της
Βάλιας Μπουγάδη
Βάλιας Μπουγάδη
Γιάννης Ρίτσος, ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ
Η έννοια Ρωμιοσύνη χρησιμοποιείται ως ευρύτερη και λαϊκότερη της έννοιας ελληνισμός ή ελληνικότητα. Η «Ρωμιοσύνη», σε σχέση με τη λέξη «Ελληνισμός», που παραπέμπει περισσότερο στην επίσημη, κρατική ιδεολογία της αρχαιοελληνικής συνέχειας, ηχεί πιο λαϊκά, καθώς περιλαμβάνει την κληρονομιά των λαϊκών ανθρώπων και των αγώνων τους.
Ιδεολογικός, αγωνιστικός και αντιστασιακός ο χαρακτήρας της ποίησης του Ρίτσου. Στρατευμένη τέχνη.
Στενή σχέση φυσικού και ανθρώπινου στοιχείου: από το επίπεδο των φυσικών εικόνων γίνεται η μετάβαση στο επίπεδο των συναισθημάτων. Η φύση και οι άνθρωποι αντλούν δύναμη και θέληση για αντίσταση και αγώνα από το ίδιο το στοιχείο της στέρησης.
Ο αγώνας των ανθρώπων δεν έχει αντίπαλο: αυτό που ενδιαφέρει είναι η ψυχική κατάσταση του αγωνιστή και όχι μια περιγραφή των μαχών. Ο ποιητής δεν γράφει ιστορία, δεν καταθέτει μαρτυρία, αλλά καλεί σε κοινό αγώνα.
Ο τόνος του ποιήματος, με τις επαναλήψεις στους διαδοχικούς στίχους και με τον ίδιο ρυθμό στις ενότητες, θυμίζει τραγούδι, εμβατήριο, παιάνα.
Αν και το ποίημα είναι γραμμένο σε ελεύθερο στίχο, με τη θεματική και την εικονοποιία του, αλλά και την επιλογή συγκεκριμένων λέξεων (ντουφέκι, καραούλια, βιγλίζοντας, βόλια) δημιουργεί μια ατμόσφαιρα κοντινή με εκείνη των κλέφτικων τραγουδιών.
Ο ποιητής-αφηγητής μιλάει ως εκπρόσωπος όλων και ως παντογνώστης αφηγητής.
Τα υπερρεαλιστικά[1] στοιχεία δένονται αρμονικά με αφομοιωμένα στοιχεία της ελληνικής ποιητικής παράδοσης.
ΣΧΟΛΙΑ
Η Ρωμιοσύνη του Γιάννη Ρίτσου γραμμένη στο διάστημα 1945-47, μια ιδιαίτερα κρίσιμη περίοδο της ελληνικής Ιστορίας (όταν, μετά τα Δεκεμβριανά του’ 44 και τη συμφωνία της Βάρκιζας το Φεβρουάριο του 1945, ο αγώνας των αριστερών αντιστασιακών οργανώσεων του ΕΑΜ φαίνεται χαμένος και η πολιτική αντιπαράθεση οδηγεί στη δεύτερη και αιματηρότερη περίοδο του Εμφυλίου Πολέμου), αποτελεί έναν ύμνο στο πνεύμα αντίστασης του ελληνικού λαού, που, κατά τον ποιητή, συνιστά τη διαχρονική ουσία του ελληνικού τόπου και των ανθρώπων του.
Ενότητα Ι
Πρώτο μέρος: Στ. 1-16 - Δεύτερο μέρος: Στ. 17-45
Στο πρώτο μέρος κυριαρχεί το ελληνικό τοπίο, στο δεύτερο οι άνθρωποι.
Η διάκριση, βέβαια, αυτή δεν είναι απόλυτη, γιατί:
α) σε ορισμένους στίχους του πρώτου μέρους προβάλλονται οι άνθρωποι (στ. 13-16) και
β) σε όλη την ανθολογούμενη ενότητα, όπως και σε ολόκληρη την ποιητική σύνθεση, το ελληνικό τοπίο αποτελεί το βάθρο, όπου ζουν και αγωνίζονται οι άνθρωποι.
Πρώτο μέρος: Στ. 1-16
Στ. 1-4 Ασυμβίβαστη φύση – ασυμβίβαστοι άνθρωποι. Οι 4 πρώτοι στίχοι αποτελούν και εισαγωγή στον πυρήνα του ποιήματος. Δημιουργούν τη γενική ατμόσφαιρα του ποιήματος και δίνουν τις πρώτες εικόνες για τη φύση του τοπίου και των ανθρώπων. Στο αποτέλεσμα αυτό οδηγεί κυρίως η πανομοιότυπη συντακτική δομή του κάθε στίχου, που με την επανάληψή της ο ποιητής εκφράζει την ψυχική του ένταση. Για να πετύχει την έκφραση αυτής της έντασης, ο ποιητής δε διστάζει να επαναλάβει ορισμένες λέξεις ή να δώσει στους στίχους την ίδια συντακτική δομή, που ακολουθεί το εξής σχήμα:
Δεικτική αντωνυμία + Υποκείμενο + ρήμα + προσδιορισμός
Υποκείμενο: όλα τα υποκείμενα είναι ουσιαστικά. Συγκεκριμένα των στίχων 1-2 έχουν σχέση με το φυσικό τοπίο (τα δέντρα, οι πέτρες), ενώ των στίχων 3-4 με τους ανθρώπους (τα πρόσωπα, οι καρδιές). Επιθετικός προσδιορισμός όλων αυτών των υποκειμένων είναι πάντοτε η δεικτική αντωνυμία σε πληθυντικό αριθμό, άλλοτε ουδετέρου και άλλοτε θηλυκού γένους. Είναι τοποθετημένη πάντοτε στην αρχή του στίχου.
Ρήμα: Συνοδεύεται σε όλους τους στίχους από το αρνητικό μόριο δε(ν) και είναι πάντοτε το ίδιο [βολεύονται].
Προσδιορισμοί: Οι επιρρηματικοί προσδιορισμοί εκφραστικά διαφοροποιούνται, νοηματικά όμως αποδίδουν ό,τι θέλει να τονίσει ο ποιητής από την αρχή του ποιήματος.
Όπως συμβαίνει στην ποίηση, ο λόγος του ποιητή δεν είναι ποτέ άμεσος, αλλά έμμεσος και υπαινικτικός. Λειτουργεί με σύμβολα. Αυτό δε σημαίνει ότι τα πράγματα (έμψυχα ή άψυχα) εξαφανίζονται. Υπάρχουν και μάλιστα πολύ ζωντανά. Λειτουργούν όμως σε δύο επίπεδα, το κυριολεκτικό και το μεταφορικό. Αντιπροσωπεύουν κάτι. Έτσι τα δέντρα και οι πέτρες είναι αντιπροσωπευτικά στοιχεία του ελληνικού φυσικού τοπίου. Το ίδιο και ο ουρανός. Το ελληνικό τοπίο είναι συνυφασμένο μ’ έναν άπλετο ουρανό, που κατά τον ποιητή αποτελεί και το βασικό στοιχείο ύπαρξης των δέντρων˙ αν όμως για τα δέντρα βασικό στοιχείο ύπαρξης είναι ο άπλετος ουρανός (έτσι αναπνέουν ελεύθερα), για τις πέτρες (κύριο συστατικό του ελληνικού τοπίου) είναι η ελευθερία, η απαλλαγή από κάθε ξένο κατακτητή. Για τους ανθρώπους (στ. 3-4) βασικό στοιχείο ύπαρξης είναι ο ήλιος (στοιχείο φυσικό και πνευματικό συνάμα) και το δίκιο (στοιχείο καθαρά πνευματικό). Φυσικά, εκείνο που εκφράζουν τα φυσικά στοιχεία αναφέρεται στους ανθρώπους. Τοπίο όμως και πρόσωπα είναι άρρηκτα συνδεμένα. Γι’ αυτό και ζουν με τους ίδιους κανόνες ύπαρξης: τα δέντρα θέλουν άπλετο ουρανό, τα πρόσωπα ήλιο, οι πέτρες θέλουν ελευθερία, οι καρδιές δικαιοσύνη.
στ. 5-16. Όλοι οι στίχοι αποτελούν στην ουσία ανάπτυγμα του στίχου που αρχίζει κι αυτός με δεικτική αντωνυμία: ετούτο το τοπίο είναι σκληρό σαν τη σιωπή. Απ’ αυτή τη σκληρότητα θ’ απορρεύσει η ένδεια και η στέρηση, βασικά συστατικά του ελληνικού τοπίου, όπου κυριαρχεί το φως. Σκληροί άνθρωποι, σιωπηλοί, αποφασισμένοι.
Με τους στ. 5-9 έχουμε μια ιδιαίτερη αίσθηση του ελληνικού τοπίου, που κύρια χαρακτηριστικά του είναι η σκληράδα, το ανελέητο φως του ήλιου, που εδώ ο ποιητής το βλέπει κυρίως σαν ένα στοιχείο που ξεραίνει τα πάντα, θα το αποδώσει με τις φράσεις «τα πυρωμένα λιθάρια», «τις ορφανές ελιές», «μονάχα φως», «ο δρόμος χάνεται στο φως», Η στέρηση και η ένδεια είναι συνυφασμένες επίσης με αυτές τις εικόνες.
Ο ήλιος (ήδη από το στίχο 3) είναι στοιχείο καθοριστικό. Το φως, ο ήλιος, κυρίαρχο στοιχείο της ελληνικής φύσης, μέσα από την ελληνική λογοτεχνία, από την εποχή του Ομήρου, ανάγεται σε σύμβολο Ελευθερίας και διανόησης.
Το τοπίο είναι σκληρό σαν τη «σιωπή». Το επίθετο «σκληρό» έχει σχέση με την ύλη και την αφή, συνδυάζεται με τον ήχο και την απουσία του, τη σιωπή. Το ρήμα «σφίγγει» επανέρχεται τρεις φορές, για να τονίσει τα αρρενωπά και θηλυκά στοιχεία του τόπου (ίσως με τη σημασία της προστασίας που παρέχει η μητρική αγκαλιά) και την τρίτη φορά, για να δηλώσει την ηθική στάση και την αντοχή, σφίγγει τα δόντια, για να εκφράσει την οργή, το πείσμα και την απόφαση της αντίστασης. Η μάντρα οδηγεί συνειρμικά στον τοίχο, όπου έστηναν οι Γερμανοί τους αγωνιστές και τους εκτελούσαν. Η μάντρα ίσως να είναι το σκοπευτήριο της Καισαριανής.
Συγκερασμός παρελθόντος –παρόντος: Από το στ. 10 το τοπίο γίνεται εκφραστής του παρελθόντος, που συνεχώς μπλέκεται με το παρόν. Η μετατόπιση από το παρελθόν στο παρόν γίνεται με το μαρμάρωσαν που χρησιμοποιείται μεταφορικά: όχι μόνο τα φυσικά στοιχεία (τα δέντρα, τα ποτάμια), αλλά κι οι ανθρώπινες φωνές (οι φωνές) μαρμάρωσαν (ακινητοποιήθηκαν, έμειναν όπως ήταν) λουσμένες στον ήλιο (με το να τα λούζει ο ήλιος παρουσιάζεται σαν να τ’ ασβεστώνει˙ ασβέστης είναι το φως του ήλιου).
Στο στ. 11 η λέξη «μάρμαρο» παραπέμπει στο παρελθόν˙ τα υπολείμματα του παρελθόντος είναι τόσο πολλά, που η ρίζα του κάθε φυτού σκοντάφτει σε κάτι παλιό. Στους στίχους 11-13 ο λόγος γίνεται πυκνότερος, ελλειπτικότερος και κοφτός. Στις φράσεις «τα σκονισμένα σκοίνα» «Το μουλάρι κι βράχος» λείπει το ρήμα (λογικά είναι το σκοντάφτουν). Το ρήμα «λαχανιάζουν» δεν έχει υποκείμενο. Ο λόγος εδώ με την ελλειπτικότητα και την ασάφειά του αποκτά κάποια ένταση, που σκοπό έχει να τονίσει αυτή τη συνύπαρξη του παρελθόντος με το παρόν, το λαχάνιασμα, την αγωνία, τη δίψα των πάντων (έμψυχων κι άψυχων). Η ένταση αυτής της δίψας (κυριολεκτικής και μεταφορικής: οι άνθρωποι διψάνε για ελευθερία και δικαιοσύνη) και της στέρησης συνεχίζεται στον ίδιο ρυθμό στο στ. 13, όπου το «μια μπουκιά ουρανό» θέλει να δείξει πως είναι το μόνο στοιχείο που έχουν απλόχερα. Ο ουρανός είναι σύμβολο ανάτασης, η ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο. Η φράση «χρόνια τώρα» δείχνει βέβαια τη χρονική διάρκεια, αλλά ταλαντεύεται ανάμεσα στην προηγούμενη (όλοι διψάνε) και την επόμενη πρόταση.
Το πρώτο μέρος τελειώνει με μια παρομοίωση: όπως φαντάζει ένα κυπαρίσσι το λιόγερμα ανάμεσα σε δυο βουνά, έτσι είναι σφηνωμένη (και φαντάζει) μια βαθιά χαρακιά ανάμεσα στα φρύδια τους, σημάδι της αγρύπνιας
(που, όπως θα φανεί απ’ το δεύτερο μέρος, οφείλεται στο συνεχή πόλεμο και τον αγώνα). Το ότι τα φρύδια τους αντιστοιχούν στα δύο βουνά μάς μεταφέρει στον κόσμο του έπους. Η βαθιά χαρακιά της αγρύπνιας και το κυπαρίσσι έχουν αντίστοιχο φόντο: το κοκκίνισμα των ματιών και το κόκκινο φως του ήλιου στη δύση του. Έτσι, με την επική αυτή εικόνα, το πρώτο μέρος κλείνει παρουσιάζοντας τους αγωνιστές σε μια διαρκή ένταση πολεμική.
Δεύτερο μέρος στ. 17-45
Στ. 17-22 Στους τρεις πρώτους στίχους (στ. 17-19) η ένταση (εξωτερική και εσωτερική) και η διάρκεια του αγώνα δίνονται με εικόνες, που παρουσιάζουν τον άρρηκτο δεσμό ψυχής – χεριού – ντουφεκιού: το καθένα είναι συνέχεια του άλλου. Η εικόνα της ακατάπαυστης αυτής προσπάθειας και του ασταμάτητου αγώνα ολοκληρώνεται με δυο ακόμα εικόνες, του θυμού και του καημού τους. Φυσικά εδώ πρόκειται για ένα επαναστατικό θυμό (αφού αυτοί, στους οποίους αναφέρεται ο ποιητής και δεν τους κατονομάζει ρητά, είναι οι αγωνιστές, οι αντάρτες της Κατοχής). Όσο για τον καημό τους, αυτός μπορεί να θεωρηθεί ότι συσσωρεύει επιθυμίες ανεκπλήρωτες όχι μόνο σύγχρονες, αλλά αιώνων. Ο θυμός εκφράζεται με τα χείλη κι ο καημός φωλιάζει μες στα μάτια τους, σαν ένα αστέρι σε μια γούβα από αλάτι (το αστέρι καθρεφτίζεται στο αλάτι – μεγάλο το βάθος του καημού). Ο καημός της Ρωμιοσύνης, που λάμπει βαθιά στα μάτια, τα κοκκινισμένα από την αγρύπνια, γίνεται το στοιχείο του ήθους τους, που τους ηρωοποιεί και τους μεταμορφώνει σε εξιδανικευμένες μυθικές μορφές, που ενσαρκώνουν το αρχέτυπο του ήρωα-μάρτυρα, βιγλάτορα της ελευθερίας. Οι στίχοι 17-22 αποτελούν έναν ύμνο στο αγωνιστικό φρόνημα των ανθρώπων που προασπίζονται αυτόν τον τόπο, ανακαλώντας στη μνήμη το πνεύμα των κλέφτικων τραγουδιών, των βυζαντινών ακριτικών τραγουδιών, των Ομηρικών επών, αλλά και στίχους των Ελεύθερων Πολιορκημένων του Σολωμού. Ο διαρκής αγώνας δίνεται ποιητικά με το χέρι και το τουφέκι, που έγιναν ένα, με την ψυχή και το χέρι που ταυτίζονται, γιατί εμπνέονται από υψηλά ιδανικά. Ο θυμός και το πείσμα δίνονται ποιητικά και εικαστικά ως λαϊκή ζωγραφική. Άλλωστε, η ποίηση συνομιλεί με τη ζωγραφική, ιδιαίτερα στους υπερρεαλιστές, στους οποίους εν μέρει εντάσσεται και ο Ρίτσος.
Στ. 23-26. Οι στίχοι αυτοί, στους οποίους αντικαθρεφτίζεται η ψυχική τους μεγαλοσύνη, αποπνέουν την αισιοδοξία και την εμπιστοσύνη του ποιητή. Αρχίζουν πάντοτε με μια χρονική πρόταση [όταν…], που η καθεμιά ανταποκρίνεται σε μια καίρια κατάσταση της ζωής τους, που μπορεί να δοθεί με το ουσιαστικό αγώνας, χαμόγελο, ύπνος, θάνατος. Όταν σφίγγουν το χέρι : εκδήλωση βαθιάς και ειλικρινούς φιλίας, ανθρώπινης ζεστασιάς και αλληλεγγύης, και τότε εξασφαλίζεται η σωστή πορεία του κόσμου, η δικαιοσύνη, η αλήθεια, ο ευαγγελισμός της ιστορίας. Αγωνίζονται με τέτοια σιγουριά, που τη μεταδίνουν και στον ήλιο. Το χαμόγελό τους εξακοντίζει τρυφερότητα και εκπέμπει μήνυμα ελπίδας μέσα απ` την αγριάδα της γενειάδας τους, το μικρό χελιδόνι είναι αγγελιαφόρος μιας αιώνιας άνοιξης. Με τη φράση «δώδεκα άστρα πέφτουν απ’ τις άδειες τσέπες τους» ο ποιητής θέλει να δώσει όλο τον ονειρικό και μαγικό κόσμο του ύπνου τους. Η πτώση των άστρων ίσως είναι μια θεοσημία, ένα μήνυμα ελπίδας (άστρο της Βηθλεέμ). Ο θάνατός τους δεν οδηγεί στην ήττα και τη συντριβή. Αντίθετα, ενδυναμώνει την έφεση για αγώνα και ζωή.
Στ. 27-39. Οι στίχοι αγκαλιάζουν όχι μόνο το παρόν, αλλά και το παρελθόν. Κυρίαρχο στοιχείο τους οι ακατάπαυστοι αγώνες τους, ειρηνικοί ή πολεμικοί. Κινούνται σ’ ένα κλίμα, που διαφοροποιείται έντονα από το κλίμα των προηγούμενων στίχων: στους στ. 23-26 σιγουρεύουν τον ήλιο, ο θάνατός τους αποτελεί βεβαίωση πως η ζωή τραβάει τον ανηφορικό της δρόμο˙ αντίθετα από το στ. 27 ο επικός αυτός τρόπος γραφής υποχωρεί σ’ έναν πιο ρεαλιστικό και γι’ αυτό περισσότερο δραματικό τρόπο έκφρασης. Εκείνο που απομένει απ’ όλο αυτό τον ακατάπαυστο αγώνα είναι η πίκρα κι ο θάνατος (στ. 31-34). Η ποιητική γραφή γίνεται ρεαλιστική και δραματική, εστιάζεται σε εικόνες ερήμωσης, έσχατης δοκιμασίας και θανάτου, που θυμίζουν την περίοδο της Κατοχής, αλλά ανακαλούν και τη διαρκή πολιορκία της Ρωμιοσύνης από ποικίλους εχθρούς, στην αρχαιότητα, στο Βυζάντιο, τη νεότερη εποχή, με την έμφαση που δίνεται στην πρόταξη του χρονικού προσδιορισμού τόσα χρόνια και με την επανάληψη του όλοι πεινάνε, όλοι διψάνε, όλοι σκοτώνονται. Η χρήση σ` όλο το ποίημα του γ΄ πληθυντικού προσώπου και η εμφατική χρήση του επιθέτου όλοι καθώς και του ενεστωτικού χρόνου των ρημάτων τονίζει τη συλλογικότητα του αγώνα, και της εγρήγορσης τόσο στη συγχρονική όσο και στη διαχρονική του διάσταση. Η εγρήγορση, η αγρύπνια είναι ριζωμένη στην ψυχοσύνθεση του ελληνικού λαού, γραμμένη στα γονίδιά του. Υπέρτατο παράδειγμα οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι του Σολωμού, όπου οι μάρτυρες αγωνίζονται, όχι μόνο να νικήσουν τον εχθρό αλλά κυρίως να υπερβούν και να υποτάξουν τον πειρασμό του έρωτα και της ζωής.
Τη λιτότητα της περιγραφής των στ. 27-30 ακολουθεί η μεταφορική απόδοση της ένδειας, της καταστροφής και του θανάτου, με τον αγέρα που έριξε πόρτες και πασχαλιές, την αρμύρα που πότισε τα σπίτια τους, τα σπίτια που πλημμύρισαν απ` τη φουρτουνιασμένη θάλασσα.
Ο στίχος: από τις τρύπες του πανωφοριού τους μπαινοβγαίνει ο θάνατος, μαρτυρεί την καθημερινή εμβίωση του θανάτου, της φυλακίσεις, τα βασανιστήρια, της εξορίες, της εκτελέσεις.
Η αναφορά στο στίχο 33 στα σκυλιά τους που πέθαναν τυλιγμένα στον ίσκιο τους, ίσως είναι απήχηση της Οδύσσειας και του πιστού σκυλιού του Οδυσσέα, ΄Αργου, που χρόνια περίμενε τον κύριό του για να πεθάνει μόλις τον αναγνώρισε, μνεία στη διάρκεια της αναμονής μιας λύτρωσης-δικαίωσης ή και απλώς της επιστροφής των αγωνιστών.
Στ. 35-37. Οι στίχοι είναι υπαινικτικοί και υποδηλώνουν τη θλίψη του ποιητή για τη συντριβή του ένοπλου αγώνα. Το ότι βέβαια παρουσιάζονται «πετρωμένοι πάνω στα καραούλια» δηλώνει τη συνέχιση του αγώνα τους, την επιμονή τους. Η ποιητική του χώρου διευρύνεται με τα καραούλια ψηλά και κάτω το πέλαγος, η δράση και η ιστορική περιπέτεια δίνονται μεταφορικά και αλληγορικά, με ανθρώπους αποφασισμένους για ζωή ή θάνατο. Απέναντί τους έχουν το μανιασμένο πέλαγο (στοιχείο εχθρικό), «όπου βούλιαξε το σπασμένο κατάρτι του φεγγαριού». Η εικόνα αυτή ασφαλώς εκφράζει μια τραυματική εμπειρία του ποιητή κι υποδηλώνει συντριβή του οράματός τους. Εξακολουθούν δηλαδή και πολεμούν έχοντας μπροστά τους κατατσακισμένο το όραμά τους. Η Ελλάδα παρουσιάζεται, συνεκδοχικά ως κατάρτι καραβιού, το μανιασμένο πέλαγο ως εχθρός (θυμίζει Σολωμό) και οι άνθρωποι μένουν πιστοί στο καθήκον τους, ημέρα και νύχτα.
Στ. 38-39. Οι δυο μετεωρισμένοι στίχοι εστιάζουν στην έλλειψη των πλέον απαραίτητων για τη ζωή και τον αγώνα «Το ψωμί σώθηκε, τα βόλια σώθηκαν,/ γεμίζουν τώρα τα κανόνια τους μόνο με την καρδιά τους.», οπότε το μόνο που τους μένει είναι η ψυχική τους δύναμη και η πίστη στο δίκαιο του αγώνα τους. Ο ποιητής με την υπέροχη ποιητική σύλληψη αποκαλύπτει τη δύναμη της θέλησης και την αξία του αγώνα για ελευθερία. (σύγκριση με τους Ελεύθερους Πολιορκημένους του Σολωμού).
Στ. 40-45. Το ποίημα οδηγείται στην κορύφωση μέσα από έντονο λυρισμό, από υπέροχες εικόνες, ιδέες, αξίες και λεκτικές επιλογές με κατακλείδα στην τελευταία στροφή την ασύλληπτη δύναμη των αγωνιστών, που αναδεικνύεται και με τη λογική αντίφαση, που, παρά τις στερήσεις και τους θανάτους, φέρνουν το νέο μήνυμα της ζωής, με τη λάμψη των ματιών τους.
Ο ποιητής προφητεύει το μέλλον ως παρόν με την επικράτηση της Ελευθερίας και Δικαιοσύνης «μια μεγάλη σημαία, μια μεγάλη φωτιά κατακόκκινη» (πολιτικό στίγμα, στρατευμένος ποιητής) ως οικουμενικό σύμβολο, που διαχέεται παντού με τα χιλιάδες περιστέρια «για τις τέσσερις πόρτες του ορίζοντα». Έτσι ο ποιητής οραματίζεται τον αγώνα για ελευθερία, αλλά και για κοινωνική επανάσταση με οικουμενική προοπτική (η οικουμένη ως ένα σπίτι).
***
ΚΕΙΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΗ ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ
(από το βιβλίο του καθηγητή)
1. «Εκείνο που είναι απαραίτητο να καταλάβει κανείς για τη Ρωμιοσύνη με άλλα λόγια, είναι ότι η εμπειρία στην οποία αναφέρεται η τραγική περίοδος ανάμεσα στη γερμανική κατοχή και τον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο -που, από την άποψη του ποιητή, σημαίνει την περίοδο κατά την οποία προδόθηκε η αντίσταση- βλέπεται με τα μάτια ενός εξιδανικευμένου Ρωμιού, και εκφράζεται με τη γλώσσα και το ρυθμό της ρωμέικης αντίληψης, δηλαδή τη γλώσσα και το ρυθμό της ακόμα ζωντανής προφορικής παράδοσης, που φτάνει μέχρι τα ηρωικά κλέφτικα τραγούδια του '21 και της Τουρκοκρατίας, και μέσα από τα βυζαντινά ακριτικά τραγούδια στα Ομηρικά έπη. Ο ποιητής με άλλα λόγια είναι ο βάρδος του λαού, όπως ήταν άλλοτε ο τραγουδιστής των μύθων, αν και αυτό που μας διηγείται δεν είναι μια ιστορία. Ακριβώς γιατί θεωρεί τον εαυτό του σαν ένα βάρδο της Ρωμιοσύνης, αρχίζοντας το ποίημα, παρουσιάζει αυτούς που υμνεί, τόσο τους ζωντανούς όσο και τους νεκρούς σαν πάνω απ' όλα ανθρώπους που αγαπάνε το ελληνικό χώμα τόσο έντονα, ώστε παρά την πρόσκαιρη ήττα είναι απόλυτα σίγουροι ότι δεν θα αντέξει για πολύ έναν ξένο καταχτητή, είτε πέρα από τα σύνορα της Ελλάδας, είτε μέσα απ' αυτά έρχεται, είτε φυσικά, είτε πνευματικά επιβάλλεται».
Maria Banus, Γιάννης Ρίτσος, Μελέτες για το έργο του
2. «Η Αντίσταση ενέπνευσε και τη Ρωμιοσύνη, ένα από τα γνωστότερα ποιήματα του Ρίτσου (1945-1947), αν και τα χρονολογικά πλαίσια της Αντίστασης έχουν κάπως πλατύνει. Τα τέσσερα χρόνια της αντιφασιστικής πάλης θεωρούνται από τον ποιητή, όχι σαν ένα επεισόδιο της εθνικής ιστορίας που αποπερατώθηκε, αλλά σαν φαινόμενο στροφής, που καθόρισε μια νέα πορεία της ζωής, που θα είναι επίσης πάλη. Οι αρχές της Αντίστασης, το νέο κοινωνικό ιδεώδες που πρόβαλε, ο Ρίτσος το απλώνει πάνω από το μέλλον της Ελλάδας. Από τώρα και στον αιώνα των αιώνων».
Σόνια Ιλiνσκαγια, Γιάννης Ρίτσος, Μελέτες για το έργο του
3. «Αλλά για το Ρίτσο, η Ρωμιοσύνη δεν είναι μόνο υπόθεση χώρου, είναι επίσης και υπόθεση χρόνου. Το ελληνικό τοπίο με άλλα λόγια, δεν είναι παρά το στημόνι στο πλούσιο ποιητικό υφαντό. Υπάρχει επίσης -και ταυτόχρονα- η συναίσθηση των τρομερών μετατοπίσεων της Ελληνικής Ιστορίας. Και εδώ πάλι η αγάπη που γεννάει την ταυτότητα ανάμεσα στον άνθρωπο και το τοπίο, ανακαλύπτει τη ζωτική συνέχεια που υπάρχει στα σπασμένα και σκόρπια περιγράμματα του ελληνικού παρελθόντος, με άλλα λόγια της ελληνικής μνήμης.
Η Ρωμιοσύνη είναι ένα μάλλον πολύστιχο ποίημα, η υπόθεση του οποίου είναι στην ουσία επική, ως προς τη φύση και το στόχο. Αλλά, σε σημαντικό βαθμό, δεν αναπτύσσεται γραμμικά, σύμφωνα με μια αφηγηματική ή μια ιδεογραφική σύνταξη. Η χρονική του μορφή, δηλαδή, δεν είναι ούτε αδιάπτωτη, κινούμενη οριζόντια από μιαν αρχή, που περνάει από ένα ενδιάμεσο στάδιο, προς ένα τέλος, ούτε διαλεκτική, κινούμενη από μια θέση σε μιαν αντίθεση, και από κει σε μια σύνθεση. Μάλλον το ποίημα συγκεντρώνεται τόσο έντονα σε μια συγκεκριμένη ιστορική κατάσταση, που ξανοίγεται κατακόρυφα στις απώτερες προσεγγίσεις του ελληνικού παρελθόντος. Για να είμαστε πιο ακριβείς, η «δημοτική φαντασία» του Ρίτσου, και η δυναμική γλώσσα που την εκφράζει, ανακαλύπτει ή υποδηλώνει την αποκάλυψη εκείνου που υπάρχει κιόλας, αποκαλύπτει έναν μνημονικό χρόνο μέσα στον οποίο, όλες οι «εποχές» της Ελληνικής Ιστορίας είναι συνεχώς παρούσες, έναν χρόνο όπου τα κομμάτια του καιρού, τα θραύσματα της Ελληνικής Ιστορίας -η εικόνα των Κλεφτών της Τουρκοκρατίας και της Ελληνικής Επανάστασης, των Ακριτών φρουρών των βυζαντινών θεμάτων, των ομηρικών πολεμιστών- αναδύονται μέσα από μιαν υποσύνειδη φυλετική μήτρα, επιτυγχάνοντας την ταύτιση και τη συνέχεια με τη σύγχρονη εικόνα -των ανταρτών της αντίστασης. Η δημοτική φαντασία του Ρίτσου με άλλα λόγια, μεταμορφώνει μια σειρά από νεκρά παρελθόντα σε μια ζωντανή παρουσία, που φυσικά θα πρέπει να την αντιληφθεί κανείς συγχρονικά.
Είναι με άλλα λόγια η Ρωμιοσύνη του Ρίτσου -η μεγάλη του περηφάνεια και αγάπη για τους σύγχρονους του που υπόφεραν μαζί του, για τη γη τους, και την ιστορία τους- που σαν τη Ρωμιοσύνη των ανθρώπων τους οποίους εξυμνεί, ανακαλύπτει στη μήτρα της φαντασίας του, δηλ. στη φυλετική του μνήμη, μιαν υπερπραγματική ενότητα ανάμεσα σε πράγματα διαφορετικά μεταξύ τους, αρμονία μέσα στον ανταγωνισμό, μιαν ολότητα μέσα στο κομμάτιασμα και, εξελικτικά μεταμορφώνει τα κλειστά σύνορα ενός ταπεινού, ξεπεσμένου και καταπιεστικού χώρου σε μιαν ηρωική ελληνική πατρίδα που η ίδια είναι ένας μικρόκοσμος μιας ηρωικής οικουμένης».
W. V. Spanos, , Γιάννης Ρίτσος, Μελέτες για το έργο του
4. «Στη Ρωμιοσύνη το αντιστασιακό πνεύμα το εκφράζουν όχι μόνο οι «κάτοικοι» της ελληνικής γης, που αγρυπνούν πάντα με τα όπλα στο χέρι, αλλά και η φύση ακόμα, που δε συμβιβάζεται εύκολα με τους ξένους κατακτητές: «αυτές οι πέτρες δε βολεύονται κάτου απ' τα ξένα βήματα». Ασυμβίβαστη φύση, ασυμβίβαστοι άνθρωποι, ειδικά όταν πεινάνε: έτσι, πάλι στη Ρωμιοσύνη παίρνει κοινωνικό χρώμα η «ακαταδεξιά του ανθρώπου που πεινάει». Όλα μπορούν να γκρεμιστούν, αλλά η πολιτεία, ακόμα και μέσα από τα χαλάσματα της καταστροφής, παραμένει αδάμαστη, «με τ' ατίθασα ερείπια» της» [.,.].
Από τις συλλογές που αναφέραμε παραπάνω σαν άμεσα πραγματευόμενες το θέμα της επαναστατημένης πολιτείας, πιο διεξοδικά αναπτύσσει την ιδέα του οχυρωμένου στρατοπέδου η Ρωμιοσύνη. Πέρα από τα διάφορα συγκεκριμένα χωρία ολόκληρο το σκηνικό της Ρωμιοσύνης ανακαλεί την εικόνα ενός τόπου πολιορκημένου από τη γη και από τη θάλασσα. Αυτό που περισσότερο εντυπωσιάζει είναι ότι αυτή η κατάσταση πολιορκίας απλώνεται σε μια ακαθόριστη χρονική και τοπική διάσταση, όπου ανακατεύονται διάφορα γεγονότα και πρόσωπα, όχι σύμφωνα με την ιστορική τους διαδοχή, αλλά σ' ένα συγχρονικό επίπεδο, που τα εξισώνει όλα, και όπου πολύ σωστά έχει εντοπιστεί η λαϊκή απήχηση της ιστορικής μνήμης. Θα μπορούσε να προστεθεί ότι δεν πρόκειται μόνο για ανακάτεμα χθεσινών και σημερινών γεγονότων όσο για ανάμιξη ιστορίας και μύθου. Και, η ανάμιξη αυτή, είναι ακριβώς το στοιχείο που καθιστά πιο ελκυστική -σ' ένα επίπεδο γνήσια λαϊκό-την αντίληψη του ελληνισμού, χάρη στη συγχώνευση του πραγματικού στοιχείου (της ιστορίας) με το φανταστικό (το μύθο). Μα τι άλλο είναι η συγχώνευση του μύθου και της ιστορίας παρά το μυθιστόρημα; Και μυθιστόρημα -με την πραγματική σημασία της λέξης-είναι η αναδρομή στην πορεία του ελληνισμού, που ο κάθε σταθμός της είναι μια δραματική πάλη, μια πολιορκία με δύσκολη, αλλά νικηφόρα, έκβαση. Η πολιορκία είναι -όπως είπαμε-το κύριο γνώρισμα της Ρωμιοσύνης, που αποτελεί ύμνο στον αρματωμένο ελληνικό λαό, στους «αντάρτες» όλων των εποχών. [...].
Η πολιορκία, με τη σειρά της, είναι απαραίτητη προϋπόθεση για ν' αναπτυχθεί η δεύτερη κατάσταση, δηλαδή η αγρύπνια, το κατεξοχήν χαρακτηριστικό στοιχείο της ρωμιοσύνης. Δεν είναι συμπτωματικό που κάτω από τον τίτλο Αγρύπνια συμπεριλαμβάνονται, ανάμεσα στα άλλα, και οι συλλογές Ρωμιοσύνη και Η Κυρά των Αμπελιών, που τόσο πολύ είναι εμποτισμένες από ελληνικότητα. Δεν είναι πάλι τυχαίο που κάτω από τον τίτλο -και επομένως σαν επεξήγηση του- αναφέρεται ο στίχος του Σολωμού «Πάντα ανοιχτά, πάντα άγρυπνα τα μάτια της ψυχής μου». Έχει πραγματικά μεγάλη σημασία το ότι ο Ρίτσος, στις στιγμές των σοβαρότερων εθνικών κινδύνων, αλλά και των τολμηρότερων ελπίδων, θέλησε ν' ανατρέξει στο παράδειγμα του εθνικού ποιητή. Έτσι συνέδεσε το βαθύτερο νόημα της πολιορκίας του Μεσολογγίου -την ψυχική ανάταση, την ετοιμότητα, την «εγρήγορση» των αγωνιστών- με τους νέους αγώνες και καημούς του έθνους. Η αγρύπνια σημαίνει και την προσπάθεια του αγωνιστή να νικήσει όχι μόνο τον αντίπαλο, αλλά και τον εαυτό του. Από τέτοια αντίληψη της αγρύπνιας προέρχεται ολόκληρη σειρά από ανάλογες εικόνες και εκφράσεις, που βρίσκονται στη Ρωμιοσύνη και αλλού. Οπουδήποτε δίνεται μάχη, και κυρίως στα βουνά, υπάρχει πάντα κάποιος που αγρυπνά. ΄Οχι μόνο άνθρωποι αλλά και δέντρα και κάθε λογής στοιχεία
[...]Στη Ρωμιοσύνη συναντάμε την πολύ δυνατή εικόνα των φρουρών που παραμένουν ακίνητοι, πετρωμένοι, σε μια άγρυπνη στατικότητα.[...] Ακόμα και οι νεκροί κρατούν τις θέσεις τους. Η παρουσία τους δεν είναι «παθητική», συμμετέχουν και αυτοί, μαζί με τους ζωντανούς συμπολεμιστές, στον αγώνα εναντίον του κατακτητή: «κι οι σκοτωμένοι τους σφαλάν με κόκαλα τη στράτα», όπου η εμφαντική θέση του υποκειμένου δείχνει πως δεν πρόκειται για τυχαίο εμπόδιο -τα κόκαλα των σκοτωμένων- που βρίσκεται μέσα στα πόδια των εχθρών, αλλά για μια θελημένη ηρωική πράξη των ψυχών των φρουρών που στοίχειωσαν στα καραούλια τους. Τα δέντρα πολεμάνε και αυτά: «Εδώ τα δέντρα μάχονται μαζί με τους ανέμους», «και τα κλαδιά τους κυνηγάν και τα πουλιά τους φτύνουν». Γιατί τα δέντρα συνταυτίζονται με τους ανθρώπους και φρουρούν ακοίμητα, ιδίως τα κυπαρίσσια, έτοιμα ν' αναλάβουν δράση: «θα τιναχτούν από ψηλά βιγλάτορες τα κυπαρίσσια», «Τα κυπαρίσσια πέρα σκοτεινοί βιγλάτορες χαμένοι μες στη λάμψη».
Η αγρύπνια είναι βαθιά ριζωμένη στην ψυχοσύνθεση του ελληνικού λαού. Είναι κοινό γνώρισμα του ελληνικού μύθου και της ελληνικής ιστορίας. Η αναπόληση του παρελθόντος -αναφορικά μ' αυτό το στοιχείο, αλλά και γενικότερα- σημαίνει συνειδητοποίηση των καταβολών και επαλήθευση του παρόντος. Αλλά και το μέλλον είναι μέσα στο παρελθόν, είναι η ελπίδα για το αύριο, που γεννιέται από τη νοσταλγία του χθες. Είναι συνεχής αναμονή, δηλαδή βιωμένη καθημερινότητα.[...].
(Βιτσέντσο Ρότολο, «Η ιδέα της επαναστατημένης πολιτείας στην ποίηση του Γιάννη Ρίτσου: από τη νοσταλγία στην ελπίδα». Αφιέρωμα στο Γιάννη Ρίτσο, ΚΕΔΡΟΣ, 1980)
***
ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
1. Οδυσσέα Ελύτη «Στα χτήματα βαδίσαμε όλη μέρα…», από τη συλλογή Ήλιος ο Πρώτος. (σχολικό βιβλίο, σσ. 252-3)
Στο ποίημα του Ελύτη δίνονται ο τόπος (τα χτήματα) ως Ελλάδα με το ανθρώπινο τοπίο συσσωρευτικά (ασύνδετο, γυναίκες, ήλιους, σκυλιά), ο χρόνος του ποιήματος και της ιστορίας μέσα από τις αξίες και τη στάση των ανθρώπων, ο δεσμός με το παρελθόν και η συνέχεια, όπως και στο Ρίτσο, η αλληγορία με το νερό, π.χ. «ήπιαμε νερό/ Φρέσκο καθώς ξεπήδαγε από τους αιώνες».
Επίσης, συζητείται η οπτική της αφήγησης και του ενδοδιηγητικού αφηγητή, η ταύτιση του ποιητή με το εμείς ως συλλογικό υποκείμενο και η παρουσία του ως ποιητή προφήτη. Σχολιάζονται τα ποιητικά του μοτίβα (πεταλούδα, όνειρα, φωτιά, τραγούδι, ζωή, γενιά) και οι δύο τελευταίες στροφές ως κορύφωση, ιδεολογική και ποιητική.
Εντοπίζονται τα στοιχεία της υπερρεαλιστικής γραφής στους δύο ποιητές και διερευνώνται, συγκριτικά, ομοιότητες και διαφορές στη γραφή, στο γραμματικό πρόσωπο (γ΄ πρόσωπο στο Ρίτσο, α΄ πληθυντικό στον Ελύτη), στο όραμα (κοινωνική επανάσταση στο Ρίτσο, πίστη στην καλή γενιά και την Ελευθερία στον Ελύτη κ.ά.).
Και στα δυο ποιήματα έχομε ποιητική αφήγηση και έντονο λυρισμό, στοιχεία που αναδεικνύονται κειμενικά.
2. Το ψωμί, Μ. Σαχτούρη
Ένα τεράστιο καρβέλι, μια πελώρια φραντζόλα ζεστό
ψωμί, είχε πέσει στο δρόμο από τον ουρανό·
ένα παιδί με πράσινο κοντό βρακάκι και με μαχαίρι
έκοβε και μοίραζε στον κόσμο γύρω.
όμως και μια μικρή, ένας μικρός άσπρος άγγελος, κι αυτή
μ` ένα μαχαίρι έκοβε και μοίραζε
κομμάτια γνήσιο ουρανό
κι όλοι τώρα τρέχαν σ` αυτή, λίγοι πηγαίναν στο ψωμί,
όλοι τρέχανε στον μικρό άγγελο που μοίραζε ουρανό!
Ας μην το κρύβουμε
Διψάμε για ουρανό.
3. ΤΗΣ ΚΛΕΦΤΟΥΡΙΑΣ ΤΑ ΒΑΣΑΝΑ (δημοτικό τραγούδι)
Παιδιά, σα θέτε λεβεντιά και κλέφτες να γενήτε,
ν`εμένα να ρωτήσετε να σας ομολογήσω
της κλεφτουριάς τα βάσανα και των κλεφτών τα ντέρτια.
Μαύρη ζωή που κάνομεν εμείς οι μαύροι κλέφτες!
Ποτέ μας δεν αλλάζομε και δεν ασπροφοράμε,
ολημερίς στον πόλεμο, τη νύκτα καραούλι.
Δώδεκα χρόνους έκανα στους κλέφτες καπετάνιος
Ζεστό ψωμί δεν έφαγα, δεν πλάγιασα σε στρώμα,
Τον ύπνο δεν εχόρτασα, του ύπνου τη γλυκάδα.
Το χέρι μου προσκέφαλο και το σπαθί μου στρώμα
Και το καριοφυλάκι μου σαν κόρη αγκαλιασμένο.
(Συλλογή Πολίτη)
4. Γ. Σεφέρης, Μυθιστόρημα, Ι΄
Ο τόπος μας είναι κλειστός, όλο βουνά
που έχουν σκεπή το χαμηλό ουρανό μέρα και νύχτα.
δεν έχουμε ποτάμια δεν έχουμε πηγάδια δεν έχουμε πηγές,
μονάχα λίγες στέρνες, άδειες κι αυτές, που ηχούν και που
τις προσκυνούμε.
Ήχος στεκάμενος κούφιος, ίδιος με τη μοναξιά μας
ίδιος με την αγάπη μας, ίδιος με τα σώματά μας.
Μας φαίνεται παράξενο που κάποτε μπορέσαμε να χτίσουμε
τα σπίτια τα καλύβια και τις στάνες μας.
Κι οι γάμοι μας, τα δροσερά στεφάνια και τα δάχτυλα
γίνουνται αινίγματα ανεξήγητα για την ψυχή μας.
Πώς γεννηθήκαν πώς δυναμώσανε τα παιδιά μας;
Ο τόπος μας είναι κλειστός. Τον κλείνουν
οι δυο μαύρες Συμπληγάδες. Στα λιμάνια
την Κυριακή σαν κατεβούμε ν' ανασάνουμε
βλέπουμε να φωτίζουνται στο ηλιόγερμα
σπασμένα ξύλα από ταξίδια που δεν τέλειωσαν
σώματα που δεν ξέρουν πια πώς ν' αγαπήσουν.
ΠΗΓΕΣ: 1) Τάκη Καρβέλη, Η νεότερη ποίηση – Θεωρία και πράξη, εκδ. Κώδικας, 1993, σσ. 125-133, 2) Κ. Ολυμπίου και Κ. Χρίστη, http://users.sch.gr/papangel/sch/lit/ko.ritsos1.htm, όπου και σχετική βιβλιογραφία, 3) Χριστίνα Αργυροπούλου, http://dide-anatol.att.sch.gr/tte/nea/sumbouloi/GIANNHS-RITSOS.pdf, 4)ΚΕΙΜΕΝΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ Β΄ ΛΥΚΕΙΟΥ (βιβλίο του καθηγητή), 5) ΚΕΙΜΕΝΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ-ΛΥΚΕΙΟΥ, ΠΟΙΗΣΗ 2, βιβλίο του καθηγητή, ΟΕΔΒ 19873
[1] *Για τον υπερρεαλισμὀ: (σχολικό βιβλίο, σσ. 196-198). [μες στον ασβέστη του ήλιου(10), Όλοι μασάνε μια μπουκιά ουρανό (13), σαν ένα αστέρι σε μια γούβα αλάτι (22), ένα μικρό χελιδόνι φεύγει μέσ’ απ’ τα άγρια γένια τους (24), δώδεκα άστρα πέφτουν απ’ τις άδειες τσέπες τους (25), από τις τρύπες του πανωφοριού τους μπαινοβγαίνει ο θάνατος (31), πέθαναν τα σκυλιά τους τυλιγμένα στον ίσκιο τους·(33), καπνίζουν τη σβουνιά και τη νύκτα (35), το σπασμένο κατάρτι του φεγγαριού (37), για τις τέσσερις πόρτες του ορίζοντα (45)].
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου