Γεωργίου Τσοκόπουλου
῾Η ἰστορία τῆς βιομηχανίας καὶ τοῦ ἐμπορίου τῆς ἑλληνικῆς αὐτοκρατορίας, ἐν συγκρίσει μάλιστα πρὸς τὸν γύρω πολιτισμὸν καὶ ἰδιαιτέρως τὸν πολιτισμὸν τῆς Δύσεως, εἴναι χαρακτηριστικὴ καὶ τῆς οἰκονομικῆς καὶ κοινωνικῆς θέσεως τοῦ Κράτους ἐκείνου.
Ἡ Κωνσταντινούπολις ὑπῆρξε καθ’ ὅλους τοὺς σκοτεινοὺς χρόνους τού μεσαίωνος ἡ μεγάλη ἀγορὰ τοῦ κόσμου. ῎Εμποροι ἀπό τά τέσσαρα σημεῖα τοῦ τότε γνωστοῦ κόσμου ἔφεραν ἐκεῖ τα ἐμπορεύματὰ των είς τὴν μεγάλην αὐτήν ἀγορὰν καταναλώσεως, είς τό σημεῖον της συγκεντρώσεως διὰ τήν μετακόμισην ἀπό τήν Ἀνατολὴν είς τὴν Δύσιν καὶ ἀπό τὴν Δύσιν πρὸς τὴν Δύσιν προς τήν Ἀνατολὴν.
Οἱ ἔμποροι ἀναλόγως τοῦ ἐμπορεύματός των ἦσαν διεσπαρμένοι εἰς τήν πόλιν ἢ ἀπετέλουν συνοικίας, εἰς τὰς ὁποίας τους συνεκέντρωνεν ἡ Διοίκησις, διά νὰ τοὺς ἐπιτηρῇ, καὶ διὰ νὰ ἐφαρμόζη τὰς ἀστυνομικὰς διατάξεις. Μερικοί ἔπρεπε νὰ εἶναι διαρκῶς ὑπὸ τήν ἐπίβλεψιν τῆς ᾽Αστυνομίας καὶ νὰ μὴ ἐργάζωνται εἰς τὸ σπίτι των τὸν χρυσὸν ἢ τὸν ἄργυρον, ἀλλὰ νὰ συγκεντρώνωνται εἰς τὰ ἐργαστήρια τῆς «Μέσης» τοῦ μεγαλου ἐμπορικοῦ δρόμου τῆς πρωτευούσης.
Οἱ Ρώσοι εἶχον συνοικίαν ἰδικήν των εἰς τὸ προάστιον τοῦ Ἀγίου Μάμαντος, ἀπό τὰ μέτρα δε, τὰ ὁποῖα ἐλαμβάνοντο δι’αὐτούς, φαίνεται ὅτι ἦσαν ἐπικίνδυνοι. Οἱ συμπατριῶται των ἔκαμνον συχνὰ ἐπιδρομάς κατὰ τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ εἶναι φυσικὸν ἡ Κυβέρνησις, νὰ τοὺς ἐθεώρει, ὅτι εἰς πᾶσαν περίστασιν ἦσαν ἕτοιμοι να χρησιμεύσουν καὶ ὡς κατάσκοποι˙ τοὺς ἐπετήρει λοιπὸν αὐστηρότατα. ῎Επρεπε νὰ ἔχουν τακτικα διαβατήρια, νὰ εἰσέρχωνται δι’ ὡρισμένης πόρτας, νὰ ὑφίστανται ἔρευναν μήπως φέρουν ὅπλα, καὶ νὰ ἀκολουθῶνται ἀπό ὑπαλλήλους τῆς ᾽Αστυνομιίας. Αὐτοὶ κατεγίγνοντο πρὸπᾶντων εἰς τὸ ἐμπόριον τῶν γουναρικῶν, ἔφεραν ὅμως καὶ χαβιαρι τοῦ Τανάιδος* καὶ αὐγοτάραχον καὶ ξύλα. Συχνότατα, ἡμιάγριοι, ὅπως ἦσαν, ἐπροκαλοῦσαν ρήξεις μὲ τὴν ἀστυνομίαν οἱ τοῦς ἐγχωρίους. ῾Ο φόνος ἐνὸς Ρώσου ἐμπόρου ὑπῆρξεν ἁφορμὴ τοῦ ῾Ελληνορωσικοῦ πολέμου τοῦ 1043.
Οἱ Βενετοὶ ἔμποροι ἦσαν συγκεντρωμένοι εἰς τήν συνοικίαν τοῦ Πέραν, οἱ ῾Εβραῖοι εἰς τὸ Στενό, οἱ Γενουήνσιοι εἰς τόν ῞Ορκον. Ὁλιγώτεροι ἀπὸ ὅλους, ἦσαν οἱ Ἄγγλοι ἔμποροι, διότι οἱ ἐν Κωνσταντινουπόλει ῎Αγγλοι ἦσαν μᾶλλον στρατιωτικοί.
Αὐτοὶ κατεγίνοντο εἰς ἐξαγωγήν εἰς ᾽Αγγλίαν τῆς μαλβουζίας, τοῦ περιφήμου κρασιοῦ της Κρήτης καὶ τῆς κορινθιακῆς σταφίδος. Ἀπὸ τὸν ΙΒ´ αἰῶνα ἐμφανίζονται καὶ ἀποικίαι Γερμανῶν ἐμπόρων. Οἱ Βενετοὶ ἐν τούτοις δὲν περιωρίσθησαν εἰς τήν συνοικίαν των, ἀλλ’ ὀλίγον κατ’ ὀλίγον ἐβγῆκαν ἀπ’ αὐτήν˙ ἐνυμφεύθησαν Ἑλληνίδας, ἐξε΄λληνίσθησαν οἱ ἴδιοι, ἀπερροφήθησαν καὶ ἔχασαν τήν ἐθνική των συνείδησιν.
Κάθε συνοικία ἀπὸ αὐτας, ἐπεκοινώνει ἀπ’ εὐθείας ἀπ’ τήν θάλασσαν καὶ εἶχεν ἰδική της σκάλαν ἀποβάσεως ἐμπορευμάτων. ᾽Εννοεῖται, ὀτι ἡ τελωνειακή ὑπηρεσία εἰργάζετο ἀκοίμητος. Ἀπὸ τὰ στενά τῶν Δαρδανελλίων καὶ τήν ἔξοδον τοῦ Βοσπόρου πρὸς τὴν Μαύρην Θάλασσαν οἱ αὐτοκρατορικοὶ τελωνειακοὶ παρηκολούθουν τὴν κίνησιν εἰσαγωγῆς καὶ ἐξαγωγῆς καὶ εἰσέπραττον τὰ νόμιμα τέλη. Τὰ μέσα τῆς μεταφορᾶς ἦσαν τὰ πλοῖα. Τὸ ἑλληνικὸν μεσαιωνικὸν Κράτος, ἐκτεινόμενον εἰς τρεῖς ἠπείρους, ἦτο κυρίως θαλασσινὸν Κράτος ἕνεκα τῶν μεγάλων θαλασσῶν, αἱ ὁποίαι τὸ διέσχιζον. ῾Η θάλασσα λοιπόν παρεῖχε τοὺς μεγάλους ἐμπορικοὺς, δρόμους. Μόνον ἀπὸ τοῦ Αὐτοκράτορος ᾽Αλεξίου τοῦ Γ΄ τοῦ Κομνηνοῦ ἀρχίζει ζωηρὰ ἐμπορικὴ κίνησις μὲ ἀμάξια καὶ ζῷα καὶ σχηματίζονται μεγάλαι ἐμπορικαὶ συνοδεῖαι, αἱ ὁποῖαι θὰ ἠμποροῦσαν νὰ ἀντισταθοῦν τότε εἰς τοὺς πυκνοὺς κινδύνους τῶν ληστῶν τῆς ξηρᾶς.
᾽Εκτὸς τῶν καθαυτὸ ἐμπορικῶν συνοικιῶν εἰς ὅλην τὴν πόλιν ὑπῆρχαν λεωφόροι καὶ στενωποὶ μὲ ἁψῖδας, κάτω ἀπὸ τάς ὁποίας ἐμποροι ἐξέθετον τὰ ἐμπορεύματά των, διὰ νὰ τὰ προστατεύσουν κατὰ τῆς βροχῆς. Αἱ συνεχεῖς αὖται στοαὶ ἐλέγοντο «῎Εμβολα», σιγὰ σιγὰ δὲ κατήντησε ἡ λέξις ῎Εμβολον νὰ σημαίνῃ ὁλόκληρον τὴν συνοικίαν.
Ἐν βιβλίον τοῦ Η’ αἰῶνος, τὸ «᾽Επαρχιακὸν βιβλίον» τοῦ Αὐτοκράτορος Λέοντος τοῦ Σοφοῦ, περιλαμβάνει σειρὰν διατάξεων ἀστυνομικῶν, ἀπὸ τὰς ὁποίας μᾶς παρέχεται ἡ ζωντανωτέρα ἐμπορικὴ εἰκὼν τῆς Κωνσταντινουπόλεως.
Εἰς, τὸ βιβλίον αὐτὸ κανονίζεται ἡ θέσις, τῶν ἐμπόρων ἀπέναντι τῆς ᾽Αστυνομίας, ὁρίζονται τὰ μέρη τῆς πόλεως, εἰς τὰ ὁποῖα ἐπιτρέπεται νὰ πωλῆται κάθε εἶδος, ἀπαγορεύεται ἡ ὑψωσις τοῦ ἐνοικίου, ρυθμίζεται τὸ ζήτημα τῆς ἀγνότητος μερικῶν ἐμπορευσίμων εἰδῶν, προλαμβάνεται ἡ αἰσχροκέρδεια, ἐπιβάλλονται αὐστηρόταται ποιναὶ εἰς ἐκείνους, οἰ ὁποῖοι ὀπωσδήποτε προσεπάθουν νὰ δολιευσοῦν τὸν πολίτην, κανονίζεται τὸ ἀνώτατον κέρδος τοῦ ἐμπόρου.
Εἰς τὸ βιβλίον αὐτό φαίνεται ἡ ὅλη πρόνοια τῆς διοικήσεως διὰ τόν κανονισμόν τῆς ἐμπορικῆς κινήσεως, ἡ μέριμνα τῆς Αὐτοκρατορικῆς Κυβερνήσεως ὑπέρ, τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τήν καλήν ἐμπορικήν φήμην τῆς ὁποίας ἐπεθύμει νὰ διατηρήση. Εἰς τὴν μεγάλην ἀγορὰν τοῦ Πέραν, ἀλλά καὶ εἰς τὰς ἄλλας ἀγοράς τῆς πόλεως, οἱ ἔμποροι ἔφεραν νὰ ἐκθέσουν τὰ ποικιλώτερα προϊόντα τοῦ κόσμου, εἴδη πρώτης ἀνάγκης καὶ εἴδη πολύτιμα. Εἰς αὐτὴν ἐξετίθεντο πράγματα γνωστά καὶ ἐμπορεύματα ποὺ πρώτην φοράν εἰσήγοντο εἰς την εὑρώπην ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ᾽Ασίας, ἀπὸ τούς ποταμοὺς καὶ τάς ἐρήμους τῆς Ἀφρικῆς, ἀπὸ τάς μεγάλας νήσους τοῦ ᾽Ινδικοῦ Ὠκεανοῦ, προϊόντα τῆς Εὐρώπης διερχόμενα ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολιν, διὰ νὰ διευθυνθοῦν εἰς τοὺς ᾽Εμίρας καὶ τοὺς Σουλτάνους καὶ προϊόντα τῶν βαρβάρων, συγκεντρούμενα εἰς τὴν πόλιν, διὰ νά διευθυνθοῦν εἰς τήν Γαλλίαν, τὴν Γερμανίαν, τὴν ᾽Αγγλίαν καὶ τάς Σκανδιναυϊκὰς χώρας.
᾽Αλλ’ ἐκεῖνο πρὸ πάντων, τὸ ὁποῖον δεικνύει τήν ἀκμὴ καὶ τὴν εὐρωστίαν τῆς πόλεως, εἶναι αἱ ἀγοραὶ τῶν εἰδῶν πολυτελείας. Οὐδεμία ἄλλη πόλις ἀπὸ τοῦ Η μέχρι τοῦ ΙΕ αἰῶνος δὲν εἶχε τὸν πλοῦτον καὶ τὴν ποικιλίαν τῶν εἰδῶν αὐτῶν. Βεβαίως πλουσιώταται ἦσαν αἱ ἀγοραὶ τῆς ᾽Αλεξανδρείας, τῆς Δαμασκοῦ, τῆς Βαγδάτης. ᾽Αλλὰ καθεμία ἀπ αὐτάς εἶχεν ὠρισμένα εἴδη, ὅλα δὲ τὰ εἴδη μαζὶ τὰ εἶχεν ἡ Κωνσταντινούπολις, πόλις τῆς κομψότητος τῆς χλιδῆς καὶ τοῦ πλούτου, καρπουμένη τὴν παραγωγὴν ὅλου τοῦ κόσμου, καθιερώνουσα τό συρμόν, δίδουσα αὐτὴ τὸ σύνθημα.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου