Οδυσσέας Ελύτης «Μικρός Ναυτίλος»

επιμελεία του
Κωνσταντίνου Μάντη



ΜΥΡΙΣΑΙ ΤΟ ΑΡΙΣΤΟΝ [Ι-VΙΙ]
 
                                                    Ι 
«Μια μέρα τη ζωή που ‘χασα την ξαναβρήκα στα μάτια ενός νέου μοσχαριού που με κοίταζε μ’ αφοσίωση. Κατάλαβα πως δεν είχα γεννηθεί στην τύχη. Βάλθηκα να σκαλίζω τις μέρες μου, να τις φέρνω άνω κάτω, να ψάχνω. Ζητούσα να ψαύσω την ύλη των αισθημάτων. Ν’ αποκαταστήσω, από τις νύξεις που έβρισκα διάσπαρτες μέσα στον κόσμο αυτόν, μιαν αθωότητα τόσο ισχυρή που να ξεπλένει τα αίματα -το άδικο- και να εξαναγκάζει τους ανθρώπους να μου αρέσουν.

 
Δύσκολο - αλλά πως να γίνει; Κάποτε νιώθω να ‘μαι τόσοι πολλοί που χάνομαι. Θέλω να πραγματοποιηθώ έστω και στο μάκρος μιας ηλικίας που να ξεπερνά τη δική μου.
Αν η ψευτιά δεν υπάρχει τρόπος να καταβληθεί ούτε από το χρόνο, τότε το παιχνίδι το έχασα.» 
 
Στην αγνή και άδολη αφοσίωση που έχει το βλέμμα ενός μοσχαριού∙ στην αληθινή εμπιστοσύνη που εκφράζει η γαλήνια στάση του, ο ποιητής βρίσκει το νόημα της μέχρι τότε δίχως ουσιαστικό σκοπό δαπανημένης ζωής του. Συνειδητοποιεί αίφνης πως η ύπαρξή του δεν είναι προϊόν ανώφελης τύχης. Συνειδητοποιεί πως είναι η δική του ευθύνη απέναντι στον κόσμο ν’ αναζητήσει και να δώσει πνοή στην αθωότητα εκείνη που κατ’ ανάγκη συνέχει την ανθρώπινη φύση.
Προχωρά έτσι σε μιαν εναγώνια ανασκόπηση των ημερών που πέρασαν, σε μια λεπτομερή εξέτασή τους στιγμή προς στιγμή, αναζητώντας την ουσία, την απτή εκείνη έκφανση της ανθρώπινων συναισθημάτων, που θα μπορούσε ν’ αποτελέσει τον πυρήνα μιας νέας γέννησης. Σκοπός του πλέον να εντοπίσει και ν’ αποκαταστήσει στην πλέρια και ανόθευτη μορφή της την αθωότητα της ανθρώπινης ψυχής. Κι είναι η αναζήτησή του δύσκολη, καθώς η αθωότητα αυτή δεν εμφανίζεται και δεν συναντάται πια με την κάποτε πλήρη μορφή της. Ο ποιητής αναζητά τα ίχνη της σε νύξεις, σε μικρά δειλά φανερώματα, σε πράξεις απλές διάσπαρτες σε όλο τον κόσμο.
Αναζητά την αθωότητα μ’ επιμονή και αποζητά να της δώσει τη δύναμη που της αναλογεί, τη δύναμη εκείνη που θα φανερώσει την αγαθή πτυχή των ανθρώπων. Και γνωρίζει πως η δύναμη αυτή οφείλει να έχει τέτοιας έντασης ισχύ, ώστε να μπορέσει να ξεπλύνει τα αίματα του μίσους και του πολέμου, τα αίματα της αδικίας και του φθόνου, εξαγνίζοντας πλήρως τους ανθρώπους και καθιστώντας τους εκ νέου αρεστούς, και άξιους αγνής αγάπης και σεβασμού.
Ο ποιητής αντιλαμβάνεται το δυσεπίτευκτο του στόχου του, κατανοεί πως η τροπή που έχουν λάβει τα πράγματα δυσχεραίνει την επιστροφή της αθωότητας, αλλά γνωρίζει συνάμα πως δεν υπάρχει άλλη επιλογή για τους ανθρώπους. Ο δρόμος που έχουν γεμίσει με αίματα είναι δρόμος ολέθρου, κι η μόνη ελπίδα ν’ αλλάξει η πραγματικότητα των ανθρώπων είναι να στραφούν και πάλι προς την αγάπη και την καλοσύνη. 
 
Η πρόθεση του ποιητή μοιάζει να εμποδίζεται απ’ το πολυδιάστατο της φύσης του, απ’ τις πολλές παράλληλες προσδοκίες κι επιθυμίες του, που ίσως αποτρέπουν την αδιάκοπη αφοσίωση στο στόχο του. Ωστόσο, ό,τι αποτελεί συνεκτικό δεσμό των πολλαπλών του εκφάνσεων είναι αυτή ακριβώς η ανάγκη ν’ αποκαταστήσει την αθωότητα των ανθρώπων. Κι είναι τέτοια η πίστη του στην αξία αυτής της επιδίωξης, ώστε θεωρεί πως θα δικαιωθεί έστω κι αν η πραγμάτωση του σκοπού του επέλθει σε χρονική στιγμή που θα έχει ξεπεράσει πια τη δική του ζωή.
Γνωρίζει, δηλαδή, πως το αναβάπτισμα των ανθρώπων σε μια νέα εποχή αθωότητας δεν μπορεί να προκύψει απλά ή γρήγορα, κι εναποθέτει έτσι τις ελπίδες του σε μια μελλοντική στιγμή. Εκφράζει, όμως, και την ανησυχία του πως αν δεν επαρκεί ούτε το πέρασμα του χρόνου για να νικηθεί το ψέμα κι η υποκρισία, θα έχει πια ηττηθεί σ’ αυτόν το δύσκολο αγώνα που ξεκινά. 
 
                                               II
 
«Κατοίκησα μια χώρα που ‘βγαινε από την άλλη, την πραγματική, όπως τ’ όνειρο από τα γεγονότα της ζωής μου. Την είπα κι αυτήν Ελλάδα και τη χάραξα πάνω στο χαρτί να τηνε βλέπω. Τόσο λίγη έμοιαζε· τόσο άπιαστη.
Περνώντας ο καιρός όλο και τη δοκίμαζα: με κάτι ξαφνικούς σεισμούς, κάτι παλιές καθαρόαιμες θύελλες. Άλλαζα θέση στα πράγματα να τ’ απαλλάξω από κάθε αξία. Μελετούσα τ’ Ακοίμιστα και την Ερημική ν’ αξιωθώ να φκιάνω λόφους καστανούς, μοναστηράκια, κρήνες. Ως κι ένα περιβόλι ολόκληρο έβγαλα γιομάτο εσπεριδοειδή που μύριζαν Ηράκλειτο κι Αρχίλοχο. Μα ‘ταν η ευωδία τόση που φοβήθηκα. Κι έπιασα σιγά σιγά να δένω λόγια σαν διαμαντικά να την καλύψω τη χώρα που αγαπούσα. Μην και κανείς ιδεί το κάλλος.
Ή κι υποψιαστεί πως ίσως δεν υπάρχει.» 
 
Η προσδοκία του ποιητή για την ανασύσταση ενός βίου βασισμένου στην αθωότητα, ενέχει σαφώς ουτοπικά στοιχεία, γι’ αυτό και σπεύδει να παρουσιάσει το ιδεατό του δικού του κόσμου, την πατρίδα που έχτισε μες στη σκέψη του, κι οποία του επέτρεψε να οραματιστεί τη δυνατότητα μιας τόσο βαθιάς αλλαγής. Η χώρα που κατοίκησε ο ποιητής προέκυψε απ’ την υπάρχουσα και πραγματική του χώρα, γι’ αυτό και την ονόμασε Ελλάδα. Προέκυψε ωστόσο όπως προκύπτουν τα όνειρα απ’ τα γεγονότα της ζωής∙ με αφαιρέσεις, εξωραϊσμούς και εξιδανικεύσεις, χωρίς το περιττό βάρος του συνόλου της πραγματικότητας. Μια νέα, δηλαδή, διάσταση των πραγμάτων που δεν βαρύνεται απ’ τα εγγενή ελαττώματα του υπαρκτού και ατελώς δομημένου κόσμου. Μια νέα διάσταση που διατηρεί μόνο την ουσία, κι απ’ αυτήν την ουσία μάλιστα μόνο εκείνες τις πτυχές που τείνουν προς το άριστο.
Τη δική του χώρα ο ποιητής τη σχεδίασε στο χαρτί για να μπορεί να τη βλέπει -της έδωσε μορφή μέσω του ποιητικού του έργου. Μα, καθώς πρόκειται για τις καθαρότερες και πιο ουσιαστικές γραμμές των πραγμάτων, ό,τι προέκυψε ήταν κάτι το ελάχιστο, και συνάμα κάτι το άπιαστο, μιας και τα πλέον ουσιώδη διαπνέονται από μια δυσπρόσιτη ιδανικότητα. Πολύ περισσότερο, όμως, ο ποιητής δεν έμεινε εκεί∙ δοκίμαζε την αλήθεια και τις αντοχές του πολύτιμου αυτού αποστάγματος των συλλογισμών του. Το δοκίμαζε με ξαφνικούς σεισμούς -με τον αιφνίδιο επανέλεγχο των αρμών που συνείχαν τις σκέψεις του-, και με θύελλες καθαρόαιμες και ισχυρές, όπως ήταν κάποτε και μπορούσαν να ρημάξουν οτιδήποτε πλαστό και ψεύτικο. 
 
Ο ποιητής δοκίμασε με κάθε πιθανό τρόπο την αλήθεια και την ανθεκτικότητα του λόγου του, φροντίζοντας μάλιστα ν’ απαλλάξει το πρωτογενές του υλικό, τις λέξεις, από συσχετισμούς και συνειρμούς που είχαν φθαρεί απ’ τη χρήση ή και κατάχρηση αιώνων. Άλλαζε τη θέση των πραγμάτων για να τ’ απαλλάξει από κάθε αξία, να εξουδετερώσει την πρότερη νοηματοδότηση, και να τους προσφέρει μια νέα αυτόνομη λειτουργία. Αφέθηκε σε μια κοπιώδη προσπάθεια στερούμενος τον ύπνο και τη συντροφιά, έμεινε μόνος και μες στη μοναξιά του πάλεψε για ένα λεκτικό εργαλείο που θα του επέτρεπε ν’ αποδώσει το κάλλος της ελληνικής γης και πραγματικότητας σε όλη του την αγνότητα. Πάλεψε για τη δυνατότητα ενός λόγου ικανού να παρασταίνει τους λόφους, τα μικρά μοναστήρια και τις βρύσες του παραδοσιακού ελληνικού τοπίου∙ αποτόλμησε μάλιστα να δημιουργήσει κι ένα ολόκληρο περιβόλι που είχε την ιδανική εκείνη μυρωδιά των σκέψεων του Ηράκλειτου και του Αρχίλοχου.
Ήταν όμως τόσο έντονη η ευωδιά που ανέδιδαν οι μετουσιωμένες στο έργο του ποιητή ιδέες του Ηράκλειτου και του Αρχίλοχου, ώστε ο ποιητής φοβήθηκε για τον πιθανό αντίκτυπο, φοβήθηκε για την προσοχή που τραβούσε το δημιούργημά του. Γι’ αυτό και προσπάθησε με λέξεις εντυπωσιακές, με λέξεις που τραβούσαν το βλέμμα, όπως τα διαμάντια, ν’ απομακρύνει τους φιλοπερίεργους απ’ την ουσία των γραφομένων, απ’ την ουσία της ιδανικής του χώρας, μήπως και κανείς διέβλεπε το πραγματικό κάλλος που κρυβόταν εκεί. Ή μήπως κανείς υποψιαζόταν πως ίσως η ιδεατή αυτή χώρα δεν ήταν καν υπαρκτή. 
 
                                               III
 
«Λοιπόν τριγύριζα μέσα στη χώρα μου κι έβρισκα τόσο φυσική τη λιγοσύνη της, που ‘λεγα πως, δε γίνεται, θα πρέπει να ‘ναι από σκοπού το ξύλινο τούτο τραπέζι με τις ντομάτες και τις ελιές μπρος στο παράθυρο. Για να μπορεί μια τέτοια αίσθηση βγαλμένη απ’ το τετράγωνο του σανιδιού με τα λίγα ζωηρά κόκκινα και τα πολλά μαύρα να βγαίνει κατευθείαν στην αγιογραφία. Και αυτή, αποδίδοντας τα ίσα, να προεχτείνεται μ’ ένα μακάριο φως πάνω απ’ τη θάλασσα εωσότου αποκαλυφθεί της λιγοσύνης το πραγματικό μεγαλείο.
Φοβούμαι να μιλάω μ’ επιχειρήματα που μόνον η άνοιξη δικαιωματικά διαθέτει: όμως την παρθενία που πρεσβεύω έτσι την αντιλαμβάνομαι και μόνον έτσι τη φαντάζομαι να κρατάει τη μυστική της αρετή: μεταβάλλοντας σε άχρηστα όλα τα μέσα που θα μπορούσαν να επινοήσουν οι άνθρωποι για τη συντήρηση και την ανανέωσή της.» 
 
Η ιδεατή χώρα του ποιητή∙ η Ελλάδα των πιο απλών και αγνών αξιών, που τόσο υμνήθηκε απ’ τον Οδυσσέα Ελύτη, διακρίνεται για την απόλυτη λιτότητά της. Δεν έχει τίποτε το υπερβολικό να επιδείξει, κατέχει όμως εξαίρετη ομορφιά σε καθετί δικό της, όσο μικρό κι όσο ασήμαντο κι αν είναι αυτό.
Ο ποιητής παρατηρεί τη λιγοσύνη της χώρας του και σκέφτεται πως κάποιος λόγος θα υπάρχει γι’ αυτή τη λιτότητα των πραγμάτων∙ σκέφτεται πως δεν μπορεί τυχαία να επιλέγονται απ’ τους ανθρώπους της τα πράγματα στην πιο απλή και φυσική τους μορφή. Κι ο λόγος είναι πως και τα λίγα και τα απλά της χώρας αυτής ενέχουν ένα μεγαλείο πρωτόφαντο και πέρα για πέρα ουσιαστικό. Το ξύλινο τραπέζι με τις λίγες ντομάτες κι ελιές μπροστά απ’ το παράθυρο, εμπεριέχει το καίριο, το απολύτως σημαντικό. Τίποτε δεν περισσεύει απ’ αυτή την εικόνα, γιατί τίποτε το περιττό δεν συγκινεί τους ανθρώπους αυτής της χώρας. Μέσα απ’ τα λίγα οι άνθρωποι γεννούν τη ζωή τους καθαρή και αμόλυντη, βιώνουν την αγαθότητα του καθημερινού μόχθου, απολαμβάνοντας όσο και ό,τι τους δίνει ως ανταμοιβή η γη τους.
Οι απλές αυτές εικόνες, που αποδίδουν τα σπίτια των ανθρώπων της ελληνικής υπαίθρου∙ οι καθημερινές αυτές εικόνες, απ’ το ξύλινο τραπέζι ως τις ροζιασμένες σανίδες του πατώματος, όταν αποτυπωθούν ζωγραφικά περνούν απευθείας στο επίπεδο μιας αγιογραφίας, μιας και μέσα σ’ αυτές καταγράφεται η αγαθή φύση των Ελλήνων∙ η φύση της ολιγάρκειας, της τιμιότητας, της με μεράκι εργασίας και της αγάπης. Κι απ’ τις εικόνες αυτές προκύπτει ένα μακάριο φως που υπερκαλύπτει τη θάλασσα, το αναπόσπαστο αυτό κομμάτι της ελληνικής ζωής, και φανερώνει το καθαρό μεγαλείο αυτών των ανθρώπων, κι αυτού του ανυπόκριτου και αγνού βίου.
 
Η αθωότητα, επομένως, που αποζητά ο ποιητής δεν είναι κατ ανάγκη ουτοπική, καθώς η αθωότητα αυτή κοσμούσε και κοσμεί την καθημερινότητα των ανθρώπων της ελληνικής υπαίθρου, των ανθρώπων εκείνων που μέσα στις μικρές τους κοινωνίες στηρίζουν και στηρίζονται, αγαπούν και αγαπιούνται, δίνοντας στους άλλους τα αγνότερα κομμάτια της ψυχής τους.
Ο ποιητής δίνοντας το φανέρωμα αυτού του αγαθού βίου προχωρά τη σκέψη του ακόμη παραπέρα, έστω κι αν ό,τι έχει να πει μπορεί και δικαιούται να το πρεσβεύει μόνο η άνοιξη που κατέχει πραγματικά τη δύναμη να αναγεννά τον φυσικό κόσμο∙ η παρθενία, λοιπόν, κι η αγνότητα που θέλει και επιδιώκει ο ποιητής για τους ανθρώπους οφείλει να είναι τέτοιας καθαρότητας, ώστε να μην μπορεί να συντηρηθεί, να υπάρξει ή να αναγεννηθεί «σκοπίμως». Ο ποιητής δεν θέλει τίποτε το υποκριτικό ή το κατασκευασμένο στον τρόπο ζωής που οραματίζεται για τους συνανθρώπους του. Και βασικό στοιχείο αυτού του τρόπου είναι μια βαθιά αγνότητα, μια αγνότητα που θα παραμένει επίμονα αμόλυντη, καθιστώντας άχρηστη οποιαδήποτε προσπάθεια των ανθρώπων να τη διατηρήσουν ή να την παρατείνουν κατά βούληση και κατ’ επιλογή.
Ιδανική αγνότητα είναι εκείνη μόνο που γεννιέται και υπάρχει αυτόνομα, ως δημιούργημα της ίδιας της ζωής, κι όχι μια κατάσταση επιβεβλημένη ή προσχεδιασμένη. Οι άνθρωποι θα πρέπει να είναι αγνοί από τη φύση τους, κι όχι επειδή έτσι τους θέλουν άλλοι άνθρωποι.     
 
                                               IV
 
«Την άνοιξη δεν τη βρήκα τόσο στους αγρούς ή, έστω, σ’ έναν Botticelli όσο σε μια μικρή Βαϊφόρο κόκκινη. Έτσι και μια μέρα, τη θάλασσα την ένιωσα κοιτάζοντας μια κεφαλή Διός.
Όταν ανακαλύψουμε τις μυστικές σχέσεις των εννοιών και τις περπατήσουμε σε βάθος θα βγούμε σ’ ένα άλλου είδους ξέφωτο που είναι
η Ποίηση. Και η Ποίηση πάντοτε είναι μία, όπως ένας είναι ο ουρανός. Το ζήτημα είναι από που βλέπει κανείς τον ουρανό.
Εγώ τον έχω δει από καταμεσής της θάλασσας.» 
 
Η άνοιξη που μπορεί να αναγεννά τον φυσικό κόσμο, εκ νέου αγνό και αμόλυντο, και κατ’ επέκταση η δύναμη εκείνη που αναζητά ο ποιητής για την επαναφορά της αθωότητας των ανθρώπων, δεν βρίσκεται στην ίδια τη φύση ή σ’ ένα έργο τέχνης, όπως αυτό του Botticelli με την αλληγορική αναπαράσταση της γυναικείας μορφής. Βρίσκεται σε μια μικρή κόκκινη Βαϊφόρο, σε μια μικρή αναπαράσταση του Χριστού, καθώς εισέρχεται στα Ιεροσόλυμα. Ο εξαγνισμός, επομένως, της ψυχής των ανθρώπων, η αναγέννησή τους, δεν θα πρέπει ν’ αναμένεται απ’ την ίδια τη φύση, ούτε απ’ την απλή πρόθεση των ανθρώπων∙ η αναγέννηση αυτή μπορεί να προκύψει απ’ τη σύνδεση με το μήνυμα του Χριστού. Η Βαϊφόρος που μας παραπέμπει στην Κυριακή των Βαΐων και συνάμα στην αναστάσιμη δύναμη του Χριστού, μας φέρνει στην εν δυνάμει ψυχική αναγέννηση του ανθρώπου που αποβάλλει τα αρνητικά του συναισθήματα και ακολουθεί το παράδειγμα και το πρότυπο ζωής που έθεσε ο Χριστός. 
 
Η συσχέτιση της άνοιξης με την κόκκινη Βαϊφόρο, κι όχι με τον κυριολεκτικό χώρο εμφάνισής της, που είναι ο αγρός, τονίζεται απ’ τον ποιητή και μ’ έναν ακόμη συνειρμό που φαινομενικά μοιάζει αναίτιος. Όπως λοιπόν βρήκε την άνοιξη στη Βαϊφόρο, έτσι ένιωσε μια μέρα και τη θάλασσα κοιτάζοντας το κεφάλι ενός αγάλματος του Δία. Ο συνειρμός μοιάζει εδώ ακόμη πιο απρόσιτος, ωστόσο λειτουργεί ως έναυσμα για να περάσει ο ποιητής σε μια καίρια παρατήρηση σχετικά με το έργο του, σχετικά με την ποιητική δημιουργία.
Τα πράγματα και οι έννοιες σχετίζονται μεταξύ τους με τρόπους όχι πάντοτε πρόδηλους∙ ένα μυστικό πλέγμα σχέσεων, που αν δεν είναι προσιτό στην απλή παρατήρηση ή σκέψη, αποτελεί ουσιαστικά το πεδίο δράσης της Ποίησης. Η ποίηση είναι αυτή που μας επιτρέπει να κατανοούμε βαθύτερα τις στενές συσχετίσεις των πραγμάτων και μας επιτρέπει να περνούμε σ’ έναν διαφορετικό χώρο θέασης της πραγματικότητας∙ σ’ έναν χώρο όπου όλα φανερώνουν τη μεταξύ τους ενότητα. 
 
Η ποίηση, όπως και ο ουρανός, είναι κάτι το ενιαίο, κάτι που εξελίσσεται αδιάκοπα, μα όχι αυτόνομα∙ εξελίσσεται πατώντας στις σκέψεις προγενέστερων δημιουργών, γεγονός που επιτρέπει σε κάθε νέο ποιητή μια προνομιακή θέαση, καθώς έχει αρωγούς όσους προηγήθηκαν. Ο Ελύτης, επομένως, υιοθετεί τους λόγους των προηγούμενων δημιουργών, υιοθετεί τη σοφία του Ηράκλειτου, μα και τη σοφία του Χριστιανισμού. Αντλεί απ’ τα λόγια τους τα στοιχεία εκείνα που θα του επιτρέψουν την υπεράσπιση και τη διάδοση της δικής του πρόθεσης ν’ αναζητήσει και ν’ ανασυνθέσει την αθωότητα των ανθρώπων.
Κι αν η ενότητα αυτή του ποιητικού λόγου και των συλλογισμών που την πλουτίζουν αδιάκοπα εδώ και αιώνες δεν είναι εύκολα αντιληπτή απ’ όλους, το ίδιο συμβαίνει, σχολιάζει ο ποιητής, και με τον ουρανό. Έστω κι αν συνήθως βλέπουμε ένα μικρό του τμήμα, αυτό δε σημαίνει πως ο ουρανός δεν είναι ενιαίος, αυτό δεν ακυρώνει την αδιάσπαστη συνέχειά του σ’ όλα τα μήκη και τα πλάτη. Έχει, επομένως, μεγάλη σημασία από που κοιτάζει κανείς τον ουρανό, για να μπορέσει ν’ αντιληφθεί την έκτασή του, το αδιάσπαστο της συνέχειάς του. Κι ο ποιητής τον έχει κοιτάξει από καταμεσής της θάλασσας, κατανοώντας πλήρως το αδιαίρετο της φύσης του.
Αντιστοίχως ενιαία και αδιαίρετη είναι η Ποίηση, γι’ αυτό και τα τωρινά λόγια του ποιητή δεν μπορούν να γίνουν κατανοητά χωρίς να ληφθεί υπόψη κι η μακραίωνη παράδοση που συνιστά το υπόβαθρο της δικής του δημιουργίας.   
 
                                                V
 
«Θέλω να ‘μαι ειλικρινής όσο και το λευκό πουκάμισο που φορώ· και ίσιος, παράλληλος με τις γραμμές πόχουν τα ξοχόσπιτα κι οι περιστεριώνες, που δεν είναι καθόλου ίσιες κι ίσως γι’ αυτό στέκουνε τόσο σίγουρα μες στην παλάμη του Θεού.
Τείνω μ’ όλους μου τους πόρους προς ένα -πώς να το πω;- περιστρεφόμενο, εκθαμβωτικό ευ. Από το πως δαγκώνω μέσα στο φρούτο έως το πως κοιτάζω απ’ το παράθυρο αισθάνομαι να σχηματίζεται μια ολόκληρη αλφαβήτα, που πασχίζω να βάλω σ’ ενέργεια με την πρόθεση ν’ αρμόσω λέξεις ή φράσεις, και την απώτερη φιλοδοξία, ίαμβους και τετράμετρα. Που σημαίνει: να συλλάβω και να πω έναν άλλο, δεύτερο κόσμο, που φτάνει πάντα πρώτος μέσα μου. Μπορώ μάλιστα να φέρω μάρτυρες ένα σωρό ασήμαντα πράγματα: βότσαλα που τα ρίγωσαν οι τρικυμίες, ρυάκια μ’ ένα κάτι παρήγορο στο κατρακυλητό τους, μυριστικά χορτάρια, λαγωνικά της αγιοσύνης μας. Μια ολάκερη φιλολογία, οι αρχαίοι Έλληνες και Λατίνοι, οι κατοπινοί χρονογράφοι και υμνωδοί· μια τέχνη, ο Πολύγνωτος, ο Πανσέληνος: όλοι τους βρίσκονται μεταγλωττισμένοι και στενογραφημένοι μέσα εκεί από το λείο, το χλοερό, το δριμύ και το εκστατικό, που η μόνη γνήσια και αυθεντική τους παραπομπή ενυπάρχει στην ψυχή του ανθρώπου.
Αυτή την ψυχή τη λέω αθωότητα. Κι αυτή τη χίμαιρα, δικαίωμά μου.» 
 
Ο ποιητής εκφράζει την επιθυμία τα λόγια του να έχουν μιαν απόλυτη ειλικρίνεια -έστω κι αν ξέρει πως ό,τι θέλει να πει δεν θα γίνει δεκτό απ’ όλους, κι ίσως ακόμη και να επικριθεί-. Θέλει να είναι τόσο ειλικρινής, όσο το λευκό χρώμα στο πουκάμισο που φορεί. Διαυγής και πεντακάθαρος ως προς αυτό που σκέφτεται. Κι ακόμη, θέλει να είναι ίσιος, παράλληλος με τις γραμμές που έχουν τα κτίσματα της ελληνικής υπαίθρου. Μια ευθεία, όμως, όχι τόσο απόλυτη, καθώς τα χτίσματα αυτά μπορούν και στέκουν με απόλυτη σιγουριά στην παλάμη του Θεού. Με την έξοχα τρυφερή αυτή εικόνα ο ποιητής τονίζει εκ νέου τη σύνδεση των λόγων του με τη θρησκευτική παράδοση του Χριστιανισμού. Ο Ελύτης θέλει να καταστεί σαφές πως το αίτημά του για αθωότητα πρέπει να συσχετιστεί με τα διδάγματα του χριστιανισμού, με την πρόνοια του Θεού που ζεσταίνει την ψυχή των πιστών ανθρώπων.
Ο ποιητής με κάθε πτυχή της υπόστασής του, με κάθε τρόπο στη ζωή και στη σκέψη του τείνει προς ένα «ευ», προς μια κατάσταση αγαθότητας, εκθαμβωτική και περιστρεφόμενη, ώστε να μην αφήνει καμία πλευρά της αθέατη. Μια τέτοια κατάσταση αγαθότητας και αθωότητας, όπως τη νιώθει με απόλυτη βεβαιότητα μέσα του να συνέχει κάθε πράξη του καθημερινού βίου, όσο απλή κι αν είναι αυτή. Ο ποιητής θέλει να εντοπίσει το αλφάβητο αυτής της αθωότητας που τη βλέπει να ορθώνεται κάθε στιγμή σε κάθε ενέργεια σημαντική ή ασήμαντη, και με το αλφάβητο αυτό να φτιάξει λέξεις, στίχους, ποιήματα∙ να κατανοήσει και να παραστήσει με τα λόγια του έναν τελείως διαφορετικό κόσμο, μιαν άλλη πραγματικότητα, την οποία νιώθει μέσα του να προηγείται της υπαρκτής και της γνωστής σε όλους.
Αυτός ο άλλος κόσμος, που τον αισθάνεται και τον διακρίνει παντού ο ποιητής, έστω κι αν δεν είναι αυθύπαρκτος και αντιληπτός απ’ όλους, είναι σίγουρα πραγματικός, και ως προς αυτό ο ποιητής μπορεί να προσκομίσει πολλούς μάρτυρες (έστω κι ασήμαντους). Απ’ τα στοιχεία της φύσης που δοκιμάστηκαν στο πέρασμα του χρόνου, όπως είναι τα βότσαλα που τα σημάδεψαν οι τρικυμίες, μέχρι τα χόρτα που ευωδιάζουν και αδιάκοπα αναζητούν την αγιοσύνη μας –έμμεση αναφορά εδώ στην παράδοση που θέλει το χώμα που καλύπτει τους ανθρώπους που έχουν αγιάσει να έχει μια διακριτή ευωδιά. Κι όχι μόνον αυτά, αλλά και τα γραπτά μιας παράδοσης αιώνων∙ Έλληνες της αρχαίας γραμματείας, Λατίνοι, κι αμέσως κατόπιν Βυζαντινοί χρονογράφοι, υμνογράφοι∙ όλοι σε μιαν αδιάκοπη συνέχεια πραγματεύονται την έννοια του αγαθού και της καλοσύνης. Προτάσσουν παραδείγματα αγαθότητας, φιλοσοφούν πάνω στην έννοια του καλού, και προσπαθούν με τα λόγια τους να περάσουν το πάντοτε πολύτιμο μήνυμα της αθωότητας και της αγνότητας.  Κι ακόμη παραπέρα∙ το ίδιο μήνυμα αντλείται κι από τη ζωγραφική τέχνη απ’ τα χρόνια της αρχαιότητας και του Πολύγνωτου, μέχρι της αγιογραφίες του Πανσέληνου. 
 
Κι αν κάποιος θεωρεί πως όλα αυτά τα έργα δεν είναι γνωστά στους περισσότερους ανθρώπους, ο ποιητής τονίζει πως δεν είναι απαραίτητο να τα γνωρίζουν, γιατί στην πραγματικότητα το μήνυμα αυτό της αγάπης έχει περάσει πια ακέραιο στη συλλογική συνείδηση. Τα λόγια κι οι σκέψεις όλων αυτών των δημιουργών έχουν μεταγλωττιστεί κι έχουν στενογραφηθεί στα μύχια της ψυχής κάθε ανθρώπου, εκεί που εντοπίζεται η πραγματική έκσταση, εκεί που η αγνότητα έχει το δικό της χώρο∙ στο λείο, στο μαλακό, στο χλοερό μέρος της ψυχής. Στο μέρος της ψυχής που μπορεί και οφείλει να διεκδικήσει την πραγμάτωση μιας ανεμπόδιστης πια καλοσύνης.
Αυτό το κομμάτι της ψυχής, αυτή τη συλλογική γνώση ο ποιητής την ονομάζει αθωότητα, και την αποζητά με κάθε τρόπο. Και τη χίμαιρα να πιστεύει πως μπορεί αυτό το μέρος της ψυχής να επιφέρει μιαν βαθιά αναγέννηση της ανθρωπότητας, ο ποιητής τη θεωρεί δικαίωμά του.    
 
                                               VI
 
«Ω ναι, μια σκέψη για να ‘ναι πραγματικά υγιής -άσχετο σε τι αναφέρεται- πρέπει ν’ αντέχει στο ύπαιθρο. Και όχι μόνον. Πρέπει την ίδια στιγμή στην ευαισθησία μας να ‘ναι καλοκαίρι.
Λίγο, δυο - τρεις βαθμούς πιο χαμηλά, τετέλεσται: το γιασεμί σωπαίνει, ο ουρανός γίνεται θόρυβος.»
Η υγεία της σκέψης, η αγνότητα και το συμβατό της με ό,τι συνιστά την αλήθεια της ανθρώπινης ψυχής, κρίνεται σε συνάρτηση με την αρμονία της ίδιας της φύσης. Οι προθέσεις, οι σκέψεις κι οι επιδιώξεις των ανθρώπων τότε μόνο θεωρούνται θεμιτές, όταν μπορούν ν’ αντέξουν στο ύπαιθρο∙ όταν διέπονται απ’ την άδολη αγαθότητα του μητρικού περιβάλλοντος. Μια σκέψη ανθρώπινη, ανεξάρτητα από το περιεχόμενο ή τη στόχευσή της, οφείλει να έχει την καθαρότητα, την ομορφιά, την αγάπη και τη διαύγεια όλων εκείνων των δημιουργημάτων που με το κάλλος τους κοσμούν το φυσικό περιβάλλον. 
 
Οι υγιείς σκέψεις μπορούν να σταθούν στο άπλετο φως της υπαίθρου∙ φανερώνονται και φανερώνουν την καλοσύνη που αποτελεί το ιδανικό θεμέλιο της ανθρώπινης υπόστασης. Κι είναι, μάλιστα, σαφώς προτιμότερες, όταν βαθαίνουν και πλουτίζονται απ’ τη δύναμη του ανθρώπινου συναισθήματος∙ όταν κινούνται απ’ την ευαισθησία εκείνη του ανθρώπου, η οποία γεννιέται και μεγεθύνεται υπό την εξαγνιστική διάθεση του καλοκαιριού. Το θερινό κλίμα της ευαισθησίας, όπως δίνεται απ’ τον ποιητή, διασφαλίζει την έννοια της συμμετοχής, τη διάθεση της προσφοράς και της αγάπης, τη συναισθηματική εμπλοκή στη σκέψη, η οποία δεν αρκεί να είναι υγιής, αλλά πρέπει και να θερμαίνεται απ’ την πηγή των συναισθημάτων. Μια υγιής, αλλά ουδέτερη σκέψη, δεν προχωρά την ανθρωπιά, μένει στάσιμη∙ κι αυτό δεν είναι αρκετό, όταν ζητούμενο είναι το μοίρασμα της αγάπης και της αγαθοσύνης.
Σκέψεις, λοιπόν, υγιείς, αλλά και κινούμενες απ’ τη δύναμη του συναισθήματος, με αναλογία τέτοια, ώστε το αποτέλεσμα να είναι μια ενεργητική διάχυση της αθωότητας και της αλληλεγγύης. Λίγους βαθμούς πιο χαμηλά απ’ την ιδανική πνοή του θέρους, κι όλα χάνουν το νόημά τους. Η σκέψη, όσο θεμιτή και άρτια, αδρανεί, χάνει την αναγκαία ορμή της, χάνει τη δύναμή της να διακρίνει την αλήθεια των πραγμάτων. Το γιασεμί, παρόλη την ομορφιά του, δεν έχει τίποτε να πει σε μια σκέψη άπνοη∙ η μουσική αρμονία τ’ ουρανού υπονομεύεται και γίνεται ένας αδιάφορος θόρυβος.
Στα μάτια εκείνου που μπορεί να διακρίνει την ομορφιά γύρω του, που μπορεί να φέρει στη σκέψη του την αγάπη στην καθαρότητά της, όλα δείχνουν την αλήθεια τους, όλα αποκαλύπτουν το ανώτερο μήνυμά τους. Κι αν μέσα του υπάρχει η θέρμη μιας πανανθρώπινης ευαισθησίας, τότε μπορεί να δώσει στη σκέψη του ζωή και να προσφέρει στους συνανθρώπους του ενεργά και ακούραστα την αγνότητα της ψυχής του. 
 
                                              VII
 
«Χείλι πικρό που σ’ έχω δεύτερη ψυχή μου, χαμογέλασε!»
Στο κλείσιμο της ενότητας ο ποιητής φέρνει το λόγο του σε πιο προσωπικό επίπεδο, απευθυνόμενος προς την αγαπημένη γυναίκα -προς τον άλλον άνθρωπο, για χάρη του οποίου όλα είναι δυνατά, για χάρη του οποίου όλα αποκτούν νόημα-, και ζητά να της μεταδώσει κάτι απ’ την αισιόδοξη αίσθησή του πως υπάρχει η δύναμη κι η δυνατότητα μιας λυτρωτικής αλλαγής. Το χαμόγελό της, που με ένταση αποζητά το ποιητικό υποκείμενο, είναι συνάμα σκοπός και φορέας της δύναμης που μπορεί να φέρει μια νέα πνοή στ’ ανθρώπινα πράγματα. 
 
Ο έρωτας για την αγαπημένη γυναίκα, ο πόνος που προκαλεί η θλίψη του αγαπημένου προσώπου, συνιστούν κίνητρα ικανά για μια δίχως τέλος προσπάθεια. Το χαμόγελο που φωτίζει το λατρεμένο πρόσωπο αποτελεί μιαν ανεκτίμητη δικαίωση κάθε κόπου και κάθε δυσκολίας που χρειάστηκε να ξεπεραστεί.
Τη συσχέτιση της ποιητικής αυτής σύνθεσης τόσο με τη χριστιανική πίστη, όσο και με τη βυζαντινή υμνογραφία φανερώνει κι ο τίτλος που έχει δοθεί απ’ τον ποιητή στη συγκεκριμένη ενότητα: «Μυρίσαι το άριστον». Η έκφραση αυτή που σημαίνει να «αρωματίσει το γεύμα», έχει αντληθεί απ’ το κοντάκιο του Ρωμανού του Μελωδού (6ος αιώνας μ.Χ.) «Εις την Πόρνην», όπου παρουσιάζεται η πάντοτε ευπρόσδεκτη στάση του Χριστού απέναντι σε όλους όσοι επιθυμούσαν ν’ ακούσουν το λόγο του, και να μετανοήσουν για τον πρότερο βίο τους, μέσα απ’ την αποδοχή της μετάνοιας μιας γυναίκας ελευθερίων ηθών. 
 
Ῥημάτων δὲ τὴν ὁρμὴν σιωπὴ συνέτεμε
καὶ ἔλαβεν ἡ τερπνὴ τὸ καλὸν μύρον αὐτῆς,
καὶ εἰς τὸν θάλαμον εἰσῆλθε τοῦ Φαρισαίου
τρέχουσα ὥσπερ κληθεῖσα μυρίσαι τὸ ἄριστον. ...
Καὶ ἔκοψε μὲ τὴ σιωπὴ τὸ χείμαρρο τῶν λόγων
κι ἐπῆρεν ἡ χαριτωμένη τὸ μύρο τῆς τὸ ἀκριβὸ
καὶ μπῆκε στὸ σπιτικό του Φαρισαίου

τρέχοντας λὲς καὶ τὴν ἐκάλεσαν τὸ γεῦμα νὰ ἀρωματίσῃ. .. 
 
DMCA.com Protection Status


author image

About the Author

This article is written by: Φιλόλογος Ερμής - He has already written over 2.200 articles for Φιλόλογος Ερμής. He has Graduate Diploma in Classical Philology, Postgraduate Diploma in Applied Pedagogic, and is Candidate Doctor(Dph) of Classical Philology. Stay touch with him or email him