επιμελεία
του Δημήτρη Χριστόπουλου
Μίλτος Σαχτούρης, Όνειρο
Ένα μικρό σε μια κούνια είναι πεθαμένο.
Μια μαυροφόρα (πιθανώς η μάνα του) κάθεται αποπάνω του και κλαίει με λυγμούς. Έπειτα σιγά σιγά το σηκώνει, το βάζει κάτω… το μικρό σαν παραζαλισμένο αρχίζει να περπατάει.
—Δες, λέω, είναι πεθαμένο κι όμως περπατάει…
Κοινό μοτίβο και στα δύο κείμενα αποτελεί ο θάνατος δύο βρεφών στο κρεβάτι και στην κούνια τους αντίστοιχα. Κοιμούνται αλλά δεν θα ξυπνήσουν ποτέ. Ο θάνατος τα βρίσκει την πιο γλυκιά ώρα του γαλήνιου ύπνου τους κι έτσι ανεπαισθήτως διαβαίνουν την πύλη του αιώνιου ύπνου.
Στο πεζόμορφο ποίημα του Σαχτούρη δεν προσδιορίζεται η αιτία του θανάτου, μένει κρυφή, ένα μυστήριο. Ίσως και να μην έχει καμιά σημασία. Στον Βιζυηνό είναι η εγκληματική αμέλεια της ίδιας του της μάνας που στέρησε τη ζωή από την Αννιώ.
Γι' αυτό και στο ποίημα η μάνα δεν κατηγορεί τον εαυτό της, σπαράζει από το κλάμα και τον πόνο, σε αντίθεση με τη μάνα του Βιζυηνού που ξεσπά μεν σε λυγμούς, αλλά εκεί η παρουσία του πατέρα τής επισημαίνει το σφάλμα της και την προφυλάσσει από την κοινωνική κατακραυγή.
Κοινό μοτίβο πάντως αποτελεί η αντίδραση των μητέρων. Στην προσπάθειά τους να ξορκίσουν το κακό που τις βρήκε, υποκαθιστούν την απώλεια, με τις υιοθεσίες η μάνα του Βιζυηνού και με την καταφυγή στον κόσμο του ονείρου και της φαντασίας η μάνα στο ποίημα.
Η άρνηση της πραγματικότητας οδηγεί τη μία μητέρα στη σιωπή και στην απόκρυψη του ένοχου μυστικού εκείνης της μοιραίας νύχτας, ενώ τη μητέρα στο "Όνειρο" την οδηγεί στη δημιουργία ενός άλλου κόσμου, φαντασιακού και παραμυθητικού.
Η μάνα του Βιζυηνού βιώνει μια δική της πραγματικότητα, γεμάτη αποσιωπήσεις και ενοχές, ενώ η άλλη μάνα αρνείται να αποδεχτεί το μοιραίο γεγονός, τη στιγμή που το υποκείμενο της ποιητικής αφήγησης μάλιστα τής συμπαραστέκεται, ενώ ο σύζυγος της Δεσποινιώς αποστασιοποιείται ψυχικά και της καταλογίζει την απόλυτη ευθύνη.
Τέλος, ειδικά για το ποίημα του Σαχτούρη, μπορεί να ειπωθεί πως από τον τίτλο (που λειτουργεί προ-αναγνωστικά) καταλαβαίνουμε τη φύση του ποιητικού λόγου, ο οποίος έχει τη δύναμη να ανατρέπει τη φυσική τάξη του κόσμου και να νικά ακόμα και τον θάνατο. Άλλωστε η ποίηση, η τέχνη ευρύτερα, δημιουργώντας μια νέα πνευματική τάξη, αντιστέκεται στη φθορά και την προσωρινότητα του υλικού κόσμου. Σ' αυτό το σημείο, λοιπόν, το "Όνειρο" συναντιέται με "Το αμάρτημα της μητρός μου". Ο Βιζυηνός αντλώντας υλικό από την οικογενειακή του τραγωδία μνημειώνει λογοτεχνικά την ακούσια παιδοκτονία της μητέρας του, "ζωντανεύοντας" τους ήρωες και τις περιπέτειές τους.
Μια μαυροφόρα (πιθανώς η μάνα του) κάθεται αποπάνω του και κλαίει με λυγμούς. Έπειτα σιγά σιγά το σηκώνει, το βάζει κάτω… το μικρό σαν παραζαλισμένο αρχίζει να περπατάει.
—Δες, λέω, είναι πεθαμένο κι όμως περπατάει…
Κοινό μοτίβο και στα δύο κείμενα αποτελεί ο θάνατος δύο βρεφών στο κρεβάτι και στην κούνια τους αντίστοιχα. Κοιμούνται αλλά δεν θα ξυπνήσουν ποτέ. Ο θάνατος τα βρίσκει την πιο γλυκιά ώρα του γαλήνιου ύπνου τους κι έτσι ανεπαισθήτως διαβαίνουν την πύλη του αιώνιου ύπνου.
Στο πεζόμορφο ποίημα του Σαχτούρη δεν προσδιορίζεται η αιτία του θανάτου, μένει κρυφή, ένα μυστήριο. Ίσως και να μην έχει καμιά σημασία. Στον Βιζυηνό είναι η εγκληματική αμέλεια της ίδιας του της μάνας που στέρησε τη ζωή από την Αννιώ.
Γι' αυτό και στο ποίημα η μάνα δεν κατηγορεί τον εαυτό της, σπαράζει από το κλάμα και τον πόνο, σε αντίθεση με τη μάνα του Βιζυηνού που ξεσπά μεν σε λυγμούς, αλλά εκεί η παρουσία του πατέρα τής επισημαίνει το σφάλμα της και την προφυλάσσει από την κοινωνική κατακραυγή.
Κοινό μοτίβο πάντως αποτελεί η αντίδραση των μητέρων. Στην προσπάθειά τους να ξορκίσουν το κακό που τις βρήκε, υποκαθιστούν την απώλεια, με τις υιοθεσίες η μάνα του Βιζυηνού και με την καταφυγή στον κόσμο του ονείρου και της φαντασίας η μάνα στο ποίημα.
Η άρνηση της πραγματικότητας οδηγεί τη μία μητέρα στη σιωπή και στην απόκρυψη του ένοχου μυστικού εκείνης της μοιραίας νύχτας, ενώ τη μητέρα στο "Όνειρο" την οδηγεί στη δημιουργία ενός άλλου κόσμου, φαντασιακού και παραμυθητικού.
Η μάνα του Βιζυηνού βιώνει μια δική της πραγματικότητα, γεμάτη αποσιωπήσεις και ενοχές, ενώ η άλλη μάνα αρνείται να αποδεχτεί το μοιραίο γεγονός, τη στιγμή που το υποκείμενο της ποιητικής αφήγησης μάλιστα τής συμπαραστέκεται, ενώ ο σύζυγος της Δεσποινιώς αποστασιοποιείται ψυχικά και της καταλογίζει την απόλυτη ευθύνη.
Τέλος, ειδικά για το ποίημα του Σαχτούρη, μπορεί να ειπωθεί πως από τον τίτλο (που λειτουργεί προ-αναγνωστικά) καταλαβαίνουμε τη φύση του ποιητικού λόγου, ο οποίος έχει τη δύναμη να ανατρέπει τη φυσική τάξη του κόσμου και να νικά ακόμα και τον θάνατο. Άλλωστε η ποίηση, η τέχνη ευρύτερα, δημιουργώντας μια νέα πνευματική τάξη, αντιστέκεται στη φθορά και την προσωρινότητα του υλικού κόσμου. Σ' αυτό το σημείο, λοιπόν, το "Όνειρο" συναντιέται με "Το αμάρτημα της μητρός μου". Ο Βιζυηνός αντλώντας υλικό από την οικογενειακή του τραγωδία μνημειώνει λογοτεχνικά την ακούσια παιδοκτονία της μητέρας του, "ζωντανεύοντας" τους ήρωες και τις περιπέτειές τους.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου