ τὰ μὲν ἄλλα ζῷα ἐμμελῶς πάντων
ἔχοντα, τὸν δὲ ἄνθρωπον γυμνόν τε καὶ ἀνυπόδητον καὶ
ἄστρωτον καὶ ἄοπλον· ἤδη δὲ καὶ ἡ εἱμαρμένη ἡμέρα παρῆν,
ἐν ᾗ ἔδει καὶ ἄνθρωπον ἐξιέναι ἐκ γῆς εἰς φῶς. ἀπορίᾳ οὖν
σχόμενος ὁ Προμηθεὺς ἥντινα σωτηρίαν τῷ ἀνθρώπῳ εὕροι,
[321d] κλέπτει Ἡφαίστου καὶ Ἀθηνᾶς τὴν ἔντεχνον σοφίαν σὺν
πυρί ―ἀμήχανον γὰρ ἦν ἄνευ πυρὸς αὐτὴν κτητήν τῳ ἢ
χρησίμην γενέσθαι― καὶ οὕτω δὴ δωρεῖται ἀνθρώπῳ. τὴν
μὲν οὖν περὶ τὸν βίον σοφίαν ἄνθρωπος ταύτῃ ἔσχεν, τὴν δὲ
πολιτικὴν οὐκ εἶχεν·
δ’ ἄοπλον διδοὺς φύσιν ἄλλην τιν’ αὐτοῖς ἐμηχανᾶτο δύναμιν
εἰς σωτηρίαν. ἃ μὲν γὰρ αὐτῶν σμικρότητι ἤμπισχεν, πτηνὸν
φυγὴν ἢ κατάγειον οἴκησιν ἔνεμεν· ἃ δὲ ηὖξε μεγέθει, τῷδε
[321a] αὐτῷ αὐτὰ ἔσῳζεν· καὶ τἆλλα οὕτως ἐπανισῶν ἔνεμεν.
ταῦτα δὲ ἐμηχανᾶτο εὐλάβειαν ἔχων μή τι γένος ἀϊστωθείη· ἐπειδὴ
δὲ αὐτοῖς ἀλληλοφθοριῶν διαφυγὰς ἐπήρκεσε, πρὸς τὰς ἐκ
Διὸς ὥρας εὐμάρειαν ἐμηχανᾶτο ἀμφιεννὺς αὐτὰ πυκναῖς
τε θριξὶν καὶ στερεοῖς δέρμασιν, ἱκανοῖς μὲν ἀμῦναι χειμῶνα,
δυνατοῖς δὲ καὶ καύματα, καὶ εἰς εὐνὰς ἰοῦσιν ὅπως ὑπάρχοι
τὰ αὐτὰ ταῦτα στρωμνὴ οἰκεία τε καὶ αὐτοφυὴς ἑκάστῳ· καὶ
[321b] ὑποδῶν τὰ μὲν ὁπλαῖς, τὰ δὲ [θριξὶν καὶ] δέρμασιν στερεοῖς
καὶ ἀναίμοις. τοὐντεῦθεν τροφὰς ἄλλοις ἄλλας ἐξεπόριζεν,
τοῖς μὲν ἐκ γῆς βοτάνην, ἄλλοις δὲ δένδρων καρπούς, τοῖς δὲ
ῥίζας· ἔστι δ’ οἷς ἔδωκεν εἶναι τροφὴν ζῴων ἄλλων βοράν·
καὶ τοῖς μὲν ὀλιγογονίαν προσῆψε, τοῖς δ’ ἀναλισκομένοις
ὑπὸ τούτων πολυγονίαν, σωτηρίαν τῷ γένει πορίζων. ἅτε
δὴ οὖν οὐ πάνυ τι σοφὸς ὢν ὁ Ἐπιμηθεὺς ἔλαθεν αὑτὸν
[321c] καταναλώσας τὰς δυνάμεις εἰς τὰ ἄλογα· λοιπὸν δὴ ἀκό-
σμητον ἔτι αὐτῷ ἦν τὸ ἀνθρώπων γένος, καὶ ἠπόρει ὅτι
χρήσαιτο. ἀποροῦντι δὲ αὐτῷ ἔρχεται Προμηθεὺς ἐπισκεψό-
μενος τὴν νομήν, καὶ ὁρᾷ τὰ μὲν ἄλλα ζῷα ἐμμελῶς πάντων
ἔχοντα, τὸν δὲ ἄνθρωπον γυμνόν τε καὶ ἀνυπόδητον καὶ
ἄστρωτον καὶ ἄοπλον· ἤδη δὲ καὶ ἡ εἱμαρμένη ἡμέρα παρῆν,
ἐν ᾗ ἔδει καὶ ἄνθρωπον ἐξιέναι ἐκ γῆς εἰς φῶς. ἀπορίᾳ οὖν
σχόμενος ὁ Προμηθεὺς ἥντινα σωτηρίαν τῷ ἀνθρώπῳ εὕροι,
[321d] κλέπτει Ἡφαίστου καὶ Ἀθηνᾶς τὴν ἔντεχνον σοφίαν σὺν
πυρί ―ἀμήχανον γὰρ ἦν ἄνευ πυρὸς αὐτὴν κτητήν τῳ ἢ
χρησίμην γενέσθαι― καὶ οὕτω δὴ δωρεῖται ἀνθρώπῳ. τὴν
μὲν οὖν περὶ τὸν βίον σοφίαν ἄνθρωπος ταύτῃ ἔσχεν, τὴν δὲ
πολιτικὴν οὐκ εἶχεν·
Η ερώτηση εισαγωγής, μαθητές αναφέρουν, (εδώ) ότι αφορούσε την
Σωκρατική διαλεκτική, ενώ όσον αφορά δια τας ερωτήσεις κατανοήσεως του γνωστού
αυτές ήσαν οι εξής …
·
να σχολιάσετε τους
όρους επανισων, ακοσμητον και ειμαρμενη ημέρα.
·
να αναλύσετε τη
σχέση έντεχνου σοφίας με το πυρ
·
… να πείτε δια την
σκοπιμότητα της επιλογής του μύθου και δια τα υφολογικά χαρακτηριστικά που τον
κάνουν χαριτωμένο
Όλες οι απαντήσεις
και πολλά περισσότερα θα βρήτε στις αναρτήσεις κατωτέρω του ΕΡΜΗ:
4.
ΠΡΩΤΑΓΟΡΑΣ
6.
Πλάτωνος
«Πρωταγόρας» (Ερμηνευτικαί – Ιδεολογικαί επισημάνσεις). ΧΡΗΣΙΜΟΣ
ΚΩΔΙΚΟΠΟΙΗΣΙΣ. ΔΙΑ ΤΟΥΣ ΜΑΘΗΤΑΣ. ΤΗΣ Γ' ΛΥΚΕΙΟΥ.
Αδίδακτο: Αισχ, κατά Τιμάρχου 77-78
Θεωρήσατε δέ, εἰ βούλεσθε, τὸ πρᾶγμα καὶ ἐκ πολιτικῶν τινων παραδειγμάτων, καὶ μάλιστα ἐκ τούτων ἃ νυνὶ μετὰ χεῖρας ἔχετε. γεγόνασι διαψηφίσεις ἐν τοῖς δήμοις, καὶ ἕκαστος ἡμῶν ψῆφον δέδωκε περὶ τοῦ σώματος, ὅστις Ἀθηναῖος ὄντως ἐστὶ καὶ ὅστις μή. καὶ ἔγωγε, ἐπειδὰν προσστῶ πρὸς τὸ δικαστήριον καὶ ἀκροάσωμαι τῶν ἀγωνιζομένων, ὁρῶ ὅτι ἀεὶ τὸ αὐτὸ παρ᾽ ὑμῖν ἰσχύει. ἐπειδὰν γὰρ εἴπῃ ὁ κατήγορος· "ἄνδρες δικασταί, 78 τουτουὶ κατεψηφίσαντο οἱ δημόται ὀμόσαντες, οὐδενὸς ἀνθρώπων οὔτε κατηγορήσαντος οὔτε καταμαρτυρήσαντος, ἀλλ᾽ αὐτοὶ συνειδότες," εὐθὺς θορυβεῖτε ὑμεῖς ὡς οὐ μετὸν τῷ κρινομένῳ τῆς πόλεως· οὐδὲν γὰρ οἶμαι δοκεῖ προσδεῖσθαι ὑμῖν λόγου οὐδὲ μαρτυρίας, ὅσα τις σαφῶς οἶδεν αὐτός.
ΜΤΦΡ.
[77] Αλλά επίσης να εξετάσετε την υπόθεση, αν θέλετε, με τη βοήθεια ορισμένων εικόνων που λαμβάνονται από το χώρο της πολιτικής, κυρίως στα θέματα που έχετε
στο χέρι μόλις τώρα. Έχουμε ήδη αναθεωρήσεις των πολιτών-καταλόγους των
δήμων, και κάθε ένας από εμάς
έχει υποβληθεί σε ψηφοφορία
σχετικά με τον εαυτό του για να διαπιστωθεί αν είναι πραγματικός πολίτης ή όχι.
Τώρα κάθε φορά που είμαι στο δικαστήριο, βλέπω
ότι το ίδιο επιχείρημα επικρατεί όταν ο εισαγγελέας λέει : ....
Ο
Μιστριώτης για τον Αισχίνη
Ο Γεώργιος
Μιστριώτης αναφέρει στο έργο του «Ελληνική Γραμματολογία από των αρχαιοτάτων
χρόνων μέχρι της υπό των Τούρκων αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως» (τόμος 2ος,
Αθήναι 1897, σελ. 1026-1030): «Το ήθος του Αισχίνου υπό πολιτικήν και ιδιωτικήν
έποψιν εξεταζόμενον, δεν φαίνεται ακηλίδωτον. Το ιδεώδες αυτού ήσαν μεν οι
άνδρες του παρελθόντος, ως ο Αριστείδης, ο Θεμιστοκλής και ο Περικλής, αλλά
πολύ τούτων απείχεν. Ο τελευταίος απαιτεί παρά του πολιτευομένου τέσσαρας
αρετάς: πολιτικήν σύνεσιν, ρητορικήν δεινότητα, φιλοπατρίαν και το
αδωροδόκητον. Εκ των τεσσάρων τούτων, κατά τον Blass, μόνο την δευτέραν είχε.
Διότι ούτε πολιτικήν σύνεσιν επεδείξατο, ούτε φιλοπατρίαν, ούτε κρείσσων
χρημάτων εγένετο. Αλλ' η ρητορική δεινότης άνευ των άλλων αρετών ουδεμίαν αξίαν
έχει. Δεν ήτο δύσκολον να εννοήση ότι ο πανούργος Φίλιππος την δούλωσιν της
Ελλάδος εσκόπει. Προετίμησεν όμως την τούτου φιλίαν της ελευθερίας της εαυτού
πατρίδος. Η φιλία δ' αύτη δεν εστηρίζετο επί προσωπικής εκτιμήσεως ή επί
υψηλοτέρου πολιτικού υπολογισμού, αλλ' επί των δώρων των πεμπομένων αυτώ. Αν μη
τοιαύτα ελάμβανε, διατί εξηκολούθει έχων σχέσεις προς τον Φίλιππον, αφ' ου
εξηπατήθη υπ' αυτού; Διατί είχε φίλον τον φαύλον Φιλοκράτην, αφ' ου ήτο γνωστόν
ότι ούτος έλαβε χρήματα παρά του εχθρού της πατρίδος; Διατί, τέλος πάντων,
χειροτονηθείς πρεσβευτής προς τον Φίλιππον διά την υπόθεσιν των Φωκέων,
προσεποιήσατο ότι αρρωστεί;. Άρα δεν είναι δυνατόν να νοηθεί άλλος δεσμός
συνδέων την φιλίαν ή τα δώρα, ως ο Δημοσθένης παρετήρησε».
»Διά τον
Αισχίνην εγένετο ο δεύτερος Φωκικός πόλεμος, όστις ήτο αιτία της εν Χαιρωνεία
μάχης και της απωλείας της ελευθερίας των Ελλήνων. Απηλλάγη μεν της κατηγορίας
εν τω περί παραπρεσβείας αγώνι, αλλά μόνον διά τριάκοντα ψήφων. Και τούτο
συνέβη διότι επιφανείς άνδρες, οίος ο Εύβουλος, συνηγωνίσαντο αυτώ. Ως ο
πολιτικός βίος ήτο κεκηλιδωμένος, ούτω και ο ιδιωτικός, διότι ήτο ακόλαστος. Ο
Αισχίνης δεν ήτο ούτε συνήγορος εν τοις δικαστηρίοις, ως ο Δημοσθένης, ούτε
πολιτευτής εξ επαγγέλματος, αλλά διοικητικός υπάλληλος, όστις ενίοτε παρά των
προστατών αυτού ανελάμβανε πολιτικάς εντολάς. Ως τοιούτος δεν έγραψε πολλούς
λόγους και ο Φώτιος δεν γιγνώσκει πλείονας των τριών εις ημάς περιελθόντων».
»Μνημονεύει
μεν ούτος και του Δηλιακού νόμου, αλλά παρατηρεί ότι ο Καικίλιος δεν εθεώρει
τούτον ως έργον του Αισχίνου. Εκ των τριών λόγων ο μεν Κατά Τιμάρχου απηγγέλθη
τω 345, ο δε Περί Παραπρεσβείας τω 343 και ο Κατά Κτησιφώντος τω 330. Επειδή οι
λόγοι ούτοι έχουσι σχέσιν προς την πολιτείαν του Δημοσθένους, περί των
υποθέσεων αυτών είπομεν ήδη. Κατά την κρίσιν του Lord Brougham και του Bergk, ο
δεύτερος λόγος, ήτοι ο Περί Παραπρεσβείας, είναι ο άριστος. Ο δε τρίτος,
παραβαλλόμενος προς τον Περί Στεφάνου του Δημοσθένους, είναι πολύ υποδεέστερος.
Φαίνεται δε ότι ούτος δεν συνετάχθη συγχρόνως, αλλ’ εν μέρος τούτου τω 336, ότε
εγένετο η γραφή παρανόμων κατά Κτησιφώντος, το δ’ έτερον κατά το 330, δηλαδή
κατά την δίκην. Πλην των τριών λόγων, φέρονται μέχρις ημών και δώδεκα
επιστολαί, αλλ’ υπό των κριτικών θεωρούνται ως σχολικά γυμνάσματα».
»Αλλ’ ει
και ο Αισχίνης ηττήθη υπό του Δημοσθένους, όμως μόνον τούτου ήτο δεύτερος, και
όπερ τιμά την ευφυΐαν τούτου του ρήτορος, άνευ παιδεύσεως ανήλθεν εις την
υψηλήν βαθμίδα της ρητορικής δεινότητος. Επειδή δ’ ούτος δεν εδιδάχθη εν σχολή
την ρητορικήν τέχνην, ηναγκάζετο να μιμείται άλλους ρήτορας και ενίοτε και
ολόκληρα χωρία εκ τούτων εις τους λόγους αυτού παρελάμβανεν, όπερ και αυτός
ομολογεί. Καθ’ όλου ειπείν, ο ρήτωρ ούτος την δόξαν αυτού οφείλει τη φύσει και
ουχί τη τέχνη. Η δύναμις αυτού κατ’ εξοχήν κείται εν τη διηγήσει, ήτις
επαινείται διά την σαφήνειαν. Αύτη παρατηρείται και εν τοις ενθυμήμασιν, άπερ
ευφυώς κατασκευάζει. Οσάκις δ’ ο ρήτωρ σκοπεί όπως διεγείρει πάθος εν τη ψυχή
των ακροατών, ανυψοί τον λόγον διά δυνάμεως και αναπτύσσει πλησμονήν φράσεων
και μεγαλοπρέπειαν. Επειδή όμως αι μεγαλοπρεπείς αυτού φράσεις στερούνται
ηθικού ενθουσιασμού και δεν εκδηλούσι την αλήθειαν, δεν συγκινούσιν. Είναι δε
δεινός περί τα σκώμματα και την ειρωνείαν. Ταύτα δ’ εκράτυνε διά της φωνής,
καθ’ ην υπερείχε του Δημοσθένους. Φύσει ο Αισχίνης είχεν ισχυράν και καθαράν
φωνήν, όπερ και ο αντίπαλος αυτού ομολογεί. Επειδή δ’ εγένετο υποκριτής (ενν.
ηθοποιός), επεμελήθη όπως ταύτην αναπτύξη. Ούτως ηδύνατο σαφώς και απνευστί να
απαγγείλη μακράς περιόδους. Η αρετή αύτη επιδρά πολύ επί του πλήθους, ως
γίνεται δήλον εκ τούτου, ότι πολλών καλλιφώνων οι λόγοι, δημοσιευθέντες,
εξέπληξαν τους θαυμαστάς αυτών, νομίσαντας ότι δεν είναι οι θαυμασθέντες λόγοι.
Περί δε την εκλογήν των λέξεων είναι πομπώδης, ισχυράς φράσεις μεταφοράς και
μετωνυμίας μεταχειριζόμενος. Δεν απέχει δ’ ούτε τολμηρών ούτε υπερβολικών
φράσεων. Και όμως είναι ατονώτερος του Δημοσθένους, ως ήδη Διονύσιος ο
Αλικαρνασσεύς παρετήρησεν».
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου