ΑΧΙΛΛΕΩΣ Α. ΤΖΑΡΤΖΑΝΟΥ
Αὔξησις καὶ ἀναδιπλασιασμὸς
1. Αὔξησις
§ 185. Οἱ παραγόμενοι χρόνοι τῶν ῥημάτων εἰς τὴν ὁριστικὴν ἔχουν αὔξησιν εἰς τὴν ἀρχὴν τοῦ θέματος, ἀπὸ τὸ ὁποῖον ἕκαστος ἐξ αὐτῶν σχηματίζεται. ῾Η αὔξησις δηλοῖ τὸ παρελθόν, εἶναι δὲ δύο εἰδῶν, συλλαβικὴ καὶ χρονική .
1) Συλλαβικὴν αὔξησιν ἔχουν οἱ παραγόμενοι χρόνοι τῶν ῥημάτων, τῶν ὁποίων τὸ θέμα ἀρχίζει ἀπὸ σύμφωνον. Εἶναι δὲ ἡ συλλαβικὴ αὔξησις ἒν ε ψιλούμενον , τὸ ὁποῖον προτάσσεται τοῦ θέματος, ἀπὸ τὸ ὁποῖον σχηματίζεται ἕκαστος ἐκ τῶν παραγομένων χρόνων :
πιστεύ- ω - ἐ- πίστευ - ον, ἐ- πίστευ - σα, ἐ- πεπιστεύ - κειν
ῥίπτ- ω - ἐ - ρριπτ - ον, ἔ - ρριψ - α, ἐ - ρρίφ - ειν (34, 1).
2) Χρονικὴν αὔξησιν ἔχουν οἱ παραγόμενοι χρόνοι τῶν ῥημάτων, τῶν ὁποίων τὸ θέμα ἀρχίζει ἀπὸ φωνῆεν. Εἶναι δὲ ᾑ χρονικὴ αὔξησις ἕκτασις τοῦ ἀρκτικοῦ βραχέος φωνήεντος τοῦ θέματος, ἀπὸ τὸ ὁποῖον σχηματίζεται ἕκαστος ἐκ τῶν παραγομένων χρόνων (§ 32, 6).
Κατὰ τὴν χρονικὴν αὔξησιν εἰς τὴν ἀρχὴν τοῦ θέματος
τὸ ᾰ ἢ ε γίνεται η : ἀγοράζω, ἠ γόραζον - ἐλπίζω, ἤ λπιζον ·
τὸ ο γίνεται ω : ὀδύρομαι, ὠ δυρόμην ·
τὸ ῐ γίνεται ῑ : ἱκετεύω, ἱκέτευον˙
τὸ ῠ γίνεται ῡ : ὑβρίζω, ὕβριζον ·
τὸ αι ἢ ει γίνεται η : αἰσθάνομαι, ᾐ σθανόμην - εἰκάζω, ᾔ καζον ·
τὸ αυ ἢ ευ γίνεται ηυ : αὐξάνω, ηὔ ξανον - εὑρίσκω, ηὕρισκον ˙
τὸ οι γίνεται ῳ : οἰκτίρω, ᾤ κτιρον .
Σημειωσις 1. Τὸ ἀρκτικὸν ει γίνεται κατὰ τὴν αὔξησιν ῃ προσέτι εἰς τὸν παρατατικὸν τοῦ ῥήματος εἶμι - ᾗα ἢ ᾕειν καὶ εἰς τὸν ὑπερσυντέλικον τοῦ οἵδα (θ. εἰδ-) - ᾕδειν . Εἰς τὰ ἄλλα ῥήματα μένει ·- εἴκω-εἶκον ˙ εἴργω - εἶργον· εἴρω - εἶρον.
Τὸ ἀρκτικὸν ᾱ ἢ ᾳ , καίτοι εἶναι μακρόν, τρέπεται κατὰ τὴν αὔξησιν εἰς η ἢ ῃ κατ’ ἀναλογίαν : ἀθλῶ - ἤθλουν , ἀργῶ - ἤργουν , ᾄδω - ᾗδον ( ὅπως ἄγω - ἦγον , αἲτῶ - ᾖτουν ).
Σημείωσις 2. ῾Υπερσυντέλικοι ῥημάτων, τῶν ὁποίων ὁ παρακείμενος ἔχει ἀναδιπλασιασμὸν ε , δέν ἔχουν αὔξησιν : ἐστράτευκα - ἐστρατεύκειν , ἐζήτηκα - ἐζητήκειν .
2. Ἀναδιπλασιασμὸς
§ 186. Οἱ συντελικοὶ χρόνοι (ἤτοι ὁ παρακείμενος, ὁ ὑπερσυντέλικος καὶ ὁ τετελεσμένος μέλλων) ἔχουν εἰς τὴν ἀρχὴν τοῦ θέματος ἀναδιπλασιασμὸν εἰς πάσας τὰς έγκλίσεις (καὶ εἰς τὸ ἀπαρέμφατον καὶ τὴν μετοχήν).
῾Ο ἀναδιπλασιασμὸς δηλοῖ τὸ τετελεσμένον τῆς πράξεως, εἶναι δὲ δύο εἰδῶν:
1) ἐπανάληψις τοῦ ἀρκτικοῦ συμφώνου τοῦ θέματος μὲ ἕν ε κατόπιν αὐτοῦ. Τοιοῦτον ἀναδιπλασιασμὸν λαμβάνουν τὰ θέματα, τὰ ὁποῖα ἀρχίζουν ἀπὸ ἐν ἁπλοῦν σύμφωνον ἐκτὸς τοῦ ρ , ἢ ἀπὸ δύο σύμφωνα, ἐκ τῶν ὁποίων τὸ πρῶτον εἶναι ἄφωνον καὶ τὸ δεύτερον ἔνρινον ᾒ ὑγρόν :
παιδεύω - πε - παίδευ - κα ἐ- πε - παιδεύ - κειν
θύω -τέ - θυ - κα ἐ- τε - θύ - κειν
(θέ - θυ - κα) (ἐ- θε - θύ - κειν)
φυτεύω - πε - φύτευ - κα ἐ- πε - φυτεύ - κειν
(φε - φύτευ - κα) (ἐ- φε - φυτεύ - κειν)
χορεύω - κε - χόρευ - κα ἐ- κε - χορεύ - κειν
(χε - χορευ - κα) (ἐ- χε - χορεύ - κειν) (§ 37,7)
κάμνω (θ. κμη-) - κέ - κμη - κα
πνέω (θ. πνευ-) - πέ - πνευ - κα
δρῶ (δρά- ω) - δέ - δρα - κα
γράφομαι - γέ - γραμ - μαι ἐ- γε - γράμ - μην, γε- γράψ - ομαι·
2) ὅ,τι καὶ ἡ αὔξησις . Λαμβάνουν δὲ
α) συλλαβικὴν αὔξησιν ὡς ἀναδιπλασιασμὸν τὰ ῥήματα, τῶν ὁποῖων τὸ θέμα ἀρχίζει ἀπὸ σύμφωνον διπλοῦν ἢ ἀπὸ ρ ἢ ἀπὸ δύο σύμφωνα, χωρὶς ὅμως νὰ εἶναι τὸ πρῶτον ἐξ αὐτῶν ἄφωνον καὶ τὸ δεύτερον ἔνρινον ἢ ὑγρὸν ἢ ὅσων τὸ θέμα ἀρχίζει ἀπὸ τρία σύμφωνα :
ζητῶ - ἐ - ζήτηκα (ὅπως ἐ - ζήτησα)
ῥίπτω - ἔ - ρριφα (ὅπως ἔ - ρριψα)
σπείρω (θ. σπερ-, σπαρ-) - ἔ - σπαρκα (ὅπως ἔ - σπειρα)
φθείρω (θ. φθερ-, φθαρ-) - ἔ - φθαρκα (ὅπως ἔ - φθειρα)
στρατεύω - ἐ - στράτευκα (ὅπως ἐ - στράτευσα)
β) χρονικὴν αὔξησιν ὡς ἀναδιπλασιασμὸν τὰ ῥήματα, τῶν ὁποίων τὸ θέμα ἀρχίζει ἀπὸ φωνῆεν:
ἀ δικῶ - ἠ - δίκη - κα (ὅπως ἠδίκησα)
ἑ ρημῶ - ἠ - ρήμω - κα (ὅπως ἠρήμωσα)
ὁ μολογῶ - ὡ - μολόγη - κα (ὅπως ὡμολόγησα)
αἰ τῶ - ἡ - τη - κα (ὅπως ᾔτησα)
οἰ κῶ - ᾤ -κη-κα (ὅπως ᾤκησα)
***
3. Αὔξησις καὶ ἀναδιπλασιασμὸς τῶν συνθέτων ῥημάτων
§ 187. 1) Τὰ μετὰ προθέσεων σύνθετα (ἢ παρασύνθετα) ῥήματα ἔχουν τὴν αὔξησιν καὶ τὸν ἀναδιπλασιασμὸν μετὰ τὴν πρόθεσιν:
εἰσ - πέμπω - εἰσ - έ - πεμπον εἰσ - πέ - πομφα
συν - οικῶ - συν - ῴ - κουν συν - ῴ - κηκα
παρα - νομῶ - παρ - ε - νόμουν παρα - νε - νόμηκα
ἐγ - κωμιάζω - ἐν - ε - κωμίαζον ἐγ - κε - κωμίακα
ἐν - χειρίζω - ἐν - ε - χείριζον ἐγ - κε - χείρικα (§ 37, 7).
2) Τὰ παρασύνθετα ῥήματα, ὅσα ἔχουν πρῶτον συνθετικὸν ἄλλην λέξιν ἐκτὸς προθέσεως, ἔχουν τὴν αὔξησιν καὶ τὸν ἀναδιπλασιασμὸν εἰς τὴν ἀρχήν, ὡς ἐὰν ἦσαν ἁπλᾶ ῥήματα:
(ἄ - δικος) ἀδικῶ - ἠδίκουν ἠδίκηκα
(δυσ - τυχὴς) δυστυχῶ - ἐ - δυστύχουν δε - δυστύχηκα
(μυθο - λόγος) μυθολογῶ - ἐ - μυθολόγουν με - μυθολόγηκα
(οἰκο-δόμος) οἰκοδομῶ - ᾠκοδόμουν ᾠκοδόμηκα .
Σημείωσις . Τὰ παρασύνθετα ῥήματα, εἰς τὰ ὁποῖα τὸ πρῶτον συνθετικὸν εἶναι τὸ ἐπίρρημα εὗ , συνήθως δέν λαμβάνουν αὔξησιν οὐδὲ ἀναδιπλασιασμόν:
εὐδοκιμῶ εὐδοκίμουν εὐδοκίμησα εὐδοκίμηκα
εὐεργετῶ εὐεργέτουν εὐεργέτησα εὐεργέτηκα
εὐτυχῶ εὐτύχουν εὐτύχησα εὐτύχηκα
εὐωχοῦμαι εὐωχούμην εὐωχήθην.
***
4. Ἀνωμαλίαι αὐξήσεως
§ 188. 1) Τὰ ῥήματα βούλομαι, δύναμαι καὶ μέλλω ἔχουν αὔξησιν κανονικῶς ἐ καὶ ἀνωμάλως ἠ (κατ’ ἀναλογίαν πρὸς τὸ ῥ ἐθέλω ἢ θέλω - ἤθελον ).
ἐβουλόμην καὶ ἠβουλόμην - ἐβουλήθην καὶ ἠβουλήθην
ἐδυνάμην καὶ ἠδυνάμην - ἐδυνήθην καὶ ἠδυνήθην
ἔμελλον καὶ ἤμελλον.
2) Τὰ ῥήματα (κατ)άγνυμι, ὠνοῦμαι καὶ ὡθῶ , ἐνῷ τὸ θέμα των ἀρχίζει ἀπὸ φωνῆεν, ἔχουν συλλαβικὴν αὔξησιν ἐ : κατ-έ-αξα, ἐ - ωνούμην, ἐ - ώθουν.
3) Τὰ ῥήματα ἐθίζω, ἑλίττω, ἔλκω, ἕπομαι, (περι)έπω, ἐργάζομαι, ἕρπω, ἑστιῶ, ἔχω καὶ ἐῶ κατὰ τὴν αὔξησιν τρέπουν τὸ ἀρκτικὸν ε ὄχι εἰς η ἀλλὰ εἰς ει : εἴθιζον, εἵλιπτον, εἶλκον, εἱπόμην, περι - εῖπον, εἰργαζόμην, εἷρπον, εἱστίων, εἶχον, εἴων.
Σημείωσις . Τοῦ ῥ. ἐργάζομαι ὁ παρατατικὸς καὶ ὁ ἀόριστος σχηματίζονται καὶ μὲ κανονικὴν αὔξησιν: ἠργαζόμην, ἠργασάμην.
4) Τὸ ῥῆμα ἀν - οίγω εἰς πάντας τοὺς παραγομένους χρόνους, τὸ ῥ· ὁρῶ εἰς τὸν παρατατικὸν καὶ τὸ ῥ· ἀλίσκομαι εἰς τὸν ἀόριστον ἔχουν καὶ συλλαβικὴν καὶ χρονικὴν αὔξησιν ὁμοῦ: ἀν - έῳγον, ἀν - έῳξα, ἑώρων, ἑᾱ΄λων.
5) Τὸ ῥῆμα ἑορτάζω κατὰ τὴν αὔξησιν ἐκτείνει ὄχι τὸ ἀρκτικὸν φωνῆεν ἑ ἀλλὰ τὸ κατόπιν αὐτοῦ ο : ἑ ώ ρταζον, ἑ ώ ρτασα .
Σημείωσις . Πᾶσαι αἱ ἀνωτέρω ἀνωμαλίαι τῆς αὐξήσεως εἶναι φαινομενικαὶ καὶ ὀφείλονται εἰς διαφόρους φθογγικὰς παθήσεις π.χ. τὸ ῥῆμα ἐργάζομαι ἀρχῆθεν ἦτο Fεργάζομαι καὶ τὸ ῥῆμα ἔχω ἀρχῆθεν ἧτο σέχω , ὁ παρατατικὸς δὲ αὐτῶν ἀρχῆθεν ἦτο κανονικῶς ἐ - Fεργαζόμην , ἔ - σεχον , ἐκ τούτων δὲ κατόπιν προῆλθον οἱ τύποι ἐεργαζόμην , ἔεχον καὶ μετὰ συναίρεσιν τοῦ εε εἰς ει προῆλθον τέλος οἱ τύποι εἰργαζόμην, εἶχον (βλ. § 33, 3).
᾽Επίσης οἱ τύποι ἑώρταζον, ἑώρτασα προῆλθον ἐκ παλαιοτέρων κανονικῶν τύπων ἡόρταζον, ἡόρτασα δι’ ἀντιμεταχωρήσεως (βλ, § 32, 4).
Ὁμοίως δὲ ἐκ τῶν παλαιοτέρων τύπων ἀν - ήFοιγον , ἡFόρων (μὲ ἰσχυροτέραν συλλαβικὴν αὔξησιν η ) προῆλθον οἱ τύποι ἀν - έῳγον, ἑώρων (μὲ δασεῖαν κατ’ ἀναλογίαν πρὸς τὸ δασυνόμενον ὁρῶ ) (βλ. § 32, 4).
6) ᾽Εκ τῶν συνθέτων ἢ παρασυνθέτων ῥημάτων:
α΄) τὰ ῥήματα ἀμφι - έννυμι, ἐγγυῶ (ἐκ τῆς λ. ἐγ - γύη), ἑμπεδῶ (ἐκ τῆς λ. ἔμ - πεδος), ἐναντιοῦμαι (ἐκ τῆς λ. ἐν - αντίος), ἐπ - είγω, ἑπ - σταμαι καὶ καθ - έζομαι ἔχουν τὴν αὔξησιν ὅλως εἰς τὴν ἀρχήν, ὡσὰν νὰ ἧσαν ἁπλᾶ: ἠμφιέννυν, ἠγγύων, ἠμπέδουν, ἠναντιούμην, ἤπειγον, ἠπιστάμην, ἐκαθεζόμην·
β΄) τὰ ῥήματα ἐκκλησιάζω (ἐκ τῆς λ. ἐκ - κλησία), καθ - εύδω , κάθ - ημαι καὶ καθ - ίζω διφοροῦνται, ἡτοι ἔχουν τὴν αὔξησιν ἄλλοτε μὲν ὅλως εἰς τὴν ἀρχὴν ὡς ἁπλᾶ, ἄλλοτε δὲ μετὰ τὴν πρόθεσιν: ἠκ - κλησίαζον καὶ ἐξ - εκκλησίαζον, ἐκάθευδον καὶ καθ - ηῦδον, ἐκαθήμην καὶ καθ - ήμην, ἐκάθιζον, ἐκάθισα καὶ καθ - ῖσα˙
γ΄) τὰ ῥήματα ἀν - έχομαι , ἀμφι - σβητῶ (ἀρχῆθεν ἀμφισ - βητῶ), ἐν - οχλῶ καὶ (ἐπ)αν - ορθῶ ἔχουν συγχρόνως δύο αὐξήσεις, ἤτοι καὶ ὅλως εἰς τὴν ἀρχὴν ὡς ἁπλᾶ καὶ μετὰ τὴν πρόθεσιν: ἠν - ει χόμην, ἡ μφ- ε σβήτουν, ἡν - ώ χλουν, (ἐπ) ην - ώ ρθουν.
***
5. Ἀνωμαλίαι ἀναδιπλασιασμοῦ
§ 189. 1) Τὰ ῥ. γιγνώσκω καὶ γνωρίζω ἔχουν ἀναδιπλασιασμὸν τοῦ β΄ εἴδους, ἀντιστρόφως δὲ τὰ ῥ. κτῶμαι, μιμνήσκομαι καὶ πίπτω ἔχουν ἀναδιπλασιασμὸν τοῦ α΄ εἴδους, παρὰ τὸν κανόνα (§ 186) : ἔ γνωκα (θ. γνω-), ἐ γνώρικα (θ. γνωριδ-) - κέ κτημαι (θ. κτα-), μέ μνημαι (θ. μνη-), πέ πτωκα (θ. πτω-)˙
2) τὰ ῥ. ἐθίζω, ἕλκω, ἑργάζομαι, ἑστιῶ καὶ ἐῶ καὶ τὸ ῥ· (ἀν)οίγω ἔχουν ἀναδιπλασιασμὸν ὅμοιον μὲ τὴν αὔξησίν των: εἴθικα, εἵλκυκα, εἴργασμαι, εἱστίακα, εἴακα, (ἀν)έῳχα, (ἀν)έῳγμαι, (ἀν)εῴξεται (βλ. § 188, 3 καὶ 4)·
3) τὰ ῥ (κατ)άγνυμι, ἁλίσκομαι, ὁρῶ, ὠθοῦμαι καὶ ὠνοῦμαι ἔχουν ἀναδιπλασιασμὸν ε , ἂν καὶ ἀρχίζουν ἀπὸ φωνῆεν: (κατ)έαγα, ἑάλωκα, ἑόρακα (καὶ ἑώρακα), ἔωσμαι, ἐώνημαι·
4) τὰ ῥ. λαμβάνω, λαγχάνω, λέγω, (συλ)λέγω καὶ (δια)λέγομαι ἔχουν ἀναδιπλασιασμὸν ει : εἴληφα, εἴληχα, εἴρηκα (θ. Fερ-, Fερε-), (συν)είλοχα, (δι)είλεγμαι.
῾Ομοίως εἴωθα (= συνηθίζω), εἵμαρται (= εἶναι πεπρωμένον) τῶν ἀχρήστων εἰς τὸν ἐνεστῶτα ῥημάτων ἔθω (θ. Fεθ-, Fηθ-) καὶ μείρομαι (θ. σμερ-, σμαρ-).
Σημείωσις . Καὶ τῶν ἀνωμαλιῶν τοῦ ἀναδιπλασιασμοῦ ἄλλαι μέν ὁφείλονται εἰς φθογγικὰς παθήσεις, ἄλλαι δὲ εἰς ἀναλογίαν (πρβλ. § 188, 5, Σημ.).
§ 190. Ἀττικὸς ἀναδιπλασιασμός. Εἰς μερικὰ ῥήματα, τῶν ὁποίων τὸ θέμα ἀρχίζει ἀπὸ α ἢ ε ἢ ο , κατὰ τὸν ἀναδιπλασιασμὸν ἐπαναλαμβάνονται οἱ δύο ἀρκτικοὶ φθόγγοι τοῦ θέματος καὶ συγχρόνως ἐκτείνεται τὸ ἀρκτικὸν φωνῆεν αὐτοῦ. ῾Ο τοιοῦτος ἀναδιπλασιασμὸς καλεῖται Ἀττικὸς (πρβλ. § 59).
ἀκούω (θ. ἀκο-) ἀκ - ήκο - α
ἐλαύνω (θ. ἐλα-) ἐλ - ήλα - κα
ἐλέγχομαι (θ. ἐλεγχ-) ἐλ - ήλεγ - μα ι (ἐκ τοῦ ἐλ - ήλεγγ - μαι)
ἐσθίω (θ. ἐδε-, ἐδο-) ἐδ - ήδο - κα
ἔρχομαι (θ. ἐλυθ-) ἐλ - ήλυθ - α
ὄμνυμι (θ. ὀμο-) ὀμ - ώμο - κα
( ἀπ ) όλλυμι (θ. ὀλε-) (ἀπ)ολ - ώλε - κα
(ἀπ)όλλυμαι (θ. ὀλ-) (ἀπό)όλ - ωλ - α
ὀρύττω (θ. ὀρυχ-) ὀρ - ώρυχ - α
φέρω (θ. ἐνεκ-) ἐν - ήνοχ - α
ἐγείρομαι (θ. ἐγερ-) ἐγ - ήγερ - μαι
ἐγείρομαι (θ. ἐγορ-) ἐγρ - ήγορ - α (μὲ ἐπανάληψιν ὄχι μόνον τῶν δύο ἀρκτικῶν φθόγγων ἐγ , ἀλλὰ καὶ τοῦ ρ ).
Σημείωσις 1. ᾽Εκ τῶν ῥημάτων τούτων αὔξησιν (χρονικὴν) εἰς τὸν ὑπερσυντέλικον ἔχουν μόνον ὅσα ἀρχίζουν ἀπὸ α ἢ ο :
ἀκήκοα - ἠκηκόειν
ὀμώμοκα - ὠμωμόκειν·
τὰ ἄλλα δὲν λαμβάνουν αὔξησιν εἰς τὸν ὑπερσυντέλικον:
ἐλήλακα - ἐληλάκειν
ἐλήλυθα - ἐληλύθειν.
Σημείωσις 2. Ἀναδίπλωσις τοῦ ῥηματικοῦ θέματος συμβαίνει εἴς τινα ῥήματα καὶ κατὰ τὸν σχηματισμὸν δευτέρων χρόνων αὐτῶν ἢ παραγωγὴν λέξεων ἐξ αὐτῶν: ἄγ - ω , ἤγ - αγ - ον (ἐκ τοῦ ἄγ - αγ - ον), φέρω (θ. ἐνεκ-), ἤν - εγκ - ον (ἐκ τοῦ ἐν - ένεκ - ον, ἔν - ενκ - ον) (βλ. § 32, 6) - ἀγωγὴ (ἐκ τοῦ ἀγ - αγ - ή), ἐδωδὴ (ἐκ τοῦ ἐδ - εδ - ὴ) (βλ. § 32, 1 καὶ 2).
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου