του
Γερασίμου Βώκου*
Όταν ο Αριστοτέλης έφθασε στην Αθήνα ήταν περίπου δεκαεπτά ετών. Βάσιμοι λόγοι μας κάνουν να υποθέτουμε ότι ο νεαρός Αριστοτέλης ανατράφηκε σε καλλιεργημένο περιβάλλον και εξοικειώθηκε από νωρίς με την επιστημονική γραμματεία της εποχής του. Από τους σημερινούς ερευνητές άλλοι εικάζουν ότι γνώριζε ήδη αρκετά έργα του Πλάτωνα, πράγμα που θα εξηγούσε και την επιλογή εκ μέρους του της Ακαδημίας για τη συνέχιση των σπουδών του, ενώ άλλοι υποστηρίζουν πως η επιλογή αυτή οφείλεται απλώς στο γεγονός ότι η πλατωνική σχολή εξασφάλιζε την καλύτερη εκπαίδευση στην Ελλάδα. Πέρα όμως από τις εικασίες ως προς τα κίνητρα, παραμένει το ίδιο το γεγονός: ο Αριστοτέλης επιλέγει τον Πλάτωνα ενώ θα μπορούσε να προτιμήσει τον Ισοκράτη. Γιατί την εποχή εκείνη όσοι νέοι θέλουν να μορφωθούν έχουν να διαλέξουν ανάμεσα στον Πλάτωνα και στον Ισοκράτη, δηλαδή ανάμεσα σε δύο αντίπαλες αντιλήψεις για την παιδεία και την εκπαίδευση.
Ισως πρέπει να υπογραμμισθεί το γεγονός ότι από τη στιγμή όπου η εκπαίδευση αποκτά στους αρχαίους, κατά κάποιον τρόπο, θεσμικό χαρακτήρα, εμφανίζεται υπό διπλή, αντίπαλη όψη: αφενός έναν τύπο εκπαίδευσης στον οποίο κυρίαρχο είναι το φιλοσοφικό στοιχείο και αφετέρου τον τύπο εκπαίδευσης στον οποίο κυριαρχεί το στοιχείο της ρητορικής. Πλάτων και Ισοκράτης, αν θέλουμε να συνοψίσουμε σε εξέχοντα ονόματα τις δύο μορφές που παίρνουν η παιδεία και η εκπαίδευση.
Ο Πλάτων, όπως είναι γνωστό, οικοδομεί το σύστημα της εκπαίδευσης στη βασική έννοια της αλήθειας ή, ακριβέστερα, στην κατάκτησή της μέσω της επιστήμης, δηλαδή της ορθής γνώσης που θεμελιώνεται στον λόγο, σε αντίθεση με τη δόξα, η οποία αναφέρεται στο τι πρεσβεύει ο πρώτος τυχών όταν αποφασίσει να προβάλει τις απόψεις του. Η κατοχή της αλήθειας αποτελεί, για τον Πλάτωνα, το αδιαφιλονίκητο κριτήριο με το οποίο ορίζεται ο πραγματικός ρήτορας σε αντίθεση με τον σοφιστή, ο πραγματικός γιατρός και, βεβαίως, ο πραγματικός φιλόσοφος. Από τη σκοπιά αυτή, η παιδεία και η εκπαίδευση έχουν καθολικό χαρακτήρα, ανεξάρτητο από την περιοχή της ανθρώπινης δραστηριότητας στην οποία εφαρμόζονται, και ο χαρακτήρας αυτός συνίσταται στην κατοχή της πραγματικής επιστήμης. Από το προηγούμενο σχήμα δεν εξαιρείται το αντίθετο μάλιστα! η πολιτική, γιατί ο πραγματικός πολιτικός ανήρ είναι αυτός που κατέχει την πολιτική επιστήμη. Κατά συνέπεια, η πλατωνική παιδαγωγική αδιαφορεί για τις συνταγές της επιτυχίας και ρυθμίζεται από τον κανόνα της αλήθειας· από 'δώ και η ευθυγράμμιση της γνώσης με τη γεωμετρική αυστηρότητα, η οποία αποκαλύπτει ότι η αρετή προϋποθέτει, αν δεν ταυτίζεται με αυτήν, τη γνώση του Αγαθού, απελευθερώνοντας την ψυχή από την απαιδευσία, που είναι το χειρότερο κακό.
Οι προηγούμενες αρχές εφαρμόζονται επί σαράντα χρόνια (387-348 π.Χ.) στην ομάδα που περιβάλλει τον Πλάτωνα και συγκροτεί την Ακαδημία, της οποίας σήμερα πια γνωρίζουμε, αλλά μόνο με σχετική ακρίβεια, το οργανωτικό πλαίσιο. Η νεότερη έρευνα διαφωνεί με την εκτίμηση του Wilarnowitz που ήθελε την Ακαδημία οργανωμένη ως θίασο· τη φανταζόμαστε σαν ένα είδος ομίλου με χαρακτηριστικά κοινότητας, η οποία όμως διατηρεί στενή την επαφή της με τη λατρεία των Μουσών. Ο όμιλος δεν έχει ούτε κερδοσκοπικό ούτε χρησιμοθηρικό χαρακτήρα και τα μέλη του αισθάνονται ότι συνδέονται μεταξύ τους με στενούς δεσμούς φιλίας. Διακρίνονται σε δύο ομάδες, τους νεανίσκους και τους πρεσβύτερους, υπό την καθοδήγηση του σχολάρχη: αυτός εκλέγεται από το σύνολο των μελών, ακόμη κι αν, πριν από τον θάνατό του, ο ενεργεία σχολάρχης εκφράσει την προτίμησή του για τον διάδοχό του. Το πνεύμα που επικρατεί χαρακτηρίζεται από πλήρη ελευθερία ως προς τη διδασκαλία και την έρευνα, εσωστρέφεια, έντονο ενδιαφέρον για τα πολιτικά πράγματα, καθώς και μέριμνα για τη διοικητική και φυσική συνέχεια της σχολής. Δυστυχώς το πρόγραμμα των μαθημάτων δεν είναι γνωστό, παρ' όλο που γνωρίζουμε ότι υπήρχαν τέσσερις μορφές διδασκαλίας: (α) ο διάλογος, που στοιχιζόταν με το πλατωνικό πρότυπό του· (β) η συζήτηση, με αφορμή μία θέση και την αντίθεσή της· (γ) η έκθεση ενός θέματος, στο πρότυπο του περίφημου μαθήματος Περί Αγαθού, που δίδαξε ο ίδιος ο Πλάτων και (δ) σεμινάρια υπό τύπο ασκήσεων με αντικείμενο τις διαιρέσεις και τους ορισμούς των εννοιών. Η μέθοδος στην Ακαδημία ήταν η διαλεκτική, σε αντιπαράθεση με την εμπειρική μέθοδο που θα εγκαινιάσει αργότερα ο Αριστοτέλης στο Λύκειο. Το πεδίο της έρευνας ήταν εκτεταμένο και περιλάμβανε τα μαθηματικά, τη μουσική, την αστρονομία, την ηθική, την πολιτική, την ιατρική, τη λογοτεχνία, την ιστορία των επιστημών και, στην κορυφή, τη φιλοσοφία ως αναζήτηση και ανεύρεση της αλήθειας· καθ' όλη τη διάρκεια των σπουδών ούτε για μία στιγμή δεν παραμελείται η γυμναστική, λαμβανομένης υπόψη της δηλωμένης αντίθεσης του Πλάτωνα με κάθε είδους πρωταθλητισμό.
Αν από την Ακαδημία περάσουμε στη σχολή του Ισοκράτη, το σκηνικό αλλάζει. Ο Ισοκράτης δεν είναι φιλόσοφος, παρ' όλο που διεκδικεί για τον εαυτό του και το κύρος και την τιμή του τίτλου· είναι δάσκαλος ρητορικής, ο πραγματικός δημιουργός του επιδεικτικού λόγου, τον οποίο καθιστά όργανο για την πολιτική δράση: το μέσον που πρέπει να έχει στη διάθεσή του ο πολιτικός ώστε να μπορέσει να διαδώσει τις ιδέες του και να επιδράσει αποτελεσματικά στους συγχρόνους του. Οι στόχοι της εκπαίδευσης και της παιδείας για τον Ισοκράτη είναι άμεσοι και πρακτικοί: πρέπει να εφοδιάσουν τον πολίτη με τη χρήσιμη εκείνη γνώση που είναι απαραίτητη στη διακυβέρνηση της πόλης, εδώ και τώρα. Το εκπαιδευτικό σύστημά του δεν θεμελιώνεται στην αλήθεια αλλά στις αρετές του λόγου και της ομιλίας, στο ευ λέγειν. Στην προοπτική αυτή, υπέρτατη τέχνη είναι η ρητορική, την οποία ο Ισοκράτης αρνείται κατηγορηματικά να υποτάξει στη φιλοσοφία και στη διαλεκτική μέθοδο, ειρωνευόμενος μάλιστα αυτούς που ασχολούνται ακόμη με τη φιλοσοφία ενώ βρίσκονται σε ώριμη ηλικία.
Ο Ισοκράτης εφάρμοσε ως επαγγελματίας παιδαγωγός τις αντιλήψεις του στη σχολή που ίδρυσε, κοντά στο γυμναστήριο του Λυκείου, εκεί όπου, χρόνια αργότερα, θα εγκατασταθεί και ο Αριστοτέλης. Η διδασκαλία γίνεται επ' αμοιβή η οποία ανέρχεται, για έναν πλήρη κύκλο μαθημάτων, που εκτείνεται σε τρία ή τέσσερα χρόνια, στο καθόλου ευκαταφρόνητο ποσό των χιλίων δραχμών που πληρώνουν ευχαρίστως οι πολυάριθμοι μαθητές οι μαρτυρίες μιλούν για καμιά εκατοστή οι οποίοι συρρέουν από όλα τα μέρη της Ελλάδας αλλά και του ελληνικού κόσμου για να ακούσουν τον δάσκαλο.
Η επιτυχία του Ισοκράτη ήταν πραγματική και οφείλεται ίσως στο γεγονός ότι ο τελευταίος αρνείται, έστω και για μία στιγμή, να εγκαταλείψει τον ορίζοντα της καθημερινής ζωής και της πρακτικής αποτελεσματικότητας. Ενώ ο Πλάτων υπερασπίζεται την ανάγκη ενός μεγάλου και δυσβάστακτου κύκλου σπουδών, τόσο στο πρακτικό επίπεδο των μαθημάτων που διδάσκονται στην Ακαδημία όσο και στο θεωρητικό επίπεδο του εκπαιδευτικού προγράμματος που επεξεργάζεται στους Διαλόγους, ο Ισοκράτης, πρακτικότερος όπως ισχυρίζεται ο ίδιος, υποστηρίζει ότι ο πραγματικά καλλιεργημένος άνθρωπος, ο πεπαιδευμένος, είναι αυτός που μπορεί να πετύχει την ορθή λύση, αυτήν δηλαδή που συμπλέει με τη συγκυρία, γιατί έχει μάθει να οικειοποιείται και να χειρίζεται τη σωστή γνώμη, τη δόξα.
Αυτές ήταν σε γενικές γραμμές, και σίγουρα σχηματοποιημένες, οι εκπαιδευτικές επιλογές του Αριστοτέλη. Διαλέγοντας τον Πλάτωνα, μπορούμε να εικάσουμε ότι ο νεαρός σπουδαστής συμμερίζεται την περιφρόνηση του δασκάλου για τη ρηχή σκέψη του Ισοκράτη, καθώς και για τη ζωηρή τάση του τελευταίου να ενδιαφέρεται περισσότερο για τη ρητορική επιτυχία παρά για την αναζήτηση της αλήθειας.
Αν δεν γνωρίζουμε καθόλου με ποιον τρόπο έκανε τις σπουδές του ο Αριστοτέλης στην Ακαδημία, όπως το επισημαίνει ο εγκυρότερος ίσως σύγχρονος μελετητής του Αριστοτέλη Ingemar During (το βιβλίο του οποίου έχει μεταφρασθεί στα ελληνικά με εντυπωσιακή ομολογουμένως επάρκεια από την Π. Κοτζιά και την Α. Γεωργίου και δεν απαγορεύεται σε κανέναν να το διαβάσει και να το μελετήσει), ξέρουμε ότι ο Πλάτων είχε διακρίνει τα ασυνήθιστα χαρίσματα του νεαρού Σταγειρίτη, τον οποίο αποκαλούσαν ο Νους της Διατριβής, δηλαδή «το μυαλό της σχολής». Σύμφωνα με ένα άλλο ανέκδοτο, ο Αριστοτέλης ονομάστηκε «αναγνώστης».
Το παρατσούκλι αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία. Δηλώνει την ιδιομορφία του Αριστοτέλη και σημαδεύει τη στιγμή του περάσματος από την ακρόαση των βιβλίων στην ανάγνωσή τους. Γιατί την εποχή στην οποία αναφερόμαστε η ανάγνωση ήταν έργο των δούλων, ενώ οι άλλοι έγραφαν, μιλούσαν και άκουγαν. Μειωτικό ή όχι για τον Αριστοτέλη, το παρατσούκλι δείχνει ότι ο τελευταίος ήταν πολυδιαβασμένος και πολυμαθής και σημάδια της πολυμάθειας αυτής βρίσκουμε σε όλα του τα έργα.
Είκοσι χρόνια έμεινε ο Αριστοτέλης στην Ακαδημία και αφιερώθηκε στην έρευνα και στη διδασκαλία, για την οποία έχουμε έμμεσες πληροφορίες από ορισμένα κείμενά του. Οπως το υποστήριξε ο Jackson το 1920, σε ένα άρθρο που δεν στερείται πρωτοτυπίας και χιούμορ, τα περισσότερα από τα παραδείγματα του Αριστοτέλη υποδηλώνουν ότι ο δάσκαλος διδάσκει δείχνοντας κάτι με το δάχτυλό του. Μπορούμε έτσι να υποθέσουμε τη διακόσμηση της αίθουσας διδασκαλίας, καθώς και να φανταστούμε τα έπιπλα που βρίσκονταν σε αυτήν. Το 348-347 π.Χ. ο Σπεύσιππος διαδέχεται τον Πλάτωνα στη διεύθυνση της Ακαδημίας. Ο Αριστοτέλης αποχωρεί από τη Σχολή και αναχωρεί από την Αθήνα, στην οποία επιστρέφει δώδεκα χρόνια αργότερα. Μισθώνει ορισμένα οικήματα, γιατί ως ξένος δεν είχε δικαίωμα να τα αγοράσει, στον χώρο του δημόσιου γυμναστηρίου και του Αλσους που ήταν αφιερωμένο στον Λύκειο Απόλλωνα και ξεκινά τη διδασκαλία του.
Το πρωί στους διάσημους περιπάτους είτε στη στοά είτε ανάμεσα στα δέντρα που έδωσαν το όνομα στη Σχολή ο Αριστοτέλης διδάσκει στους μαθητές του τα δυσκολότερα προβλήματα της φιλοσοφίας, ενώ το απόγευμα και το βράδυ είναι αφιερωμένα σε πιο εύκολα θέματα που ο φιλόσοφος αναπτύσσει σε ευρύτερο ακροατήριο. Από εδώ προκύπτει και η γνωστή διάκριση των ακροαματικών και των εξωτερικών λόγων, σύμφωνα με την οποία οι πρώτοι αφορούν στα λεπτά και εξειδικευμένα φιλοσοφικά προβλήματα, ενώ οι δεύτεροι πραγματεύονται θέματα γενικότερου ενδιαφέροντος.
Εικάζουμε πως η σχολή ήταν οργανωμένη λίγο - πολύ στα πρότυπα της Ακαδημίας, παρ' όλο που, σύμφωνα με ορισμένες μαρτυρίες, ο Αριστοτέλης είχε επιβάλει έναν κανονισμό που όριζε στους μαθητές να διοικούν με τη σειρά επί δέκα ημέρες ο καθένας χωρίς να μπορούμε να γίνουμε σαφέστεροι ως προς τον χαρακτήρα αυτής της «διοίκησης». Γνωρίζουμε όμως καλά ότι ο Αριστοτέλης συγκέντρωσε μεγάλο αριθμό χειρογράφων στο Λύκειο, δημιουργώντας έτσι σημαντική βιβλιοθήκη, καθώς και ένα μουσείο αντικειμένων, για να εξηγεί με παραδείγματα τα μαθήματά του της φυσικής ιστορίας.
Περίπου δεκατρία χρόνια δίδαξε ο Αριστοτέλης στο Λύκειο και μετά την αναχώρησή του στη Χαλκίδα, όπου και πέθανε, τη διεύθυνση της Σχολής ανέλαβε ο Θεόφραστος. Οι σπουδαστές φτάνουν τις δύο χιλιάδες, αριθμός υπερβολικός, που θέλει να επισημάνει, προφανώς με διαφημιστική διάθεση, τη μεγάλη απήχηση του Λυκείου στις τάξεις των μορφωμένων Ελλήνων. Τον διαδέχεται ο Στράτων, το 287 π.Χ., ο οποίος παραδίδει στον Λύκωνα, που παραμένει σχολάρχης ως το 225 π.Χ. Με τον τελευταίο το κύρος της Σχολής μειώνεται αισθητά και ο αριθμός των μαθητών φτάνει σε εξαιρετικά χαμηλό επίπεδο. Τελευταίος σημαντικός σχολάρχης είναι ο ρήτωρ Κριτόλαος, που πεθαίνει το 143 π.Χ. Τέλος, το Λύκειο καταστρέφεται το 86 π.Χ. από τον Σύλλα, ο οποίος χρειάζεται επειγόντως ξυλεία για την κατασκευή πολιορκητικών μηχανών...
*Δημοσίευσις του Βήματος τη 26/01/1997
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου