επιμελεία της
Κυρμιζάκη Ευαγγελίας*
-εκπαιδευτικού
Το Ίδρυμα για τις Απειλούμενες Γλώσσες, σε αναφορά του πριν από μερικά χρόνια, σημείωνε ότι η πλειοψηφία των γλωσσών σε όλο τον κόσμο είναι επιρρεπής όχι μόνο στη φθορά, αλλά και στον αφανισμό, ενώ το ½ από αυτές βρίσκεται ήδη πέραν του απλού κινδύνου. Σε μια στατιστική του ανασκόπηση, ο Krauss υπολογίζει ότι, ενώ στην προϊστορική εποχή οι άνθρωποι μιλούσαν κατά πάσα πιθανότατα δέκα με δεκαπέντε χιλιάδες γλώσσες, σήμερα ο αριθμός των ομιλούμενων γλωσσών έχει μειωθεί περίπου στις έξι χιλιάδες, ενώ μειώνεται ταχύτατα. Υπολογίζει ότι τον επόμενο αιώνα θα εξαφανιστεί το 90% των γλωσσών, ενώ το υπόλοιπο 10% (εξακόσιες γλώσσες περίπου) έχει εξασφαλίσει την ύπαρξή του μέχρι το έτος 2100. Ήδη σήμερα ένα ποσοστό μεταξύ του 20% και 50% των γλωσσών του κόσμου δεν μαθαίνονται από τα παιδιά, πράγμα που σημαίνει ότι βρίσκονται πέρα από τη φάση του απλού κινδύνου και θα εξαφανιστούν μέσα στον επόμενο αιώνα…
Τέτοιου είδους υπολογισμοί και στατιστικά στοιχεία αναμφισβήτητα εγείρουν ακραίες συναισθηματικές αντιδράσεις. Η φύση του θέματος ωστόσο, αλλά και η πολιτισμική πραγματικότητα που το περιβάλλει είναι τέτοια, που αναμφισβήτητα τέτοιου είδους αντιδράσεις δεν πρέπει να εκληφθούν ως παράξενες ή μη φυσιολογικές, καθώς σχετίζονται με τις γλωσσικές πρακτικές και τις επιλογές των ομιλητών, αλλά και με κοινωνικής, πολιτικής και πολιτισμικής υφής παράγοντες.
Τι εννοούμε όταν λέμε ότι μια γλώσσα πεθαίνει;
Σίγουρα αυτή η φράση είναι μεταφορική και καλό θα ήταν να μη θεωρήσουμε ότι η γλώσσα είναι ένας ζωντανός οργανισμός, που όπως και οι υπόλοιποι, γεννιέται, αναπτύσσεται και κάποια στιγμή πεθαίνει. Ο γλωσσικός θάνατος, αλλά και η γλωσσική υποχώρηση και συρρίκνωση, είναι έντονα κοινωνικοπολιτικά φαινόμενα, όπως θα φανεί και στη συνέχεια. Ας δούμε όμως καλύτερα τί σημαίνει κάθε όρος, προκειμένου να μπορέσουμε να στοιχειοθετήσουμε τους παράγοντες εκείνους που συντελούν στο θάνατο μιας γλώσσας.
Η γλωσσική συρρίκνωση είναι το φαινόμενο εκείνο, το οποίο αναφέρεται στις απώλειες και τους περιορισμούς χρήσης που υφίσταται μια γλώσσα ή μια διάλεκτος ως αποτέλεσμα της επαφής της με άλλες γλώσσες ή διαλέκτους. Συνιστά ιστορικά τη διαδοχή μιας ισότιμης και δημοκρατικής συνύπαρξης γλωσσών από μια κοινωνικά διαστρωματωμένη συνύπαρξη. Σε μια τέτοια περίπτωση η γλώσσα με την ισχυρότερη συμβολική κυριαρχία ωθεί την κοινωνικά ασθενέστερη σε βαθμιαία εξασθένηση και πιθανή τελική εξαφάνιση.
Η γλωσσική υποχώρηση αναφέρεται στη συμπεριφορά μιας ολόκληρης κοινότητας, μιας υπο-ομάδας της κοινότητας ή ενός ατόμου, είναι η διαδικασία κατά την οποία μια κοινότητα εγκαταλείπει σταδιακά την αρχική της γλώσσα και μέσω μιας (συχνά παρατεταμένης) διπλογλωσσίας μετακινείται γλωσσικά, υιοθετεί δηλαδή μια άλλη γλώσσα. Στην ακραία περίπτωση δηλώνει το γεγονός ότι μια γλώσσα που χρησιμοποιείτο προηγουμένως τώρα έχει εγκαταλειφθεί πλήρως, οπότε μιλάμε για γλωσσικό θάνατο.
Ακραία περίπτωση γλωσσικού θανάτου είναι ο ξαφνικός γλωσσικός θάνατος, όπου έχουμε ταχύτατη και ολοκληρωτική εξολόθρευση ενός πληθυσμού, όπως συνέβη στην περίπτωση της Tasmanian κατά την ευρωπαϊκή αποικιοκρατία τον 19ο αιώνα. Η περίπτωση του ριζικού γλωσσικού θανάτου είναι παρόμοια με αυτή του ξαφνικού θανάτου, καθώς έχει να κάνει με τον μαζικό θάνατο ή την εξολόθρευση των ομιλητών μιας γλώσσας, ωστόσο υπάρχουν επιζώντες, οι οποίοι επιλέγουν να εγκαταλείψουν τη γλώσσα τους, προκειμένου να εξασφαλίσουν την επιβίωσή τους. Κάτι τέτοιο συνέβη το 1932 στο El Salvador, όπου εξολοθρεύτηκαν 25.000 Ινδιάνοι, ενώ οι ομιλητές των ινδιάνικων γλωσσών Lenca και Cacaopera σταμάτησαν να μιλούν τις γλώσσες τους ως μέσο αυτοπροστασίας, προκειμένου να μην τους εντοπίσουν και έχουν την ίδια τύχη.
Η πιο συχνή περίπτωση γλωσσικού θανάτου είναι ο σταδιακός γλωσσικός θάνατος, ο οποίος καλύπτει ως διαδικασία πολλές γενιές. Η Garzon, ύστερα από τις έρευνες που έκανε στους Maya στο νότιο Μεξικό, περιέγραψε τα στάδια της διαδικασίας του γλωσσικού θανάτου. Αρχικά υπάρχει μια παρατεταμένη περίοδος περιορισμένης γλωσσικής επαφής, όπου η πλειονότητα του πληθυσμού είναι μονόγλωσση και μερικά μόνο άτομα αποκτούν γνώση της κυρίαρχης γλώσσας. Στη συνέχεια παρατηρείται μια περίοδος γλωσσικής υποχώρησης υπέρ της γλώσσας της πλειονότητας. Οι χώροι χρήσης της μειονοτικής γλώσσας αρχίζουν να συρρικνώνονται, ξεκινώντας από τους δημόσιους χώρους και προχωρώντας στο χώρο του σπιτιού, ενώ ταυτόχρονα αυξάνεται ο αριθμός των ατόμων που μαθαίνουν την κυρίαρχη γλώσσα. Εν συνεχεία παρατηρείται η χρήση της κυρίαρχης γλώσσας από τους γονείς προς τα παιδιά τους, επειδή θεωρούν ότι έτσι θα είναι καλύτερα προετοιμασμένα για τη ζωή τους. Σε ένα τελευταίο στάδιο, οι νέοι άνθρωποι αποτυγχάνουν να μάθουν και να αποκτήσουν ικανότητα στη μειονοτική γλώσσα, εξαιτίας της ανεπαρκούς πρόσβασης που έχουν σ’ αυτή, με συνέπεια την απόρριψη της γλώσσας.
Ο Edwards εύστοχα θέτει ένα καίριο ερώτημα: “Όταν πεθαίνουν οι γλώσσες, δολοφονούνται ή αυτοκτονούν;”. Ειδικά η περίπτωση του ριζικού γλωσσικού θανάτου, που αναφέραμε παραπάνω, έχει άμεση σχέση με τη γλωσσική δολοφονία, τις σκόπιμες δηλαδή απόπειρες από ομιλητές μιας γλώσσας να ‘χτυπήσουν’ τους ομιλητές μιας άλλης γλώσσας.
Η γλωσσική και πολιτισμική γενοκτονία αποτέλεσε θέμα συζήτησης μέσα στα πλαίσια των προπαρασκευαστικών εργασιών των Ηνωμένων Εθνών, που επρόκειτο να οδηγήσουν στη Διεθνή Σύμβαση για την Πρόληψη και Τιμωρία του Εγκλήματος της Γενοκτονίας (Ε793,1948) και θεωρήθηκε σοβαρό έγκλημα κατά της ανθρωπότητας, όπως και η βιολογική γενοκτονία. Το εν λόγω άρθρο στο τέλος καταψηφίστηκε από δεκαέξι χώρες και δεν συμπεριλήφθηκε στην τελική Σύμβαση του 1948. Ωστόσο έμεινε ο ορισμός, όπου αφορά την άμεση ή έμμεση απαγόρευση χρήσης της γλώσσας της ομάδας στην καθημερινή συνομιλία ή στα σχολεία ή της δημοσίευσης και κυκλοφορίας εκδόσεων στη γλώσσα της ομάδας.
Η γλωσσική γενοκτονία αντανακλά τον γλωσσισμό, δηλαδή τις ιδεολογίες, τις δομές και τις πρακτικές που χρησιμοποιούνται για να νομιμοποιηθεί και να αναπαραχθεί μια άνιση κατανομή ισχύος και πόρων (υλικών και άυλων) μεταξύ των ομάδων που προσδιορίζονται με βάση τη γλώσσα. Είναι, όπως σημειώνει η Skutnabb-Kangas, ο ρατσισμός με γλωσσικό σκεπτικό.
Η γλωσσική αυτοκτονία είναι το φαινόμενο εκείνο, κατά το οποίο οι γονείς δεν κρίνουν σκόπιμο να μεταδώσουν τη μητρική γλώσσα στα παιδιά τους λόγω του χαμηλού της κύρους. Η γλωσσική μετακίνηση προς την ισχυρότερη γλώσσα αντανακλά την επιθυμία για κοινωνική και επαγγελματική κινητικότητα και για βελτίωση του βιοτικού επιπέδου. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα που παρατίθεται:
«Κάποτε, μια Νάβαχο μαθήτριά μου έθεσε το πρόβλημα αρκετά ωμά: Αν είμαι υποχρεωμένη, είπε, να επιλέξω ανάμεσα σε μια ζωή στην ξύλινη καλύβα μας ένα μίλι μακριά από την πιο κοντινή πηγή, όπου ο γιος μου θα ανατραφεί μιλώντας τη γλώσσα των Νάβαχο, και στην εγκατάσταση σ’ ένα σπίτι στην πόλη με εσωτερική υδροδότηση, όπου θα μιλά αγγλικά με τους γείτονες, τότε θα διαλέξω τα αγγλικά και το μπάνιο!».
Όπως σχολιάζει ο Baker, όπου υπάρχουν καταπιεσμένες γλωσσικές μειονότητες, οι οποίες είναι εξαναγκασμένες να ζήσουν σε κοινωνίες όπου εφαρμόζεται πολιτική φυλετικού διαχωρισμού, σπάνια μπορεί να επιλέξει κάποιος τον τόπο διαμονής και εργασίας του. Στο απόσπασμα, η Νάβαχο ίσως να είχε αυτή την επιλογή. Στην πραγματικότητα, πολλές γλωσσικές μειονότητες έχουν ελάχιστες ή μηδενικές επιλογές. Συνεπώς, η εκλογή της γλωσσικής αυτοκτονίας είναι παραπλανητική. Η απόδοση του θανάτου σε αυτοκτονία είναι ένας τρόπος να ‘κατηγορήσουμε το θύμα’ και να αποσπάσουμε την προσοχή από τον καθορισμό των πραγματικών αίτιων της γλωσσικής μετακίνησης. Η ελευθερία επιλογής είναι μάλλον φαινομενική και όχι ουσιαστική, καθώς συχνά δεν υπάρχει βιώσιμη επιλογή για τους ομιλητές των μειονοτικών γλωσσών.
Όταν οι άνθρωποι αναγκάζονται να αλλάξουν τη γλώσσα τους για να επιτύχουν οικονομικά οφέλη, τα οποία στην πραγματικότητα δεν είναι παρά τα αναγκαία για τη στοιχειώδη επιβίωσή τους, πρόκειται για παραβίαση των γλωσσικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων τους, συνεπώς δεν αναφερόμαστε σε μια εθελούσια απόφαση των ομιλητών να μετακινηθούν γλωσσικά. Σύμφωνα με τον Edwards, οι όροι δολοφονία και αυτοκτονία θα πρέπει να αποφεύγονται όταν γίνεται λόγος για γλωσσική φθορά και θάνατο και επίσης θα πρέπει να δίνεται έμφαση στις κοινωνικές καταστάσεις μέσα στις οποίες λαμβάνουν χώρα τέτοια φαινόμενα.
Παράγοντες που οδηγούν στο γλωσσικό θάνατο
Οι παράγοντες που οδηγούν στον γλωσσικό θάνατο είναι ποικίλοι, ενώ εμπλέκονται με διαφορετικό τρόπο σε συνάρτηση πάντα με τις εκάστοτε τοπικές συνθήκες. Ο Crystal διακρίνει δύο βασικές κατηγορίες παραγόντων: τους παράγοντες που θέτουν τους ομιλητές μιας γλώσσας σε φυσικό κίνδυνο και τους παράγοντες που επηρεάζουν τον πολιτισμό των ατόμων.
Παράγοντες που θέτουν τα άτομα σε φυσικό κίνδυνο
Κάθε κατάσταση που απειλεί άμεσα την φυσική ακεραιότητα και ασφάλεια ενός μέρους ή ολόκληρης της γλωσσικής κοινότητας αποτελεί βασικό παράγοντα απειλής αφανισμού μιας γλώσσας.
1. Ο αριθμός των ομιλητών μιας γλώσσας μπορεί να μειωθεί σημαντικά από καταστροφικά φυσικά αίτια. Μικρές και απομονωμένες γλωσσικές κοινότητες μπορούν να αφανιστούν από σεισμούς, θύελλες, τσουνάμι, πλημμύρες, εκρήξεις ηφαιστείων ή άλλα καταστροφικά φυσικά φαινόμενα. Τον Ιούλιο του 1988 ένας ισχυρός σεισμός στις ακτές της E. Saundaun Province, Papua της Νέας Γουϊνέας σκότωσε πάνω από δύο χιλιάδες διακόσιους κατοίκους και εκτόπισε πάνω από δέκα χιλιάδες άτομα. Τα χωριά Sissano, Warupu, Arop και Malol, στα οποία είχε παρατηρηθεί από το Summer Institute of Linguistics ότι μιλιόνταν τέσσερις διαφορετικές γλώσσες, καταστράφηκαν ολοσχερώς, εξαφανίζοντας έτσι ή θέτοντας σε σοβαρό κίνδυνο τις γλώσσες.
2. Ακόμα και σε περιπτώσεις όπου η φυσική κατοικία των ομιλητών διατηρείται, μπορεί να γίνει αβίωτη λόγω κλιματικών (ξηρασία και ακολούθως πείνα) και οικονομικών συνθηκών. Στην Αφρική η πείνα, σε συνδυασμό βέβαια με τις εμφύλιες διαμάχες, είχε δυσμενείς συνέπειες για κάποιες ομιλούμενες γλώσσες. Σε πολλές επίσης περιπτώσεις κάποιες κοινότητες επηρεάστηκαν από την οικονομική εκμετάλλευση που δέχτηκαν από ξένους, αλλά και από το φαινόμενο της απερήμωσης (=περιβαλλοντική υποβάθμιση άγονων ή ημι-άγονων περιοχών μέσα από την υπερκαλλιέργεια, την υπερβολική βοσκή, την εκμετάλλευση της συγκομιδής, τις αποψιλώσεις και την λανθασμένη εφαρμογή της άρδευσης, με αλλαγές στα κλιματολογικά δεδομένα). Πολλοί γηγενείς πληθυσμοί οδηγήθηκαν στη μετανάστευση, συνεπώς απομακρύνθηκαν από τους δεσμούς που είχαν με τον τόπο και τον πολιτισμό τους, ενώ σε άλλες περιπτώσεις υπήρξαν διαφωνίες με τους μη γηγενείς, με αποτέλεσμα απειλές, επιθέσεις και φόνους.
3. Αλλά και η πολιτική κατάσταση μέσα σε μια χώρα, όπως ένας εμφύλιος ή ακόμη και ένας παγκόσμιος πόλεμος, καθώς και μακροχρόνιες εθνικές ή θρησκευτικές εχθρότητες, μπορούν να οδηγήσουν στον αποδεκατισμό και τον αφανισμό μιας κοινότητας. Παραδείγματος χάρη πολλές νησιωτικές κοινότητες του Ειρηνικού και Ινδικού ωκεανού, λόγω των αποβάσεων και των μαχών κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο, αντιμετώπισαν γλωσσική απειλή.
4. Τέλος, το φαινόμενο της εισαγωγής ασθενειών στους γηγενείς πληθυσμούς αποτέλεσε βασική αιτία αφανισμού πολλών κοινοτήτων. Στα πρώτα διακόσια χρόνια της άφιξης των Ευρωπαίων στην Αμερική, θεωρείται ότι πάνω από το 90% του γηγενούς πληθυσμού πέθανε από ασθένειες που είχαν μεταφερθεί, τόσο από ανθρώπους όσο και από ζώα. Ακόμα και λιγότερο θανατηφόρες αρρώστιες, όπως η γρίπη, είχαν σοβαρό αντίκτυπο σε κοινότητες που δεν είχαν αναπτύξει κάποια αντίσταση σ’ αυτές, ενώ επίσης το AIDS και η φυματίωση έπληξαν και συνεχίζουν να πλήττουν τεράστιο αριθμό γηγενών πληθυσμών.
Παράγοντες που αλλάζουν τον πολιτισμό των ατόμων
Η δεύτερη δέσμη παραγόντων που προκαλεί γλωσσική απώλεια και θάνατο δεν σχετίζεται άμεσα με τη φυσική ακεραιότητα των ομιλητών μιας γλώσσας, αλλά με την πολιτισμική αφομοίωση που μπορούν να υποστούν (επιρροή ενός υπερισχύοντος πολιτισμού εις βάρος ενός άλλου που οδηγεί στην απώλεια πολιτισμικών χαρακτηριστικών, συμπεριλαμβανομένης της γλώσσας), ενώ ζουν με ασφάλεια στην περιοχή που παραδοσιακά τους ανήκει.
Αυτό μπορεί να συμβεί με πολλούς τρόπους: Η κυριαρχία μπορεί να είναι αποτέλεσμα δημογραφικής ‘πλημμύρας’, όπου μεγάλος αριθμός ατόμων φτάνει στην περιοχή της κοινότητας και κατακλύζει τον γηγενή πληθυσμό. Κάτι τέτοιο έγινε στην Αυστραλία και την Βόρειο Αμερική κατά την διάρκεια της αποικιοκρατίας. Σε άλλες περιπτώσεις ένας πολιτισμός μπορεί να ασκήσει ηγεμονία σ’ έναν άλλο χωρίς εισαγωγή μεταναστών, αλλά μέσω στρατιωτικής ισχύος ή για οικονομικούς λόγους. Όπως σημειώνει ο Crystal, και στις δύο περιπτώσεις, η γλώσσα γίνεται έμβλημα της ηγεμονίας, παίρνοντας τη μορφή μιας στάνταρ ή επίσημης γλώσσας, που σχετίζεται με το εισερχόμενο έθνος.
Η ακολουθία των γεγονότων που επηρεάζουν μια απειλούμενη γλώσσα, όταν ένας πολιτισμός αφομοιώνεται από κάποιον άλλον, φαίνεται να είναι ίδια παντού, ενώ διακρίνονται τρία γενικά στάδια.
1. Το πρώτο στάδιο αφορά την έντονη πίεση που ασκείται στα άτομα από πολιτικές, κοινωνικές ή οικονομικές πηγές να μιλήσουν την ισχυρή γλώσσα. Η πίεση αυτή μπορεί να έχει φορά ‘από πάνω προς τα κάτω’, με τη μορφή εναυσμάτων, συστάσεων ή νόμων που εισάγονται από την κυβέρνηση ή κάποιον εθνικό φορέα ή ‘από κάτω προς τα πάνω’, με τη μορφή τάσεων μόδας ή πιέσεων από επιμέρους ομάδες που αποτελούν μέρος της κοινωνίας (χωρίς βέβαια να αποκλείεται η περίπτωση να μην υπάρχει μια συγκεκριμένη κατεύθυνση).
2. Το δεύτερο στάδιο αναφέρεται σε μια περίοδο διπλογλωσσίας, όπου οι άνθρωποι παρουσιάζουν μια αυξανόμενη επάρκεια στη νέα γλώσσα, ενώ παράλληλα διατηρούν και τη μητρική τους. Αυτή η περίοδος υποχωρεί σταδιακά με την παλιά γλώσσα να αντικαθίσταται από την νέα, ωστόσο σε σύγκριση με τα υπόλοιπα στάδια υπάρχει η ευκαιρία να αναπτυχθεί η παλιά γλώσσα και να σταματήσει, αν όχι αντιστραφεί, η διαδικασία της γλωσσικής μετατόπισης.
3. Στο τρίτο στάδιο η νεώτερη γενιά γίνεται πολύ καλή κάτοχος της νέας γλώσσας, εντοπίζοντας περισσότερα στοιχεία σ’ αυτήν και θεωρώντας τη μητρική γλώσσα λιγότερο σχετική με τις νέες της ανάγκες. Αυτό συνοδεύεται και από ένα αίσθημα ντροπής για χρήση της παλιάς γλώσσας, τόσο από τους γονείς, όσο και από τα παιδιά, που την χρησιμοποιούν όλο και λιγότερο. Η μητρική γλώσσα καταλήγει να είναι εσωτερικά κατευθυνόμενη και ιδιοσυγκρασιακή, αφού μιλιέται μόνο μέσα στην οικογένεια, γίνεται δηλαδή μια ‘οικογενειακή διάλεκτος’. Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο Crystal, μέσα σε μια γενιά, μια υγιής διπλογλωσσία γίνεται ενσυνείδητη ημιγλωσσία και ακολούθως μονογλωσσία, με την εξαφάνιση της παλιάς γλώσσας.
Η έλλειψη θετικών στάσεων αποτελεί στοιχείο-κλειδί για την απώλεια και τον θάνατο των γλωσσών. Ο Crystal αναφέρει ότι το αρνητικό κλίμα που δημιουργείται για μια γλώσσα μπορεί να οφείλεται σε πολιτικούς λόγους. Παραδείγματος χάρη πολλές κυβερνήσεις της Αφρικής, στην προσπάθειά τους να εγκαθιδρύσουν ένα ενιαίο έθνος, θεώρησαν την γλωσσική ετερότητα ως απειλή για την εθνική ενότητα, συνεπώς και τις μειονότητες πηγές προβληματισμού. Επειδή ακριβώς τα μέλη των κυβερνήσεων συνήθως ανήκουν σε συγκεκριμένες εθνικές ομάδες, τυχόν προτάσεις ενδυνάμωσης του εθνικού γοήτρου ή της αφοσίωσης αντιμετωπίστηκαν με καχυποψία. Οποιεσδήποτε λοιπόν προτάσεις προάσπισης των μειονοτικών γλωσσών κρίνονται ύποπτες.
Οι αρχές γενικότερα τείνουν να είναι νευρικές όσον αφορά αυτό το ζήτημα και αυτό ίσως να εξηγείται, λόγω των απρόβλεπτων κοινωνικοπολιτικών συνεπειών που μπορεί να επέλθουν. Υπάρχουν περιπτώσεις γλωσσών που χρησιμοποιήθηκαν ως εργαλεία αντίστασης κατά αυταρχικών καθεστώτων ή ως μέσο διάδοσης μυστικών πληροφοριών μέσα σε εμπόλεμες καταστάσεις, όπως οι αμερινδιάνικες γλώσσες, των οποίων πολλοί ομιλητές υπηρέτησαν ως ‘code talkers’ για τις Αμερικανικές δυνάμεις κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο. Οι γλώσσες επίσης χρησιμοποιήθηκαν ως μέσο υποδαύλισης επαναστάσεων από τους πρώτους δουλεμπόρους, οι οποίοι σκόπιμα αναμείγνυαν ανθρώπους με διαφορετικά γλωσσικά περιβάλλοντα στα πλοία προς Αμερική, ώστε να μην μπορούν να επικοινωνήσουν μεταξύ τους. Ωστόσο η φανερή αντιπάθεια δεν εμφανίζεται παντού. Στη νότιο Αφρική οι γηγενείς γλώσσες δεν θεωρούνται απειλή για την εθνική ενότητα, πιθανόν γιατί τα κράτη εδραιώθηκαν ύστερα από μεγάλο διάστημα.
Η αντιπάθεια προς μια γλώσσα μπορεί να πάρει και έντεχνες μορφές. Μια τέτοια κατάσταση είναι αυτό που ο Fishman ονομάζει φολκλοροποί ηση μιας γλώσσας και σχετίζεται με τη γλωσσιστική μεθοδολογία. Η φολκλοροποίηση μιας γλώσσας έχει να κάνει με την επίσημη περιθωριοποίησή της στη διοίκηση, στα Μ.Μ.Ε., στην ανώτατη εκπαίδευση και την διατήρησή της σε τομείς άσχετους ή ασήμαντους, που δεν έχουν υψηλό γόητρο, όπως η θρησκευτική λατρεία, οι τέχνες, η ψυχαγωγία και ο λαϊκός πολιτισμός. Σε τέτοιες περιπτώσεις οι ομιλητές της εν λόγω γλώσσας έχουν λιγότερες ευκαιρίες χρήσης της. Η απώλεια ενός τομέα έχει ως άμεσο επακόλουθο την απώλεια λεξιλογίου, συνομιλιακών προτύπων και υφολογικών ποικιλιών. Έτσι εξηγείται γιατί γλώσσες με πολλούς ομιλητές, αλλά με μειωμένο γόητρο, δεν είναι ασφαλείς.
Ακόμα και σε απομονωμένες περιοχές έχει παρατηρηθεί ότι οι στάσεις των ομιλητών αλλάζουν, καθώς θεωρούν την γλώσσα τους ως ένδειξη οπισθοχώρησης ή ως εμπόδιο για την κοινωνική τους εξέλιξη. Ακόμα και όταν οι αρχές κάνουν κάτι προκειμένου να προστατευτεί η γλώσσα, οι γηγενείς κοινότητες όχι μόνο δε δείχνουν ενθουσιασμό, αλλά εκφράζουν σκεπτικισμό ή έντονη εχθρότητα. Οι ομιλητές ωστόσο δεν γεννιούνται με τέτοιες αρνητικές στάσεις, ούτε νιώθουν συναισθήματα κατωτερότητας και ντροπής για τη γλώσσα τους αν κάτι άλλο δεν τους το προκαλέσει. Όπως σημειώνει ο Crystal, οι αρνητικές στάσεις δημιουργούνται και υποβάλλονται από έναν κυρίαρχο πολιτισμό, του οποίου τα μέλη στιγματίζουν τους ομιλητές μιας ποικιλίας με όρους όπως ‘ανόητοι’, ‘νωθροί’, ‘βάρβαροι’ και την γλώσσα τους ως ‘οπισθοδρομική’, ‘ανεπαρκή’, ‘παραμορφωμένη’ ή ακόμα και ‘δημιούργημα του διαβόλου’, όπως στην περίπτωση κάποιων ιεραποστόλων. Αυτές οι γλωσσιστικές αντιλήψεις και στάσεις ενισχύονται με την εισαγωγή πρακτικών που τιμωρούν τη χρήση της τοπικής γλώσσας, όπως παραδείγματος χάρη στην Ουαλία, κατά τον 19ο αιώνα, όπου υπήρχε το ‘Welsh not’, ένα κομμάτι ξύλου με τα γράμματα ‘WN’, το οποίο περνούσαν στο λαιμό μαθητή που ‘πιανόταν’ να μιλά ουαλικά. Το ξύλο αυτό περνούσε από μαθητή σε μαθητή κατά τη διάρκεια της μέρας, ενώ όποιος το είχε στο τέλος της ημέρας θα έπρεπε να τιμωρηθεί. Οι αρνητικές στάσεις επίσης ενθαρρύνονται όταν ακούγεται συνεχώς από εκτός κοινότητας άτομα ότι η γλώσσα τους πεθαίνει ή είναι ήδη νεκρή. Είναι επίσης πιθανό μια γηγενής κοινότητα να τεθεί σε κίνδυνο επιτρέποντας σε μη γηγενείς να καταγράψουν τη γλώσσα τους.
*Το παρόν κείμενο δημοσιεύθηκε στο περιοδικό
“Οι Νάξιοι” (αρ. φύλλου 27-28)
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου