ἐπιμελεία τοῦ
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-πτυχιούχου κλασσικῆς φιλολογίας
πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
-μεταπτυχιακοῦ ἐφηρμοσμένης παιδαγωγικῆς
πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
Ο Τισσαφέρνης διαβεβαίωσε τον Κλέαρχο ότι δεν επιβουλευόταν τους Έλληνες (βλ. και ΞΕΝ ΚΑναβ 2.5.3–2.5.15). Με μια υποκριτική χειρονομία καλής θελήσεως προσκάλεσε τους στρατηγούς των Μυρίων στη σκηνή του, για να τους αποκαλύψει δήθεν ποιοι τους συκοφαντούσαν. Έτσι κατόρθωσε να συλλάβει πέντε από τους στρατηγούς των Ελλήνων, ανάμεσά τους και τον Κλέαρχο. Την ίδια στιγμή δολοφονήθηκαν οι είκοσι λοχαγοί και οι διακόσιοι στρατιώτες που τους είχαν ακολουθήσει στο περσικό στρατόπεδο. Ο Ξενοφώντας θα σκιαγραφήσει τον χαρακτήρα των πέντε στρατηγών. Αρχικά παρατίθεται το πορτρέτο του Κλέαρχου.
[2.6.1] Οἱ μὲν δὴ στρατηγοὶ οὕτω ληφθέντες ἀνήχθησαν ὡς βασιλέα καὶ ἀποτμηθέντες τὰς κεφαλὰς ἐτελεύτησαν, εἷς μὲν αὐτῶν Κλέαρχος ὁμολογουμένως ἐκ πάντων τῶν ἐμπείρως αὐτοῦ ἐχόντων δόξας γενέσθαι ἀνὴρ καὶ πολεμικὸς καὶ φιλοπόλεμος ἐσχάτως. [2.6.2] καὶ γὰρ δὴ ἕως μὲν πόλεμος ἦν τοῖς Λακεδαιμονίοις πρὸς τοὺς Ἀθηναίους παρέμενεν, ἐπειδὴ δὲ εἰρήνη ἐγένετο, πείσας τὴν αὑτοῦ πόλιν ὡς οἱ Θρᾷκες ἀδικοῦσι τοὺς Ἕλληνας καὶ διαπραξάμενος ὡς ἐδύνατο παρὰ τῶν ἐφόρων ἐξέπλει ὡς πολεμήσων τοῖς ὑπὲρ Χερρονήσου καὶ Περίνθου Θρᾳξίν. [2.6.3] ἐπεὶ δὲ μεταγνόντες πως οἱ ἔφοροι ἤδη ἔξω ὄντος ἀποστρέφειν αὐτὸν ἐπειρῶντο ἐξ Ἰσθμοῦ, ἐνταῦθα οὐκέτι πείθεται, ἀλλ’ ᾤχετο πλέων εἰς Ἑλλήσποντον. [2.6.4] ἐκ τούτου καὶ ἐθανατώθη ὑπὸ τῶν ἐν Σπάρτῃ τελῶν ὡς ἀπειθῶν. ἤδη δὲ φυγὰς ὢν ἔρχεται πρὸς Κῦρον, καὶ ὁποίοις μὲν λόγοις ἔπεισε Κῦρον ἄλλῃ γέγραπται, δίδωσι δὲ αὐτῷ Κῦρος μυρίους δαρεικούς· [2.6.5] ὁ δὲ λαβὼν οὐκ ἐπὶ ῥᾳθυμίαν ἐτράπετο, ἀλλ’ ἀπὸ τούτων τῶν χρημάτων συλλέξας στράτευμα ἐπολέμει τοῖς Θρᾳξί, καὶ μάχῃ τε ἐνίκησε καὶ ἀπὸ τούτου δὴ ἔφερε καὶ ἦγε τούτους καὶ πολεμῶν διεγένετο μέχρι Κῦρος ἐδεήθη τοῦ στρατεύματος· τότε δὲ ἀπῆλθεν ὡς ξὺν ἐκείνῳ αὖ πολεμήσων. [2.6.6] ταῦτα οὖν φιλοπολέμου μοι δοκεῖ ἀνδρὸς ἔργα εἶναι, ὅστις ἐξὸν μὲν εἰρήνην ἄγειν ἄνευ αἰσχύνης καὶ βλάβης αἱρεῖται πολεμεῖν, ἐξὸν δὲ ῥᾳθυμεῖν βούλεται πονεῖν ὥστε πολεμεῖν, ἐξὸν δὲ χρήματα ἔχειν ἀκινδύνως αἱρεῖται πολεμῶν μείονα ταῦτα ποιεῖν· ἐκεῖνος δὲ ὥσπερ εἰς παιδικὰ ἢ εἰς ἄλλην τινὰ ἡδονὴν ἤθελε δαπανᾶν εἰς πόλεμον. [2.6.7] οὕτω μὲν φιλοπόλεμος ἦν· πολεμικὸς δὲ αὖ ταύτῃ ἐδόκει εἶναι ὅτι φιλοκίνδυνός τε ἦν καὶ ἡμέρας καὶ νυκτὸς ἄγων ἐπὶ τοὺς πολεμίους καὶ ἐν τοῖς δεινοῖς φρόνιμος, ὡς οἱ παρόντες πανταχοῦ πάντες ὡμολόγουν. [2.6.8] καὶ ἀρχικὸς δ’ ἐλέγετο εἶναι ὡς δυνατὸν ἐκ τοῦ τοιούτου τρόπου οἷον κἀκεῖνος εἶχεν. ἱκανὸς μὲν γὰρ ὥς τις καὶ ἄλλος φροντίζειν ἦν ὅπως ἔχοι ἡ στρατιὰ αὐτῷ τὰ ἐπιτήδεια καὶ παρασκευάζειν ταῦτα, ἱκανὸς δὲ καὶ ἐμποιῆσαι τοῖς παροῦσιν ὡς πειστέον εἴη Κλεάρχῳ. [2.6.9] τοῦτο δ’ ἐποίει ἐκ τοῦ χαλεπὸς εἶναι· καὶ γὰρ ὁρᾶν στυγνὸς ἦν καὶ τῇ φωνῇ τραχύς, ἐκόλαζέ τε ἰσχυρῶς, καὶ ὀργῇ ἐνίοτε, ὡς καὶ αὐτῷ μεταμέλειν ἔσθ’ ὅτε. [2.6.10] καὶ γνώμῃ δ’ ἐκόλαζεν· ἀκολάστου γὰρ στρατεύματος οὐδὲν ἡγεῖτο ὄφελος εἶναι, ἀλλὰ καὶ λέγειν αὐτὸν ἔφασαν ὡς δέοι τὸν στρατιώτην φοβεῖσθαι μᾶλλον τὸν ἄρχοντα ἢ τοὺς πολεμίους, εἰ μέλλοι ἢ φυλακὰς φυλάξειν ἢ φίλων ἀφέξεσθαι ἢ ἀπροφασίστως ἰέναι πρὸς τοὺς πολεμίους. [2.6.11] ἐν μὲν οὖν τοῖς δεινοῖς ἤθελον αὐτοῦ ἀκούειν σφόδρα καὶ οὐκ ἄλλον ᾑροῦντο οἱ στρατιῶται· καὶ γὰρ τὸ στυγνὸν τότε φαιδρὸν αὐτοῦ †ἐν τοῖς ἄλλοις προσώποις† ἔφασαν φαίνεσθαι καὶ τὸ χαλεπὸν ἐρρωμένον πρὸς τοὺς πολεμίους ἐδόκει εἶναι, ὥστε σωτήριον, οὐκέτι χαλεπὸν ἐφαίνετο· [2.6.12] ὅτε δ’ ἔξω τοῦ δεινοῦ γένοιντο καὶ ἐξείη πρὸς ἄλλον ἀρξομένους ἀπιέναι, πολλοὶ αὐτὸν ἀπέλειπον· τὸ γὰρ ἐπίχαρι οὐκ εἶχεν, ἀλλ’ ἀεὶ χαλεπὸς ἦν καὶ ὠμός· ὥστε
διέκειντο πρὸς αὐτὸν οἱ στρατιῶται ὥσπερ παῖδες πρὸς διδάσκαλον. [2.6.13] καὶ γὰρ οὖν φιλίᾳ μὲν καὶ εὐνοίᾳ ἑπομένους οὐδέποτε εἶχεν· οἵτινες δὲ ἢ ὑπὸ πόλεως τεταγμένοι ἢ ὑπὸ τοῦ δεῖσθαι ἢ ἄλλῃ τινὶ ἀνάγκῃ κατεχόμενοι παρείησαν αὐτῷ, σφόδρα πειθομένοις ἐχρῆτο. [2.6.14] ἐπεὶ δὲ ἄρξαιντο νικᾶν ξὺν αὐτῷ τοὺς πολεμίους, ἤδη μεγάλα ἦν τὰ χρησίμους
ποιοῦντα εἶναι τοὺς ξὺν αὐτῷ στρατιώτας· τό τε γὰρ πρὸς τοὺς πολεμίους θαρραλέως ἔχειν παρῆν καὶ τὸ τὴν παρ’ ἐκείνου τιμωρίαν φοβεῖσθαι εὐτάκτους ἐποίει. [2.6.15] τοιοῦτος μὲν δὴ ἄρχων ἦν· ἄρχεσθαι δὲ ὑπὸ ἄλλων οὐ μάλα ἐθέλειν ἐλέγετο. ἦν δὲ ὅτε ἐτελεύτα ἀμφὶ τὰ πεντήκοντα ἔτη.
ΞΕΝ ΚΑναβ 2.6.1–2.6.15
***
Μτφρ. Α. Τζάρτζανος. 1938.
Ξενοφώντος Κύρου Ανάβασις.
Αρχαίον κείμενον, εισαγωγή, μετάφρασις, σημειώσεις.
Αθήνα: Πάπυρος.
Οι στρατηγοί τέλος πάντων ούτω συλληφθέντες ωδηγήθησαν κατόπιν εις τον βασιλέα και εκεί εθανατώθησαν δι' αποκεφαλισμού. Εξ αυτών είς, ο Κλέαρχος, κατά την ομολογίαν πάντων, όσοι τον εγνώριζον καλώς, ανεδείχθη ανήρ και εμπειροπόλεμος και φιλοπόλεμος εις τον υπέρτατον βαθμόν. Και όντως, έως ότου μεν οι Λακεδαιμόνιοι είχον πόλεμον προς τους Αθηναίους, παρέμενε χρησιμοποιούμενος εις αυτόν. Άμα δε έγινεν ειρήνη, αφού κατέπεισε τους συμπολίτας του ότι οι Θράκες ηδίκουν τους Έλληνας και αφού κατώρθωσε, καθ' ον τρόπον ηδύνατο, να λάβη των εφόρων την συγκατάθεσιν, ανεχώρησε δια θαλάσσης, δια να υπάγη να πολεμήση εναντίον των Θρακών, οι οποίοι κατώκουν υπεράνω της Θρακικής Χερσονήσου και της Περίνθου. Επειδή δε ήλλαξαν κάπως γνώμην οι έφοροι, ότε πλέον αυτός ευρίσκετο έξω των ορίων της Λακωνικής, και προσεπάθουν να τον γυρίσουν οπίσω από τον Ισθμόν, εις την περίστασιν αυτήν δεν υπήκουσε πλέον, παρά έπλευσε κατ' ευθείαν εις τον Ελλήσποντον. Ένεκα δε τούτου και κατεδικάσθη εις θάνατον υπό των ανωτάτων αρχόντων της Σπάρτης ως δεικνύων απείθειαν. Έκτοτε δε πλέον εξόριστος διατελών έρχεται εις τον Κύρον. Και με ποίου μεν είδους λόγους τον κατέπεισε τον Κύρον, εις άλλο σύγγραμμα έχει γραφή, πάντως όμως του έδωσεν ο Κύρος δέκα χιλιάδας δαρεικούς. Και αυτός άμα τους έλαβε, δεν παρεδόθη εις άνετον βίον, παρά με τα χρήματα αυτά εστρατολόγησε στράτευμα και ήρχισε πόλεμον εναντίον των Θρακών, και αφού τους ενίκησεν εις μίαν μάχην, έκτοτε πλέον ελεηλάτει την χώραν των και επολέμει συνεχώς εναντίον των, μέχρις ότου ο Κύρος έλαβεν ανάγκην του στρατεύματός του. Τότε δε έφυγεν απ' εκεί, δια να υπάγη να πολεμήση πάλιν μαζί με εκείνον. Αυτά βέβαια είναι, όπως νομίζω, έργα φιλοπολέμου ανθρώπου, που μολονότι δύναται να διάγη ειρηνικώς χωρίς εντροπήν και χωρίς καμίαν ζημίαν, εν τούτοις προτιμά να κάμνη πόλεμον, και μολονότι δύναται να ζη ανέτως, θέλει να κοπιάζη, αρκεί να ευρίσκεται εις πόλεμον, και μολονότι δύναται να έχη χρήματα, χωρίς να διατρέχη κανέναν κίνδυνον, προτιμά να διεξάγη πόλεμον και να τα κάμνη ολιγώτερα. Ούτω εκείνος, όπως ακριβώς άλλοι εις παιδικούς έρωτας, ή δι' άλλην τινά απόλαυσιν, ήθελε να εξοδεύη εις πολέμους. Τόσον φιλοπόλεμος ήτο. Ικανός δε εις τα του πολέμου πάλιν υπ' αυτήν την έποψιν εθεωρείτο, ότι δηλαδή ηγάπα να εκτίθεται εις κινδύνους, βαδίζων όχι μόνον εν καιρώ ημέρας παρά και εν καιρώ νυκτός εναντίον των εχθρών, και ότι κατά τας ώρας του κινδύνου ήτο κύριος του λογικού του, όπως οι παρευρισκόμενοι πλησίον του πανταχού πάντες ομοφώνως εβεβαίωνον.
Και εις το άρχειν δε ικανός ελέγετο ότι ήτο, όπως είναι δυνατόν να είναι κανείς ικανός εις τούτο με τον τρόπον που και εκείνος είχε. Δηλαδή αφ' ενός μεν είχε την ικανότητα περισσότερον από κάθε άλλον πρώτον μεν να επινοή πώς το στράτευμά του θα εξεύρισκε τα τρόφιμα, και δεύτερον να προμηθεύη εις αυτό ταύτα, αφ' ετέρου δε είχε την ικανότητα και να εμπνέη εις τους περί αυτόν την πεποίθησιν ότι ώφειλον να υπακούουν εις τον Κλέαρχον. Και τούτο το κατώρθωνε με το να είναι σκαιός άνθρωπος. Διότι και η όψις του ήτο αποκρουστική και η φωνή του τραχεία, και ετιμώρει πάντοτε με μεγάλην αυστηρότητα, μάλιστα εν οργή ευρισκόμενος ενίοτε, ώστε και αυτός ο ίδιος να μετανοή κάποτε. Αλλ' ουχ ήττον και εσκεμμένως ετιμώρει. Διότι από στράτευμα, εις το οποίον δεν επιβάλλονται τιμωρίαι, ουδεμία ωφέλεια εφρόνει ότι δύναται να υπάρχη, και μάλιστα έλεγε, όπως εβεβαίωνον οι περί αυτόν, ότι πρέπει ο στρατιώτης να φοβήται περισσότερον τον αρχηγόν του παρά τους εχθρούς, εάν θα πρόκειται είτε ως φρουρός να εκτελή καλώς την υπηρεσίαν του, είτε από το να προξενήση βλάβην τινά εις φίλους να απέχη, είτε χωρίς καμίαν αντίρρησιν να βαδίζη εναντίον των εχθρών. Κατόπιν τούτων εις μεν τας κινδυνώδεις περιστάσεις επροθυμοποιούντο να υπακούουν εις αυτόν πλήρως και δεν επροτίμων άλλον στρατηγόν οι στρατιώται. Καθόσον μάλιστα η αγριότης του προσώπου του τότε, φαιδρότης εν μέσω των άλλων προσώπων έλεγον ότι ενεφανίζετο, και η σκαιότης του δύναμις απέναντι των εχθρών εφαίνετο ότι ήτο, και επομένως σωτηρίας μέσον και ουχί πλέον επαχθής ενεφανίζετο. Όταν όμως ευρίσκοντο έξω του κινδύνου και είχον την ευκολίαν να απέλθουν, δια να ταχθούν υπό τας διαταγάς άλλου στρατηγού, τότε τον άφηνον και έφευγον. Διότι το χάρισμα του να ελκύη τους ανθρώπους δεν το είχε, παρά πάντοτε ήτο σκαιός και σκληρός. Και ούτω, τα προς αυτόν αισθήματα των στρατιωτών του ήσαν οποία τα αισθήματα παίδων προς ένα διδάσκαλον. Δι' αυτόν λοιπόν ακριβώς τον λόγον ανθρώπους, οι οποίοι από αγάπην και φιλικήν διάθεσιν να τον ακολουθούν, ουδέποτε είχε. Όποιοι δε είτε κατά διαταγήν της πατρίδος των είτε ένεκα απορίας είτε από αλλην καμίαν ανάγκην πιεζόμενοι ευρίσκοντο υπό την αρχηγίαν του, τούτους εις αυστηράν πειθαρχίαν τους εκράτει. Άμα όμως ήθελον αρχίσει να νικούν μαζί με αυτόν τους εχθρούς, έκτοτε πλέον σπουδαία ήσαν τα προσόντα, τα οποία καθίστων χρησίμους τους υπό τας διαταγάς του στρατιώτας. Διότι και το θάρρος του να αντιμετωπίζουν τους εχθρούς είχον, και ο φόβος της εκ μέρους εκείνου τιμωρίας τους καθίστα ευπειθείς. Τοιούτος τέλος ως αρχηγός ήτον ο Κλέαρχος. Να δέχεται δε διαταγάς άλλων δεν είχε πολλήν διάθεσιν, όπως έλεγαν. Ήτο δε τότε που απέθανε πεντήκοντα περίπου ετών.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου