Θεωρία της Νεοελληνικής Γλώσσας της Β' Γυμνασίου (ΜΕΡΟΣ Γ') (ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΝ)






Βασίλης Πρασσάς, 
Νεοελληνική Γλώσσα Β΄ Γυμνασίου





γ) Ο υπερθετικός βαθμός του επιθέτου λαμβάνει δύο μορφές:
i. Σχετικός υπερθετικός βαθμός (ή σχετικό υπερθετικό): είναι η μορφή που λαμβάνει το επίθετο όταν θέλει να φανερώσει πως ένα ουσιαστικό (ή οποιαδήποτε άλλη λέξη) έχει κάποιο γνώρισμα στον πιο μεγάλο βαθμό από όλα τα όμοιά του. Ο υπερθετικός βαθμός σχηματίζεται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που σχηματίζεται ο συγκριτικός βαθμός με την προσθήκη του οριστικού άρθρου μπροστά του (Ο Γιάννης είναι ο ταχύτερος ή ο πιο ταχύς αθλητής μέσα στην ομάδα), 

ii. Απόλυτος υπερθετικός βαθμός (ή απόλυτο υπερθετικό): είναι η μορφή που λαμβάνει το επίθετο όταν θέλει να φανερώσει πως ένα ουσιαστικό (ή οποιαδήποτε άλλη λέξη) έχει κάποιο γνώρισμα στον απόλυτο βαθμό, χωρίς να γίνεται σύγκριση με άλλα ουσιαστικά. Σχηματίζεται:
- είτε μονολεκτικά (με την κατάληξη συνήθως –τατος, -η, -ο)
- είτε περιφραστικά (πολύ ή πάρα πολύ + θετικός βαθμός), π.χ. «Ο Γιάννης είναι ταχύτατος αθλητής / Ο Γιάννης είναι πολύ ή πάρα πολύ ταχύς αθλητής».
Το απόλυτο υπερθετικό μπορεί να σχηματιστεί και με σύνθετες ή παράγωγες λέξεις, όπου το α΄ συνθετικό δηλώνει μια ιδιότητα στον απόλυτο βαθμό (θεοσκότεινος / ολομόναχος / κατακόκκινος / πανέξυπνος / υπεραισιόδοξος / τρισευτυχισμένος / πεντανόστιμο κ.λπ.). 

Σημείωση: Όπως και ο συγκριτικός έτσι και ο υπερθετικός βαθμός μπορεί να λάβει τις εξής μορφές:
¨ απόλυτος υπερθετικός υπεροχής: π.χ. «Ο Γιάννης είναι ταχύτατος πάρα πολύ ή πολύ ταχύς) αθλητής»,
¨ απόλυτος υπερθετικός υστέρησης: π.χ. «Ο Γιάννης είναι βραδύτατοςπάρα πολύ ή πολύ βραδύς) αθλητής»,
¨ σχετικός υπερθετικός υπεροχής: π.χ. «Ο Γιάννης είναι ο ταχύτερος / ο πιο ταχύς αθλητής μέσα στην ομάδα (ή που έχω γνωρίσει)» και
¨ σχετικός υπερθετικός υστέρησης: π.χ. «Ο Γιάννης είναι ο λιγότερο ταχύς αθλητής από όλους».


3. Σχηματισμός των παραθετικών. Τα παραθετικά σχηματίζονται με τον ακόλουθο τρόπο: 

ΚΑΤΑΛΗΞΕΙΣ ΠΑΡΑΘΕΤΙΚΩΝ
(μονολεκτικών και περιφραστικών)
Θετικός βαθμός
Συγκριτικός βαθμός
Υπερθετικός βαθμός
-ος (πλούσιος)
-ότερος (πλουσιότερος) ή
πιο πλούσιος
1) -ότατος (πλουσιότατος) ή πολύ / πάρα πολύ πλούσιος (απόλυτο υπερθετικό)
2) ο + -ότερος (ο πλουσιότερος) ή ο πιο πλούσιος (σχετικό υπερθετικό)
-ύς (ταχύς)
­-ύτερος (ταχύτερος) ή
πιο ταχύς
1) -ύτατος (ταχύτατος) ή πολύ / πάρα πολύ ταχύς (απόλυτο υπερθετικό)
2) ο + -ύτερος (ο ταχύτερος) ή ο πιο ταχύς (σχετικό υπερθετικό)
-ής (επιμελής)
-έστερος (επιμελέστερος) ή πιο επιμελής
1) -έστατος (επιμελέστατος) ή πολύ / πάρα πολύ επιμελής (απόλυτο υπερθετικό)
2) ο + -έστερος (ο επιμελέστερος) ή ο πιο επιμελής
(σχετικό υπερθετικό)


Κάποια επίθετα σχηματίζουν με διαφορετικό τρόπο τα παραθετικά τους και γι΄ αυτό ονομάζονται ανώμαλα παραθετικά.

 
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ ΑΝΩΜΑΛΩΝ ΠΑΡΑΘΕΤΙΚΩΝ
(Μονολεκτικοί τύποι)
Θετικός βαθμός
Συγκριτικός βαθμός
Υπερθετικός βαθμός
απλός,-η,-ο
απλούστερος,-η,-ο
απλούστατος,-η,-ο
καλός,-η,-ο
καλύτερος,-η,-ο
κάλλιστος,-η,-ο ή
άριστος,-η,-ο
κακός,-η,-ο
χειρότερος,-η,-ο
κάκιστος,-η,-ο ή
χείριστος,-η,-ο
κοντός,-η,-ο
κοντότερος,-η,-ο
κοντύτερος,-η,-ο
κοντότατος,-η,-ο
κοντύτατος,-η,-ο
λίγος,-η,-ο
λιγότερος,-η,-ο
ελάχιστος,-η,-ο
μεγάλος,-η,-ο
μεγαλύτερος,-η,-ο
μέγιστος,-η,-ο
μικρός,-η,-ο
μικρότερος,-η,-ο
ελάχιστος,-η,-ο
πολύς , πολλή , πολύ
περισσότερος,-η,-ο
δεν έχει
ταχύς,-εία,-ύ
ταχύτερος,-η,-ο
ταχύτατος,-η,-ο αλλά και
τάχιστος,-η,-ο


Κάποια παραθετικά είναι ελλειπτικά: ή δεν έχουν θετικό βαθμό, διότι σχηματίστηκαν από επιρρήματα ή αρχαίες προθέσεις (κατώτερος – κατώτατος / ανώτερος – ανώτατος / υπέρτερος – υπέρτατος), ή δεν έχουν υπερθετικό βαθμό (προτιμότερος / προγενέστερος / μεταγενέστερος κ.λπ.).
4. Δε σχηματίζουν παραθετικά τα επίθετα τα οποία δεν παρουσιάζουν διαβαθμίσεις της έννοιας τους. Τέτοια επίθετα είναι όσα δηλώνουν:
- ύλη (πήλινος, γυάλινος, μάλλινος, ξύλινος, ασημένιος κ.λπ.)
- καταγωγή ή συγγένεια (κρητικός, ζακυνθινός, προγονικός, αδελφικός, πατρικός κ.λπ.)
- τόπο (βουνίσιος, καμπίσιος, στεριανός, θαλασσινός κ.λπ.)
- χρόνο (αυριανός, χθεσινός, καθημερινός, τωρινός, σημερινός, χειμωνιάτικος, καλοκαιρινός κ.λπ.)
- κατάσταση που δεν αλλάζει (πρωτότοκος, δευτερότοκος κ.λπ.)
Αλλά και κάποια παράγωγα με πρόθημα το στερητικό α- ή ξε- , π.χ. «άγνωστος / ξεκάρφωτος» ή με κάποια παραγωγικά επιθήματα (-άρης / -ούρης, π.χ. «ζηλιάρης / λιγούρης).
5. Παραθετικά επιρρημάτων: τρεις βαθμούς και άρα παραθετικά έχουν και τα επιρρήματα. Ως προς το σχηματισμό τους ακολουθούν τους εξής κανόνες:
α) Όταν τα επιρρήματα προέρχονται από επίθετα, τότε σχηματίζουν τους τρεις βαθμούς μονολεκτικά και περιφραστικά ως εξής:
i. Αν προέρχονται από επίθετα σε -ος, -η/-α, -ο (ωραίος, -α, -ο) και σε -ύς, -ιά, -ύ (βαθύς, -ιά, -ύ), τότε στο θέμα των βαθμών των επιθέτων προσθέτουμε την κατάληξη –α ή –ιά (ωραία – ωραιότερα ή πιο ωραία – ωραιότατα ή πολύ ωραία / βαθιά – βαθύτερα ή πιο βαθιά – βαθύτατα ή πολύ βαθιά / καλά – καλύτερα ή πιο καλά – άριστα ή πολύ καλά). Εξαίρεση αποτελούν τα επιρρήματα που προέρχονται από τα επίθετα πολύς και λίγος (πολύ – περισσότερο ή πιότερο – πάρα πολύ / λίγο- λιγότερο – πολύ λίγο ή ελάχιστα).
ii. Αν προέρχονται από επίθετα σε -ής, -ής, -ές (επιεικής, -ής, -ές), τότε ο θετικός βαθμός σχηματίζεται με την προσθήκη στο θέμα του θετικού βαθμού του επιθέτου της κατάληξης –ώς και ο συγκριτικός και υπερθετικός με την προσθήκη στο θέμα των αντίστοιχων βαθμών του επιθέτου τής κατάληξης –ά (επιεικώς – επιεικέστερα ή πιο επιεικώς – επιεικέστατα ή πολύ επιεικώς).
β) Όταν προέρχονται από άλλες λέξεις ακολουθούν διαφορετικούς τύπους σχηματισμού των παραθετικών τους. Για παράδειγμα:
· Τα τοπικά επιρρήματα σχηματίζουν μόνο περιφραστικά παραθετικά (κάτω – πιο κάτω – πολύ κάτω / έξω – πιο έξω – πολύ έξω / πίσω – πιο πίσω – πολύ πίσω / πάνω – πιο πάνω – πολύ πάνω κ.λπ. ).
· Κάποια επιρρήματα δεν έχουν υπερθετικό βαθμό (ιδίως – ιδιαίτερα / μπροστά – μπροστύτερα / νωρίς – νωρίτερα / πρώτα – πρωτύτερα / ύστερα – υστερότερα), ενώ το επίρρημα γρήγορα έχει υπερθετικό το γρηγορότερο (γρήγορα – γρηγορότερα – το γρηγορότερο). Επίσης, το συγκριτικό επίρρημα αρχύτερα δεν έχει ούτε θετικό ούτε υπερθετικό βαθμό κ.λπ..
6. Παραθετικά μετοχών: όσες μετοχές σχηματίζουν παραθετικά, τα σχηματίζουν μόνο περιφραστικά (αγαπημένος – πιο αγαπημένος – πολύ αγαπημένος ή ο πιο αγαπημένος).

ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ

Οι μορφές του υποκειμένου
Χρήσιμα στοιχεία θεωρίας
Ο μαθητής πρέπει να γνωρίζει ότι:
1) Υποκείμενο είναι το πρόσωπο, ζώο ή πράγμα, που δηλώνει αυτό για το οποίο γίνεται λόγος μέσα σε μια πρόταση, αυτό δηλαδή που ενεργεί (στα ενεργητικά ρήματα), π.χ. «Ο καθηγητής διδάσκει», ή παθαίνει κάτι (στα παθητικά ρήματα), π.χ. «Η γάτα κυνηγήθηκε από το σκύλο», ή βρίσκεται σε μια κατάσταση (στα ουδέτερα ρήματα), π.χ. «Η μητέρα μου κοιμάται».
2) Το υποκείμενο μιας πρότασης δηλώνεται:
α) Υποχρεωτικά από το ρηματικό πρόσωπο, π.χ. «Διαβάζ-ω τα μαθήματά μου» (εννοείται: εγώ). Στην περίπτωση αυτή υποκείμενο είναι η ονομαστική ενικού ή πληθυντικού των προσωπικών αντωνυμιών (εγώ / εμείς – εσύ / εσείς – αυτός, -ή, -ό / αυτοί, -ές, -ά), οι οποίες συχνά παραλείπονται και όταν χρησιμοποιούνται δηλώνουν πλεοναστικά σε συνδυασμό με το ρηματικό πρόσωπο το ρόλο του υποκειμένου μέσα στο λόγο για να δώσουν έμφαση ή για αντιδιαστολή, π.χ. «Εγώ διαβάζω τα μαθήματά μου».
β) Σε συνδυασμό με το ρηματικό πρόσωπο, που είναι ούτως ή άλλως υποχρεωτικό, το υποκείμενο μπορεί να δηλώνεται και από:
¨ ένα ονοματικό σύνολο (ουσιαστικό) (Ο μαθητής διαβάζει),
¨ ή άλλες λέξεις που έχουν ρόλο ονοματικού συνόλου, όπως α) οι υπόλοιπες αντωνυμίες (Κάποιος φωνάζει), β) τα επίθετα (Οι νέοι διψούν για ζωή), γ) οι μετοχές (Οι ερωτευμένοι είναι αφηρημένοι), δ) οι άκλιτες λέξεις (Το αλλά είναι αντιθετικός σύνδεσμος) ε) οι προτάσεις (Όποιος βιάζεται σκοντάφτει), με ή χωρίς άρθρο.
3) Το υποκείμενο μπαίνει πάντα σε πτώση ονομαστική, εκτός από την περίπτωση που ως υποκείμενο λειτουργεί κάποια πρόταση που εισάγεται με το ότι ή με το να, οι οποίες δε χαρακτηρίζονται από πτώση.
4) Το υποκείμενο παραλείπεται:
α) Στο α΄ και στο β΄ πρόσωπο της προσωπικής αντωνυμίας (εγώ-εμείς / εσύ-εσείς), όταν δε θέλουμε να δώσουμε έμφαση σ’ αυτό, π.χ. «Είμαι μαθητής» (εννοείται: εγώ) / «Είσαι μαθητής» (εννοείται: εσύ).
β) Στο γ΄ πρόσωπο όταν:
- εννοείται εύκολα από τα συμφραζόμενα,
- είναι μια γενική έννοια, π.χ. «οι άνθρωποι»,
- μόνο ένα υποκείμενο μπορεί να εννοηθεί, π.χ. «Με τα επιτεύγματά τους δίνουν μεγάλη ώθηση στην επιστήμη» (εννοείται: οι επιστήμονες) και
- το ρήμα δείχνει κάποιο φυσικό φαινόμενο, π.χ. «Και ξαφνικά συννέφιασε» (εννοείται: ο ουρανός).
5) Τα απρόσωπα ρήματα και οι απρόσωπες εκφράσεις (όσα δηλαδή ρήματα ή εκφράσεις δεν έχουν υποκείμενο κάποιο πρόσωπο ή ζώο και τα συναντάμε στο γ’ ενικό πρόσωπο) έχουν ως υποκείμενοι μια ολόκληρη πρόταση, η οποία εισάγεται (ξεκινάει) με το ότι/πως ή με το να (π.χ. «Φαίνεται πως έφυγε» / «Καλό είναι να φύγεις τώρα»). Οι απρόσωπες εκφράσεις σχηματίζονται κυρίως με το γ’ ενικό του ρήματος «είμαι», δηλαδή το «είναι», και κάποιο επίθετο (είναι καλό, είναι κρίμα, είναι άδικο, είναι σωστό κ.λπ.).
Συμφωνία υποκειμένου – ρήματος
Χρήσιμα στοιχεία θεωρίας
Ο μαθητής πρέπει να γνωρίζει ότι:
1) Το ρήμα συμφωνεί με το υποκείμενό του σε πρόσωπο και αριθμό, π.χ. «Η Μαρία έφυγε.» (ρήμα και υποκείμενο βρίσκονται σε γ΄ πρόσωπο ενικού αριθμού) / «Εμείς μόνο ήρθαμε» (ρήμα και υποκείμενο βρίσκονται σε α΄ πρόσωπο πληθυντικού αριθμού).
2) Όταν υπάρχουν περισσότερα από ένα υποκείμενα, τότε:
α) Κατά κανόνα, ανεξάρτητα από τον αριθμό στον οποίο βρίσκονται, το ρήμα μπαίνει στον πληθυντικό αριθμό και στο επικρατέστερο πρόσωπο (το α΄ πρόσωπο είναι επικρατέστερο από το β΄ πρόσωπο και το β΄ από το γ΄ πρόσωπο). Π.χ. «Εγώ και ο φίλος μου θα πάμε σινεμά το βράδυ» [το ρήμα μπαίνει στον πληθυντικό αριθμό, γιατί τα υποκείμενα είναι δύο (εγώ / φίλος μου) και στο α΄ πρόσωπο (εγώ), διότι είναι επικρατέστερο του γ΄ (φίλος)].
β) Όταν όμως έχουμε δύο ή περισσότερα υποκείμενα που βρίσκονται στον ενικό αριθμό και παρουσιάζονται με τη μορφή διάζευξης, τότε το ρήμα μπαίνει στον ενικό αριθμό (Πρωταθλητής φέτος θα βγει ή ο Ολυμπιακός ή ο Παναθηναϊκός).
γ) Τέλος, στην περίπτωση που τα υποκείμενα μπορούν να θεωρηθούν πως ανήκουν στην ίδια «ομάδα» και δημιουργούν ένα ενιαίο σύνολο, τότε το ρήμα μπορεί να μπει και στον ενικό αριθμό (π.χ. «Η ειλικρίνεια και η τιμιότητά του αποδείχτηκε το μεγάλο του όπλο για την εκλογή του στο Δήμο»).
3) Όταν ως υποκείμενο λειτουργεί ένα περιληπτικό ουσιαστικό, ένα ουσιαστικό δηλαδή στο οποίο παρουσιάζεται διαφορά μεταξύ του γλωσσικού τύπου του και των πραγματικών στοιχείων που δηλώνει (π.χ. η λέξη «πλήθος» γραμματικά είναι ενικός αριθμός, αλλά πραγματικά είναι πληθυντικός, εφόσον εμπεριέχει πολλούς ανθρώπους), τότε μπορούμε να διαλέξουμε ανάμεσα στη σύνταξη που θα βασίζεται στη γραμματική συμφωνία (π.χ. «Ένα πλήθος από εξαγριωμένους ανέργους φώναζε έξω από το γραφείο του υπουργού»: συμφωνία υποκειμένου και ρήματος κατά γραμματικό αριθμό, ενικό δηλαδή αριθμό) ή στη σύνταξη που θα βασίζεται στη νοητή πραγματική συμφωνία (π.χ. «Ένα πλήθος από εξαγριωμένους ανέργους φώναζαν έξω από το γραφείο του υπουργού»: συμφωνία υποκειμένου και ρήματος κατά πραγματικό αριθμό, πληθυντικό δηλαδή αριθμό). Αν και συνήθως στην περίπτωση αυτή το ρήμα συμφωνεί με το νοητό - πραγματικό αριθμό.
4) Στην περίπτωση που το υποκείμενο είναι στον ενικό αριθμό και συνδέεται με άλλα πρόσωπα ή πράγματα μπορεί το ρήμα να χρησιμοποιηθεί στον πληθυντικό αριθμό για να προβάλει το πλήθος (π.χ. «Εγώ με τον αδελφό μου μεταφέραμε τα πράγματα»).

ΧΡΟΝΟΙ-ΧΡΟΝΙΚΕΣ ΒΑΘΜΙΔΕΣ-ΠΟΙΟΝ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ

Οι χρόνοι του ρήματος
Χρήσιμα στοιχεία θεωρίας
Ο μαθητής για να κατανοήσει τις παρακάτω δραστηριότητες και να απαντήσει πρέπει να γνωρίζει ότι:
1) Χρόνοι του ρήματος είναι οι μορφές που παίρνει το ρήμα για να φανερώσει πότε και πώς γίνεται κάτι. Με τους χρόνους, δηλαδή, τοποθετούμε ένα γεγονός, μια ενέργεια ή κατάσταση σε ένα σημείο του χρονικού άξονα (παρελθόν, παρόν, μέλλον).
2) Η Νέα Ελληνική έχει οχτώ χρόνους (ενεστώτας, παρατατικός, αόριστος, υπερσυντέλικος, παρακείμενος, εξακολουθητικός μέλλοντας, συνοπτικός μέλλοντας και συντελεσμένος μέλλοντας).
3) Οι χρόνοι του ρήματος φανερώνουν:
α) Τη χρονική βαθμίδα στην οποία γίνεται αυτό που σημαίνει το ρήμα και διακρίνονται σε:
v παροντικούς (ενεστώτας, παρακείμενος),
v παρελθοντικούς (παρατατικός, αόριστος, υπερσυντέλικος) και
v μελλοντικούς (εξακολουθητικός μέλλοντας, συνοπτικός μέλλοντας, συντελεσμένος μέλοντας)
Ειδικότερα, έχουμε:
v Τους παροντικούς χρόνους (χρησιμοποιούνται για το παρόν):
Ø τον ενεστώτα που φανερώνει κάτι που γίνεται τώρα, εξακολουθητικά (μη συνοπτικό γεγονός), (π.χ. διαβάζω τα μαθήματά μου) και
Ø τον παρακείμενο που φανερώνει πως κάτι έγινε στο παρελθόν και είναι πια τελειωμένο την ώρα που μιλάμε (συντελεσμένο γεγονός), οπότε αναφερόμαστε σε ένα γεγονός που έγινε μεν στο παρελθόν αλλά τα αποτελέσματά του φτάνουν ως το παρόν, (π.χ. έχω διαβάσει τα μαθήματά μου). Ο παρακείμενος είναι μια ιδιότυπη μορφή χρόνου, αφού κινείται και στο παρελθόν και στο παρόν. Συχνά μπορεί να αντικατασταθεί με τον αόριστο, άλλες πάλι φορές δίνει έμφαση στο αποτέλεσμα της ενέργειας που φθάνει ως το παρόν. Δεν μπορεί, όμως, να χρησιμοποιηθεί παρακείμενος για κάτι που έγινε πριν από λίγα λεπτά, καθώς υπονοεί πως έχει περάσει κάποιο διάστημα από τότε που έγινε το γεγονός. Γι’ αυτό και δε συνδυάζεται με επιρρηματικούς προσδιορισμούς που δηλώνουν πρόσφατο παρελθόν (π.χ. μόλις τώρα). Τέλος, ο παρακείμενος δεν τοποθετεί το γεγονός σε συγκεκριμένο χρονικό σημείο και γι’ αυτό δεν μπορεί να συνδυαστεί με εκφράσεις που δηλώνουν συγκεκριμένη χρονική στιγμή, συνδυάζεται ωστόσο με εκφράσεις που δηλώνουν χρονική περίοδο, (π.χ. είναι λάθος η πρόταση: «Έχω αρχίσει το διάβασμα το Σεπτέμβρη», αλλά είναι σωστή: «Έχω αρχίσει το διάβασμα από το Σεπτέμβρη»).
v Τους παρελθοντικούς χρόνους (χρησιμοποιούνται για το παρελθόν):
Ø τον παρατατικό που φανερώνει πως κάτι γινόταν στο παρελθόν εξακολουθητικά ή με επανάληψη (μη συνοπτικό γεγονός), οπότε η έμφαση δίνεται στη διάρκεια ή την επανάληψη μιας ενέργειας, (π.χ. Χτες όλη μέρα διάβαζα τα μαθήματά μου),
Ø τον αόριστο που φανερώνει πως κάτι έγινε στο παρελθόν σε κάποια χρονική στιγμή – συνοπτικά (συνοπτικό γεγονός), οπότε η έμφαση δίνεται στο γεγονός και όχι στη διάρκειά του, (π.χ. Χτες το απόγευμα διάβασα τα μαθήματά μου), και
Ø τον υπερσυντέλικο που φανερώνει πως κάτι ήταν τελειωμένο στο παρελθόν, πριν γίνει κάτι άλλο (συντελεσμένο γεγονός), (π.χ. Είχα διαβάσει τα μαθήματά μου πριν έρθουν οι φίλοι μου).
v Τους μελλοντικούς χρόνους (χρησιμοποιούνται για το μέλλον):
Ø τον εξακολουθητικό μέλλοντα που φανερώνει πως κάτι θα γίνεται στο μέλλον με αδιάκοπη συνέχεια ή επανάληψη (μη συνοπτικό γεγονός), (π.χ. Αύριο όλο το απόγευμα θα διαβάζω),
Ø το στιγμιαίο ή συνοπτικό μέλλοντα που φανερώνει πως κάτι θα γίνει στο μέλλον κάποια συγκεκριμένη στιγμή, χωρίς συνέχεια ή επανάληψη (συνοπτικό γεγονός), (π.χ. Αύριο το απόγευμα θα διαβάσω) και
Ø το συντελεσμένο μέλλοντα που φανερώνει πως κάτι θα είναι τελειωμένο στο μέλλον (συντελεσμένο γεγονός), αφού πρώτα γίνει κάτι άλλο, (π.χ. Μέχρι αύριο το απόγευμα θα έχω διαβάσει).
β) Το ποιόν ενέργειας με το οποίο παρουσιάζεται αυτό που σημαίνει το ρήμα. Με βάση το ποιόν ενέργειας οι χρόνοι χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες:
1η. Χρόνοι μη συνοπτικοί, δηλαδή το γεγονός παρουσιάζεται εξακολουθητικά, με διάρκεια ή επανάληψη (ενεστώτας, παρατατικός και εξακολουθητικός μέλλοντας).
2η. Χρόνοι συνοπτικοί, το γεγονός δηλαδή παρουσιάζεται χωρίς διάρκεια ή επανάληψη, συνοπτικά (αόριστος και συνοπτικός μέλλοντας).
3η. Χρόνοι συντελεσμένοι, που το γεγονός δηλαδή είναι κάτι το τελειωμένο, έχει συντελεστεί-ολοκληρωθεί (παρακείμενος, υπερσυντέλικος και συντελεσμένος μέλλοντας). 

γ) ΠΙΝΑΚΑΣ ΤΩΝ ΧΡΟΝΩΝ ΣΤΗΝ ΟΡΙΣΤΙΚΗ
ΧΡΟΝΟΙ
Παροντικοί
Παρελθοντικοί
Μελλοντικοί
Μη συνοπτικοί
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
διαβάζω
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ
διάβαζα
ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΗΤΙΚΟΣ
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
θα διαβάζω
Συνοπτικοί

ΑΟΡΙΣΤΟΣ
διάβασα
ΣΥΝΟΠΤΙΚΟΣ
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
θα διαβάσω
Συντελεσμένοι
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
έχω διαβάσει
ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ
είχα διαβάσει
ΣΥΝΤΕΛΕΣΜΕΝΟΣ
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
θα έχω διαβάσει


δ) Σημαντικές παρατηρήσεις:
i) Τον παρατατικό και τον αόριστος μπορούμε να τους χρησιμοποιήσουμε για να αναφερθούμε στο ίδιο γεγονός. Έχουν, όμως, μια σημαντική διαφορά που σχετίζεται με το τι θέλει ο ομιλητής να τονίσει (οπτική γωνία του ομιλητή). Αν, δηλαδή, θέλει να τονίσει τη διάρκεια ή την επανάληψη μιας ενέργειας/πράξης ή γεγονότος χρησιμοποιεί τον παρατατικό, ενώ αν θέλει απλώς να δηλώσει μια ολοκληρωμένη πράξη και να τονίσει το γεγονός χρησιμοποιεί τον αόριστο. Έτσι, ο παρατατικός χρησιμοποιείται για να δηλώσει το ατελές ποιόν ενέργειας (το γεγονός δηλαδή παρουσιάζεται είτε ως κάτι το συνεχές, που βρίσκεται σε εξέλιξη, είτε ως κάτι που επαναλαμβάνεται με κανονικότητα) ενώ ο αόριστος για να δηλώσει το τέλειο ποιόν ενέργειας (το γεγονός παρουσιάζεται στο σύνολό του, συνοπτικά ή με ουδέτερο τρόπο).
Π.χ.: 1ο: «Χτες όλη μέρα διάβαζα το μάθημα της ιστορίας»: παρατατικός (ατελές ποιόν ενέργειας) που δηλώνει ότι ο μαθητής όλη την ημέρα ήταν απασχολημένος με το διάβασμα αυτού του μαθήματος (το γεγονός παρουσιάζεται ως κάτι που επαναλαμβάνεται όλη τη μέρα).
2ο: «Χτες όλη μέρα διάβασα το μάθημα της ιστορίας»: αόριστος (τέλειο ποιόν ενέργειας) που δηλώνει ότι ο μαθητής όλη την ημέρα δεν κατάφερε να κάνει τίποτα άλλο εκτός από το να διαβάσει το μάθημα της ιστορίας (το γεγονός παρουσιάζεται ως σύνολο, συνοπτικά).
           
ii) Υπάρχει, όμως, περίπτωση ένας χρόνος να μη δηλώνει μόνο τη χρονική βαθμίδα στην οποία εντάσσεται γενικά, αλλά και άλλες. Για παράδειγμα:
α) Ο ενεστώτας, ανάλογα με τη χρήση του κατά την επικοινωνία και ανάλογα με τις χρονικές λέξεις, που χρησιμοποιούμε, μπορεί να δηλώνει και παρελθόν και ονομάζεται «ιστορικός ενεστώτας» [ π.χ. στην περίπτωση των αφηγήσεων για να προσδώσει ζωντάνια στην περιγραφή των γεγονότων που έγιναν στο παρελθόν (Χθες την ώρα που ερχόμουν στο σχολείο, συναντώ ξαφνικά στο δρόμο ένα παλιό μου φίλο) και στις περιγραφές αθλητικών γεγονότων-αγώνων (Ο Τσιατήνας τρέχει προς τη μπάλα, την κερδίζει, ξεφεύγει από δύο αντιπάλους του, σουτάρει…)] και μέλλον (κάτι που πρόκειται να γίνει στο άμεσο μέλλον), π.χ. «Φεύγω αύριο για διακοπές».
β) Ο αόριστος μπορεί να χρησιμοποιηθεί, κυρίως στον προφορικό λόγο, και για το μέλλον, όταν ο ομιλητής θέλει να παρουσιάσει κάτι ως πολύ κοντινό ή εντελώς σίγουρο (π.χ. «-Έναν καφέ παρακαλώ. - Έφτασε!»). Επίσης, χρησιμοποιείται και για να εκφραστεί μια υπόθεση σε έναν υποθετικό λόγο (Αρρώστησες στο νησί; Αλίμονό σου!) και για να δηλώσει μια μεταβολή, η οποία άρχισε σε μια χρονική στιγμή στο παρελθόν, αλλά οι συνέπειες της ισχύουν στο παρόν (Βαρέθηκε και θέλει να φύγει).
γ) Ο συνοπτικός μέλλοντας μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για το παρελθόν, στην περίπτωση που αφηγούμαστε ενέργειες και επιτεύγματα κάποιου στο παρελθόν (Ο συγγραφέας γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Πάτρα. Εκεί θα τελειώσει το Δημοτικό και το Γυμνάσιο …).
iii) Επίσης, κάποιοι χρόνοι, όπως ο ενεστώτας, ο αόριστος και ο μέλλοντας, μπορούν να χρησιμοποιηθούν και άχρονα, χωρίς να τοποθετούν δηλαδή το γεγονός σε μια συγκεκριμένη βαθμίδα, αλλά το παρουσιάζουν σαν επαναλαμβανόμενο, π.χ. α) «όποιος βιάζεται σκοντάφτει»: άχρονος ενεστώτας που ονομάζεται «γνωμικός» ενεστώτας, β) «Ποιος είδε το Θεό και δεν τον φοβήθηκε»: άχρονος αόριστος που ονομάζεται «γνωμικός» αόριστος.
4) Από τους χρόνους του ρήματος άλλοι σχηματίζονται με μία μόνο λέξη και λέγονται μονολεκτικοί (ενεστώτας, παρατατικός, αόριστος) και άλλοι με δύο ή τρεις και λέγονται περιφραστικοί (παρακείμενος, υπερσυντέλικος, εξακολουθητικός, συνοπτικός και συντελεσμένος μέλλοντας).
5) Όλοι οι χρόνοι στην υποτακτική και προστακτική στις κύριες προτάσεις αναφέρονται στο μέλλον, δηλαδή σε ενέργειες που θα γίνουν. Κατά βάση η υποτακτική και η προστακτική δε δηλώνουν χρονική βαθμίδα, είναι «άχρονες», και αυτό διότι πρόκειται για τροπικούς τύπους, στους οποίους κυριαρχεί η δήλωση του ποιού ενέργειας (να διαβάζω – να διαβάσω, διάβαζε – διάβασε). Άρα, η τοποθέτηση των γεγονότων στο χρονικό άξονα (γραμματικός χρόνος-χρονική βαθμίδα) επιτυγχάνεται κυρίως με την οριστική.


Το θέμα του ρήματος και η αύξηση
Χρήσιμα στοιχεία θεωρίας
Ο μαθητής για να κατανοήσει τις παρακάτω δραστηριότητες και να απαντήσει πρέπει να γνωρίζει ότι:
1) Σε κάθε κλιτή λέξη το τμήμα που είναι στην αρχή της και δεν αλλάζει μορφή λέγεται θέμα και το τελευταίο τμήμα της που αλλάζει μορφή λέγεται κατάληξη. Π.χ. στη λέξη «μαθητής» το θέμα είναι «μαθητ-» και η κατάληξη «-ής».
2) Στα ρήματα έχουμε δύο θέματα: το ενεστωτικό και το αοριστικό (ενεργητικού και παθητικού αορίστου). Π.χ. για το ρήμα «διδάσκω» έχουμε το ενεστωτικό θέμα «διδάσκ-» και το αοριστικό «δίδαξ-» (ενεργητικού αορίστου) και «διδάχθ-» (παθητικού αορίστου).
3) Με το θέμα του ρήματος δηλώνεται το ποιόν ενέργειας του ρήματος (και όχι η χρονική βαθμίδα). Ειδικότερα, το ενεστωτικό θέμα δηλώνει το μη συνοπτικό (επανάληψη ή εξακολούθηση) ποιόν ενέργειας, ενώ με το αοριστικό θέμα δηλώνεται το συνοπτικό και το συντελεσμένο ποιόν ενέργειας.
4) Από το ενεστωτικό θέμα σχηματίζονται οι χρόνοι με μη συνοπτικό ποιόν ενέργειας (μη συνοπτικοί χρόνοι), δηλαδή ο ενεστώτας (διδάσκ-ω), ο παρατατικός (δίδασκ-α) και ο εξακολουθητικός μέλλοντας (θα διδάσκ-ω).
5) Από το αοριστικό θέμα σχηματίζονται οι χρόνοι με συνοπτικό ποιόν ενέργειας (συνοπτικοί χρόνοι), δηλαδή ο αόριστος (δίδαξ-α) και ο συνοπτικός μέλλοντας (θα διδάξ-ω) και οι χρόνοι με συντελεσμένο ποιόν ενέργειας (συντελεσμένοι χρόνοι), δηλαδή ο παρακείμενος (έχω διδάξ-ει), ο υπερσυντέλικος (είχα διδάξ-ει) και ο συντελεσμένος μέλλοντας (θα έχω διδάξ-ει).
6) Τα ρήματα της πρώτης συζυγίας (όσα ρήματα στο πρώτο πρόσωπο της οριστικής ενεστώτα δεν τονίζονται στη λήγουσα, π.χ. δένω, λύνω, κ.λπ.) που αρχίζουν από σύμφωνο και είναι δισύλλαβα, στον παρατατικό και στον αόριστο παίρνουν ένα ε μπροστά από το θέμα, το οποίο ονομάζεται αύξηση.
Π.χ. ενεστώτας: δένω, παρατατικός: έδενα και αόριστος: έδεσα.
Σημείωση: αντί για το φωνήεν ε παίρνουν αύξηση η- τα ρήματα: έρχομαι (ήρθα), πίνω (ήπια), είμαι (ήμουν), ξέρω (ήξερα), θέλω (ήθελα) και αύξηση ει- τα ρήματα: βλέπω (είδα), έχω (είχα), λέω (είπα).
7) Δεν παίρνουν αύξηση στον παρατατικό και τον αόριστο:
α) τα ρήματα της δεύτερης συζυγίας (όσα ρήματα στο πρώτο πρόσωπο της οριστικής ενεστώτα τονίζονται στη λήγουσα, π.χ. τραγουδώ, ζητώ κ.λπ.), π.χ. ενεστώτας: τραγουδώ, παρατατικός: τραγουδούσα, αόριστος: τραγούδησα,
β) όσα ρήματα αρχίζουν από φωνήεν ή δίψηφο φωνήεν, τα οποία κρατούν το φωνήεν ή το δίψηφο σε όλους τους χρόνους, π.χ. ενεστώτας: αρχίζω, παρατατικός: άρχιζα, αόριστος: άρχισα. Εξαίρεση αποτελούν τα ρήματα: έχω-είχα, έρχομαι-ήρθα, είμαι-ήμουν.
8) Μερικά σύνθετα ρήματα (ή σωστότερα παράγωγα ρήματα με προθετικό πρόθημα) παίρνουν αύξηση ανάμεσα στα δύο συνθετικά, στην αρχή του β΄ συνθετικού, και η αύξηση αυτή λέγεται εσωτερική αύξηση. Τα ρήματα αυτά είναι:
α) κυρίως όσα έχουν ως α΄ συνθετικό κάποια προθετικά προθέματα (κυρίως από αρχαίες προθέσεις), όπως: αμφι-, ανα-, αντι-, από-, δια-, εισ-, εν/μ/γ/λ-, επι-, κατά-, μετα-, προσ-, συν-, υπερ-, υπο-, κ.λπ. (συμβάλλωσυνέβαλα, εκφράζωεξέφρασα). Όσα από τα ρήματα αυτά έχουν ως πρώτο συνθετικό πρόθυμα που τελειώνει σε φωνήεν στην αύξηση (εσωτερική συλλαβική αύξηση) χάνεται το τελικό φωνήεν του προθήματος (επιβάλλω επέβαλα, απορρίπτω απέρριπτα και απέρριψα). Εξαίρεση αποτελούν τα σύνθετα με α΄ συνθετικό τα προθήματα περι- και προ- (περιπλέκωπεριέπλεκα και περιέπλεξα, προτάσσω προέτασσα και προέταξα). Ωστόσο, πολλά κοινά ρήματα με προθετικά προθήματα δεν παίρνουν ποτέ αύξηση (καταλαβαίνωκαταλάβαινα και κατάλαβα), σε άλλα πάλι είναι προαιρετική (προσβάλλω προσέβαλα ή πρόσβαλα ).
β) Κάποια που έχουν ως α΄ συνθετικό τα προθήματα ξανα- και παρα- η αύξηση είναι συνήθως προαιρετική (ξαναγράφωξαναέγραψα και ξανάγραψα).
γ) Η εσωτερική φωνηεντική αύξηση είναι υποχρεωτική στον παρατατικό και αόριστο του ρήματος υπάρχω (υπήρχα και υπήρξα).
9) ΠΡΟΣΟΧΗ: Η αύξηση μένει μόνο όταν τονίζεται και μόνο στην οριστική των δύο αυτών χρόνων (παρατατικός και αόριστος), ενώ χάνεται όταν δεν τονίζεται (π.χ. παρατατικός: έλυνα, έλυνες, έλυνε, λύναμε, λύνατε, έλυναν) και στις υπόλοιπες εγκλίσεις, δηλαδή στην υποτακτική και προστακτική (π.χ. οριστική αορίστου: έλυσα, υποτακτική αορίστου: να λύσω, προστακτική αορίστου: λύσε),
ΔΙΑΘΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΡΗΜΑΤΟΣ
Χρήσιμα στοιχεία θεωρίας:
Ο μαθητής για να κατανοήσει τις ερωτήσεις αυτές και να απαντήσει θα πρέπει να γνωρίζει ότι:
1) Διάθεση είναι ο τρόπος με τον οποίο το ρήμα «διατίθεται» σε σχέση με το υποκείμενό του. Είναι, δηλαδή, το νόημα / η έννοια του ρήματος που δείχνει τι κάνει, τι παθαίνει ή σε ποια κατάσταση βρίσκεται το υποκείμενο. 

Προσοχή: η διάθεση δεν πρέπει να ταυτίζεται / συγχέεται με τη φωνή. Η φωνή (ενεργητική και μεσοπαθητική) αναφέρεται στη μορφή του ρήματος (πιο συγκεκριμένα στο μορφολογικό σύστημα των καταλήξεων των ρημάτων), ενώ η διάθεση στη σημασία του ρήματος σε σχέση με το υποκείμενό του. Αυτό σημαίνει πως μπορεί ένα ρήμα να είναι παθητικής φωνής, αλλά ενεργητικής διάθεσης, όπως ακριβώς συμβαίνει με αρκετά αποθετικά ρήματα (αισθάνομαι, δέχομαι κ.λπ.)


2) Με βάση, λοιπόν, τη σημασία τους τα ρήματα διακρίνονται σε τέσσερις διαθέσεις, την ενεργητική, την παθητική, τη μέση και την ουδέτερη.
3) Ρήματα ενεργητικής διάθεσης: είναι τα ρήματα που φανερώνουν κυρίως ότι το υποκείμενο είναι ο δράστης, δηλαδή ενεργεί ή κάνει κάτι (Ο Νίκος χτύπησε το Γιώργο), ή δηλώνουν οποιοδήποτε «μετέχοντα» που επηρεάζει τη δράση (Η πολλή ζέστη έλιωσε τα χιόνια).
¨ Τα ρήματα που έχουν και τις δύο φωνές δηλώνουν την ενεργητική διάθεση με την ενεργητική φωνή (Ο παππούς δένει το γάιδαρο).
¨ Υπάρχουν όμως πολλά ρήματα, τα «αποθετικά», που σχηματίζουν μόνο μεσοπαθητική φωνή και έχουν ενεργητική διάθεση (Ο πατέρας μου αισθάνθηκε έναν οξύ πόνο στο στομάχι).
¨ Ορισμένα μάλιστα αποθετικά ρήματα έχουν συνώνυμα στην ενεργητική φωνή (Ο μαθητής μεταχειρίστηκε / χρησιμοποίησε Η/Υ).
4) Ρήματα παθητικής διάθεσης: είναι τα ρήματα που φανερώνουν ότι το υποκείμενο είναι ο δέκτης, δηλαδή παθαίνει κάτι ή δέχεται μια ενέργεια από άλλον, είτε καλή είτε κακή, (Ο Γιώργος χτυπήθηκε από το Νίκο). Ο δράστης, αν χρειάζεται, δηλώνεται με ένα προθετικό σύνολο, συνήθως με την πρόθεση «από» και το όνομα, το οποίο ονομάζεται «ποιητικό αίτιο» (Ο Γιώργος χτυπήθηκε από το Νίκο).
¨ Τα ρήματα που έχουν και τις δύο φωνές δηλώνουν την παθητική διάθεση με την παθητική φωνή (Ο γάιδαρος δέθηκε από τον παππού).
¨ Υπάρχουν όμως αρκετά ρήματα που δε σχηματίζουν μεσοπαθητική φωνή και οι τύποι της ενεργητικής τους φωνής χρησιμοποιούνται και με παθητική σημασία / διάθεση (Τα χιόνια έλειωσαν από την πολλή ζέστη).
¨ Υπάρχουν επίσης ρήματα που η διάθεσή τους, ενεργητική και παθητική, καθορίζεται χωρίς να γίνει αλλαγή φωνής, αλλά μόνο με αλλαγή της προοπτικής του μηνύματος. Τέτοια ρήματα είναι τα: ανοίγω, κλείνω, σπάω, θυμώνω, ανάβω, σβήνω, σκορπάω, καθαρίζω, καίω, χαλάω κ.λπ. Π.χ.:
«Ο αέρας έκλεισε το παράθυρο» ενεργητική φωνή και ενεργητική διάθεση.
«Το παράθυρο έκλεισε από τον αέρα» ενεργητική φωνή, αλλά παθητική διάθεση.
5) Ρήματα μέσης διάθεσης: είναι τα ρήματα που φανερώνουν ότι το υποκείμενο είναι συγχρόνως δράστης και δέκτης μιας ενέργειας, δηλαδή ενεργεί και η ενέργεια γυρίζει σ’ αυτό (Η καθηγήτριά μας ντύνεται ωραία κάθε μέρα). Τα ρήματα με μέση διάθεση χωρίζονται σε:
¨ Μέσα αυτοπαθή, όταν δηλώνουν αυτοπάθεια (το υποκείμενο είναι και δράστης και ο δέκτης της δράσης, η δράση του δηλαδή επηρεάζει τον εαυτό του (Η φίλη μου βάφεται πολύ έντονα).
Τα ρήματα αυτά βρίσκεται συνήθως σε μεσοπαθητική φωνή. Ενδέχεται όμως να βρίσκονται και σε ενεργητική φωνή με το απαραίτητο συμπλήρωμα της αντωνυμίας (αυτοπαθής αντωνυμία) «τον εαυτό μου/σου/του κ.λπ.» (Καθημερινά φροντίζω τον εαυτό μου).
Τα ρήματα που χρησιμοποιούνται σε μέση αυτοπαθή διάθεση είναι:
α) Τα ρήματα που δηλώνουν φροντίδα του σώματος, υπό την προϋπόθεση ότι αυτή η ενέργεια γίνεται από τον ίδιο, χαρακτηριστικό το οποίο γίνεται κατανοητό αν αναφέρεται ρητά ή υπονοείται το «μόνος μου/σου/του κ.λπ.» (βάφομαι μόνος μου). Τέτοια ρήματα είναι: γυμνάζομαι, ετοιμάζομαι, κουρεύομαι, λούζομαι, μακιγιάρομαι, ντύνομαι, ξυρίζομαι, πλένομαι, προπονούμαι, στολίζομαι, χτενίζομαι κ.λπ..
Τα ρήματα αυτά, ωστόσο, μπορούν να χρησιμοποιηθούν και με παθητική διάθεση, όταν η ενέργεια γίνεται από κάποιον άλλο και όχι από το ίδιο το υποκείμενο (Η αδερφή μου βάφεται από τη μητέρα μου). [Την περίπτωση αυτή (και κυρίως όταν απουσιάζει το ποιητικό αίτιο) κάποιοι γλωσσολόγοι (Holton, Mackridge & Φιλιππάκη-Warburton, 1998) τη θεωρούν ως μια άλλη μορφή αυτοπάθειας, υπό την έννοια ότι το «περιβάλλον» των ρημάτων αυτών δηλώνει πως κάποιος άλλος εκτελεί για λογαριασμό του υποκειμένου την ενέργεια (Ντύνομαι στον καλύτερο ράφτη)……….ΔΕΝ ΞΕΡΩ ΑΝ ΤΑ ΛΕΕΙ ΤΑ ΠΑΡΑΚΑΤΩ: ξεχωριστή κατηγορία ρημάτων μέσης διάθεσης και τα ονομάζουν «Μέσα πλάγια ρήματα», επειδή δηλώνουν πως το υποκείμενο ενεργεί για τον εαυτό του έμμεσα, δηλαδή διά μέσου κάποιου άλλου.]
β) Μερικά ρήματα που δηλώνουν κάποια μορφή άσκησης επίδρασης, η οποία επηρεάζει το ίδιο το υποκείμενο (Μετά το τσίμπημα αλείφτηκα με ειδική αλοιφή). Τέτοια ρήματα είναι: αλείφομαι, γλείφομαι, κόβομαι, κοιτάζομαι, σκεπάζομαι, συγκρατούμαι, τρέφομαι, τρίβομαι, χτυπιέμαι.
γ) Ορισμένα ρήματα κίνησης την οποία ελέγχει ο δράστης (Μόλις τον είδα στράφηκα προς τα πίσω) ή επικοινωνίας με την οποία ο δράστης (υποκείμενο) επηρεάζει κατά κάποιον τρόπο τον εαυτό του (Εκφράζεται μόνο μπροστά σε στενούς φίλους).
δ) Όλα τα ρήματα με προσδιορισμούς αυτοπάθειας (αυτοδιαφημίζεται, αυτοσυγκεντρώνεται, αυτοτιμωρείται, αυτό…)
¨ Μέσα αλληλοπαθή, όταν δηλώνουν αλληλοπάθεια, όταν δηλαδή οι δράστες είναι δύο και μέσω της δράσης τους επηρεάζει ο ένας τον άλλο (Ο Γιώργος και ο Γιάννης τσακώνονται). Τα ρήματα αυτά είναι κυρίως στην μεσοπαθητική φωνή, σε πληθυντικό αριθμό και τα υποκείμενα είναι δύο (είτε ως ξεχωριστά υποκείμενα είτε ένα υποκείμενο στον πληθυντικό αριθμό, π.χ. «εμείς»).
α) Τα σημαντικότερα ρήματα που δηλώνουν αλληλοπάθεια είναι: αγαπιούνται, αγκαλιάζονται, αποχαιρετιούνται, βρίζονται, γνωρίζονται, μισούνται, σκοτώνονται, συμπαθιούνται, συναντιούνται, τηλεφωνιούνται, φιλιούνται, χαιρετιούνται.
β) Η αλληλοπάθεια επίσης δηλώνεται και με προσδιορισμούς αλληλοπάθειας, όπως αλληλοβοηθιούνται, αλληλοεπηρεάζονται, αλληλοσπαράζονται, αλληλο...
γ) Αλληλοπάθεια, τέλος, μπορεί να δηλωθεί και με οποιοδήποτε μεταβατικό ρήμα με τους ανάλογους πάλι προσδιορισμούς αλληλοπάθειας, όπως «ο ένας τον άλλον», «ο ένας με τον / ή από τον / ή για (κ.ά) τον άλλον», «μεταξύ μας/σας/τους» κ.λπ. (Κατηγόρησαν ο ένας τον άλλο).
6) Ρήματα ουδέτερης διάθεσης: είναι τα ρήματα που φανερώνουν ότι το υποκείμενο βρίσκεται απλώς σε μια κατάσταση, ούτε ενεργεί ούτε παθαίνει κάτι (π.χ. κοιμάμαι, ξεκουράζομαι, παραμένω).
7) Όταν διατυπώνουμε μια πρόταση με ρήμα ενεργητικής διάθεσης (Ο Νίκος χτύπησε το Γιώργο) έχουμε ενεργητική σύνταξη και όταν διατυπώνουμε την πρόταση με ρήμα παθητικής διάθεσης (Ο Γιώργος χτυπήθηκε από το Νίκο) έχουμε παθητική σύνταξη.
8) Στην παθητική σύνταξη, το πρόσωπο ή πράγμα που κάνει την ενέργεια (από το οποίο παθαίνει κάτι το υποκείμενο) δίνεται με ένα προθετικό σύνολο (πρόθεση «από» + όνομα) και ονομάζεται ποιητικό αίτιο (Ο Γιώργος χτυπήθηκε από το Νίκο).
Το ποιητικό αίτιο σχηματίζεται κυρίως με το «από» + αιτιατική. 

Προσοχή: το «από» + αιτιατική δε δηλώνει πάντα το ποιητικό αίτιο. Μπορεί να δηλώνει και την αιτία (να είναι προθετικό σύνολο που δηλώνει αιτία), π.χ. «Προδόθηκε από ένα σημάδι που είχε στο πρόσωπο» (το «από ένα σημάδι» δηλώνει αιτία και δεν είναι ποιητικό αίτιο).


Ωστόσο, το ποιητικό αίτιο απαντάται και στις εξής μορφές:
¨ σε + αιτιατική (στα ρηματικά επίθετα σε –τός, π.χ. «Είναι αγαπητός σε όλους»),
¨ με + αιτιατική (στις παθητικές μετοχές σε –μένος, π.χ. «Κορμί ποτισμένο με ιδρώτα»),
¨ ως α΄ συνθετικό (σε σύνθετες λέξεις με β΄ συνθετικό μετοχές μεσοπαθητικού παρακειμένου, π.χ. «ερωτοχτυπημένος»).
Το ποιητικό αίτιο παραλείπεται όταν:
¨ εύκολα εννοείται από τα συμφραζόμενα, π.χ. «Χθες έπιασε βροχή και βράχηκα» (εν. από τη βροχή),
¨ δεν ξέρουμε το δράστη ή δε θέλουμε να τον αναφέρουμε, π.χ. «Ξυλοκοπήθηκε νεαρός φοιτητής» (εν. από κάποιον που ή δεν τον ξέρουμε ή δε θέλουμε να τον αναφέρουμε).
9) Με την ενεργητική σύνταξη:
Ø Δίνεται έμφαση/εξαίρεται το υποκείμενο, δηλαδή ο δράστης.
Ø Το ύφος γίνεται πιο προσωπικό, άμεσο, ζωντανό κ.λπ..
Ø Το γραμματικό υποκείμενο (το υποκείμενο της πρότασης) συμπίπτει με το λογικό υποκείμενο (το υποκείμενο που με βάση το νόημα ενεργεί), π.χ. «Ο Νίκος χτύπησε το Γιώργο»: γραμματικό και λογικό υποκείμενο είναι το ίδιο: «ο Νίκος».
10) Με την παθητική σύνταξη:
Ø Δίνεται έμφαση/εξαίρεται το αποτέλεσμα της ενέργειας, η πράξη / δράση που κάνει το υποκείμενο.
Ø Το ύφος γίνεται πιο επίσημο, τυπικό, απρόσωπο, ουδέτερο κ.λπ.
Ø Ο λόγος αποκτά μεγαλύτερη πλοκή και γίνεται πιο σύνθετος.
Ø Το γραμματικό υποκείμενο είναι διαφορετικό από το λογικό, το οποίο δηλώνεται με το ποιητικό αίτιο, π.χ. «Ο Γιώργος χτυπήθηκε από το Νίκο»: γραμματικό υποκείμενο: «ο Γιώργος» / λογικό υποκείμενο: «ο Νίκος», το οποίο αποτελεί το ποιητικό αίτιο της πρότασης.
11) Μετατροπή της ενεργητικής σύνταξης σε παθητική. Η γενική διαδικασία μετατροπής της ενεργητικής σύνταξης σε παθητική και αντίστροφα είναι η εξής: 1) το αντικείμενο (εκεί που μεταβαίνει η ενέργεια) της ενεργητικής σύνταξης γίνεται υποκείμενο της παθητικής σύνταξης, 2) το ρήμα της ενεργητικής σύνταξης μετατρέπεται σε ρήμα παθητικής διάθεσης, 3) το υποκείμενο της ενεργητικής μετατρέπεται σε ποιητικό αίτιο της παθητικής σύνταξης.
                                       Υποκ.          Ρήμα Αντικ.
Ενεργητική σύνταξη «Ο αδερφός μου χτύπησε τη γάτα»                                           
Μετατροπή:«Η γάτα χτυπήθηκε από τον αδερφό μου» (παθητική σύνταξη)


Μεταβατικά και αμετάβατα ρήματα
Χρήσιμα στοιχεία θεωρίας
Ο μαθητής για να κατανοήσει τις παρακάτω δραστηριότητες και να απαντήσει πρέπει να γνωρίζει ότι:
1) Τα ρήματα ενεργητικής διάθεσης διακρίνονται σε μεταβατικά και αμετάβατα.
2) Μεταβατικά είναι τα ρήματα που δείχνουν ότι η ενέργεια του υποκειμένου μεταβαίνει σε άλλο πρόσωπο ή πράγμα (Ο μαθητής μουτζουρώνει το βιβλίο).
3) Αμετάβατα είναι τα ρήματα που δείχνουν ότι η ενέργεια του υποκειμένου δε μεταβαίνει κάπου αλλού (Οι μαθητές χωρισμένοι σε ομάδες εργάζονται).
Τα σημαντικότερα κατεξοχήν αμετάβατα ρήματα είναι αυτά που δηλώνουν:
¨ Κίνηση (ανατέλλω, αργοπορώ, δύω, οπισθοχωρώ, παρελαύνω πλέω, σκύβω, σπαρταράω, τρεκλίζω, υποχωρώ, χοροπηδώ)
¨ Έκφραση (αναστενάζω, βογγάω, βουίζω, γρυλίζω, μουγκρίζω, ουρλιάζω, παραμιλώ, ρητορεύω, σκούζω, στριγγλίζω, τσυρίζω)
¨ Πρακτική δραστηριότητα (αλητεύω, αμαρτάνω, απεργώ, γευματίζω, εργάζομαι, εφημερεύω, μαυροφορώ, τεμπελιάζω, φοροδιαφεύγω)
¨ Συνείδηση (δυσανασχετώ, δυστυχώ, ευθυμώ, ευτυχώ, ευδαιμονώ, ξεψυχάω, λιποθυμώ, ονειροπολώ, παραληρώ, παραφρονώ, τουρτουρίζω, φρίττω)
¨ Άλλα ρήματα (ακμάζω, ακτινοβολώ, αληθεύω, βραδιάζω, λάμπω, λήγω, παρακμάζω, προοδεύω, πρωτεύω, υπάρχω, φυτρώνω)
4) Τα περισσότερα, βέβαια, ρήματα της Νέας Ελληνικής εμφανίζουν και τις δύο χρήσεις (μεταβατική και αμετάβατη) ανάλογα με το γλωσσικό περιβάλλον που εντάσσονται.
Ενδεικτικές τέτοιες περιπτώσεις:
¨ Ρήματα μεταβατικά που λειτουργούν και ως αμετάβατα, όταν το βάρος πέφτει στην πληροφορία που δηλώνει μόνο του το ρήμα και δεν έχει ιδιαίτερη βαρύτητα το συμπλήρωμά του – αντικείμενο, π.χ. «Συνηθίζω να γράφω με μαρκαδόρο» (είναι αδιάφορο το τι γράφω).
¨ Ρήματα που στην ενεργητική διάθεση είναι μεταβατικά μετατρέπονται σε αμετάβατα στην μέση ή παθητική διάθεση, π.χ. «Οργανώνω το σχέδιο» μεταβατικό / «Το σχέδιο οργανώθηκε» αμετάβατο.
¨ Ρήματα που αλλάζουν διάθεση, χωρίς να αλλάξουν φωνή, αλλάζουν ανάλογα και τη μεταβατικότητά τους, π.χ. «Ο αέρας άνοιξε την πόρτα» μεταβατικό / «Η πόρτα άνοιξε» αμετάβατο.
¨ Η παράλειψη του συμπληρώματος (αντικειμένου), είτε επειδή έχει προαναφερθεί είτε γιατί εύκολα εννοείται μπορεί να θεωρηθεί ως μορφή αμετάβατης χρήσης (-Έγραψες την άσκηση; - Έγραψα).



 

DMCA.com Protection Status


author image

About the Author

This article is written by: Φιλόλογος Ερμής - He has already written over 2.200 articles for Φιλόλογος Ερμής. He has Graduate Diploma in Classical Philology, Postgraduate Diploma in Applied Pedagogic, and is Candidate Doctor(Dph) of Classical Philology. Stay touch with him or email him