της
Κατερίνας Τολίκα*
Οι απόψεις των ερμηνευτών για τα μορφικά αλλά και τα νοηματικά χαρακτηριστικά της ποίησης του Ελύτη είναι προφανώς ποικίλες. Αυτό που ενδιαφέρει είναι ότι ο Ελύτης με σύνεση ακολουθεί τους νόμους διαφορετικών τρόπων γραφής, παραδοσιακούς αλλά και νεωτερικούς, (κυρίως υπερρεαλιστικούς).
Από το ξεκίνημά του, ακουμπάει σε μια παράδοση, την οποία συγκροτεί με δικές τους επιλογές, ενώ το υλικό του συλλέγεται με τη δική του εποπτεία. Το αίσθημα της ανεξαρτησίας απέναντι στους δογματισμούς των σχολών χαρακτηρίζει την ποίησή του, ενώ και ο ίδιος μένει ανοιχτός με το «δικαίωμα της τελικής επιλογής» σε όλη του την πορεία. Το ίδιο αίσθημα ανεξαρτησίας προς τις ‘ετικέτες’, που κατά καιρούς του δόθηκαν από τους ερμηνευτές του, αναγνωρίζεται και μέσα στα δοκιμιακά του κείμενα, χωρίς ωστόσο, αυτός να κάνει οποιεσδήποτε προσωπικές αναφορές για όλους αυτούς. Αναφερόμαστε στις ετικέτες σύμφωνα με τις οποίες ο Ελύτης είναι διώκτης του καρυωτακισμού, ποιητής της χαράς, της νιότης, του φωτός967, του «Αιγαίου» κ.ο.κ. Ως ενδεικτικό παράδειγμα αναφέρουμε τις απόψεις του Ανδρ. Καραντώνη:
Από το ξεκίνημά του, ακουμπάει σε μια παράδοση, την οποία συγκροτεί με δικές τους επιλογές, ενώ το υλικό του συλλέγεται με τη δική του εποπτεία. Το αίσθημα της ανεξαρτησίας απέναντι στους δογματισμούς των σχολών χαρακτηρίζει την ποίησή του, ενώ και ο ίδιος μένει ανοιχτός με το «δικαίωμα της τελικής επιλογής» σε όλη του την πορεία. Το ίδιο αίσθημα ανεξαρτησίας προς τις ‘ετικέτες’, που κατά καιρούς του δόθηκαν από τους ερμηνευτές του, αναγνωρίζεται και μέσα στα δοκιμιακά του κείμενα, χωρίς ωστόσο, αυτός να κάνει οποιεσδήποτε προσωπικές αναφορές για όλους αυτούς. Αναφερόμαστε στις ετικέτες σύμφωνα με τις οποίες ο Ελύτης είναι διώκτης του καρυωτακισμού, ποιητής της χαράς, της νιότης, του φωτός967, του «Αιγαίου» κ.ο.κ. Ως ενδεικτικό παράδειγμα αναφέρουμε τις απόψεις του Ανδρ. Καραντώνη:
«Οι ‘Προσανατολισμοί’, με κατακλείδα τον παιάνα της ‘Τρελής ροδιάς’, είναι μια θριαμβευτική εξόρμηση για την κατάκτηση, για την προβολή μιας οργανικής υγείας, για τον εξοβελισμό των φαντασμάτων του καρυωτακισμού, που κρατούσαν δέσμιους τους νέους».
Για το ίδιο θέμα ο Ελύτης το 1974 δηλώνει:
«Δεν στρέφομαι εναντίον του Καρυωτάκη, που αυτός ανέβηκε τη σκάλα με δεξιοτεχνία και θάρρος κι αν έπεσε ήτανε από μια κακή εκτίμηση της σημασίας που μπορούσε να έχει η πτώση του. Βεβαιότατα όμως στρέφομαι εναντίον του γενικού αυνανισμού που ακολούθησε».
Γενιές κριτικών διατύπωσαν διάφορες απόψεις για την εμμονή του Ελύτη στο σύνθημα «χαρά – νιάτα – υγεία» και πλήθος εργασίες γράφτηκαν, θα συμπληρώναμε, για τον ποιητή του Αιγαίου, της Ελλάδας, της Φύσης κ.ο.κ.
Όμως, η ποίηση του Ελύτη δεν αντέχει στις ετικέτες, όπως άλλωστε συμβαίνει και με το έργο όλων των μεγάλων δημιουργών. Αν πάρουμε π.χ μια ακραία περίπτωση, την εξαγγελία της χαράς, της νιότης και της υγείας από τον Ελύτη, πριν την 4η Αυγούστου και τον μετέπειτα παραλληλισμό της υγείας του Ελύτη με την υγεία του Μεταξά, αυτός ο ‘εύκολος παραλληλισμός’ μόνο ζημίωσε τον ποιητή.
Η ανεξάρτητη ιδιοσυγκρασία του Ελύτη, η άρνησή του να υποκύψει σε οποιαδήποτε εξουσία, η άρνησή να ενταχθεί σε οποιοδήποτε σχηματισμό (παρά την αγάπη του στο Βενιζέλο), η υπεράσπιση του υπερρεαλισμού στα ελληνικά περιοδικά περισσότερο από τους ορθόδοξους υπερρεαλιστές, παρόλο που δεν ακολούθησε απόλυτα τις επιταγές του, η ύπαρξη μέσα στο έργο του παραδοσιακών και νεωτερικών στοιχείων, ελληνικών και ξένων, η αναγνώριση διάσημων και άσημων προσώπων της ιστορίας, της λογοτεχνίας, της καθημερινής ζωής, της χριστιανικής παράδοσης, της αρχαιοελληνικής και της νεοελληνικής αλλά και της δυτικής και των ανατολικών λαών, ο σεβασμός κυρίως στην ελληνική γλώσσα κ.ο.κ, θεωρούμε πως δείχνουν σαφέστατα την ποιότητα του ποιητή και το χρέος του απέναντι στην ελευθερία, την οποία με ποικίλους τρόπους αναζήτησε και ύμνησε. Ο λόγος του Ελύτη κατέχει μια θέση μοναδική στον κόσμο της ποίησης. Η αγωνία του ποιητή στη Μαρία Νεφέλη για ‘μια θέση στην ύπαιθρο των αισθήσεων’, η ‘αναγγελία’ μιας ιδιωτικής ηθικής της ηδονής, η ιδεαλιστική και ερωτική του άποψη για το ‘ήθος της γλώσσας’, η πίστη στη φαντασία ως προπομπό ‘της πραγματικότητας’, η αισιοδοξία του πώς οι κοινωνικοί θεσμοί αποσταθεροποιούνται μέσω του λόγου και της φαντασίας, μακριά από θεσμούς και λόγους, που η εξουσία καπηλεύεται (π.χ. πολιτική ιδεολογία), καταδεικνύουν τον ποιητή που δεν του αρμόζουν οι χαρακτηρισμοί ότι δεν ασχολήθηκε με κοινωνικά και πολιτικά θέματα ή ότι αγνόησε την πλευρά της ‘κοινωνικής επανάστασης’. Ο Αλ. Αργυρίου μιλάει για ‘ένα εκλεκτικό ιδιοσυγκρασιακό’ του Ελύτη και για ένα ‘ποιητικό ένστικτο’, που του ‘επέτρεπε να αποστασιοποιείται από κάθε λογής μονομέρειες’.
Ο ίδιος ο ποιητής πιστεύει ότι η ποίηση βρίσκεται ανάμεσα στον άνθρωπο και το Θεό. Ο Ελύτης παρά τη διαφωνία του για την ύπαρξη ημερολογίων, όπως αυτά που κρατούσαν ο Σεφέρης, ο Θεοτοκάς κ.ά, στον δοκιμιακό του λόγο, με έμμεσο τρόπο είναι άκρως αποκαλυπτικός προς όλα τα θέματα, που αφορούν κυρίως τη σχέση του με την ποίηση, την τέχνη και τους ανθρώπους της, τους καλλιτέχνες, τους κριτικούς, τους δασκάλους αλλά και τους αναγνώστες δημιουργούς. Παίρνει θέση για όλα όσα απασχολούν την τέχνη και τη ζωή.
Θεωρεί την ποίηση ‘σαν μια πηγή αθωότητας γεμάτης από επαναστατικές δυνάμεις’. Πιστεύει, επίσης, πως η αποστολή του ποιητή είναι να κατευθύνει αυτές τις δυνάμεις ‘επάνω σ’ έναν κόσμο απαράδεκτο για τη συνείδησή του’. Ελπίζει ότι ‘μέσα από συνεχείς μεταμορφώσεις’ ο κόσμος θα συμφωνήσει με τα όνειρά’ του. Μιλάει για μια μαγεία ‘σύγχρονου τύπου’, που ‘ο μηχανισμός της τείνει να αποκαλύψει την βαθύτερη πραγματικότητά μας’. Πιστεύει στις αισθήσεις και αποβλέπει στην πραγματική ελευθερία και τη δικαιοσύνη. Αντιστρατεύεται ‘όλες τις εξουσίες’ και δηλώνει ότι είναι ‘ένας ειδωλολάτρης που του έτυχε ν’ αγγίξει από το άλλο μέρος, άθελά του, την χριστιανική αγιότητα’.
Με την ερώτησή του, λοιπόν, «τα ‘Ε’ είναι άραγε από την Ελευθερία, την Ελλάδα ή την ερωτική Ελένη;», που περιέχεται στα «Μικρά Έψιλον», ο ποιητής δίνει την αίσθηση, όπως και σε όλο το έργο του, πως διατίθεται να αποδώσει στους αναγνώστες τον εαυτό του και ν’ απαντήσει σε τυχόν παρανοήσεις που έγιναν για το ποιος είναι και γιατί γράφει. Ο ποιητής δηλαδή, στο μέσον της εποχής του ’60 με τις ποικίλες ιδεολογικές, πολιτισμικές, κοινωνικές και πολιτικές ζυμώσεις, θα μιλήσει για τη γλώσσα της αθωότητας στην ποίηση.
Θεωρούμε ότι οι απόψεις του συζυγίζονται με τις απόψεις του R. Barthes, τόσο όσον αφορά την ‘κατεργαριά’ της γλώσσας, που είναι η λογοτεχνία, όσο και σχετικά με την ανύπαρκτη αθωότητα της γλώσσας. Στο έργο του Ελύτη, τα θέματα της μεταμορφωτικής δύναμης της τέχνης, της μαγείας, της βαθύτερης πραγματικότητας ή της, κατά τον Τίτο Πατρίκιο, ‘πραγματικής πραγματικότητας’, τα θέματα των αισθήσεων, της ελευθερίας, της διαρκούς επανάστασης προς τις εξουσίες, της αρχαιοελληνικής αλλά και της χριστιανικής θρησκείας κ.ο.κ, διαλέγονται με τα θέματα του υπερρεαλισμού, της ψυχανάλυσης, της γλωσσολογίας, της φιλοσοφίας αλλά κυρίως της λογοτεχνίας.
Στη «Δήλωση του ‘51» η ‘ποίηση’ με μικρό το αρχικό ‘π’ είναι η ‘Ομορφιά’, με κεφαλαίο ‘Ο’, ταυτιζόμενη σε ένα σχήμα πρωθύστερο με την «Ποίηση» του ’66. Γράφει ο ποιητής :
«Στην ποίηση προσπαθώ να περάσω από την ψυχολογική παρατήρηση και την ιδιοτυπία της προσωπικής περίπτωσης προς την απρόσωπη κατάσταση ενός άλλου είδους Ομορφιάς, που θέλω να φαντάζομαι ότι είναι και η Ομορφιά της εποχής μας».
Η άποψη του ποιητή το ’66 ‘πιστεύω στις αισθήσεις’, συνειρμικά
αντιστοιχεί στις απόψεις του ποιητή το ’51:
«Από το βασιλικό δρόμο των αισθήσεων (που τον πήρα αφού πρώτα πέταξα από πάνω μου όλα τα παραδομένα σχήματα) μου έτυχε να βγω πάλι στο σημείον όπου η ‘μεταφυσική’ μου ελέγχεται να είναι ‘φυσική’».
Το θέμα της δικαιοσύνης και του φωτός στο κείμενο «Δήλωση του’51» γεννά τη δικαιοσύνη και την ελευθερία του κειμένου «Δήλωση του ’66»:
«Πιστεύω στην επαναστροφή της Δικαιοσύνης, που την ταυτίζω με το φως, επάνω σ’ αυτόν τον κόσμο». Ως προς το θέμα της σχέσης της ποίησής του αλλά και του ίδιου με τον Θεό ή τους θεούς, δηλαδή όσον αφορά στη στερεοτυπία της διαρκούς διαμάχης που αφορά τον αρχαιοελληνικό τρόπο σκέψης και τον χριστιανικό, θα δηλώσει ξεκάθαρα στο κείμενο «Δήλωση του ’66»: «Είμαι ένας ειδωλολάτρης που του έτυχε να αγγίξει από το άλλο μέρος, άθελά του, τη χριστιανική αγιότητα». Η φράση του «όχι, δεν αγαπώ τους Θεούς που η λατρεία τους τελείται στο σκοτάδι» όπως διατυπώνεται στο κείμενο «Δήλωση του’51», φαίνεται πως έπρεπε να επαναδιατυπωθεί.
Το κείμενο με τίτλο «Δήλωση του ’51» θεωρούμε ότι ήταν φορτισμένο ιδεολογικά από την τραυματική εμπειρία του εμφυλίου πολέμου στην Ελλάδα, που τον ανάγκασε σε άρνηση των θεών του σκότους, των θεών – εξουσιών – συμφερόντων πάσης φύσεως. Στο κείμενο «Δήλωση του ’66», πιο ψύχραιμα, ο ποιητής δηλώνει τη σταθερή του άποψη, που υποστηρίζουμε ότι κυριαρχεί σε όλο του το έργο, και που αφορά τη σύνθεση και τη συμφιλίωση των φαινομενικά αντιθέτων. Στο κείμενο με τίτλο «Δήλωση του ’51» προειδοποιεί ο ποιητής ότι «η ελληνική παιδεία από το ένα μέρος και ο υπερρεαλισμός από το άλλο στάθηκαν η ‘άνω’ και η ‘κάτω’ οδός που μ’ έβγαζαν στον ίδιο σημείο».
Άλλωστε, λίγα χρόνια αργότερα στη Μαρία Νεφέλη για να ακυρώσει τις παρανοήσεις που εμφανίστηκαν, όσον αφορά το το έργο του και κυρίως μετά τον «Χαμένο ανθυπολοχαγό» ή το Άξιον Εστί, επιμένει μέσα από την προμετωπίδα της Μαρία Νεφέλης:
Μάντεψε, κοπίασε, νιώσε: Από την άλλη πλευρά είμαι ο ίδιος ή
Ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν μὴ ἀντιστῆναι τῷ πονηρῷ
Στις Δηλώσεις του ’51 και του ’66 δόθηκε μια σχετική βαρύτητα, γιατί σ’ αυτές ο ποιητής ξεκαθαρίζει τις θέσεις του για την ποίηση αλλά και γιατί θεωρούμε ότι προλαβαίνει τις παρανοήσεις, που τυχόν υπάρχουν για τον ίδιο και το έργο του.
*εκ της διδακτορικής διατριβής αυτής
«ΛΟΓΟΙ ΠΕΡΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΣTΟ ΕΡΓΟ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΤΩΝ»
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου