Παράλληλη ανάγνωση:
"Όνειρο στο κύμα" και "Χρυσαυγή" του Δ. Ταγκόπουλου
επιμέλεια: Δημήτρης Χριστόπουλος
Να καταγράψετε ομοιότητες και διαφορές περιεχομένου και μορφής ανάμεσα στο παρακάτω κείμενο και στα αποσπάσματα από το "Όνειρο στο κύμα" του Αλ. Παπαδιαμάντη, "Ο κυρ Μόσχος... πνευματικών πατέρων μου" (σελ. 165-166) και "Την ανεγνώρισα πάραυτα... μικρόν βοσκόν" (σελ. 171-172)
Ταγκόπουλος Δημήτριος (1867-1926), Χρυσαυγή (απόσπασμα)
"Ἔτσι λοιπὸν ποὺ λές, φίλε μου. Πάνου ἀπὸ τρία χρόνια πέρασαν ἀπὸ τὴ βραδιὰ ποὺ μὲ μιὰ κλωτσιὰ γκρέμισα τὸ παλάτι τῆς εὐτυχίας μου, κι ὅμως στιγμὴ δὲ μοῦ φεύγει ἀπὸ τὸ νοῦ μου ἡ Χρυσαυγή. Πάντα τὴ θυμάμαι. Πάντα, καὶ τώρα ὅπως καὶ τότες, ἔρχεται ἀνάλαφρη σὰ δροσιὰ καὶ σὰ μενεξὲς εὐωδάτος νἀπαλοχαδέψει τὴν ψυχή μου, νὰ διώξει τὸ κακὰ σβραχνᾶ ἀπὸ πάνου της. Ἡ καλή μου! Στιγμὴ δὲ μ' αφήνει νὰ στενοχωρηθῶ.
Τὴ νύχτα ποὺ κάθησα νὰν τῆς γράψω τὸ στερνό μου τὸ γράμμα καὶ νὰν τῆς πῶ − ἄχ, γιὰ νὰ κάνω αὐτὴ τὴ σκληρὴ ἀπόφαση, ἐγὼ ξέρω πόσο πάλεψα μὲ τὸν ἑαυτό μου! − πὼς ἐδὼ κι ὀμπρὸς οὔτε θὰν τὴν ξαναδῶ οὔτε θὰν τῆς ξαναγράψω, ὅλες οἱ πανέμορφες ζουγραφιὲς ἦρθαν κι ἁπλωθήκανε μπρὸς στὰ μάτια μου.
Τὄγραψα στὸ νησί μας, στὄμορφο καὶ στὸ χαριτωμένο, ποὺ τὸ φιλοῦσε ὁλόγυρα ἡ θάλασσα καὶ ποὺ τὰ πεῦκα καὶ τἀμπέλια τὸ στεφάνωναν. Καὶ θαρροῦσα πὼς τἄβλεπα ὅλα τὴ στιγμὴ ποὺ τὄγραφα κ' ἔλεγα: Νά, κ' ἡ ἀμμουδιὰ ποὺ τὴν πρωτόειδα νὰ παίζει μικρὴ παιδούλα μὲ τὰ κοντά της φουστανάκια καὶ μὲ τὰ ὁλόχρυσα μαλλιά της τὰ ξέπλεχτα. Νά, κ' ἡ ἀμυγδαλιά, μέσα στ' ἀμπέλι μας, ποὺ δέναμε τὴν κούνια τὰ δειλινὰ καὶ παίζαμε. Νά, καὶ τὸ κάτασπρο ρημοκλήσι στὰ ριζὰ τοῦ πευκοντυμένου βουνοῦ ποὺ ἀπὸ κεῖ μέσα νυφούλα βγῆκε, ὕστερ' ἀπὸ χρόνια, καμαρωτὴ καὶ περήφανη.
Τὴν καημένη τὴ Χρυσαυγούλα! Σὰν ἀδερφή μου μικρούλα τὴν ἀγαποῦσα, σὰν Ἀνεράϊδα τὴ φανταζόμουνα, σὰν εἴμουνα μακριά της, καὶ ποτὲς ἀπὸ τὸ νοῦ μου δὲν πέρασε πὼς εἴτανε γυναίκα κι αὐτή, καὶ γυναίκα λαχταριστὴ καὶ ὄμορφη.
Κρυφὰ δὲν εἶχε ἀπὸ μένα. Μἄνοιγε τὴν καρδιά της κι ὅλα μοῦ τἄλεγε. Καὶ ἐγὼ τὸ ἴδιο. Ὅ,τι σκεφτόμουνα, ἤθελα νὰν τὸ ξέρει κ' ἡ Χρυσαυγὴ καὶ θαρροῦσα πὼς ἔκανα ἔγκλημα ὅταν τῆς ἔκρυβα καμιὰ σκέψη μου.
Ἔτσι τὸ θαρροῦσα, ἔτσι ὅπως σοῦ τὸ λέω, ἔγκλημα. Νὰ μὲ πιστέψεις, φίλε μου. Μοῦ τἄλεγε ὅμως κι αὐτὴ ὅλα τὰ κρυφά της; Τὸ θαρροῦσε ἔγκλημα νὰ μοῦ κρύβει κανένα; Δὲν ξέρω. Μὰ καὶ δὲ μ' ἔννοιαζε. Τί θὰ κάνω ἐγὼ κοίταζα, πῶς θὰ φερθῶ ἐγώ. Ἡ Χρυσαυγὴ πάλε ἂς φρόντιζε γιὰ λόγου της.
Ἔτσι σιγὰ σιγὰ, ποὺ λὲς, δίχως νὰν τὸ νιώθω, ἄρχιζα νὰ τῆς κρύβω τὰ μυστικά μου ἢ κάλλιο νὰ τῆς κρύβω ἕνα μεγάλο μυστικό. Ἄρχισα νὰ τὴν ἀγαπάω, ὄχι πιὰ σὰν ἀδερφούλα, τὴ Χρυσαυγή. Νά, τὸ μυστικό μου. Νά, ἐκεῖνο ποὺ τῆς ἔκρυβα. Σὰν τὸ συλλογίστηκα, σὰ συλλογίστηκα πὼς εἶχα κάτι μέσα στὴν ψυχή μου ποὺ δὲν μποροῦσα νὰν τῆς τὸ πῶ, τρόμαξα.
Κρυφὸ ἀπὸ τὴ Χρυσαυγή; Κι αὐτὴ νὰ μοῦ φέρνεται, καὶ παντρεμένη ἀκόμα ποὖναι, σὰν νἄχει νὰ κάνει μ' ἀδερφό της; Δὲ γίνεται. Σὰν κρατάω μυστικὸ ἀπὸ τὴ Χρυσαυγή, ἀδερφή μου πιὰ δὲν εἶναι. Καὶ γὼ ἔχω ἀνάγκη ἀπὸ ἀδερφή. Τέτια ἀγάπη, ἀδερφικὴ ἀγάπη, μοῦ λείπει. Ἡ ἐρημιὰ τῆς ζωῆς μου αὐτὴ τὴν ἀγάπη χρειάζεται. Καὶ νά, τώρα, αὐτὴ ἡ ἀγάπη μοῦ φεύγει, δίχως νὰν τὸ θελήσω, ναί, δίχως νὰν τὸ θελήσω, δίχως νὰν τὴ διώξω. Μοῦ φεύγει, τὴ διώχνει ἡ Φύση ποὺ δὲ θέλει μιὰ γυναίκα ὄμορφη κ' ἕνας ἄντρας, νιὸς ἀκόμα, νἀγαπιοῦνται μονάχα ἀδερφικά. Ἀταίριαστο πρᾶμα, καὶ τἀταίριαστα τὰ διώχνει ἡ Φύση ποὺ τἄχει ὅλα τόσο ταιριασμένα γύρω μας.
Ἔσβηνε τὸ καλοκαίρι καὶ σὲ λίγες μέρες εἴτανε νἀφήσω τὸ νησί μας καὶ νὰ γυρίσω στὴν Ἀθήνα. Τρεῖς μῆνες ἔλειπα, κ' οἱ τρεῖς μῆνες περάσανε σὰ νερό. Κάθε μέρα μὲ τὴ Χρυσαυγή. Πότε σπίτι της, πότε στὰ κυματοδαρμένα βράχια, πότε μὲ τὴ βάρκα, πότε στοῦ κήπου της τὶς ἀνθοσπαρμένες βραγιές. Μέρα δὲν περνοῦσε ποὺ νὰ μὴν τὴ δῶ καὶ στιγμὴ ποὺ νὰ μὴ λουστῶ στὴν καλοσύνη της. Ἄν τύχαινε καμιὰ μέρα νὰ μὴν πάω, θὰ μοὔγραφε, θὰ μὲ ζητοῦσε. Τῆς ἄρεσε, λέει, ἡ συντροφιά μου, τὴν εἶχε συνηθίσει, σὰ δὲ μ' ἔβλεπε, λέει, κάτι τῆς ἔλειπε. Καὶ μοῦ τὄγραφε μὲ τόση χάρη, μὲ τόση γλύκα, ποὺ κι ἀπόφαση νὰ εἶχα κάνει νὰ μὴν πάω τὴν ἄλλη μέρα, τὴν πατοῦσα ἐφτὺς τὴν ἀπόφασή μου, ἄφηνα νὰ μὲ τραβάει ἡ θέλησή της σὰ μωρὸ παιδί.
Θέληση ἐγὼ δὲν εἶχα σιμά της. Τὄβλεπα. Μἄβλεπα καὶ τἄλλο. Ἔβλεπα πὼς ἔπρεπε νἀποχτήσω κεῖνο ποὺ μοὔλειπε, νἀποχτήσω τὴ θέληση καὶ νὰ κόψω τὸ σκοινί. Αὐτὸ τὸ πρᾶμα δὲν μποροῦσε νὰ τραβήξει σὲ μάκρος. Ὁ κόσμος ποὺ δὲν βλέπει μὲ καλὸ μάτι, γιατὶ δὲν τὶς πολυκαταλαβαίνει, τέτιες συντροφιὲς ἁγνὲς κι ἄδολες, κάτι θἄβαζε μὲ τὸ νοῦ του, κάτι κακὸ θἄλεγε. Μὰ κι ὁ ἄντρας της, ποὺ δὲ φαινότανε νἄδινε κακιὰ ἐξήγηση στὴ φιλία μας, μποροῦσε ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ κόσμου, ἢ κι ὁ ἴδιος, δίχως νὰν τοῦ πεῖ κανένας τίποτα, κάτι νὰ ὑποψιαστεῖ. Καὶ ἡ Χρυσαυγή, ποιός τὸ ξέρει μήπως κι αὐτή, δίχως νὰν τὸ νιώσει καὶ δίχως νὰν τὸ θελήσει, πάψει πιὰ νὰ βλέπει σὲ μένανε ἀδερφό της κι ἀρχινήσει νὰ βλέπει ἐρωμένο της;
Ἔπρεπε λοιπὸν τὸ σκοινὶ νὰ κοπεῖ μιὰ καὶ καλή. Νὰ στενοχωρηθεῖ, νὰ κακοπάθει ἡ Χρυσαυγὴ γιὰ χάρη μου; Δὲ γίνεται. Κάλλιο ἐγὼ νὰ στενοχωρηθῶ, νὰ κακοπάθω. Ἡ ἀγάπη μου, ἔνιωθα, εἴτανε τόσο τρανὴ ποὺ ἤθελα ἡ Χρυσαυγή μου νὰ μὴ μἀγαπήσει, γιὰ νὰ μὴ νιώσει οὔτε τὴν παραμικρὴ στενοχώρια ἀπὸ τὴν ἀγάπη της."
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου