DANTE ALIGHIERI (Φλωρεντία 1265 – Ραβέννα 1321). Ιταλός ποιητής, φιλόλογος και πολιτικός στοχαστής. Σπούδασε θεολογία, νομικά και φιλολογία και μελέτησε τους κλασικούς (Έλληνες και Λατίνους) ποιητές και φιλοσόφους. Αναμίχθηκε στα πολιτικά πράγματα της πατρίδας του, με αποτέλεσμα να εξοριστεί από τη Φλωρεντία (1302). Από τότε μέχρι τον θάνατό του περιπλανήθηκε σε διάφορες πόλεις της Ιταλίας. Έγραψε φιλοσοφικές και πολιτικές πραγματείες, κυρίως όμως ασχολήθηκε με την ποίηση. Σπουδαίο λυρικό έργο της νεότητάς του υπήρξε η συλλογή Νέα Ζωή (1292-93). Με τη Θεία Κωμωδία (1307-21) διαμόρφωσε τη γλώσσα της Τοσκάνης σε υψηλό εκφραστικό όργανο και συνέβαλε στο να επιβληθεί ως κοινή ιταλική γλώσσα.
***
Η «Κόλαση» είναι το πρώτο από τα τρία μέρη της Θείας Κωμωδίας του Ντάντε — τα άλλα δύο είναι το «Καθαρτήριο» και ο «Παράδεισος». Το κάθε μέρος αποτελείται από τριάντα τρία άσματα, αναλογία με βάση τριαδική (ο αριθμός τρία θεωρείται ιερός). Μαζί με το προοιμιακό άσμα το όλο έργο αποτελείται από εκατό άσματα, αριθμό πολλαπλάσιο του δέκα, το οποίο είναι σύμβολο της τελειότητας. Ονομάστηκε Κωμωδία όχι γιατί έχει κάποια σχέση με την κυριολεκτική σημασία της λέξης, αλλά επειδή, ενώ αρχίζει με την περιγραφή θλιβερών πραγμάτων, οδηγείται σε χαρμόσυνο τέλος (το επίθετο Θεία προστέθηκε στον τίτλο του από τους μεταγενέστερους). Το έργο, που αποτελεί την υψηλότερη έκφραση των πνευματικών αναζητήσεων του χριστιανικού ουμανισμού του τέλους του Μεσαίωνα, είναι η ποιητική περιγραφή μιας περιπλάνησης της ανθρώπινης ψυχής από το κακό και την αμαρτία στον εξαγνισμό, ο οποίος θα την οδηγήσει στη λυτρωτική άνοδο και την ηθική τελειοποίηση. Ο περιηγούμενος είναι ο ίδιος ο ποιητής με οδηγό τον μεγάλο ηθικό ποιητή του λατινικού κόσμου, τον Βιργίλιο.
Στον δαντικό κόσμο το κακό είναι η στέρηση του καλού, που συμβολίζεται με τη σκοτεινή άβυσσο της οδύνης και της απελπισίας, όπου καταβαραθρώνεται ο άνθρωπος, όταν απαρνείται την τελειότητα, την οποία περιέχει ως εκ της φύσεώς του. Η άβυσσος αυτή, που ονομάζεται Κόλαση, είναι μια περιοχή που βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια της γης και εκτείνεται, με τη μορφή αντεστραμμένου κώνου, ως το κέντρο της, που είναι το πλέον απομακρυσμένο σημείο από τον Θεό, ο οποίος βρίσκεται στην κορυφή του φωτός. Η αρχή του τρίτου άσματος της «Κόλασης» περιγράφει την είσοδο σ’ αυτή την περιοχή, η οποία συμβολίζει τη θεία δικαιοσύνη (το Καθαρτήριο, περιοχή ενδιάμεση που οδηγεί στον Παράδεισο, συμβολίζει τη θεία ευσπλαχνία).
Οι πρώτες ψυχές τις οποίες συναντούν ο Ντάντε και ο Βιργίλιος αμέσως μετά την είσοδο στην Κόλαση είναι οι ψυχές των δειλών: εκείνων που όσο ήταν ζωντανοί απέφυγαν να συμμετάσχουν στα γεγονότα της εποχής τους, ιδιαίτερα σ’ εκείνα που απαιτούσαν μια συγκεκριμένη επιλογή. Ανάμεσα σ’ αυτούς —οι οποίοι ήταν σαν να μην είχαν ζήσει (στ. 64) και στους οποίους συγκαταλέγονται και όσοι άγγελοι είχαν κρατήσει ουδέτερη στάση στη σύγκρουση του Θεού με τον Εωσφόρο, τον αρχηγό των αποστατών αγγέλων—, ο Ντάντε αναγνωρίζει εκείνον «που για δειλία/από τ’ αξίωμα το μέγα επαραιτήθη» (στ. 59-60), δηλαδή τον σύγχρονο του Πάπα Κελεστίνο Ε΄, τον μοναδικό Πάπα στην ιστορία που δεν αποδέχτηκε την εκλογή του. Το αμάρτημά του δεν ήταν μόνο ότι αρνήθηκε (το 1294) το μέγα αξίωμα, αλλά και ότι επέτρεψε, με την άρνηση του, να τον διαδεχθεί ο Βονιφάτιος Η΄, ο Πάπας τον οποίο ο Ντάντε θεωρούσε υπεύθυνο για την ηθική παρακμή της εποχής του. Με αυτό το πλήθος των καταδικασμένων ο ποιητής θέτει το θέμα της τιμωρίας. Ως προς αυτό το αμάρτημα ο Ντάντε υιοθετεί την ποινή του βιβλικού νόμου (οφθαλμόν αντί οφθαλμού), την οποία κατά τον Μεσαίωνα εννοούσαν κατ’ αναλογίαν ή διά του αντιθέτου του αμαρτήματος που είχε διαπραχθεί: οι δειλοί έζησαν στη γη σε μια κατάσταση απραξίας· τώρα οι ψυχές τους είναι καταδικασμένες να περιφέρονται αιωνίως στον προθάλαμο της Κόλασης, γιατί «ουδ’ ο τρίσβαθος Άδης στέργει να τους έχει» (στ. 41), με μεγάλη ταχύτητα και χωρίς ανάπαυλα (στ. 52-57).
Το θέαμα της τιμωρίας των δειλών είναι τόσο αποκρουστικό, που κάνει τον Ντάντε να στρέψει αλλού το βλέμμα. Και βλέπει το πλήθος όλων των άλλων αμαρτωλών που πέθαναν στερημένοι από τη θεία Χάρη, γιατί αμαρτάνοντας έδειξαν ότι δεν φοβόντουσαν τον Θεό. Όλοι αυτοί, που συγκεντρώνονται απ’ όλα τα μέρη της γης σ’ ένα σημείο του Αχέροντα για να μεταφερθούν στην απέναντι όχθη του, απ’ όπου αρχίζουν τα ενδότερα της Κόλασης, νιώθουν μια παράλογη επιθυμία να βρεθούν όσο πιο γρήγορα γίνεται στον τόπο της αιώνιας τιμωρίας τους (στ. 121-126).
***
ΘΕΙΑ ΚΩΜΩΔΙΑ
ΚΟΛΑΣΗ
Άσμα τρίτο
«Από εμένα περνούν στην πονεμένη χώρα,
από εμένα περνούν στη θλίψη την αιώνια,
από εμένα περνούν μέσ’ στον χαμένον κόσμο.
Δικαιοσύνη έχει τον Άφθαστο κινήσει
που μ’ εποίησε· η Δύναμη έστησέ με η θεία,
η ασύγκριτη Σοφία και η Αγάπη η πρώτη.
4
Πλάσμα πριν απ’ εμέ κανένα δεν εστάθη,
παρά μόνον αιώνια, κι εγώ αιώνια μένω.
Αφήστε κάθ’ ελπίδα σεις που μέσα πάτε!»
7
Τα λόγια ταύτα σκοτεινά χρωματισμένα
είδα εγώ χαραγμένα στην κορφή μιας πύλης,
και «Δάσκαλ’», είπα ευθύς, «το νόημα με βαραίνει».
10
Κι αυτός με λογισμούς ανθρώπου βαθυγνώμου·
«Να παραιτήσεις εδώ πρέπει κάθε φόβο,
κάθε δείλιασμα πρέπει εδώ να ’ναι σβησμένο.
13
Στον τόπο εφθάσαμε που εγώ σου ’χω προείπει,
όπου τα πλήθη θέλει ιδείς τα πονεμένα,
που το καλό του Λογισμού έχουν χαμένο».
16
Κι ως έβαλε το χέρι στο δικό μου χέρι,
μ’ όψη χαροποιά που εχάρισέ μου θάρρος
μ’ έμπασε στων νεκρών τους μυστικούς κρυψώνες.
19
Στεναγμοί μέσα εκεί και κλάματα και θρήνοι
ηχολογούσαν στον αέρα δίχως άστρα,
ώστ’ ευθύς στην αρχή μ’ εκάμαν να δακρύσω.
22
Πολυδιάφορες γλώσσες, φοβερές βλαστήμιες,
λόγια του πόνου, οργής κραυγές, αποσβησμένες
και μεγάλες φωνές, και χεριών χτύποι αντάμα,
25
μια χλαλοή σηκώναν π’ άκοπα γυρίζει
σ’ εκείνον τον αιώνια σκοτεινόν αέρα,
ωσάν τον άμμο ανεμοστρόφιλο αν φυσάει.
28
Κι εγώ που το κεφάλι μού ’ζωνεν η φρίκη,
έκραξα· «Δάσκαλέ μου, τι ’ναι αυτό που ακούω;
και τι κόσμος, που λες τον έσβησεν ο πόνος;»
31
Κι αυτός· «Στην άθλια αυτή κατάσταση διαμένουν
των αχρείων εκείνων οι ψυχές, που δίχως
ατιμία και δίχως έπαινον εζήσαν. 34
Σμιχτές στέκουν μ’ εκείνη την κακή χορεία
των αγγέλων που μήτε εχθροί του Υψίστου εβγήκαν
μήτε πιστοί, αλλά μόνον του εαυτού τους μείναν. 37
Τους διώχνουν οι Ουρανοί να μη τους ασχημίσουν,
ουδ’ ο τρίσβαθος Άδης στέργει να τους έχει
γιατί δόξα απ’ αυτούς οι ένοχοι δε θα ’χαν». 40
Κι εγώ· «Ω Δάσκαλε, τι τόσο τους βαραίνει,
οπού τόσο τους κάνει δυνατά να κλαίγουν;»
«Θα στο εξηγήσω πολύ σύντομα», αποκρίθη. 43
Ελπίδα μέσα τους δεν σώζεται θανάτου,
και τόσο ποταπή είναι η σκοτεινή ζωή τους,
που κάθε άλλη τύχη όποια κι αν είν’ ζηλεύουν. 46
Φήμη ο κόσμος γι’ αυτούς δεν στέργει ν’ απομένει·
Έλεος, Δικαιοσύνη μ’ όμοια οργή τους διώχνουν.
Μη μιλούμε γι’ αυτούς, μόν’ κοίταξε και πέρνα». 49
Κι εγώ κοιτάζοντάς τους είδα μια σημαία
που γυρίζοντας τόσο ορμητικά κινούσε
που ’λεγα στάση πως δεν έστεργε καμία. 52
Κι οπίσω της ερχόνταν ένα τέτοιο πλήθος
σε μάκρος που ποτέ δεν ήθελε πιστέψω
πώς να ’χε τόσον κόσμο θάνατος ξεκάμει. 55
Μόλις εκεί κάποιον εγνώρισα, τον ίσκιο
είδα και απείκασα εκεινού που για δειλία
από τ’ αξίωμα το μέγα επαραιτήθη. 58
Ένιωσα ευθύς κι εβεβαιώθηκα πως τούτο
το μέγα πλήθος ήταν των αχρείων, που ’ναι
στο Θεό μισητοί και στους εχθρούς του ακόμη. 61
Οι άθλιοι τούτοι που ποτέ τους δεν εζήσαν.
ολόγυμνοι ήταν και πολύ βασανισμένοι
από χοντρές μύγες που εκεί ήταν κι από σφήκες. 64
Χαρακώναν αυτές το πρόσωπο τους μ’ αίμα
που μέσ’ στα πόδια τους με δάκρυα συσμιγμένο
από σιχαμερά σκουλήκια εσυναζόνταν. 67
Κι ως άρχιζα να ρίχνω παρεμπρός το βλέμμα.
είδα σ’ ενός μεγάλου ποταμίου την άκρη
πλήθος πολύ και είπα· «Δάσκαλε, συ στέρξε 70
ποιοι είν’ αυτοί να μάθω, και ποιος νόμος κάνει
πρόθυμοι τόσο για το πέρασμα να δείχνουν,
ως με το φως εδώ τ’ αδύνατο ξανοίγω». 73
Κι αυτός, «θα το γνωρίσεις, όταν», μ’ αποκρίθη,
«θα ’χουμε σταματήσει τα πατήματά μας
στου Αχέροντα μπροστά το θλιβερό ποτάμι». 76
Τότε μ’ εντροπαλά και χαμηλά τα μάτια
από φόβο μην ίσως τον βαρύνει ο λόγος,
έμεινα σιωπηλός ώσπου ’ρθα στο ποτάμι. 79
Και ιδού βλέπω σ’ εμάς να ’ρχεται με καράβι
ένας γέροντας μ’ άσπρες τις παμπάλαιες τρίχες,
φωνάζοντας «Αλιά σ’ εσάς, ψυχές αχρείες! 82
Μην ελπίσετε ποτέ τον ουρανό να ιδείτε.
Έρχομαι εγώ στην άλλην όχθη να σας πάρω
στα σκοτάδια τα αιώνια, σε φωτιά και πάγο. 85
Κι εσύ που ζωντανή ψυχή δω μέσα εφάνης,
ξεμάκρυνε από τούτους που ’ναι πεθαμένοι».
Αλλ’ ως είδε που εγώ δεν έφευγα από κείθε, 88
είπεν· «Απ’ άλλο δρόμο, από λιμένες άλλους
σε γιαλό θά ’ρθεις, όχι εδώ, για να περάσεις·
αλαφρύτερο ξύλο πρέπει να σε πάρει». 91
Κι ο αρχηγός μου σ’ αυτόν· «Μην αγριεύεις, Χάρε·
αποφασίσαν έτσι εκεί, που αυτό που θέλουν
ημπορούν, και παρέκει μη γυρεύεις άλλο». 94
Τότε ησυχάσαν τα πολύμαλλα σαγόνια
του Πλωρίτη της μαύρης μολυβένιας λίμνης
που ’χε γύρω στα μάτια κύκλους από φλόγες. 97
Οι ψυχές όμως, που γυμνές και κουρασμένες
ήταν, άλλαξαν χρώμα και τα δόντια ετρίξαν
ευθύς μόλις ακούσαν τα σκληρά του λόγια. 100
Εβλασφημούσαν το Θεό και τους γονείς τους,
των ανθρώπων το γένος, τον καιρό, τον τόπο,
του σπέρματός τους και της γέννας τους το σπόρο. 103
Έπειτα ετραβηχτήκαν όλες όλες άμα,
δυνατά κλαίοντας, στην όχθη την αχρεία,
που περιμένει όποιον Θεού δεν έχει φόβο. 106
Ο Χάρος δαίμονας με μάτια σαν αθράκια
με νόημα κράζοντάς τες όλες τες συνάζει,
πλήττει με το κουπί κάθε ψυχή που οκνάει. 109
Όπως ξεπέφτουν το φθινόπωρο τα φύλλα
ένα κατόπι στ’ άλλο, ώσπου το κλωνάρι
βλέπει στη γη στρωτό όλο του τ’ αποφόρι, 112
με όμοιον τρόπο και του Αδάμ ο κακός σπόρος
ρίχνονταν απ’ τ’ ακρογιάλι εκείνο μία μία
στο νόημα του Χάρου, σαν πουλί στον κράχτη. 115
Έτσι στο μαύρο κύμα πλέοντας ξεμακραίνουν,
και πριν στην όχθην την αντίπερα κατέβουν
συμμαζώνεται εδώθε νέο πλήθος πάλι. 118
«Παιδί μου», είπε κατόπι ο δάσκαλος με χάρη,
«εκείνοι που πεθαίνουν στην οργή του Υψίστου,
κατασταλάζουν όλοι εδώ από κάθε τόπο, 121
και πρόθυμοι είναι να περάσουν το ποτάμι,
γιατί η δικαιοσύνη η θεία τούς κεντρίζει
τόσο που ο φόβος κατανταίνει επιθυμία. 124
Καλή ψυχή ποτέ δεν πέρασε από δώθε,
και λοιπόν αν για σε παραπονιέται ο Χάρος,
τι ο λόγος του νοεί μπορεί να ξέρεις τώρα». 127
Μόλις έσωσε τούτο, η σκοτεινή πεδιάδα
εσείσθη τόσο δυνατά, που από το φόβο
η ενθύμησή μου ακόμα μ’ ίδρωτα με βρέχει. 130
Η δακρυσμένη γης ανέδωσεν αέρα,
που εξάστραψε ένα φως με τέτοια κοκκινάδα,
ώστε κάθε αίσθησή μου μέσα μου ενικήθη, 133
κι έπεσα σαν αυτόν που βαρύς ύπνος πιάνει. 136
μτφρ. Γεώργιος Καλοσγούρος
(1849-1902)
στ. 4 Άφθαστος: Ο Θεός
στ. 12 Δάσκαλος: Ο Βιργίλιος
στ. 41 στέργω: δέχομαι, συμφωνώ με κάτι
στ. 78 Αχέροντας: ο γνωστός από τη μυθολογία ποταμός της Ηπείρου· από εκεί περνούσαν οι ψυχές των νεκρών για να μεταβούν στον Άδη. Ο Ντάντε τον τοποθετεί μέσα στην Κόλαση.
στ. 84 αλιά: αλίμονο
στ. 93 αλαφρύτερο ξύλο: ελαφρότερο πλοιάριο
στ. 95-96 Αποφασίσαν έτσι εκεί, που αυτό που θέλουν/ημπορούν: εννοεί τον Θεό, το όνομα του οποίου, στους διαλόγους ανάμεσα στους δύο ποιητές και στους διαβόλους ή τους καταδικασμένους, δεν προφέρεται ποτέ.
στ. 98 πλωρίτης: οδηγός
στ. 109 αθράκια: κάρβουνα αναμμένα
στ. 111 οκνάω-ώ: (ή κυρίως οκνέω-ώ): τεμπελιάζω, αργοπορώ
στ. 12 Δάσκαλος: Ο Βιργίλιος
στ. 41 στέργω: δέχομαι, συμφωνώ με κάτι
στ. 78 Αχέροντας: ο γνωστός από τη μυθολογία ποταμός της Ηπείρου· από εκεί περνούσαν οι ψυχές των νεκρών για να μεταβούν στον Άδη. Ο Ντάντε τον τοποθετεί μέσα στην Κόλαση.
στ. 84 αλιά: αλίμονο
στ. 93 αλαφρύτερο ξύλο: ελαφρότερο πλοιάριο
στ. 95-96 Αποφασίσαν έτσι εκεί, που αυτό που θέλουν/ημπορούν: εννοεί τον Θεό, το όνομα του οποίου, στους διαλόγους ανάμεσα στους δύο ποιητές και στους διαβόλους ή τους καταδικασμένους, δεν προφέρεται ποτέ.
στ. 98 πλωρίτης: οδηγός
στ. 109 αθράκια: κάρβουνα αναμμένα
στ. 111 οκνάω-ώ: (ή κυρίως οκνέω-ώ): τεμπελιάζω, αργοπορώ
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου