των Μαρίας Κακριδή, Δήμητρας Κατή
και Βασιλικής Νικηφορίδου
Η ιδέα ότι σε κάθε γλωσσική κοινότητα χρησιμοποιείται μία κοινή ομοιογενής γλώσσα είναι οπωσδήποτε διαδεδομένη καθημερινή αντίληψη. Ειδικότερα η εκπαίδευση έχει παραδοσιακά στηριχτεί σε αυτή την παραδοχή. Ωστόσο, η γλωσσολογία, κυρίως στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, έδειξε ότι αυτή η παραδοχή συσκοτίζει την πραγματικότητα της γλωσσικής επικοινωνίας, η οποία είναι πολύ πιο περίπλοκη. Συγκεκριμένα, κάθε ομιλητής/τρια χρησιμοποιεί διαφορετικά τα στοιχεία της γλώσσας, ενώ ομάδες ομιλητών/τριών χαρακτηρίζονται από δικές τους γλωσσικές ποικιλίες. Η πραγματικότητα συνεπώς χαρακτηρίζεται από εγγενή γλωσσική ανομοιογένεια και διαφοροποίηση — διαφοροποίηση που μπορεί να προκύπτει και από την ταυτότητα του/της χρήστη/στριας-ομιλητή/τριας και από τη συγκεκριμένη χρήση-περίσταση της ομιλίας.
Οι ποικιλίες με βάση τον χρήστη αποκαλύπτουν στοιχεία της ταυτότητας του/της ομιλητή/τριας. Τέτοια στοιχεία είναι π.χ. το φύλο, η γεωγραφική και κοινωνική καταγωγή, το επάγγελμα. Οι διαφοροποιήσεις της γλώσσας στην περίπτωση των ποικιλιών αυτών δείχνουν είτε ποιος/α είσαι είτε ποιον κοινωνικό ρόλο «υποδύεσαι» στη συγκεκριμένη περίπτωση (π.χ. το ρόλο του/της γιατρού, του/της δικηγόρου, του/της μανάβη/ισσας κ.λπ.). Χωρίζονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες: τις γεωγραφικές ποικιλίες και τις κοινωνικές ποικιλίες, ή αλλιώς κοινωνιολέκτους.
Οι γεωγραφικές ποικιλίες, τις οποίες μελετά η διαλεκτολογία, χωρίζονται συμβατικά σε διαλέκτους και ιδιώματα. Συνήθως, ως διάλεκτοι χαρακτηρίζονται γλωσσικές ποικιλίες που μιλιούνται σε μεγαλύτερη γεωγραφική έκταση ή έχουν έντονη διαφοροποίηση από τη ΝΕ (π.χ. ποντιακά, κυπριακά), ενώ ιδιώματα ονομάζονται μικρότερης έκτασης τοπικές ποικιλίες χωρίς μεγάλες διαφορές από την κοινή ή από κάποια διάλεκτο, της οποίας πολλές φορές θεωρούνται υποδιαιρέσεις (π.χ. το ιδίωμα της Μάνης, τα δωδεκανησιακά ιδιώματα).
Οι κοινωνιόλεκτοι πάλι άρχισαν να ενδιαφέρουν τη γλωσσική έρευνα μετά τον πόλεμο και την υποχώρηση των γεωγραφικών διαλέκτων λόγω και της μετακίνησης πληθυσμών προς τα μεγάλα αστικά κέντρα. Δηλώνουν στοιχεία της κοινωνικής ταυτότητας του χρήστη τους και δημιουργούνται με βάση τους κύριους παράγοντες που διαμορφώνουν την κοινωνική δομή μιας κοινότητας, όπως είναι η ηλικία (π.χ. ιδιώματα των νέων), το φύλο (διαφοροποίηση γλωσσικών συνηθειών ανδρών-γυναικών), η μόρφωση (π.χ. λόγια έναντι λαϊκής γλώσσας), η κοινωνική θέση (π.χ. γλώσσες περιθωρίου), η ιδεολογία (π.χ. ιδίωμα της Αριστεράς), το επάγγελμα ή η ασχολία (π.χ. «ειδικές γλώσσες» νομικών, στρατιωτικών, ναυτικών, χρηματιστών, μηχανικών αυτοκινήτων, μπογιατζήδων κ.λπ.)
Οι δύο παραπάνω κατηγορίες ποικιλιών σχετίζονται μεταξύ τους, διότι όσο ανεβαίνουμε στην κοινωνική κλίμακα, τόσο ατονούν τα γεωγραφικά χαρακτηριστικά των ομιλητών/τριών προς όφελος μιας κοινής καθομιλουμένης. Για το γεγονός αυτό ευθύνεται αφενός η σημαντική αύξηση της κοινωνικής αντίθεσης μεταξύ περιφέρειας (επαρχίας) και κέντρου (πόλης) στις σύγχρονες μεταπολεμικές κοινωνίες, αφετέρου η σταδιακή εξασθένηση των διαλέκτων λόγω της εξάπλωσης των επικοινωνιών και της υποχρεωτικής εκπαίδευσης. Κατά συνέπεια, ορισμένα από τα γεωγραφικά γλωσσικά χαρακτηριστικά που χρησιμοποιούν τα λιγότερο ευνοημένα κοινωνικά στρώματα προσλαμβάνουν και κοινωνική σημασία (π.χ. b, d, g έναντι mb, nd, ng ή ουρανική προφορά των l και n μπροστά από i).
Οι ποικιλίες με βάση τη χρήση ονομάζονται συνήθως επίπεδα ύφους [registers] και συναρτώνται από κάποια ειδική κοινωνική περίσταση. Εν μέρει, η κατάλληλη επιλογή επιπέδου ύφους είναι μέσα στις δυνατότητες του/της ομιλητή/τριας και γίνεται λίγο-πολύ αυτόματα. Συγχρόνως όμως η αναγνώριση των διαφορετικών επιπέδων, η εξάσκηση στη σωστή τους επιλογή και η αποτελεσματική χρήση του λόγου σε καθένα από αυτά αποτελούν και στόχους της εκπαίδευσης, αφού η λανθασμένη χρήση μπορεί να οδηγήσει στην απομόνωση ή και στο στιγματισμό.
Ο συγκεκριμένος στόχος και το θέμα της επικοινωνιακής περίστασης είναι μία από τις διαστάσεις που χαρακτηρίζουν την ποικιλία ως προς τη χρήση. Διαφορετικό στόχο έχει λ.χ. η αγόρευση στη Βουλή από την ανακοίνωση στο ραδιόφωνο. Ποικιλία δημιουργεί και ο τρόπος της έκφρασης και ειδικότερα η επιλογή κάποιου συγκεκριμένου τύπου κειμένου. Διαφορετικό ύφος, λεξιλόγιο, σύνταξη και γενικά διαφορετικές ρητορικές συμβάσεις χαρακτηρίζουν λ.χ. ένα ηλεκτρονικό μήνυμα από μία προσωπική επιστολή. Τέλος, οι σχέσεις μεταξύ των ομιλητών, σχέσεις οικειότητας, εξουσίας κ.ά., συνιστούν ακόμα μια πηγή περιστασιακής ποικιλίας — διαφορετικά απευθύνεται κανείς στο φίλο του ή στη φιλική ομήγυρη και διαφορετικά σε ανθρώπους με τους οποίους η σχέση του είναι τυπική.
Στην πραγματικότητα της επικοινωνίας όλες αυτές οι διαστάσεις τέμνονται και αλληλοεπιδρούν με αποτέλεσμα τα επίπεδα ύφους να μην είναι αυτόνομα και πραγματικά ξεχωριστά. Συγχρόνως, στοιχεία από διαφορετικά επίπεδα λόγου είναι πιθανόν να παρεισφρέουν στην ίδια πρόταση ή κείμενο. Έτσι ο ομιλητής/τρια που εκφωνεί την πρόταση
Ο σκληρός δίσκος τά ’φτυσε.
εμπλέκει την τεχνική ορολογία των Η/Υ με το εντελώς ανεπίσημο «προφορικό» ύφος. Σε άλλη περίσταση και με διαφορετικό ακροατήριο θα μπορούσε να υιοθετήσει και διαφορετική επιλογή στοιχείων.
Στη γλώσσα εμφανίζεται ενίοτε και ποικιλία που δεν μπορεί να αποδοθεί ξεκάθαρα ούτε στο χρήστη αλλά ούτε και στην ειδική περίσταση επικοινωνίας. Η ποικιλία αυτή, η ενδοσυστηματική όπως ονομάζεται, οφείλεται μάλλον στις πολλαπλές επιλογές που προσφέρει η ίδια η γλώσσα στους χρήστες της, χωρίς η τελική επιλογή να συναρτάται αναγκαστικά με τη γεωγραφική/διαλεκτική ή κοινωνική θέση του ομιλητή/τριας. Έτσι, τύποι όπως μιλώ - μιλάω, μιλά - μιλάει, έρχονταν - ερχόντουσαν, πηγαίνουν - πηγαίνουνε, χτύπα - χτύπησε, θέλεις - θες κ.ά. μπορεί να εναλλάσσονται στην ομιλία του ίδιου ατόμου, όπως και εκφορές σαν τις πες το μου - πες μου το, αν θέλεις - άμα θέλεις, πιστεύω να μη φύγει - δεν πιστεύω να φύγει κ.ο.κ. Τέτοιες εναλλαγές στην προφορά, στη γραμματική, στη σύνταξη, στο λεξιλόγιο (π.χ. μπάνιο -τουαλέτα) συνιστούν σχετικά ελεύθερες, και τις περισσότερες φορές μη συνειδητές, επιλογές του ομιλητή/τριας. Η παρατήρηση αυτή δεν αποκλείει το ενδεχόμενο κάποιοι από τους γλωσσικούς αυτούς τύπους να απαντούν συχνότερα σε ορισμένα επίπεδα ύφους από ό,τι σε άλλα (οι ασυναίρετοι τύποι αγαπάει, μιλάει κ.τ.λ. έχουν π.χ. συνδυαστεί περισσότερο με τον προφορικό λόγο ) χωρίς η σχέση αυτή να είναι απόλυτη.
Η αναγνώριση της γλωσσικής ποικιλίας και η ενδυνάμωση του πολιτικού αιτήματος για την ενίσχυσή της έρχονται σε αντίθεση με τις ιδεολογίες και πρακτικές της (παραδοσιακής τουλάχιστον) εκπαίδευσης. Ο περιορισμός της ποικιλίας (κυρίως της γεωγραφικής και κοινωνικής) αποδίδεται ιστορικά στη γραφή, στον αλφαβητισμό και στην υποχρεωτική εκπαίδευση.
Η γραφή (κατεξοχήν η αλφαβητική) απέδωσε κοινωνικό κύρος και διαιώνισε εκείνη την ομιλούμενη γλώσσα που έτυχε, για ποικίλους κοινωνικο-πολιτικούς λόγους και όχι εξαιτίας κάποιας εγγενούς ανωτερότητας, να γράφεται. Η εξαφάνιση ή περιθωριοποίηση των παραλλαγών που δεν γράφονταν ενισχύθηκε από τη διάδοση του αλφαβητισμού. Η συχνή χρήση της γραφής στην καθημερινή ζωή δημιούργησε την ανάγκη γραμματικών και λεξικών, δηλαδή εγχειριδίων για τη χρήση της γλώσσας που αδυνατούν εκ των πραγμάτων να καταγράψουν όλες τις ομιλούμενες παραλλαγές και επιβάλλουν συνεπώς μία πρότυπη γλώσσα. Η θέσπιση της υποχρεωτικής εκπαίδευσης (στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα στον δυτικό κόσμο) συνέτεινε, μέσα από την περαιτέρω διάδοση του αλφαβητισμού, στην ομοιογενοποίηση της γλώσσας. Η γραφή και η εκπαίδευση δημιουργούν βέβαια καινούργια, περιστασιακή κυρίως, ποικιλία, αλλά και πάλι επιβάλλουν ορισμένα είδη λόγου ως πρότυπα (χαρακτηριστικότερα όλων το γραπτό έναντι του προφορικού είδους λόγου).
Εγείρονται πάντως σοβαρά ερωτήματα σχετικά με τη σχέση της εκπαίδευσης και της ποικιλίας, όπως τα εξής: Πώς μπορεί να υλοποιηθεί το αίτημα για το σεβασμό της κοινωνικής ταυτότητας και γλώσσας του άλλου όταν είναι ταυτόχρονα αναγκαία μια γλώσσα κοινής συνεννόησης κι όταν η σχολική, κοινωνική, επαγγελματική επιτυχία προϋποθέτει την εκμάθηση του γλωσσικού προτύπου που προωθεί το σχολείο; Τι είναι ακριβώς αυτό το σχολικό πρότυπο και μέσα από ποιες κοινωνικές δυναμικές συγκροτείται; Υπάρχει μία και μόνο επίσημη νόρμα ή είναι αναπόφευκτη η ποικιλία και στο λόγο του σχολείου, δεδομένου ότι τον συγκροτούν διαφορετικοί συγγραφείς/ομιλητές; Ποια ποικιλία είναι περισσότερο ανεκτή (λ.χ. βουκολικό λεξιλόγιο όπως προγκάει σε ορισμένα κείμενα των βιβλίων της γλώσσας) και ποια καθόλου (λ.χ. η γλώσσα των γηπέδων); Πώς επιβάλλεται η νόρμα: έμμεσα μέσα από το λόγο των εκπαιδευτικών και των βιβλίων ή άμεσα μέσα από βιβλία γραμματικής και οδηγίες «σωστής» χρήσης; Ενδεικτικά, η επιβολή της καθαρεύουσας φαίνεται να ενίσχυσε κάποτε την ιδέα ότι η γλώσσα του σχολείου και της κοινωνικής καταξίωσης διαφέρει από αυτή της καθημερινής ζωής. Από την άλλη πλευρά, το βουκολικό λεξιλόγιο που επιβιώνει στα σημερινά βιβλία της γλώσσας ίσως ενισχύει την ιδεολογία που εξιδανικεύει την αγροτική ζωή. Επίσης, παιδιά διόλου ή λιγότερο εξοικειωμένα με τη νόρμα του σχολείου (είτε γιατί μιλούν διαλέκτους όπως τα ποντιακά είτε γιατί δεν έχουν εξοικειωθεί με τα γραπτά είδη λόγου) θα έχουν μεγαλύτερα προβλήματα ανταπόκρισης στις απαιτήσεις του σχολείου.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου