επιμέλεια
Β. Σαλτέ
Θεματολογία της ποίησης του Κώστα Μόντη
Επίκεντρο της ποίησής του είναι η ίδια η ζωή, είτε μέσα από τα προσωπικά του βιώματα, είτε μέσα από την κυπριακή ιστορική πραγματικότητα, κυρίως του 2ου μισού του 20ου αιώνα (Αγγλοκρατία, αγώνας του 55-59, γεγονότα του 1974)
Πρωταγωνιστές της ποίησής του η ζωή, η ιστορία, η ποίηση η ίδια, ο τόπος. Ο τόπος, η Κερύνεια, η Μόρφου, η θάλασσα και το βουνό, ο Πενταδάκτυλος κι ο Μαχαιράς, δεν είναι ποτέ απλώς σκηνικό, αλλά δρώντα πρόσωπα της ιστορίας του τόπου με τα οποία συνήθως ο ποιητής διαλέγεται.
Ο Μόντης θεωρείται ως ο ποιητής των απλών στιγμών της ζωής, την οποία αντικρίζει μέσα από ένα φακό τραγικά αληθινό, αποκαλύπτοντας την ασημαντότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, την αδυναμία του ανθρώπου και συνάμα τη δύναμη και τη χαρά που προσφέρουν στον άνθρωπο τα απλά, καθημερινά κι ασήμαντα αλλά στην ουσία τόσο σημαντικά.
Όπου αναφέρεται σε πρόσωπα, αυτά είναι άνθρωποι καθημερινοί. Ξεχωρίζουν σε κάποια ποιήματα οι πραγματικοί πρωταγωνιστές της ιστορίας - ήρωες του τόπου μας (π.χ. Γρηγόρης Αυξεντίου)
Της εισβολής
Ποίημα ιδιαίτερα επιγραμματικό, που στηρίζεται στην επανάληψη του ίδιου δίστιχου με μια μικρή αλλά ιδιαίτερα σημαντική διαφοροποίηση στο 2ο δίστιχο.
Το τους, αν και δεν διευκρινίζει, δεν κατονομάζει ποιους, παραπέμπει στους Τούρκους εισβολείς. Η αντωνυμία υποδηλώνει το ανεπιθύμητο πλήθος των βαρβάρων. Ο ποιητής τους καταδικάζει σε μια περιφρονητική ανωνυμία πίσω από την – σχεδόν άηχη – αντωνυμία «τους». Η εισβολή δηλώνεται μόνο στον τίτλο, σύμφωνα με την προσφιλή τεχνική του ποιητή, αφού – όπως δηλώνει ο ίδιος - αυτά που πονούν «δεν κατεβαίνουν απ’ τον τίτλο στο κείμενο».
Από την άλλη, δηλώνεται ξεκάθαρα το πού, ο τόπος της ανεπιθύμητης (μας τους έφερε) εισβολής (αντίθεση ανάμεσα στην ανωνυμία των εισβολέων και τον ονομαζόμενο τόπο της εισβολής). Η θάλασσα της Κερύνειας, όχι απλώς κατονομάζεται, αλλά και συνοδεύεται από ένα τρυφερό επίθετο («αγαπημένη»). Η ονομασία της θάλασσας της Κερύνειας, της δικής μας, της οικείας και αγαπημένης και η τρυφερή της προσφώνηση, έρχονται σε αντιδιαστολή με την ανωνυμία των βαρβάρων, για να φανεί πόσο ξένοι, ανοίκειοι, ανεπιθύμητοι είναι. Η αντίθεση φανερώνει πως οι ξένοι εισβολείς σαν μύασμα προσβάλλουν και μυαίνουν το γνωστό και αγαπημένο μας τόπο.
Εξάλλου η επανάληψη υπογραμμίζει τη σημασία της αγαπημένης θάλασσας της Κερύνειας, αποδυναμώνοντας ακόμη περισσότερο το τους, ρίχνοντας στην περιφρόνηση τους ξένους εισβολείς.
Με την τεχνική της προσωποποίησης η Κερύνεια εμψυχώνεται ζωντανεύει, μετατρέπεται σε πλάσμα αγαπημένο, ώστε αποκλείεται να θέλησε να μας κάνει ένα τόσο μεγάλο κακό.
Η συνείδηση του ποιητή αδυνατεί να δεχτεί το τόσο επώδυνο γεγονός της εισβολής. Η επανάληψη υπογραμμίζει και υπερτονίζει την οδύνη που προκαλέι η πραγματικότητα, το επάρατο γεγονός της εισβολής. Μια πραγματικότητα που φαίνεται τόσο αδύνατη, όσο αδύνατο είναι να τους έφερε η αγαπημένη θάλασσα της Κερύνειας. Αλλά και τόσο οδυνηρή, αφού αυτή, η αγαπημένη θάλασσα της Κερύνειας, της ελληνικότατης από την αρχαιότητα πόλης μας μας πρόδωσε και επέτρεψε στον κατακτητή να εισβάλει στον τόπο μας. Γιατί, η Κερύνεια, σαν άλλη κερκόπορτα του Ελληνισμού, άφησε ανοιχτές τις πύλες της, για να δεχτεί τον εισβολέα. Στην ουσία, ο ποιητής αναστρέφει τις ευθύνες από τους ανθρώπους στη θάλασσα, για να διαφανεί αφενός η τραγικότητα της προδοσίας, και αφετέρου η τραγική μοίρα των απλών ανθρώπων που δεν ορίζουν την ιστορία τους.
Εξάλλου, για τον ποιητή, η θάλασσα της Κερύνειας σε όλη την ποίησή του διαγράφεται ως ο χώρος της ύπαρξης και του προσδιορισμού της συλλογικής ταυτότητας απέναντι στους «άλλους», στους ανεπιθύμητους άλλους. Είναι ο χώρος της ελληνικότητας και της ιστορικής μας συνέχειας, από την οποία τόσο βίαια και επώδυνα υποχρεωθήκαμε να αποκοπούμε. Γι αυτό και συνομιλεί μαζί της με τρυφερότητα αλλά και με πικρία, στέκεται απέναντί της και την κοιτάζει με δέος, αγάπη και πικρία, παράπονο και στεναχώρια, ενοχή και θυμό, καθώς του προκαλεί την εσωτερική περιπέτεια, τον οδηγεί στην αυτοαμφισβήτηση, στον αυτοσαρκασμό, ακόμη και στην αυτοαναίρεση.
Χαρακτηριστικά της ποιητικής τεχνικής του Κώστα Μόντη που απαντώνται στα δύο ποιήματα που διδάσκονται στη Γ Λυκείου
1. Χαρακτηρίστηκε ως ο ποιητής της μικρής μορφής
· Ολιγόστιχα ποιήματα. Με εξαίρεση τις τρεις μεγάλες ποιητικές συνθέσεις που φέρουν τον τίτλο «Γράμμα στη μητέρα», το μεγαλύτερο μέρος της ποίησής του αποτελείται από μονόστιχα, δίστιχα, τρίστιχα ή τετράστιχα ποιήματα.
· Ακαριαίος στίχος. Η εντύπωση δίνεται μεμιάς. Αμεσότητα στα μηνύματα.
· Τηλεγραφικός σχεδόν τόνος, ακαριαίες αποτυπώσεις νοημάτων, ποιητικές κρυσταλλώσεις των στοχασμών του ποιητή.
5 στίχοι το «Έλληνες ποιητές», 4 στίχοι το «Της εισβολής»
2. Λιτότητα στα εκφραστικά μέσα – π.χ. αποφεύγει να χρησιμοποιεί επιθετικούς προσδιορισμούς, εάν αυτοί δε λειτουργούν ως σηματοδότες των νοημάτων του ή για να ενισχύσουν την κριτική του ματιά του πάνω στον κόσμο (π.χ. αγαπημένη θάλασσα της Κερύνειας)
3. Επιγραμματικότητα – συμπύκνωση νοημάτων
4. Αντίθεση
Στο «Έλληνες ποιητές» δηλώνεται με το «όμως» και το ρήμα «αντισταθμίζει»:
4 στίχοι «Ελάχιστοι μας διαβάζουν ... γωνιά» – 1 στίχος που αντισταθμίζει, για να αναδειχθεί η δύναμη του «γράφουμε Ελληνικά».
Στο «Της εισβολής» η αντίθεση φαίνεται ξεκάθαρα ανάμεσα στον τρόπο με τον οποίο δηλώνεται αφενός «η αγαπημένη θάλασσα της Κερύνειας» και αφετέρου οι εισβολείς με την περιφρονητική αντωνυμία «τους». (βλ και σχόλιο για την αντωνυμία)
5. Επανάληψη – διπλολογία, ολική ή μερική ταυτολογία. Η επανάληψη εμφανίζεται με επαναλήψεις λέξεων, φράσεων, στίχων, ποιητικών μοτίβων – παραλλαγές πάνω στο ίδιο θέμα και με μικρές διαφοροποιήσεις, π.χ. προσθήκες φράσεων, ώστε το κέντρο βάρους να πέφτει στη διαφορά. Συχνά οι επαναλήψεις του είναι κλιμακωτές.
«Σε πολλές περιπτώσεις εμφανίζονται 2,3 ή και περισσότερες παραλλαγές στο ίδιο θέμα που περιλαμβάνουν επαναλήψεις, διπλολογία, ολική ή μερική ταυτολογία με ελαφριά τροποποίηση που παρατηρείται είτε στον τίτλο, είτε στον καταληκτικό στίχο με τρόπο που διαφαίνεται το επιμύθιο.» (Σαλτέ, Στιγμές (στιγμές;) του Κώστα Μόντη με την Κερύνεια)
Στο «Της εισβολής» η επανάληψη (διπλολογία με σχεδόν πλήρη ταυτολογία και ελαφριά τροποποίηση στον επαναλαμβανόμενο στίχο) υπογραμμίζει την οδύνη καθώς φωτίζει την τρυφερή προσφώνηση («αγαπημένη»)
Στο «Έλληνες ποιητές», η επανάληψη τονίζει εμφαντικά την πικρία για την παραγνώριση των Ελλήνων ποιητών, ιδιαίτερα των ποιητών της διασποράς, για να φανεί σε αντιδιαστολή η δύναμη της ελληνικής γλώσσας και η αγάπη του ποιητή προς αυτήν. (βλ. και τεχνική της αντίθεσης)
6. Θεματικά και ποιητικά μοτίβα που επανέρχονται, κάποτε ενσωματώνονται σε άλλα ποιήματα, εμφανίζονται σε παραλλαγές ή ενσωματώνονται σε μεγαλύτερα ποιήματα (π.χ. οι στίχοι του Της εισβολής ενσωματώνονται και στο Τρίτο Γράμμα στη Μητέρα.)
7. Προσωποποίηση (π.χ. η θάλασσα της Κερύνειαςείναι σε αρκετά ποιήματά του η κόρη, η βασιλοπούλα που την έφερε ο καπετάνιος Πενταδάκτυλος, εδώ είναι η αγαπημένη ).
«Ένα από τα μόνιμα εικονοποιητικά μοτίβα της ποίησης αυτής είναι η μεταφορική χρήση της προσωποποίησης.» (Κεχαγιόγλου)
«[...] η Κερύνεια εμψυχώνεται και ζωντανεύει, κατονομάζεται ως πρόσωπο οικείο σε αντιδιαστολή με το ανεπιθύμητο, το ανοίκειο με τον τόπο πλήθος των εισβολέων, το οποίο ο ποιητής καταδικάζει σε μια περιφρονητική ανωνυμία πίσω από την – σχεδόν άηχη – αντωνυμία: «τους». [...] Η Κερύνεια και η θάλασσα της Κερύνειας λειτουργούν ως έκφραση του θηλυκού χώρου, του ερωτικού παλμού και της γόνιμης Γαίας, [...] η πόλη της Κερύνειας αποκαλείται βασιλοπούλα κι αρχόντισσα που την έφερε ο καπετάνιος Πενταδάχτυλος, ενώ η «θάλασσα από γαλάζιο νερό» γίνεται γαλάζιο ένδυμα της πόλης-γυναίκας, της αγαπημένης πόλης στην οποία απευθύνεται με το θαυμασμό ενός ερωτευμένου, [...] η θάλασσα της Κερύνειας λειτουργεί ως μήτρα που φέρει και προβάλλει το χώρο της ύπαρξης και του προσδιορισμού της συλλογικής ταυτότητας απέναντι στους «άλλους», στους ανεπιθύμητους άλλους. Η θάλασσα της Κερύνειας μαζί με τον Πενταδάκτυλο είναι αδιαμφισβήτητα στοιχεία δηλωτικά της ποιητικής ιθαγένειας του Κώστα Μόντη που αναπαριστούν το ήθος του τόπου, επανέρχονται επίμονα, όχι απλώς ως θεματικά μοτίβα ή απρόσωπο σκηνικό, αλλά ως δρώντα πρόσωπα του πολυσύνθετου κόσμου του, κάποτε για να συνομιλήσουν μαζί του, ή ακόμη ως πρωταγωνιστές των ακαριαίων αποτυπώσεών του, της προσωπικής και συλλογικής ιστορίας που εκβάλλει από το παρελθόν στο παρόν. Η θάλασσα της Κερύνειας γίνεται το σύμβολο της Ελληνικότητας του τόπου.» (Σαλτέ)
8. Η λειτουργική σχέση του τίτλου με το ποίημα
· Ο Μόντης διαχωρίζει τα ποιήματά του σε έντιτλα και άτιτλα, δηλώνοντας έτσι ότι ο τίτλος αποτελεί ενσυνείδητη επιλογή του.
· Χρησιμοποιεί συχνά περιγραφικούς τίτλους σε ποιήματα μικρής μορφής (π.χ. δίστιχος τίτλος σε μονόστιχο ποίημα). Ο τίτλος συνήθως διαλέγεται με το ποίημα σε μια αναπόφευκτα άρρηκτη σχέση.
«Χωρίς τους τίτλους τα ποιήματα στέκονται μετέωρα καθώς απουσιάζει ένα σημείο αναφοράς. Οι τίτλοι [...] νοηματοδοτούν το ποίημα». (Κ. Δανόπουλος)
Εξάλλου, όπως ο ίδιος ο ποιητής δηλώνει στο «Περί στίχων» (μιλώντας γι’αυτά που πονάνε): «Κάποτε δεν κατεβαίνουν απ’ τον τίτλο στο κείμενο, κάποτε δεν ανεβαίνουν στον τίτλο».
Έτσι και στο «Της εισβολής», αυτό που τόσο επώδυνα τον ταράζει, «δεν κατεβαίνει από τον τίτλο στο ποίημα», γι αυτό και στους τέσσερις στίχους δε γίνεται άμεση αναφορά στο γεγονός της εισβολής, ούτε καν ονομάζονται οι Τούρκοι εισβολείς. Είναι όμως ξεκάθαρο ότι χωρίς τον τίτλο το ποίημα είναι ελλιπές.
Ανάλογα και στο «Έλληνες ποιητές», ο τίτλος νοηματοδοτεί το «μας», το οποίο μοιάζει απροσδιόριστο μέσα στο ποίημα, και συνομιλεί με το «γράφουμε Ελληνικά».
9. Η αυτοαναφορικότητα, δηλαδή η άμεση αναφορά στην ποιητική του τεχνική, το αυτοσχόλιο. Ο Μόντης συχνά συνομιλεί με την ποίηση, με τους στίχους του, με τους τίτλους, τις παρενθέσεις και άλλα στοιχεία της ποιητικής του τεχνικής, για να εκφράσει την πικρία, την απογοήτευση, την αφόρητη μοναξιά του ποιητή, τις αδυναμίες του, τον αυτοσαρκασμό του, ή, πιο σπάνια, για να δηλώσει τη λυτρωτική δύναμη της ποιητικής γλώσσας. Συχνά επίσης δηλώνει εκείνα που συνιστούν την ποιητική του ιθαγένεια, μαζί με την ιστορική και πολιτισμική του ταυτότητα.
Στα δύο αυτά ποιήματα η αυτοαναφορικότητα εμφανίζεται ως αυτοσχόλιο:
Στο «Έλληνες ποιητές» η αυτοαναφορικότητα εμφανίζεται ως δήλωση της ποιητικής του ιθαγένειας στο στίχο «Αντισταθμίζει που γράφουμε Ελληνικά».
Στο «Της εισβολής» η αυτοαναφορικότητα φαίνεται στο «είναι δύσκολο να πιστέψω...», όπου δηλώνεται πως το ποιητικό υποκείμενο αδυνατεί να δεχθεί την επώδυνη πραγματικότητα.
10. Αντιστροφή υποκειμένου – αντικειμένου, για να αναδειχθεί η πικρία, να επιταθεί ο σαρκασμός απέναντι στην τραγικότητα της ζωής, να συγκαλυφθεί ο σπαραγμός για την αδυναμία των ανθρώπων να ορίσουν τη ζωή και την ιστορική τους πορεία. Προσφιλής τεχνική του Μόντη στα ποιήματα που αναφέρονται στην ιστορία, όπου στην ουσία οι λέξεις λειτουργούν αναδραστικά, ως καθρέφτης, αντανακλώντας τις ευθύνες των ανθρώπων απέναντι στην ιστορία τους.
Στο «Της εισβολής» η οδύνη, ο πόνος εξαιτίας της εισβολής και της προδοσίας αναστρέφουν τις ευθύνες και τις μεταφέρουν, από τους ανθρώπους που με τις πράξεις τους έφεραν το κακό, στην «αγαπημένη θάλασσα της Κερύνειας». Παράλληλα, αποκαλύπτεται η τραγική μοίρα των ανθρώπων που, ανήμποροι να ανακόψουν το κακό που τους προκάλεσαν οι άλλοι, υπομένουν μαρτυρικά τη βεβήλωση του αγαπημένου τους τόπου. Η προδοσία απέναντι στην Κερύνεια αποκαλύπτεται μέσα από την αναστροφή στην ανάγνωση του ποιήματος που φαινομενικά και μόνο της αποδίδει την ευθύνη της προδοσίας.
11. Η λειτουργική – δηλωτική (και όχι απλώς γραμματικοσυντακτική) χρήση της αντωνυμίας ως εκφραστικό μέσο
Στο «Της εισβολής» η αντωνυμία «τους» (δηλώνει τους Τούρκους εισβολείς) χρησιμοποιείται έντεχνα, για να καταδικάσει σε μια περιφρονητική ανωνυμία εκείνους που προκάλεσαν το εξαιρετικά επώδυνο γεγονός της εισβολής. Σε αντιπαραβολή με το αποκαλυπτικό για τα συναισθήματά του «αγαπημένη θάλασσα της Κερύνειας», η χρήση ενός σχεδόν άηχου «τους» δηλώνει τη στάση του ποιητή απέναντι στους εισβολείς, ο οποίος επιχειρεί μέσω της ποίησης τη νοερή αναίρεση του επώδυνου γεγονότος.
Επίσης, ο τύπος «μας» της αντωνυμίας «εμείς» και στα δυο προς εξέταση ποιήματα, δηλώνει σαφέστατα τη συλλογική ιθαγένεια, διακρίνει τους Ελληνοκύπριους ως ιστορική οντότητα, ως Έλληνες της Κύπρου απέναντι «στους άλλους», στους ανεπιθύμητους ή στους αδιάφορους άλλους.
«Αυτό το ‘εμείς’ το συναντάμε συνεχώς στην ποίηση του Μόντη. Γιατί ο ποιητής αυτός (όπως και άλλοι στην Κύπρο) είναι ένα είδος ενσάρκωσης της συλλογικής μνήμης, του συλλογικού διαχρονικού πόνου, είναι ένα ‘εγώ’ διαποτισμένο από την κοινότητα της ιστορικής μοίρας, ώστε ό,τι λέει για τον εαυτό του ο ποιητής, να εκφράζει και τους άλλους και ό,τι λέει για τους άλλους να εκφράζει και τον εαυτό του. Αυτή τη στενή συνάφεια του ‘εγώ’ και του ‘εμείς’ πρέπει να την προσέξουμε ιδιαίτερα, αν θέλουμε να καταλάβουμε σωστά την κυπριακή ποίηση γενικά.» (Μ.Γ. Μερακλής)
Χαρακτηριστικά του ποιητικού κλίματος της ποίησης του Κώστα Μόντη
· Φιλοσοφική διάθεση - βαθύς στοχασμός – μεγάλες αλήθειες της ζωής
· Ελληνικότητα – βαθιά αγάπη για ό,τι αποτελεί γνήσια έκφραση ελληνικότητας
· Πικρή ειρωνεία – σαρκασμός και αυτοσαρκασμός
· Μελαγχολία – πικρό αίσθημα διάψευσης που κάποτε οδηγεί στη διαμαρτυρία και κάποτε στην επώδυνη παραδοχή της ήττας και της απώλειας
Έλληνες ποιητές
Αποτελεί μια εκ βαθέων εξομολόγηση, μια οδυνηρή και πικρή μαρτυρία από τη μακρινή γωνιά, την εσχατιά του Ελληνισμού, την Ελλάδα του Νότου και της περιφέρειας, τον οριακό Ελληνισμό της διασποράς, για την επαναλμαβνόμενη μοίρα του Ελληνισμού, και ιδιαίτερα αυτού της διασποράς: την παραγνώριση, την αδικία, τη στέρηση της αξίας, την άγνοια και την υποτίμηση από όλους. Αυτή η υποτίμηση προκαλεί φυλετικό καημό και πικρία.
Το πρόβλημα που προβάλλει ο ποιητής επικεντρώνεται στην παραγνώριση των Ελλήνων ποιητών, περιλαμβανομένων των Ελλήνων ποιητών της Κύπρου. Η επαναληπτική πρόταξη του «ελάχιστοι» τονίζει εμφαντικά το περιορισμένο αναγνωστικό κοινό των Ελλήνων ποιητών, για να αποκαλύψει την έντονη πικρία του ποιητή.
Ο Μόντης χρησιμοποιεί το α΄πληθυντικό (μας, μένουμε, γράφουμε) ως συλλογικό υποκείμενο, παίρνοντας ως ποιητής το δικαίωμα να μιλήσει εκ μέρους όλων των ομότεχνών του. Εξάλλου, το περιορισμένο αναγνωστικό κοινό αποτελεί γενικότερο πρόβλημα για όλους τους ποιητές. Είναι όμως ιδιαίτερα έντονο για τους Έλληνες ποιητές, γιατί ο αριθμός των ελληνόφωνων αναγνωστών προκαλεί δυσμενείς συνθήκες για την ελληνόφωνη ποίηση.
Το μας δηλώνει επίσης τη συλλογική ιθαγένεια, τη φυλετική καταγωγή, την κοινή ιστορική μοίρα, τον κοινό πολιτισμό: τον Ελληνισμό.
Ελάχιστοι μας διαβάζουν: Δηλώνεται το περιορισμένο αναγνωστικό κοινό
ελάχιστοι ξέρουν τη γλώσσα μας: Δηλώνει
- το ολιγάριθμο των Ελλήνων
- τη συρρίκνωση του Ελληνισμού
- το ανάδελφο των Ελλήνων (κανένα άλλο έθνος δεν είναι ελληνόφωνο)
- την παραγνώριση της ελληνικής γλώσσας από αλλοεθνείς.
μένουμε αδικαίωτοι και αχειροκρότητοι: η παραγνώριση της αξίας, η άγνοια, η υποτίμηση παίρνουν τη μορφή της αδικίας
σ’αυτή τη μακρινή γωνιά: Καταγράφονται δύο ερμηνείες, αλληλένδετες βεβαίως και ορθές, με το κέντρο βάρους να βρίσκεται αφενός στην Ελλάδα και αφετέρου στην Κύπρο.
· Η γεωγραφική θέση και η ιστορική πορεία, η μοίρα και οι ιστορικές περιπέτειες του Ελληνισμού, τον έχουν καταδικάσει σε αυτή τη μακρινή γωνιά, μακριά από την καρδιά του ευρωπαϊκού κόσμου, μακριά από τα σημαντικά κέντρα λήψης αποφάσεων. Απομακρυσμένος και απομονωμένος ο Ελληνισμός, αισθάνεται και είναι παραγνωρισμένος από τα ευρωπαϊκά και διεθνή πνευματικά δρώμενα, σε μια εποχή που η γλώσσα της ποίησης δεν έχει την ίδια δύναμη με τη γλώσσα του χρήματος και της πολιτικής ισχύος. Εξάλλου, μεγάλο μέρος της ελληνικής ποίησης πηγάζει από τις ιστορικές περιπέτειες του Ελληνισμού, και, έστω κι αν εκφράζει πανανθρώπινα μηνύματα, αυτά παραμένουν αδιάφορα για όσους δεν νοιάζονται για τη μακρινή γωνιά της οικουμένης: την Ελλάδα
· Η Κύπρος, ως μακρινή περιφέρεια του Ελληνισμού, είναι πνευματικά αποκομμένη από τη μητροπολιτική Ελλάδα. Οι Κύπροι ποιητές δεν μπορούν εύκολα να εμπλακούν – λόγω απόστασης – στα πνευματικά δρώμενα της Ελλάδας. Από την άλλη, η θεματική τους συνδέεται με τις ιδιαίτερες ιστορικές περιπέτειες και τις ανάλογες ιδιόμορφες κοινωνικές συνθήκες της Κύπρου, ώστε να μην αγγίζει σε ικανοποιητικό βαθμό το ελληνικό αναγνωστικό κοινό, κυρίως αυτό της μητρόπολης του Ελληνισμού. Ως αποτέλεσμα, οι Κύπριοι ποιητές αντιμετωπίζουν μεγαλύτερα προβλήματα στο να γίνουν ευρύτερα γνωστοί από τους υπόλοιπους Έλληνες.
όμως, αντισταθμίζει που γράφουμε Ελληνικά
Το όμως δηλώνει πως ο τελευταίος στίχος έρχεται σε αντίθεση με τους προηγούμενους. μοναδικό και σημαντικό αντιστάθμισμα των προηγούμενων μειονεκτικών συνθηκών: η γλώσσα.
Χωρίς να αναιρεί όλα όσα ειπώθηκαν προηγουμένως, το γεγονός και μόνο ότι γράφουμε Ελληνικά αντισταθμίζει όλες τις συνέπειες της απομόνωσης και της παραγνώρισης. Γιατί η ελληνική γλώσσα αποδεικνύει την ταυτότητα, συμβάλλει στη συνειδητοποίηση της ταυτότητας καθώς και στη συνείδηση της οικουμενικότητας του Ελληνισμού. Οι Έλληνες μέσω της γλώσσας συναντούν τη μακραίωνη ιστορία του Ελληνισμού, κατανοούν και αντλούν από τους χυμούς της πνευματικής τους παράδοσης. Οι Έλληνες ποιητές, των Κυπρίων περιλαμβανομένων, είναι φορείς της ελληνικής γλώσσας και αυτό ακυρώνει τις δυσμενείς συνθήκες μέσα στις οποίες δημιουργούν. Αυτή φέρνει στη μνήμη τις παραδόσεις και το διαχρονικό πολιτισμό, αυτή διευρύνει τους πνευματικούς και συναισθηματικούς τους ορίζοντες, τους βοηθά να βγουν απο τη γεωγραφική και φυλετική τους απομόνωση. Σε αυτήν μπορούν να εκφραστούν οι βαθύτερες σκέψεις και συναισθήματα και να αποδοθούν ακόμη και οι ελάχιστες και πιο λεπτές νοηματικές αποχρώσεις. Ο λεξιλογικός πλούτος της ελληνικής γλώσσας και οι εκφραστικές της αρετές αποτελούν τα καλύτερα εργαλεία για το δεξιοτέχνη χρήστη του λόγου. Γι’αυτό και αποτελεί προνόμιο για τους Έλληνες ποιητές να γράφουν Ελληνικά.
Αυτό το προνόμιο είναι εμφανές και αυτονόητο και για τους Κύπριους ποιητές, αφενός γιατί οι ιδιομορφίες της κυπριακής διαλέκτου παραπέμπουν συχνά σε τύπους αρχαιότερων μορφών της ελληνικής γλώσσας, και αφετέρου γιατί τους δόθηκε ετούτη η χάρη (για να θυμιθούμε τον Ελύτη) να έχουν ως γλώσσα την ελληνική.
Σε σύγκριση με αλλόφωνους ποιητές, οι Έλληνες βρίσκονται σε πλεονεκτικότερη θέση, διότι είναι φορείς μιας ιστορικής γλώσσας κι ενός μεγάλου πολιτισμού.
Σε αυτήν εκφράστηκαν τα μεγαλύτερα πνεύματα της οικουμένης, από τον Όμηρο μέχρι τον Ελύτη, αρχής γενομένης από τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, τον Ηρόδοτο και το Θουκυδίδη, τον Ευριπίδη, το Σοφοκλή και τον Αισχύλο, τον Αριστοφάνη, τη Σαπφώ, και από τόσα άλλα λαμπρά πνεύματα ενός οικουμενικού πολιτισμού που είχε ως κοιτίδα την Ελλάδα. Η ελληνική γλώσσα, λοιπόν, καλλιεργήθηκε και εμπλουτίστηκε από τόσα κορυφαία πνεύματα στην μακραίωνη ιστορική της πορεία, ώστε οι φορείς της δίκαια να αισθάνονται περήφανοι.
Έτσι κι ο Μόντης, συνεχιστής μιας μακραίωνης πνευματικής παράδοσης, έχοντας το προνόμιο και τη χάρη να εκφράζεται και να δημιουργεί στην ελληνική γλώσσα, αισθάνεται ως Έλληνας και ως ποιητής βαθιά περηφάνεια για τη γλωσσική του καταγωγή, που αναιρεί τις όποιες δυσμενείς συνθήκες προκαλεί η φυλετική και γεωγραφική απομόνωση ενός Έλληνα ποιητή.
Με το ποίημα αυτό, δηλώνει εκ μέρους όλων των ομότεχνών του, των Ελλήνων ποιητών, τη βαθιά αγάπη και την περηφάνεια του για την Ελληνική μας γλώσσα.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου