Λαογραφική προσέγγιση
από τον Χρήστο Καπαγερίδη
του διηγήματος του Αλ. Παπαδιαμάντη
"Φώτα ολόφωτα"
επιμελεία της
Ελένης Πατσιατζή
Α. «Φώτα Ολόφωτα»
Η ιστορία του διηγήματος εκτυλίσσεται παραμονές Θεοφανίων σε κάποιο ελληνικό νησί του 19ου αιώνα. Για τον Παπαδιαμάντη το νησί του η Σκιάθος θα αποτελέσει το φυσικό πλαίσιο και οι συγχωριανοί του τις τυπικές υπάρξεις μέσα από τις οποίες ο Παπαδιαμάντης θα εκφράσει την προσήλωσή του στον κόσμο της λαϊκής ορθόδοξης παράδοσης (Vitti, M., 1989: 298). Οι κεντρικοί ήρωες είναι μέλη μιας τυπικής νησιωτικής οικογένειας: ο πατέρας, ο Κωνσταντής ο Πλαντάρης, βαρκάρης στο επάγγελμα, η Πλανταρού, η μητέρα του Κωνσταντή και η σύζυγος του Κωνσταντή, η Μαχώ που είναι ετοιμόγεννη στο πρώτο παιδί, «νεόγαμος, πρωτάρα».
Η εξέλιξη της πλοκής γίνεται σε δύο παράλληλες χρονικά αφηγήσεις όπου ο συγγραφέας μέχρι τη στιγμή της δραματικής κορύφωσης μεταφέρεται από τη μία στην άλλη για να εντείνει στον αναγνώστη το αίσθημα της αγωνίας για την αβέβαιη κατάληξη. Η αίσια λύση του διηγήματος επαναφέρει την δράση των ηρώων σε μία αφήγηση προσδίδοντας το αίσθημα της δικαίωσης και της ανακούφισης. Στη λυτρωτική έκβαση της ιστορίας συντελεί στο τέλος και η λεπτομερής περιγραφή του εθίμου των «κολυμπιδίων» του νεογέννητου παιδιού και η ακόλουθη οικογενειακή συνεστίαση. Ας δούμε περιληπτικά τι συνέβη: Την παραμονή των Θεοφανίων ο Κωνσταντής ο Πλαντάρης μαζί με τον Τσότσο, τον δεκαεπτάχρονο ναύτη του και τον μόνο επιβάτη του τον ζωέμπορο Πραματή έπλεαν με την «μικρά φελούκα» του στο φουρτουνιασμένο πέλαγος επιστρέφοντας στο λιμάνι του νησιού. Η μικρή βάρκα με τους τρείς επιβάτες κινδύνευε να βυθιστεί καθώς «η θάλασσα επήρε τον ελεεινόν φελλόν εις την εξουσίαν της και ο άνεμος τον έσυρεν εδώ κι εκεί». Παρά τις απεγνωσμένες προσπάθειες του Πλαντάρη να ελέγξει και να καθοδηγήσει τη βάρκα του, αφού έχουν χάσει το ηθικό τους και οι τρεις αντιδρούν μπροστά στον κίνδυνο με το δικό τους τρόπο: «Ο Κωνσταντής ο Πλαντάρης εξέμαθεν εις την στιγμήν όσας βλασφημίας ήξευρε και ησχολείτο να κάμη την προσευχήν του, ενώ ο μικρός σύντροφός του, ο ναύτης Τσότσος, νέος δεκαεπτά χρόνων, εγδύνετο και ητοιμάζετο να πέση εις την θάλασσαν, ελπίζων να σωθή κολυμβών, και ο μόνος επιβάτης των, ο ζωέμπορος Πραματής, έκλαιε και εύρισκεν ότι δεν ήξιζε τον κόπον ν’ αρμενίση τις τόσην θάλασσαν δια να πνιγή, αφού η γη ήτο ικανή να σκεπάση με το χώμα της τόσους και τόσους.»
Σ’ αυτό το σημείο του επικείμενου αφανισμού η διήγηση μεταφέρεται στο σπιτικό του Πλαντάρη σε ένα αντίστοιχο αγωνιώδες κλίμα όπου η Μαχώ, η ετοιμόγεννη γυναίκα του Κωνσταντή «εκινδύνευε ν’ αποθάνη από τους πόνους», χωρίς να γνωρίζει πώς ο άντρας της εκείνες τις στιγμές θαλασσοπνίγεται. Το πρόσωπο που συνδέει την τραγικότητα των δύο περιπτώσεων είναι η «πενθερά» η Πλανταρού, η οποία αγωνιά για την μοίρα και των δύο οικείων προσώπων της. Από το προηγούμενο βράδυ είχε καλέσει την «μαμμήν την Μπαλαλίναν και την εμπροσθινήν την Σωσάνναν» για να βοηθήσουν τη νύφη της να ξεγεννήσει και παράλληλα είχε δώσει εντολή στον ιερομόναχο του Μετοχίου του Αγίου Σπυρίδωνος «να ψάλη μικράν και μεγάλην Παράκλησιν προς βοήθειαν της ωδινούσης». Σ’ αυτό το σημείο ο Παπαδιαμάντης με διακριτικό ειρωνικό ύφος σχολιάζει τα ήθη και τις παραδόσεις που διέπουν τη σχέση πεθεράς και νύφης εξηγώντας έτσι τις ιδιοτελείς μέριμνες της Πλανταρούς χαρακτηρίζοντάς την «φιλόστοργο μήτηρ του συζύγου της κοιλοπονούσης, ως πάσα πενθερά ήτις δεν επιθυμεί τον θάνατον της νύμφης της, όταν αύτη είναι πρωτάρα, πριν βεβαιωθή ότι θα επιζήση το παιδίον δια να ασφαλισθή η κληρονομία της προικός». Ταυτόχρονα όμως η έγνοια της Πλανταρούς μοιράζεται και στον γιο της τον Κωνσταντή, του οποίου την βάρκα, αν και είχε αναγνωρίσει στο φουρτουνιασμένο πέλαγος από «το σπιτάκι που έκειτο επάνω εις την κορυφήν του μικρού νησιδίου προς μεσημβρίαν», διαπίστωνε η ίδια τους κινδύνους της επιστροφής του. Εδώ ο Παπαδιαμάντης, ίσως για να αποφορτίσει για λίγο την αγωνία των δραματικών περιστάσεων επανέρχεται ειρωνικά στις κυρίαρχες προσδοκίες της παραδοσιακής κοινωνίας για την γέννηση αγοριού με ένα λογοπαίγνιο της λαϊκής σοφίας: «Και τότε η Πλανταρού είδε κ’ εκατάλαβεν από την τρικυμίαν οπού ήτο εις το πέλαγος, ότι η βάρκα ανεβοκατέβαινεν εις τα κύματα κ’ εκινδύνευε να βουλιάξη, και τότε ενόησε τι θα πή να ‘χη κανείς “δυο χαρές και τρεις τρομάρες”. Διότι διπλή μεν χαρά θα ήτο να έφθανεν αισίως ο υιός της, να εγέννα με το καλόν και η νύφη της, τριπλή δε τρομάρα ήτο ο κίνδυνος του υιού της, ο κίνδυνος της νύμφης της και ο κίνδυνος του προσδοκώμενου νεογνού. Ίσως δε θα ήτο τετραπλή η τρομάρα, αν προσετίθετο και ο φόβος μήπως τυχόν η νύμφη της γεννήση αισίως … θήλυ». Βλέποντας η Πλανταρού τις απεγνωσμένες προσπάθειες του γιού της να προσορμίσει τη βάρκα του άρχισε να τον επικρίνει για την απόφασή του να ταξιδέψει παραμονές των Φώτων, που κατά την λαϊκή θρησκευτική παράδοση, έπρεπε να περιμένει να αγιασθούν τα νερά με τη ρίψη του Σταυρού στην τελετή των
Θεοφανίων: «Τι ήθελε, τι γύρευε, τέτοιες μέρες να κάμη ταξίδι; Δεν άκουε ο βαρυκέφαλος, τη μάννα του, τι του έλεγε. Ακόμη τα Φώτα δεν είχαν έλθει. Ο Σταυρός δεν είχε πέσει στο γιαλό. Τον αβάσταχτο είχε; Δεν εκαρτερούσε ο απόκοτος δυο τρεις ημέρες, να φωτισθούν τα νερά, ν’ αγιασθούν οι βρύσες και τα ποτάμια, να φύγουν τα σκαλικαντζούρια; Καλά να πάθη, γιατί δεν την άκουσε». Η αγωνία και η ταραχή της Πλανταρούς κλιμακώνεται όσο περνά η μέρα. Πηγαινοέρχεται από το εσωτερικό του σπιτιού, όπου «η νύμφη της υποστηριζόμενη όπισθεν από την Μπαλαλού και κρεμαμένη έμπροσθεν από τον τράχηλον της Σωσάννας, εμούγκριζεν ως αγελάδα»,στον εξώστη για να κοιτάζει για την βάρκα του γιου της στο πέλαγος, την οποία ο άγριος άνεμος απεμάκρυνε ολοένα από την ακτή ώσπου να μην είναι πλέον ορατή. Η Πλανταρού είναι το κομβικό πρόσωπο που συνδέει με τραγικό τρόπο τις δύο παράλληλες περιπέτειες, τον αγώνα της ζωής και της επιβίωσης, της γέννησης και του θανάτου, της σωτηρίας και της λύτρωσης και που προσπαθεί στην κορύφωση της δραματικής εξέλιξης να παραμείνει ψύχραιμη και να αναμετρηθεί με την αγωνία της: «Επλησίαζεν ήδη μεσημβρία, και η αγωνία της Πλανταρούς έφθασεν εις το κατακόρυφον. Δεν εφαίνετο πλέον να υπάρχη ελπίς. Ο υιός της θα επνίγετο εκεί εις το άσπλαγχνον πέλαγος, και την νύμφην της ομού με το έμβρυον θα την εσκέπαζεν η “μαύρη γης”». Στο αποκορύφωμα του προσωπικού της αγώνα με το αδιέξοδο, την απελπισία και την αίσθηση της ανημπόριας της μπροστά στη σκληρή μοίρα, η Πλανταρού καταρρέει ψυχικά εκφράζοντας με απονενοημένο παραληρηματικό τρόπο θυμού και οργής όλο τον συσσωρευμένο και καταπιεσμένο μέσα της πόνο για τον αδικοχαμένο γιο της: «Τέλος η γραία απέκαμε. Η βάρκα έγινεν άφαντη … Και η σύζυγος του υιού της εγέννησεν … άρρεν. Ω! το στρίγλικο, το κακοπόδαρο, ω! το γρουσούζικο, οπού ψωμόφαγε τον πατέρα του! Πνίξτε το! Σκοτώστε το! Τι το φυλάτε; Πετάτε το στο γιαλό, να πα να βρη τον πατέρα του! Κι αυτή, η γουρουνοποδαρούσα η μάννα του, αυτή η πρωτάρα, η στερεμένη, αυτή λεχώνα η λοχεμένη !... Ημπορείς, μαμμή, να την καρυδοπνίξης, κειδά που θα ψοφολογήση, στο κρεβάτι της, να στραμπουλίξης με τη χεράρα σου και της κλήρας το λαιμό, να πούμε πως εγεννήθηκε πεθαμένο το παιδί, και πως η μάννα ετέλειωσε, καθώς κάθισε στα σκαμνιά, ημπορείς;» Η λύση όμως της τραγικής πλοκής του διηγήματος επεφύλασσε διαφορετικό τέλος με μια αναπάντεχη ανατροπή: «Δεν την εσκέπασεν η μαύρη γης την ταλαίπωρον μητέρα ομού με τον καρπόν των σπλάγχνων της, και το πέλαγος ίλεων δεν έπνιξε τον
πατέρα». Ο συγγραφέας μας μεταφέρει στην ταλαιπωρημένη από τα κύματα βάρκα του Πλαντάρη όπου τα πράγματα έχουν ηρεμήσει. Κατά το δειλινό ο άνεμος είχε κοπάσει και έτσι ο Κωνσταντής μπόρεσε να πλεύσει με τη βάρκα και το καταπονημένο πλήρωμά της σε ένα «απαγκερό μέρος», λίγα μίλια πιο πέρα από τον όρμο. Γι’ αυτό η βάρκα είχε γίνει άφαντη από το βλέμμα της Πλανταρούς που δεν έπαψε στιγμή να αγναντεύει το πέλαγος για να εντοπίσει το γιο της. Τελικά ο Κωνσταντής ο Πλαντάρης «αποστάζων άλμην, κατάκοπος, θαλασσοπνιγμένος, έφθασεν εις το σπιτάκι άμα ενύκτωσε, κ’ εκεί μόνον έμαθε την ευτυχή είδησιν, ότι η συμβία του τού είχε γεννήσει κληρονόμον». Το διήγημα θα μπορούσε να τελειώσει σ’ αυτό το σημείο αφού η αφήγηση ολοκληρώνεται με την αίσια κατάληξη της ιστορίας. Ο Παπαδιαμάντης όμως δεν είναι σύγχρονος σεναριογράφος που στίβει και εξαντλεί απάνθρωπα τους φτιαχτούς συμπλεγματικούς ήρωές του για να υπηρετήσουν ένα προβλέψιμο happy end, αφού προηγουμένως έχει ανεβάσει στα ύψη την αδρεναλίνη των αναγνωστών του. Αντίθετα, σέβεται τους ήρωες των διηγημάτων του που είναι εν τέλει οι συγχωριανοί του, άνθρωποι του λαού, με τα πάθη, τις αδυναμίες και τα βάσανά τους, οργανικά μέλη ενός λαϊκού πολιτισμού που θεωρεί τις χαρές και θλίψεις της καθημερινής ζωής ως συστατικά του στοιχεία. Ο Παπαδιαμάντης δίνει έναν επίλογο στο διήγημα με αναφορές στον λαϊκό πολιτισμό παρουσιάζοντας την οικογένεια του Κωνσταντή Πλαντάρη την επόμενη μέρα, ανήμερα των Φώτων, να τελεί ένα έθιμο για το νεογέννητο παιδί τους, «τα κολυμπίδια». Ακολουθεί το οικογενειακό τραπέζι με συνδαιτημόνες όλα τα πρόσωπα που έζησαν από κοντά τα τραγικά γεγονότα, από τους συγγενείς και τις γυναίκες που βοήθησαν στον τοκετό μέχρι και τον μικρό ναύτη της βάρκας, και τον ζωέμπορο τον Πραματή, ο οποίος «είχεν έλθει εις τα κολυμπίδια, και εδήλωσεν ότι επεθύμει να γίνει ανάδοχος του βρέφους, εις μνήμην του προχθεσινού εν θαλάσση κινδύνου και της διασώσεως». Την άλλη μέρα ήταν Ολόφωτα και η εορτή της Συνάξεως του Αγίου Ιωάννου του Βαπτιστή όπου «έμελλε να βαπτισθή το παιδίον, επειδή είχε συμβή να γεννηθή ούτω τας παραμονάς της εορτής, πριν περάσουν όλως τα Φώτα». Ο συγγραφέας περνά από το λογοτεχνικό στο λαογραφικό επίπεδο θέλοντας να προσδώσει στην ιστορία του το ήθος του λαϊκού πολιτισμού, σαν τον ζωγράφο που επιλέγει μια όμορφη κορνίζα για να αναδείξει το εικαστικό έργο του. Η συμμετοχή στο έθιμο με τους συμβολισμούς του, η χαρά της γιορτής, το οικογενειακό δείπνο με τις εκατέρωθεν προπόσεις, η επικείμενη βάφτιση του μωρού από τον
ζωέμπορο, που κινδύνευσε να πνιγεί μαζί με τον πατέρα του μωρού, ως ανάμνηση του γεγονότος αυτού, όλα αυτά λειτουργούν ως λυτρωτικοί αγωγοί που επιτρέπουν στους ήρωες του διηγήματος μετά την έντονη ψυχοσωματική δοκιμασία τους, αφού ψηλάφησαν τα όρια της ανθρώπινης αντοχής στην απώλεια και τον πόνο, να συνειδητοποιήσουν την κοινή τους μοίρα και να επανέλθουν με αυτεπίγνωση της υπαρκτικής τους σχετικότητας στην ψυχική και συναισθηματική ισορροπία που εξασφαλίζει η φυσικότητα και το μέτρο της κοινοτικής ζωής . Ο Παπαδιαμάντης στα πλαίσια της εξπρεσιονιστικής ηθογραφίας (Μερακλής, 1981: 304 – 305) αναπλάθει εν τέλει τους ήρωές του στο συλλογικό ήθος που προσπορίζει η χαρά της γιορτής, η χαρά της ζωής που μοιράζεται αφειδώλευτα σε όλους δίχως εξαιρέσεις και επιλογές: «Ήρχισαν οι προπόσεις. Ηύχοντο εις τον πατέρα να του ζήση και εις την λεχώ “καλή σαράντιση”. Πρώτη έπιεν η μαμμή, δεύτερος ο πατήρ, τρίτη η γραία Σωσάννα, η μπροσθινή. Όταν ήλθεν η σειρά της Πλανταρούς να πίη εις την υγείαν της νύμφης της, ευχήθη με τρεις διαφόρους τόνους φωνής: − Εβίβα, νύφη, με το καλό να σαραντίσης … Κι ό,τ’ είπα, παιδάκι μ’ … αστοχιά στο λόγο μου!»
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου