John Everett Millais
Σημείο Αναγνωρίσεως
άγαλμα γυναίκας με δεμένα χέρια
Όλοι σε λένε κατευθείαν άγαλμα,
εγώ σε προσφωνώ γυναίκα κατευθείαν.
Στολίζεις κάποιο πάρκο.
Από μακριά εξαπατάς.
Θαρρεί κανείς πως έχεις ελαφρά ανακαθήσει
να θυμηθείς ένα ωραίο όνειρο που είδες,
πως παίρνεις φόρα να το ζήσεις.
Από κοντά ξεκαθαρίζει το όνειρο:
δεμένα είναι πισθάγκωνα τα χέρια σου
μ’ ένα σκοινί μαρμάρινο
κι η στάση σου είναι η θέλησή σου
κάτι να σε βοηθήσει να ξεφύγεις
την αγωνία του αιχμαλώτου.
Έτσι σε παραγγείλανε στο γλύπτη:
αιχμάλωτη.
Δεν μπορείς ούτε μια βροχή να ζυγίσεις στο χέρι σου,
ούτε μια ελαφριά μαργαρίτα.
Δεμένα είναι τα χέρια σου.
Και δεν είν’ το μάρμαρο μόνο ο Άργος.
Αν κάτι πήγαινε ν’ αλλάξει
στην πορεία των μαρμάρων,
αν άρχιζαν τ’ αγάλματα αγώνες
για ελευθερία και ισότητες,
όπως οι δούλοι,
οι νεκροί
και το αίσθημά μας,
εσύ θα πορευόσουνα
μες στην κοσμογονία των μαρμάρων
με δεμένα πάλι τα χέρια, αιχμάλωτη.
Όλοι σε λένε κατευθείαν άγαλμα,
εγώ σε λέω γυναίκα αμέσως.
Όχι γιατί γυναίκα σε παρέδωσε
στο μάρμαρο ο γλύπτης
κι υπόσχονται οι γοφοί σου
ευγονία αγαλμάτων,
καλή σοδειά ακινησίας.
Για τα δεμένα χέρια σου, που έχεις
όσους πολλούς αιώνες σε γνωρίζω,
σε λέω γυναίκα.
Σε λέω γυναίκα
γιατ’ είσ’ αιχμάλωτη.
[Το λίγο του κόσμου, 1971]
Ερωτήσεις
1. Οι αμφισημίες, η εναλλαγή της κυριολεκτικής και της μεταφορικής σημασίας των λέξεων, η απουσία ρήματος, η μετάβαση από το συγκεκριμένο στο αφηρημένο και από το γενικό στο ειδικό καθώς και η πολλαπλότητα των γενών αποτελούν βασικά χαρακτηριστικά της ποιητικής γραφής της Κικής Δημουλά. Να εντοπίσετε στο ποίημα ένα τουλάχιστον παράδειγμα για κάθε γνώρισμα.
[Μονάδες 15]
2. α) Να καταγράψετε τα εκφραστικά μέσα με τα οποία αποδίδεται η «αιχμαλωσία» της γυναίκας. β) Να διερευνήσετε τις πιθανές συμβολικές προεκτάσεις που προκύπτουν από την αναφορά στον Άργο.
[Μονάδες 20]
3. Ο Τάκης Καρβέλης έχει αναφερθεί στους μηχανισμούς της «πολλαπλασιαστικής ευαισθησίας» και της «λυρικής αφαίρεσης» στην ποιητική γραφή της Κικής Δημουλά. Με τον πρώτο όρο εννοεί το πώς η Κική Δημουλά κατορθώνει, αφορμώμενη από τα πιο ασήμαντα ερεθίσματα, να προκαλεί τη γέννηση του ποιήματος και να το αναπτύσσει με μια δημιουργική προσθετική ικανότητα. Με το δεύτερο το πώς και πάλι κατορθώνει, στις πιο ευτυχισμένες στιγμές της ποίησής της, να προχωρεί συμφύροντας τον εξωτερικό κόσμο με τον εσωτερικό, αποτυπώνοντας τις πιο λεπτές αποχρώσεις. [Τάκης Καρβέλης, Η ποίηση της «πολλαπλασιαστικής ευαισθησίας» και της «λυρικής αφαίρεσης», Δεύτερη ανάγνωση, δοκίμια, Καστανιώτης, 1984]
Να αιτιολογήσετε κατά πόσο οι δύο αυτοί μηχανισμοί βρίσκουν εφαρμογή στο συγκεκριμένο ποίημα.
[Μονάδες 20]
4. Να σχολιάσετε σε δύο παραγράφους (150-200 λέξεων) το περιεχόμενο των ακόλουθων στίχων:
«Αν κάτι πήγαινε ν’ αλλάξει
στην πορεία των μαρμάρων,
αν άρχιζαν τ’ αγάλματα αγώνες
για ελευθερία και ισότητες,
όπως οι δούλοι,
οι νεκροί
και το αίσθημά μας,
εσύ θα πορευόσουνα
μες στην κοσμογονία των μαρμάρων
με δεμένα πάλι τα χέρια, αιχμάλωτη.»
[Μονάδες 25]
5. Σας δίνεται ένα απόσπασμα από το ποίημα του Γιάννη Ρίτσου «Η σονάτα του σεληνόφωτος». Να εξετάσετε συγκριτικά το πώς παρουσιάζεται από τους δύο ποιητές η θέση και ο ρόλος της γυναίκας στον κοινωνικό και ατομικό βίο.
[Μονάδες 20]
«Φορές – φορές, την ώρα που βραδιάζει, έχω την αίσθηση
πως έξω απ’ τα παράθυρα περνάει ο αρκουδιάρης με τη γριά βαρειά του
αρκούδα
με το μαλλί της όλο αγκάθια και τριβόλια
σηκώνοντας σκόνη στο συνοικιακό δρόμο
ένα ερημικό σύννεφο σκόνη που θυμιάζει το σούρουπο
και τα παιδιά έχουν γυρίσει σπίτια τους για το δείπνο και δεν τ’ αφήνουν
πια να βγουν έξω
μ’ όλο που πίσω απ’ τους τοίχους μαντεύουν το περπάτημα της γριάς
αρκούδας –
κ’ η αρκούδα κουρασμένη πορεύεται μες στη σοφία της μοναξιάς της,
μην ξέροντας για που και γιατί –
έχει βαρύνει, δεν μπορεί πια να χορεύει στα πισινά της πόδια
δεν μπορεί να φοράει τη δαντελένια σκουφίτσα της να διασκεδάζει τα παιδιά, του αργόσχολους, τους απαιτητικούς,
και το μόνο που θέλει είναι να πλαγιάσει στο χώμα
αφήνοντας να την πατάνε στην κοιλιά, παίζοντας έτσι το τελευταίο
παιχνίδι της,
δείχνοντας την τρομερή της δύναμη για παραίτηση,
την ανυπακοή της στα συμφέροντα των άλλων, στους κρίκους των χει-
λιών της, στην ανάγκη των δοντιών της,
την ανυπακοή της στον πόνο και στη ζωή
με τη σίγουρη συμμαχία του θανάτου – έστω κ’ ενός αργού θανάτου –
την τελική της ανυπακοή στο θάνατο με τη συνέχεια και τη γνώση της
ζωής
που ανηφοράει με γνώση και με πράξη πάνω απ’ τη σκλαβιά της.
Μα ποιος μπορεί να παίξει ως το τέλος αυτό το παιχνίδι;
Κ’ η αρκούδα σηκώνεται πάλι και πορεύεται
υπακούοντας στο λουρί της, στους κρίκους της, στα δόντια της,
χαμογελώντας με τα σκισμένα χείλη της στις πενταροδεκάρες που τις
ρίχνουνε τα ωραία κι ανυποψίαστα παιδιά
(ωραία ακριβώς γιατί είναι ανυποψίαστα)
και λέγοντας ευχαριστώ. Γιατί οι αρκούδες που γεράσανε
το μόνο που έμαθαν να λένε είναι: ευχαριστώ, ευχαριστώ.»
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου