Ἀληθινὴ ἱστορία ἀπὸ τὸν ξεριζωμὸ τοῦ 1922
Δὲν ἔχει τὴ δυνατότητα νὰ ἐπισκέπτεται συχνὰ τὴν ἰδιαίτερη πατρίδα του καὶ τὸ πατρογονικό του σπίτι. Ἔστω ὅμως, μία ἢ δύο φορὲς τὸ χρόνο ποὺ τὰ καταφέρνει, χαρὰ μεγάλη καὶ συγκίνηση παίρνει καὶ δίνει στ’ ἀδέλφια του καὶ στοὺς γέροντες πιὰ γονεῖς του.
Πρώτη του κίνηση μὲ τὸ ποὺ θὰ πατήσει τὸ πόδι του στὸ κατώφλι τοῦ σπιτιοῦ, νὰ κατευθυνθεῖ στὸ εἰκονοστάσι. Ἐκεῖ ποὺ τὸ καντηλάκι καίει ἀκοίμητο, στὶς ἅγιες εἰκόνες, ποὺ στέκονται οἱ ἴδιες ἀπὸ τότε ποὺ μικρὸ παιδὶ ψιθύριζε τὶς πρῶτες του προσευχοῦλες μπροστά τους. Μιὰ ἀπ’ αὐτὲς τὶς εἰκόνες τοῦ προξενεῖ ἰδιαίτερη συγκίνηση. Οἰκογενειακὸ κειμήλιο. Παμπάλαια, ξύλινη, μαύρη ἀπ’ τὰ χρόνια, μόλις ποὺ ἀφήνει τὸ εἰκονιζόμενο πρόσωπο νὰ ἐμφανίζεται. Καὶ εἶναι αὐτὸ τῆς ἁγίας Ἀναστασίας τῆς Φαρμακολύτριας, καθὼς νέα καὶ αὐστηρὴ ἱστορεῖται ἐπάνω στὸ ξύλο, μὲ τὸ σεμνὸ μαφόρι ριγμένο στὴν τιμία κεφαλή της, καὶ στὸ χέρι της τὸ ἕνα νὰ κρατᾶ ἀρχαία λήκυθο, ἐνῶ μὲ τὸ ἄλλο νὰ «σεβίζει», νὰ στέκεται δηλαδὴ σὲ στάση προσευχητικῆς δεήσεως. Δὲν μπορεῖ νὰ μὴν κάνει καὶ μιὰ ἐπιπλέον μετάνοια, εἰδικὰ στὴν εἰκόνα αὐτή. Γιατὶ χρωστᾶ στὴν εἰκόνα αὐτή, ἔτσι νιώθει.
Θυμᾶται ποὺ ἦταν παιδὶ κι αὐτὸς καὶ τ’ ἀδέλφια του. Κάποτε συνέβαινε νὰ ἀρρωστήσουν καὶ νὰ εἶναι στὸ κρεβάτι μὲ πυρετό. Τότε λοιπὸν ἐρχότανε ἡ συχωρεμένη γιαγιὰ ἡ Φωτεινὴ κρατώντας τὴν εἰκόνα στὰ χέρια. Ἐρχόταν καὶ τὴν ἄφηνε στὸ προσκεφάλι καὶ ἔλεγε: «Γιαβρούμ, θὰ σὲ κάνει καλὰ ἡ ἁγι-ἀναστασά, ἡ φαρμακολύτρια».
Εἶχε ἔρθει ἀπὸ τὰ μέρη τῆς Σμύρνης ἡ γιαγιά. Τότε, μὲ τὸ μακελειό, τὸ ’22. Πρόσφυγες μὲ τὴν οἰκογένειά της, τὸν πατέρα, τὴ μητέρα καὶ τοὺς δύο μεγαλύτερους ἀδελφούς της. Δυό-τρεῖς μποξάδες ὅλη
τους ἡ περιουσία – ποὺ ἐκεῖ ζοῦσαν σὰν ἄρχοντες. Καὶ μ’ αὐτοὺς καὶ μὲ τὴ φιλοπονία τους ἔγιναν νοικοκυραῖοι κι ἔστησαν ἀπ’ τὴν ἀρχὴ ὁλόκληρο σπιτικό.
Τὴν εἶχε ρωτήσει τότε τὴ γιαγιά – κι ὄχι μόνο μιὰ φορά, γιατὶ ἤθελε πάντα νὰ τὴν ἀκούει νὰ λέει γιὰ κεῖνα...
–Πές μας, γιαγιά, τὴν ἱστορία τῆς εἰκόνας! Πῶς ἦρθε ἀπ’ τὴ Μικρασία ἐδῶ, καὶ τὴν ἔχεις τώρα στὸ εἰκονοστάσι σου;
Κι ἄρχιζε νὰ διηγεῖται ἡ γιαγιὰ Φωτεινή:
–Ἑφτὰ χρονῶν ἤμουν τότε ποὺ φύγαμε ἀπ’ τὸ σπίτι μας στὸ Ντεμίσι (πρόκειται γιὰ τὸ χωριὸ Ὀδεμήσιον τοῦ νομοῦ Ἀϊδινίου). Καὶ σᾶς βεβαιώνω – ἑβδομήντα καί... χρόνια ἔχουν περάσει ἀπὸ τότε – κάθε ποὺ σβήνω τὸ βράδυ τὸ φῶς καὶ πέφτω στὸ κρεβάτι, μέχρι νὰ ξημερώσει βρίσκομαι στὸ σπίτι μας ἐκεῖ, στὴν πατρίδα. Σὰν χθὲς νὰ ἦταν. Πῶς ἔφτασε ὁ ἑλληνικὸς στρατὸς στὴ Σμύρνη καὶ μετὰ ἀπὸ λίγες μέρες ἦρθαν καὶ στὸ χωριό μας... Γιὰ πότε ὅλο τὸ χωριὸ σημαιοστολίστηκε! Παντοῦ ἡ γαλανόλευκη. Ποῦ ἦταν ὅλες αὐτὲς οἱ σημαῖες; Κανεὶς δὲν ἤξερε ὅτι καὶ ὁ διπλανός του διαθέτει ἑλληνικὴ σημαία. Ὅλοι τὶς εἶχαν στὰ κρυφά, χωμένες μέσα στὰ σεντούκια, καὶ τὶς φύλαγαν μὲ κρυφὴ λαχτάρα...
Ἦρθαν, ποὺ λές, καὶ στὸ χωριό μας. Εὔζωνοι ἦταν, τσολιάδες, καὶ ἔστησαν χορὸ στὴν πλατεία. Μαζευτήκαμε τὰ παιδιὰ τριγύρω καὶ κοιτούσαμε μὲ ἀνοιχτὸ τὸ στόμα.
–-Καλὲ μαμά, ἔλεγα στὴ μητέρα μου, εἶναι ἀληθινοὶ ἄνθρωποι αύτοί;
Σὰν κάτι ἄλλο μᾶς φάνταζαν – τέτοια κορμοστασιά, καμάρι, ἀσικλίκι – σὰν μυθικοὶ ἥρωες, τί νὰ πῶ;...
Καὶ πῶς μετὰ ἀπὸ λίγο καιρὸ ἀνατράπηκαν ὅλα! Θυμᾶμαι, νά, σὰν τώρα, τὴ μέρα ἐκείνη ποὺ ξημέρωσε, κι ὁ κόσμος ὅλος ἔτρεχαν ἀλαφιασμένοι στοὺς δρόμους.
–Φύγετε, μωρέ! Τί κάθεστε ἀκόμα; Σὲ λίγο καταφθάνουν οἱ τσέτες. Σφάζουν, καῖνε, ρημάζουν. Φύγετε!
–’Εγὼ δὲν πάω πουθενά, ἔλεγε ἡ μητέρα μου. Ποῦ ν’ ἀφήσω τὸ σπίτι ἔτσι; Νὰ πᾶμε ποῦ;
Ἔπεσα στὰ πόδια της. Πᾶμε, μαμά, νὰ φύγουμε. Θὰ μᾶς σφάξουν οἱ τσέτες...Τὴν πείσαμε τέλος. Μάζεψε δυὸ μποξάδες, ἕναν ὁ πατέρας, ἕναν ἡ ἴδια, καὶ βγήκαμε. Ἐγὼ ἔτρεξα στὸ εἰκονοστάσι.
Ἅρπαξα μιὰ εἰκόνα τῆς Παναγίας. Ἔκανα μερικὰ βήματα. Ἀδύνατον. Δὲν μποροῦσα νὰ τὴν σηκώσω. Ἦταν μεγάλη καὶ βαριά. Γύρισα πίσω. Τὴν ἄφησα στὴ θέση της καὶ ἀντ’ αὐτῆς πῆρα αὐτή, μικρὴ κι ἐλαφριά. Τὴν ἔχωσα στὸν κόρφο μου καὶ ἔτρεξα νὰ τοὺς προλάβω.
Φτάσαμε στὸ σιδηροδρομικὸ σταθμό. Τὸ τρένο ποὺ ἔκανε τὸ δρομολόγιο Ἀϊδίνιο - Σμύρνη μᾶς πῆρε. Ἤρθαμε στὴ Σμύρνη. Πανικός, ἀλαλαγμός. Τί νὰ τὰ λέω; Δὲν μπορῶ νὰ τὰ θυμᾶμαι, ἀρρωσταίνω.
Πῶς ἤρθαμε στὴν προκυμαία μέσα σ’ ὅλο ἐκεῖνο τὸ πλῆθος... Ἕνας
βαρκάρης Τοῦρκος μετέφερε τὸν κόσμο στὸ πλοῖο. Ἔβγαλε ἡ μάνα μου ἀπ’ τὸ κομπόδεμα γερὸ μπαξίσι καὶ τοῦ τό ’χωσε στὴ χούφτα του. Μᾶς ἄφησε καὶ μπήκαμε. Ὁ ἀδελφός μου ἔκανε τὸν ἀνάπηρο γιὰ νὰ μπεῖ. Δὲν ἄφηναν τὰ νέα παλληκάρια. Ὁ ἄλλος εἶχε χαθεῖ... Δὲν ἦρθε μαζί μας. Μῆνες μετὰ ἦρθε καὶ μᾶς βρῆκε ἐδῶ. Ἄλλη ἱστορία αὐτή... Ἐγὼ νὰ σφίγγω τὴν εἰκόνα στὸν κόρφο μου. «Ἁγι-ἀναστασά μου, μὴ μᾶς ἀφήσεις!».
Βγήκαμε στὸ Πλωμάρι τῆς Μυτιλήνης. Ἀπὸ κεῖ ἄλλο πλοῖο μᾶς ἔφερε στὸν Πειραιά. Κι ἀπὸ κεῖ μὲ τρένο, ὁ καθένας νὰ κατεβαίνει ὅπου νά ’ναι. Ἐμεῖς κατεβήκαμε ἐδῶ...
Βάσανα ποὺ περάσαμε! Ἀλλὰ δὲν μᾶς ἄφησε ὁ Θεός. Καὶ ἡ ἁγία Ἀναστασία! Ἄ, νά, ἔτσι τὴν κρατοῦσα πάνω μου, μὴν τὴ χάσω. Δὲν μᾶς ἄφησε. Κι ἀπὸ τότε, πῶς καὶ πῶς τὴν κρατῶ. Καντήλι συνεχῶς
μπροστά της. Κι εἶναι πάντα κοντά μας. Στοὺς καημοὺς καὶ τὰ βάσανά μας, στὶς χαρὲς καὶ τὶς γιορτές μας. Δόξα σοι, ὁ Θεός.
Δὲν μπορεῖ, ὅταν ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρὸν ἐπισκέπτεται τὸ σπίτι του, νὰ μὴν κάνει καὶ μιὰ ἰδιαίτερη μετάνοια στὴν εἰκόνα τῆς ἁγίας Ἀναστασίας τῆς Φαρμακολύτριας. «Γιαβρούμ, θὰ σὲ κάνει καλὰ ἡ ἁγι-ἀναστασά», θυμᾶται. Καὶ ἀναλογίζεται: Πρόσφυγας καὶ ἡ εἰκόνα αὐτή. Τόσα βάσανα πέρασε μαζὶ μὲ τοὺς κατόχους της. Καὶ πῶς μετὰ νὰ μὴ θαυματουργεῖ;...
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου