ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ Ξ. ΕΛΕΟΠΟΥΛΟΥ
& ΚΑΛΛΙΡΡΟΗΣ Ν. ΕΛΕΟΠΟΥΛΟΥ
Ε
Ὁ Ἐρμὴς εἰς τὴν νήσον τῆς Καλυψοῦς.
[1 - 28. Ἤδη δὲ καὶ ὁ Ζεὺς εἶχεν ἀποφασίσει νὰ διάτάξη τὴν νύμφην Καλυψὼ ν’ ἀφήση τὸν ᾽Οδυσσέα ἐλεύθερον. ᾽Εκάλεσεν ὁ ἄρχων τοῦ Ὀλύμπου τὸν υἱὸν του ῾Ερμῆν καὶ εἶπε:]
«Ἐρμεία, συ γαρ, αὖτε τὰ τ’ ἄλλα περ ἄγγελος ἔσσι,
νύμφη ἐυπλοκάμῳ εἰπεῖν νημερτέᾳ βουλήν, 30
νόστον Ὀδυσσῆος ταλασίφρονος, ὥς κε νέηται
οὔτε θεῶν πομπῆ, οὔτε θνητῶν ἀνθρώπων
ἀλλ’ ὅ γ’ ἐπὶ σχεδίης πολυδέσμου πήματα πάσχων
ἤματί κ’ εἰκοστῷ Σχερίην ἐρίβωλον ἵκοιτο,
Φαιήκων ἐς γαῖαν, οἱ ἀγχίθεοι γεγάασιν, 35
οἱ κέν μίν περὶ κῆρι θεὸν ὥς τιμήσουσιν,
πέμψουσιν δ’ ἐν νηί φίλην ἐς πατρίδα γαῖαν,
χαλκὸν τε χρυσόν τε ἅλις ἐσθῆτά τε δόντες,
πόλλ᾽, ὅσ’ ἂν οὐδέ ποτε Τροίης ἐξήρατ’ Ὀδυσσεύς,
εἴ περ ἀπήμων ἦλθε λαχὼν ἀπὸ ληίδος αἶσαν, 40
ὥς γάρ οἱ μοῖρ’ ἐστὶ φίλους τ’ ἰδέειν καὶ ἱκέσθαι
οἶκον ἐς ὑψόροφον καὶ ἐὴν ἐς πατρίδα γαῖαν.»
Ὥς ἔφατ’ οὐδ’ ἀπίθησε διάκτορος ἀργεϊφόντης,
αὐτίκ’ ἔπειθ’ ὑπο ποσσίν ἐδήσατο καλά πέδιλα,
ἀμβρόσια χρύσεια, τά μιν φέρον ἠμὲν ἐφ’ ὑγρὴν 45
ἠδ’ ἐπ’ ἀπείρονα γαῖαν ἅμα πνοιῇς ἀνέμοιο.
εἵλετο δὲ ράβδον, τῇ τ’ ἀνδρῶν ὄμματα θέλγει,
ὧν ἐθέλει, τοὺς δ’ αὖτε καὶ ὑπνώοντας ἐγείρει.
τὴν μετὰ χερσὶν ἔχων πέτετο κρατὺς ἀργεϊφόντης.
Πιερίην δ’ ἐπιβὰς ἐξ αἰθερος ἔμπεσε πόντῳ· 50
σεύατ’ ἔπειτ’ ἐπὶ κῦμα λάρῳ ὄρνιθι ἐοικώς,
ὅς τε κατὰ δεινοὺς κόλπους ἁλὸς ἀτρυγέτοιο
ἰχθῦς ἀγρώσσων πυκινὰ πτερὰ δεύεται ἅλμη·
τῷ ἴκελος πολέεσσιν ὀχήσατο κύμασιν ῾Ερμῆς.
ἀλλ’ ὅτε δή τὴν νῆσον ἀφίκετο τηλόθ’ ἐοῦσαν, 55
ἔνθ’ ἐκ πόντου βὰς ἰοειδέος ἤπειρόνδε
ἤιεν, ὄφρα μέγᾳ σπέος ἵκετο, τῷ ἔνι νύμφη
ναῖεν ἐυπλόκαμος· τὴν δ’ ἔνδοθι τέτμεν ἐοῦσαν,
πύρ μὲν ἐπ’ ἐσχαρόφιν μέγα καίετο, τηλόσε δ’ ὀδμὴ
κέδρου τ’ εὐκαιάτοιο θύου τ’ ἀνά νῆσον ὀδώδει 60
δαιομένων· ἡ δ’ ἔνδον ἀοιδιαουσ’ ὀπὶ καλῇ
Ιστὸν ἐποι χόμενη χρυσείῃ κερκιδ’ ὕφαινεν.
ὕλη δὲ σπέος ἀμφὶ πεφύκει τηλεθόωσα,
κλήθρη τ’ αἴγειρός τε καὶ εὐώδης κυπάρισσος,
ἔνθα δὲ τ’ ὄρνιθες τανυσίπτεροι εὐνάζοντο, 65
σκῶπές τ’ ἴρηκές τε τανύγλωσσοί τε κορῶναι
εἰνάλιαι, τῃσιν τε θαλάσσια ἔργα μέμηλεν
ἡ δ’ αὐτοῦ τετάνυστο περὶ σπείους γλαφυροῖο
ἡμερὶς ἡβώωσα, τεθήλει δὲ σταφυλῇσι.
κρῆναι δ’ ἑξείης πίσυρες ῥέον ὕδατι λευκῷ 70
πλησίαι ἀλλήλων τετραμμέναι ἄλλυδις ἄλλη,
ἀμφὶ δὲ λειμῶνες μαλακοὶ ἴου ἠδὲ σελίνου
θήλεον. ἔνθα κ’ ἔπειτα καὶ ἀθάνατός περ ἐπελθὼν
θηήσαιτο ἰδὼν καὶ τερφθείη φρεσὶν ᾗσιν.
ἔνθα στὰς θηεῖτο διάκτορος ἀργεϊφόντης. 75
αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ πάντα ἑῷ θηήσατο θυμῷ
αὐτίκ’ ἄρ’ εἰς εὐρὺ σπέος ἤλυθεν. οὐδέ μιν ἄντην
ἠγνοίησεν ἰδοῦσα Καλυψώ, δῖα θεάων·
οὐ γὰρ τ’ ἀγνῶτες θεοὶ ἀλλήλοισι πέλονται
ἀθάνατοι, οὐδ’ εἴ τις ἀπόπροθι δώματα ναίει. 80
οὐδ’ ἄρ’ Ὀδυσσῆα μεγαλήτορα ἔνδον ἔτετμεν,
ἀλλ’ ὅ γ’ ἐπ’ ἀκτῆς κλαῖε καθήμενος, ἔνθα πάρος περ,
δάκρυσι καὶ στοναχῇσι καὶ ἄλγεσι θυμὸν ἐρέχθων.
πόντον ἐπ’ ἀτρύγετον δερκέσκετο δάκρυα λείβων.
Ἑρμείαν δ’ ἐρέεινε Καλυψώ, δῖα θεάων, 85
ἐν θρόνῳ ἰδρύσασα φαεινῷ σιγαλόεντι˙
«Τίπτε μοι, ῾Ερμεία χρυσόρραπι, εἰλήλουθας
αἰδοῖός τε φίλος τε; πάρος γε μὲν οὔ τι θαμίζεις.
αὔδα ὅ τι φρονέεις· τελέσᾳι δέ με θυμὸς ἄνωγεν,
εἰ δύναμαι τελέσαι γε καὶ εἰ τετελεσμνον ἐστίν, 90
ἄλλ’ ἕπεο προτέρω, ἵνα τοι πὰρ ξείνια θείω.»
Ὥς ἄρα φωνήσασα θεὰ παρέθηκε τράπεζαν
ἀμβροσίης πλήσασα, κέρασσε δὲ νέκταρ, ἐρυθρόν,
αὐτὰρ ὁ πῖνε καὶ ἦσθε διάκτορος ἀργεϊφόντης.
αὐτὰρ ἐπεὶ δείπνησε καὶ ἤραρε θυμὸν ἐδωδῇ, 95
καὶ τότε δή μιν ἔπεσσιν ἀμειβόμενος προσέειπεν·
«Εἰρωτᾷς με ἐλθόντα θεὰ θεήν· αὐτὰρ, ἐγώ τοι
νημερτέως τὸν μῦθον ἐνισπήσω· κέλεαι γάρ.
Ζεὺς ἐμέ γ’ ἠνώγει δεῦρ’ ἐλθέμεν οὐκ ἐθέλοντα·
τίς δ’ ἂν ἑκὼν τοσσόνδε διαδράμοι ἁλμυρὸν ὕδωρ 100
ἄσπετον; οὐδέ τις ἄγχι βροτῶν πόλις, οἱ τε θεοῖσιν
ἱερά τε ῥέζουσι καὶ ἐξαίτους ἑκατόμβας,
ἀλλὰ μαλ’ οὔ πως ἐστὶ Διὸς νόον αἰγιόχοιο
οὔτε παρεξελθεῖν ἄλλον θεὸν οὔθ’ ἁλιῶσαι,
φησί τοι ἄνδρα παρεῖναι ὀιζυρώτατον ἄλλων, 105
τῶν ἀνδρῶν, οἳ ἄστυ πέρι Πριάμοιο μάχοντο. 106
τὸν νῦν σ’ ἠνώγειν ἀποπεμπέμεν ὅττι τάχιστα· 112
οὐ γάρ, οἱ τῇδ’ αἶσα φίλων ἀπονόσφιν ὀλέσθαι,
ἀλλ’ ἔτι οἱ μοῖρ’ ἐστὶ φίλους, τ’ ἰδέειν καὶ ἱκέσθαι
οἶκον ἐς ὑψόροφον καὶ ἐὴν ἐς πατρίδα γαῖαν.» 115
ΡΑΨΩΔΙΑ Ε
στ. 29 - 54
α) 29 - 42 - αὗτε = ἐξ ἄλλου, ἄλλως τε. - τὰ τ’ ἄλλα = καὶ εἰς κάθε ἄλλην περίστασιν. - ἐυπλόκαμος· α 86. - εἰπεῖν · ἀπρφ. μὲ σημ. προστ. - νημερτέα βουλήν· α 86. - 31 = α 87. - πομπὴ = ὁδηγία, συνοδεία. - σχεδίη = προχείρως κατασκευασθὲν πλοῖον. - πολύδεσμος = πολὺ καὶ ἑπομένως στερεὰ δεμένος. - πῆμα· α 49 - ἤματι εἰκοστῷ = μετὰ εἴκοσιν ἡμέρας. - ἐρίβωλος = μὲ πολλοὺς βώλους, εὔφορος ( ἐρι = πολὺ + βῶλος ) ἐπίθ. τῆς γῆς. - ἀγχίθεος = πλησίον, συγγενὴς τῶν θεῶν ( ἄγχι = ἐγγὺς + θεός ). - γέγαα = γένονα ( ρ. γίγνομαι ). - περὶ κῆρι = μὲ τὴν καρδιά των, μὲ πολλὴν ἐγκαρδιότητα ( τὸ κῆρ = καρδία ) - θεὸν ὥς· ὡς θεόν. - ἅλις = ἀρκετά, ἄφθονα. - ἐσθὴς· α 165 - ἐξήρατο = ρ. ἐξάρνυμαι = λαμβάνω διὰ τὸν ἑαυτόν μου. - ἀπήμων = ἀβλαβὴς (ἀ + πῆμα). - λαχών λαγχάνω = λαμβάνω διὰ κλήρου. Ἡ μτχ. ὑποθετ. - ληίς - ἰδος = λάφυρα. - ἡ αἶσα = τὸ μερίδιον. - ὥς· δεικτ. - οἱ μοῖρ’ ἐστι = εἶναι τὸ πεπρωμένον του. - ὑψόροφος = μὲ ὑψηλὴν ὀροφήν.
43 - 54 - ἔφατο = ἔφη. - ἀπίθησε = παρήκουσε. οὐδ’ ἀπίθησε = δὲν παρήκουσε = ὑπήκουσε σχμ. λιτότητος. - διάκτορος Ἀργεϊφόντης · α 38, 84. - αὐτίκα ἔπειτα = εὐθὺς ἀμέσως. - ἐδήσατο · α 96. - ἀμβρόσιος = ἀθάνατος, θεϊκὸς ( ἀ + μβροτός ). - μιν· α 95. - ἡμὲν - ἠδὲ = συμπλεκτ. σύνδεσις = καὶ - καὶ. - ὑγρή· ὡς οὐσιαστ. πρβλ. ξηρὰ (γῆ). - ἀπείρων - ονος = ἀπέραντος ( ἀ + πέρας ) - ἅμα πνοιῆς = μαζὶ μέ τὰς πνοάς, καθὼς ἔπνεεν ὁ ἄνεμος. - τῇ . ἀναφορ. δοτ. ὀργ. - θέλγω = μαγεύω. - τοὺς δ’ αὖτε = ἐνῶ ἀντιθέτως ἄλλους - ὑπνάω = κατέχομαι ἀπὸ ὓπνον. - κρατὺς = κραταιός. - ἐπιβάς· ἐπιβαίνω = πατῶ τὸ πόδι, φθάνω. - ἔμπεσε = ἔπεσεν, ἀποτόμως κατέβη εἰς τὴν ἐπιφάνειαν τῆς θαλάσσης. - σεύομαι = ὁρμῶ, προχωρῶ γρήγορα. - λάρος = τὸ θαλάσσιον πτηνὸν,ὁ γλάρος. - ὁ ὄρνις· α 320. - κόλποι ἁλὸς = τὰ βάθη τῆς θαλάσσης. - ἀτρύγετος = ἀκούραστος, ἀεικίνητος, ποὺ δὲν ἡσυχάζει ποτέ. Ἐπίθ. τῆς θαλάσσης. - ἀγρώσσω· ἕτερος τύπος τοῦ ἀγρεύω = ἀλιεύω. - δεύω - ομαι = βρέχω - ομαι. - ἅλμη = ἁλμυρὸ νερό. - ἴκελος = ὅμοιος. - πολέεσσι κύμασι = εἰς τὰ ἀτελείωτα κύματα. - ὀχήσατο · ὁχοῦμαι = φέρομαι ἐπί...
β) - Τύτοι τοῦ φημὶ εἰς μέσ. φωνήν: ἔφατο.
- Ἀρχαῖος σχηματισμὸς τοῦ εἰμί : ἐσμὲ - ἐσσί - ἐστὶ.
- Πληθ. τοῦ ἐπιθ. πολὺς κατὰ τὴν γ’. κλίσιν: πολέες - πολέα (κύμασι πολέεσσι ).
γ) - Σχερίη: κοινῶς ὑποτίθεται ὅτι εἶναι ἡ σημερινὴ Κέρκυρα. Οἱ κατοικοῦντες αὐτὴν Φαίακες ἦσαν λαὸς ναυτικὸς καυχώμενοι, ὅτι κατάγονται ἀπὸ τὸν Ποσειδῶνα ( ἀγχίθεοι ). - λαχὼν ἀπὸ ληίδος αἶσαν: Κατὰ τὸ πολεμικὸν ἔθιμον οὶ ἀρχηγοὶ τῆς ἐκστρατείας ἐμοιράζοντο τὰ λάφυρα διὰ λαχνοῦ ( λαχών ). Ὁ Ὀδυσσεὺς ἔλαβε βεβαίως τὸ μερίδιόν του ἀπὸ τὰ λάφυρα τοῦ Ἰλίου, ἀλλὰ δὲν τὸ περιέσωσε, διότι δὲν ἥλθεν ἀπήμων. - Πιέρια: Ἡ χώρα πρὸς Β. καὶ Α. τοῦ Ὀλύμπου, (῎ Ιδε α. 1, πραγμ. σημ. ). - πολέεσσι κύμασι: Παρατηρήσατε τὴν περιγραφικὴν δύναμιν τῆς ἀπλῆς αὐτῆς ἐκφράσεως. Μέ τὸ κοινότατον ἐπίθετον πολὺς ἀποδίδει ὁ ποιητὴς καλλιτεχνικώτατα τὸ θέαμα τῆς κυμαινομένης θαλάσσης.
στ. 55 - 75
α) - τηλόθι· α 22. - ἐοῦσαν = μεμακρυσμένην. - ἔνθα: χρον. - ἰοειδὴς = ὁ ἔχων ὄψιν ἴου, ἰόχρους. - ἤπειρόνδε = πρὸς τὴν ξηράν. - ἤιεν· πρτ. τοῦ εἶμι - ᾔει. - ὄφρα: χρον. --ἕως ὅτου, - σπέος˙ α 15. - τῷ˙ ἀναφορ. τῷ ἔνι = ἐν τῷ ὁποίῳ. - ναίω· α 51. - τέτμεν˙ α 218. - ἐσχαρόφιν: πτ. γεν. ἐσχάρα = ἑστία. - ὀδμή = ὀσμὴ ( ὄζω, ὄδωδα ). - ἡ κέδρος: δένδρον ὅμοιον μὲ τὴν ἐλάτην. - εὐκέατος = ποὺ σχίζεται εὐκόλως. ( κεάζω = σχίζω) - τὸ θύον: κυπαρισσοειδὲς δένδρον μὲ εὐῶδες ξύλον. - ὄδωδα = μυρίζω, εὐωδιάζω. - δαίομαι = καίομαι ( δᾴς, δαυλός ). - ἀοιδιάω = τραγουδῶ. Ἐκτεν. τύπος τοῦ ἀείδω ( ἀοιδή ). - ἡ ὄψ - ὀπὸς = ἡ φωνή. - ἐποιχομένῃ ἱστὸν = πηγαινοερχομένη εἰς τὸν ἀργαλειόν της. - ἡ κερκὶς = ἡ σαΐτα. - ὕλη˙ α 186. - τηλεθόωσα = πολὺ θαλερὸν, καταπράσινον (μετ᾽ ἀναδιπλ. τύπος τοῦ θάλλω ). - ἠ κλήθρη = δένδρον, ἡ κλήθρα. - ἡ αἴγειρος = ἡ λεύκη. - τανυσίπτερος = ποὺ ἀπλώνει τὰ πτερά της ( τανύω = τεντώνω). - εὐνάζομαι ( εὐνὴ ) = κοιμῶμαι, ἐπὶ πτηνῶν = κουρνιάζω. - ὁ σκὼψ = εἶδος γλαυκὸς. - ὁ ἴρηξ = ὁ ἱέραξ. - ἡ κορώνη = ἡ κουρούνα. Λέγεται τανύγλωσσος, διότι ἐκτείνει τὴν γλῶσσαν, διὰ νὰ φωνάξῃ ὅθεν τανύγλωσσος δύναται νὰ ἑρμηνευθῇ μὲ τὸ νεοελλ. φωνακλοῦ . - εἰνάλιος = θαλασσινὸς (ἐν ἁλι). - τῇσι μέμηλεν = ποὺ ἀγαποῦν τὰ τῆς θαλάσσης μέλει μοί τι = μὲ ἀπασχολεῖ κάτι. - ἡ δὲ αὐτοῦ = καὶ νὰ ἐδῶ... - ἡ ἡμερὶς = κληματαριά. - ἡβώωσα. ἡβάω = εἶμαι εἰς τὴν ἀκμὴν τῆς ἡλικίας μου ˙ ἡμερὶς ἡρώωσα = κλῖμα θαλερόν. - τεθήλει· θάλλω = ἔχω ἀφθόνους καρπούς. - τετάνυστο˙ τανύομαι = ἁπλώνομαι. - ἑξείης˙ α 145. - πίσυρες = τέσσαρες. - λευκὸν = διαυγές, κρυσταλλένιο. - τετραμμέναι ἀλλυδις ἄλλη = ἐστραμμέναι ἡ κάθε μία πρὸς ἄλλην διεύθυνσιν. - ἀμφὶ (ἐπίρρ.) = γύρω. - μαλακός˙ διὰ τὴν πολλὴν χλόην. - θήλεον = ἔθαλλον. - ἔνθα˙ τοπικ. - ἔπειτα = ὕστερ’ ἀπ’ όλα αὐτά, δηλ. ἀπὸ τόσην φυσικὴν καλλονὴν. - θηήσαιτο˙ θεάομαι = θεωρῶ μετὰ θαυμασμοῦ, θαυμάζω. - ᾗσιν· κτητ. = ἑαῖς φρεσίν = εἰς τὴν ψυχὴν του.
β) - Διατήρησις τοῦ δ πρὸ τοῦ μ : ὀδμὴ (ὀσμή) .
- Ἀρχαιοτάτη κατάληξις ἀρχαίας πτώσεας α’ καὶ β’ κλ.
- οφι(ν) : ἐσχαρόφι(ν), δακρυόφιν.
- Αἰολικὸς τύπος τοῦ τέσσαρες : πίσυρες.
γ) - τὴν νῆσον· α 50, 85. - πόντος ἰοειδὴς : Τὸ ἐπίθετον ἐκφράζει τὸ ἰδιάζον κυανοῦν χρῶμα (σὰν λουλάκι ), τὸ ὁποῖον λαμβάνει ἐνίοτε ἡ θάλασσα. - ἱστὸν ἑποιχομένη: ᾽Επειδὴ ὁ ἱστὁς κατὰ τὴν ἐποχὴν αὐτὴν ἦτο πλατύς, ἡ ἑργαζομένῃ πρὸ αὐτοῦ ἕπρεπε νὰ κινῆται διαρκῶς, διὰ νὰ λαμβάνῃ καὶ νὰ ἀφίνῃ τὴν κερκίδα. - ὕλη δἐ σπέος ἀμφὶ...: Ἡ περιγραφὴ θεωρεῖται ἀπὸ τὰ ὡραιότερα τεμάχια τοῦ Ὁμήρου. Προσέξατε, ὅτι ὁ ποιητὴς κατορθώνει ν’ ἀποδώσῃ ὅλας τὰς αἰσθητικὰς ἐντυπώσεις, τὰς ὁποίας εἶχεν ὁ ἐπισκέπτης τοῦ ἐξωτικοῦ αὐτοῦ τόπου.
Εἰς ποῖον στίχον νομιζετε ὅτι ἐντείνεται περισσότερον ἡ ἐντύπωσις τοῦ κάλλους;
στ. 76 - 115
α) 76 - 84 - ἐπεὶ δή = ἀφοῦ πλέον. - ἑῷ θυμῷ = μὲ ὅλην τὴν ψυχὴν του. - εἰς ἤλυθεν = ἐμβῆκε μέσα. - ἄντην ὁρῶ = ἀντικρύζω. - οὐδὲ ἡγνοίησε = τὸν ἀνεγνώρισε. Κατὰ σχμ. λιτὸτ. - δῖα θεάων˙ α 14. - γάρ τε˙ καὶ γὰρ = διότι. ἄλλως τε δέν. - ἀγνὼς - ῶτος = ἄγνωστος. - πέλομαι = εἰμὶ. - οὐδ’ εἰ = ἕστω καὶ ἄν. - ἀπόπροθι = μακρυά. - ναίει δώματα = ἔχει τὴν κατοικίαν του. - οὐδὲ = ἀλλὰ δέν. - μεγαλήτωρ - ορος = μεγαλόκαρδος (μέγας + ἦτορ ). - τετμε˙ α 218, ε 58. - ἔνθα πάρος περ = εἰς τὴν ἰδίαν ἀκριβῶς θέσιν, ὅπου καὶ πρίν, ὅπου συνήθιζε νὰ κάθηται. - στοναχὴ = στεναγμὸς ( στενάχω, στένω )· - ἐρέχθω = σπαράσσω, βασανίζω. - ἀτρύγετος˙ ε 52. - δερκέσκετο = ἐκοίτταζε συνεχῶς (θαμιστικὸς τύπος τοῦ δέρκομαι = κοιττάζω). - λείβω = χύνω.
85 - 91 - ἐρεείνω = ἐρωτῶ. - ἱδρύω = τοποθετῶ, βάζω νὰ καθίσῃ. - φαεινὸς = φωτεινός, λαμπρὸς ( φάος - φῶς ). - σιγαλόεις = πεποικιλμένος, σκαλιστός. - τίπτε· τί ποτὲ = διατὶ ἄρά γε. - χρυσόρραπις = ποὺ κρατεῖ χρυσῆν ράβδον ( ῥαπ - ῥάβδος ). - εἰλήλουθας = ἦλθες. - αἰδοῖός τε - φίλος τε = σεβαστὸς καὶ ἀγαπητός. Συνήθης ἔκφρασις ἑκτιμήσεως καὶ φιλικῶν αἰσθημάτων. - πάρος· α 21. - θαμίζω = ἔρχομαι συχνά. - αὔδα˙ προστ. τοῦ αὐδάω = λέγω (πρβλ. μετηύδα, προσηύδα ). - φρονέω = ἔχω εἰς τὸν νοῦν μου. - τελέω = ἐκτελῶ. - ἄνωγεν = εἶναι πρόθυμος, α 269. - εἰ... γε = ἐὰν βεβαίως. - τετελεσμένον = ὅ,τι’ ἔχει ἤδη ἐκτελεσθῆ εἰς τὸ παρελθὸν καὶ ἑπομένως ὅ,τι εἶναι δυνατὸν νὰ ἐκτελεσθῇ καὶ τώρα = δυνατόν . - ἕπεο · προστκ. τοῦ ἕπομαι . - προτέρω = παρέκει. - παρθείω τοι = νὰ σοῦ παραθέσω. - ξείνια = τὸ καθιερωμένον διὰ τοὺς ξένους δεῖπνον.
92 - 96 - ἀμβροσίη = τροφὴ θεῶν. - πλήσασα˙ πίμπλημι = γεμίζω. - κέρασσε = ἡτοίμασε εἰς τὸν κρατῆρα ( κεράννυμι ). - νέκταρ = ποτὸν τῶν θεῶν. - ἦσθε· ἔσθω - ἐσθίω . - ἤραρε θυμὸν ἑδωδῇ = ἐτόνωσε τὴν ψυχὴν του μὲ τὸ φαγητὸν ( ἀραρίσκω = συναρμόζω, στερεώνω).
97 - 115 - εἰρωτᾷς... θεὸν· σειρὰ λέξεων: εἰρωτᾷς (σὺ) θεὰ με θεὸν ἐλθόντα = ἐσὺ μία θεὰ ἐρωτᾷς ἑμὲ ἕνα θεὸν σχετικῶς μὲ τὸν ἐρχομόν μου. - νημερτέως˙ ἐπίρρ. τοῦ νημερτής. α 86. - ἐνισπήσω μέλλ. τοῦ ἐννέπω˙ α. 1 - κέλεαι˙ κέλομαι · κελεύω. - ἡνώγει = εἶχε δώσει διαταγήν. Ὁ ῾Ερμῆς ὁμιλεῖ περὶ τῆς στιγμῆς, καθ’ ἥν ἕλαβε τὸ κέλευσμα τοῦ Διὸς. ἄνωγα˙ α 269. - ἄσπετος = ἄρρητος, ἀπέραντος (ἀ + ρίζ σεπ.) - ἄγχι˙ α 157. - ἱερὰ ῥέζω˙ α 47. - ἔξαιτος = ἐξαίρετος, ἐκλεκτός. - μάλ’ οὔ πως ἐστι = δὲν εἶναι δυνατὸν μὲ κανένα τρόπον. - νόος = σκέψις, ἀπόφασις. - αἰγίοχος = ὁ Ζεὺς ὅστις κρατεῖ τὴν αἰγίδα. - παρεξελθεῖν· παρέξειμι = παραβαίνω. - ἁλιόω = ματαιώνω ( ἅλιος = μάταιος). - τοι παρεῖναι˙ εἶναι παρὰ τοι (σοι) = ὅ,τι μένει πλησίου σου. - ὀιζυρὸς = πολυπαθής, δυστυχὴς, ( ὀιζὺς = συμφορά). - ἀποπεμπέμεν = ν’ ἀφήσῃς ἐλεύθερον. - ὅττι τάχιστα = ὡς τάχιστα. - αἶσα· ε 4ο. - τῇδε = κατ᾽ αὐτὸν τὸν τρόπον. - ἀπονόσφιν· ἐπιτατ. τοῦ νόσφιν = τόσον μακράν.
β) - Οὐδέτ. τῆς ἀναφ. ἀντων. ὅστις : ὅττι (ὅ,τι).
γ) - ἐν θρόνῳ φαεινῷ σιγαλόεντι: Απὸ ὅ,τι ἔβλεπον οἱ ποιηταὶ εἰς τὰ ἀνάκτορα καὶ εἰς τὰς πλουσίας οἰκίας ἐφαντάζοντο καὶ τὰ ἔπιπλα καὶ τὰ σκεύη τῶν θεῶν ἐκ πολυτίμων ὑλικῶν καὶ μὲ πολλὴν καλαισθησίαν κατεσκευασμένα. - ἕνθα πάρος περ: Οἱ στίχοι 82 - 84 παριστῶσι τὴν νοσταλγίαν καὶ τὴν ἀπόγνωσιν τοῦ Ὀδυσσέως. Ὁ γενναῖος, ὁ ἐπινοητικὸς ἥρως εἶναι τώρα δυστυχέστατος ἄνθρωπος, ὅστις δέν βλέπει διέξοδον ἀπὸ τὴν θλιβερὸν αἰχμαλωσίαν του. - ἀμβροσία - νέκταρ: Οἱ ἀρχαίοι ἐφαντάζοντο, ὅτι τὸ φαγητὸν καὶ τὸ ποτὸν τῶν θεῶν εἶναι θεία οὐσία, τὴν ὁποίαν οὕτε γνωρίζουν οὔτε γεύονται ποτὲ οἱ θνητοί. Ἐν τούτοις ἀποδίδουν εἰς αὐτήν, ὅπως καὶ εἰς τὴν ἀνθρωπίνην τροφήν, ἐνέργειαν, νὰ τονώνουν καὶ νὰ τέρπουν τοὺς ἀθανάτους. - οὐδέ τις ἄγχι βροτῶν πόλις: ᾽Εὰν ὁ ῾Ερμῆς διήρχετο ἀπὸ πόλιν τινὰ, ὅπου νὰ ἐτελεῖτο θυσία, θὰ ἀνεκουφίζετο κατὰ τὴν μακρὰν πτῆσιν του, διότι οἱ θεοὶ, κατὰ τοὺς ἀρχαίους, παρίστανται ἀόρατοι εἰς τὰς θυσίας καὶ ἀπολαμβάνουν τὴν ὀσμὴν τῶν καιομένων κρεάτων. - αἰγίοχος: Λέγεται οὕτως ὁ Ζεύς, διότι ὡς ἁσπίδα κρατεῖ τὴν αἰγίδα. ῏Ητο δὲ ἡ αἰγὶς θεῖον καὶ τρομερὸν ὅπλον, συμβολίζον τὴν θύελλαν καὶ τὴν ἔκρηξιν τοῦ κεραυνοῦ. - ἄστυ Πριάμοιο: Εἰς τὸ ῎Ιλιον ἐβασίλευεν ὁ Πρίαμος, υἱὸς τοῦ Δαρδάνου, γέρων ἤδη, ὅτε ἤρχισεν ἡ πολιορκία τῆς πόλεως ὑπὸ τῶν Ἀχαιῶν.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου