τοῦ
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-πτυχιούχου κλασσικῆς φιλολογίας
πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
Πράξεις Αποστόλων (ιστ΄16-34)
Ἐν ταις ημέραις εκείναις, ἐγένετο πορευομένων ἡμῶν εἰς προσευχὴν παιδίσκην τινὰ ἔχουσαν πνεῦμα πύθωνος ἀπαντῆσαι ἡμῖν, ἥτις ἐργασίαν πολλὴν παρεῖχε τοῖς κυρίοις αὐτῆς μαντευομένη. Αὕτη κατακολουθήσασα τῷ Παύλῳ καὶ τῷ Σίλᾳ ἔκραζε λέγουσα· οὗτοι οἱ ἄνθρωποι δοῦλοι τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου εἰσίν, οἵτινες καταγγέλλουσιν ἡμῖν ὁδὸν σωτηρίας.
Τοῦτο δὲ ἐποίει ἐπὶ πολλὰς ἡμέρας. διαπονηθεὶς δὲ ὁ Παῦλος καὶ ἐπιστρέψας τῷ πνεύματι εἶπε· παραγγέλλω σοι ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐξελθεῖν ἀπ᾿ αὐτῆς. καὶ ἐξῆλθεν αὐτῇ τῇ ὥρᾳ. Ἰδόντες δὲ οἱ κύριοι αὐτῆς ὅτι ἐξῆλθεν ἡ ἐλπὶς τῆς ἐργασίας αὐτῶν, ἐπιλαβόμενοι τὸν Παῦλον καὶ τὸν Σίλαν εἵλκυσαν εἰς τὴν ἀγορὰν ἐπὶ τοὺς ἄρχοντας καὶ προσαγαγόντες αὐτοὺς τοῖς στρατηγοῖς εἶπον· οὗτοι οἱ ἄνθρωποι ἐκταράσσουσιν ἡμῶν τὴν πόλιν Ἰουδαῖοι ὑπάρχοντες. Καὶ καταγγέλλουσιν ἔθη ἃ οὐκ ἔξεστιν ἡμῖν παραδέχεσθαι οὐδὲ ποιεῖν Ρωμαίοις οὖσι. Καὶ συνεπέστη ὁ ὄχλος κατ᾿ αὐτῶν. καὶ οἱ στρατηγοὶ περιρρήξαντες αὐτῶν τὰ ἱμάτια ἐκέλευον ραβδίζειν, πολλάς τε ἐπιθέντες αὐτοῖς πληγὰς ἔβαλον εἰς φυλακήν, παραγγείλαντες τῷ δεσμοφύλακι ἀσφαλῶς τηρεῖν αὐτούς· ὃς παραγγελίαν τοιαύτην εἰληφὼς ἔβαλεν αὐτοὺς εἰς τὴν ἐσωτέραν φυλακὴν καὶ τοὺς πόδας αὐτῶν ἠσφαλίσατο εἰς τὸ ξύλον.
Κατὰ δὲ τὸ μεσονύκτιον Παῦλος καὶ Σίλας προσευχόμενοι ὕμνουν τὸν Θεόν· ἐπηκροῶντο δὲ αὐτῶν οἱ δέσμιοι. Ἄφνω δὲ σεισμὸς ἐγένετο μέγας, ὥστε σαλευθῆναι τὰ θεμέλια τοῦ δεσμωτηρίου, ἀνεῴχθησάν τε παραχρῆμα αἱ θύραι πᾶσαι καὶ πάντων τὰ δεσμὰ ἀνέθη. Ἔξυπνος δὲ γενόμενος ὁ δεσμοφύλαξ καὶ ἰδὼν ἀνεῳγμένας τὰς θύρας τῆς φυλακῆς, σπασάμενος μάχαιραν ἔμελλεν ἑαυτὸν ἀναιρεῖν, νομίζων ἐκπεφευγέναι τοὺς δεσμίους. Ἐφώνησε δὲ φωνῇ μεγάλῃ ὁ Παῦλος λέγων· μηδὲν πράξῃς σεαυτῷ κακόν· ἅπαντες γάρ ἐσμεν ἐνθάδε. Αἰτήσας δὲ φῶτα εἰσεπήδησε, καὶ ἔντρομος γενόμενος προσέπεσε τῷ Παύλῳ καὶ τῷ Σίλᾳ, καὶ προαγαγὼν αὐτοὺς ἔξω ἔφη· κύριοι, τί με δεῖ ποιεῖν ἵνα σωθῶ;
Τοῦτο δὲ ἐποίει ἐπὶ πολλὰς ἡμέρας. διαπονηθεὶς δὲ ὁ Παῦλος καὶ ἐπιστρέψας τῷ πνεύματι εἶπε· παραγγέλλω σοι ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐξελθεῖν ἀπ᾿ αὐτῆς. καὶ ἐξῆλθεν αὐτῇ τῇ ὥρᾳ. Ἰδόντες δὲ οἱ κύριοι αὐτῆς ὅτι ἐξῆλθεν ἡ ἐλπὶς τῆς ἐργασίας αὐτῶν, ἐπιλαβόμενοι τὸν Παῦλον καὶ τὸν Σίλαν εἵλκυσαν εἰς τὴν ἀγορὰν ἐπὶ τοὺς ἄρχοντας καὶ προσαγαγόντες αὐτοὺς τοῖς στρατηγοῖς εἶπον· οὗτοι οἱ ἄνθρωποι ἐκταράσσουσιν ἡμῶν τὴν πόλιν Ἰουδαῖοι ὑπάρχοντες. Καὶ καταγγέλλουσιν ἔθη ἃ οὐκ ἔξεστιν ἡμῖν παραδέχεσθαι οὐδὲ ποιεῖν Ρωμαίοις οὖσι. Καὶ συνεπέστη ὁ ὄχλος κατ᾿ αὐτῶν. καὶ οἱ στρατηγοὶ περιρρήξαντες αὐτῶν τὰ ἱμάτια ἐκέλευον ραβδίζειν, πολλάς τε ἐπιθέντες αὐτοῖς πληγὰς ἔβαλον εἰς φυλακήν, παραγγείλαντες τῷ δεσμοφύλακι ἀσφαλῶς τηρεῖν αὐτούς· ὃς παραγγελίαν τοιαύτην εἰληφὼς ἔβαλεν αὐτοὺς εἰς τὴν ἐσωτέραν φυλακὴν καὶ τοὺς πόδας αὐτῶν ἠσφαλίσατο εἰς τὸ ξύλον.
Κατὰ δὲ τὸ μεσονύκτιον Παῦλος καὶ Σίλας προσευχόμενοι ὕμνουν τὸν Θεόν· ἐπηκροῶντο δὲ αὐτῶν οἱ δέσμιοι. Ἄφνω δὲ σεισμὸς ἐγένετο μέγας, ὥστε σαλευθῆναι τὰ θεμέλια τοῦ δεσμωτηρίου, ἀνεῴχθησάν τε παραχρῆμα αἱ θύραι πᾶσαι καὶ πάντων τὰ δεσμὰ ἀνέθη. Ἔξυπνος δὲ γενόμενος ὁ δεσμοφύλαξ καὶ ἰδὼν ἀνεῳγμένας τὰς θύρας τῆς φυλακῆς, σπασάμενος μάχαιραν ἔμελλεν ἑαυτὸν ἀναιρεῖν, νομίζων ἐκπεφευγέναι τοὺς δεσμίους. Ἐφώνησε δὲ φωνῇ μεγάλῃ ὁ Παῦλος λέγων· μηδὲν πράξῃς σεαυτῷ κακόν· ἅπαντες γάρ ἐσμεν ἐνθάδε. Αἰτήσας δὲ φῶτα εἰσεπήδησε, καὶ ἔντρομος γενόμενος προσέπεσε τῷ Παύλῳ καὶ τῷ Σίλᾳ, καὶ προαγαγὼν αὐτοὺς ἔξω ἔφη· κύριοι, τί με δεῖ ποιεῖν ἵνα σωθῶ;
Οἱ δὲ εἶπον· πίστευσον ἐπὶ τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, καὶ σωθήσῃ σὺ καὶ ὁ οἶκός σου. Καὶ ἐλάλησαν αὐτῷ τὸν λόγον τοῦ Κυρίου καὶ πᾶσι τοῖς ἐν τῇ οἰκίᾳ αὐτοῦ. Καὶ παραλαβὼν αὐτοὺς ἐν ἐκείνῃ τῇ ὥρᾳ τῆς νυκτὸς ἔλουσεν ἀπὸ τῶν πληγῶν, καὶ ἐβαπτίσθη αὐτὸς καὶ οἱ αὐτοῦ πάντες παραχρῆμα, ἀναγαγών τε αὐτοὺς εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ παρέθηκε τράπεζαν, καὶ ἠγαλλιάσατο πανοικὶ πεπιστευκὼς τῷ Θεῷ.
***
Άπαντες οι άνομοι εργάζονται ίνα επιτύχουν τα κακόβουλα σχέδιά των. Εκ των ανόμων, αυτών που δεν υπακούουν εις ουδέν νόμον, ουδέν αγαθόν δύναται να παραχθή. Υπάρχουν απέναντί των οι εργαζόμενοι το αγαθόν, εκείνοι οίτινες νυχθημερόν απεργάζονται την εφαρμογή των νόμων, των βουλών της συνειδήσεως, των θείων εντολών, των ηθικών κανόνων, των νόμων του Θεού.
«Ἰδόντες δὲ» αυτοί οι άνομοι, «ὅτι ἐξῆλθεν ἡ ἐλπὶς τῆς ἐργασίας αὐτῶν» λόγω της υπάρξεως των ολίγων αγαθών επιζητούν να επιβουλευθούν εκείνους. Βλέπουν τα έργα των, τας δολοπλοκίας των να γκρεμίζονται και να ξεϋφαίνονται και τον κόπον των να πηγαίνη χαμένος. Και τότε στρέφονται ολοφάνερα και απροσχημάτιστα εναντίον όσων έδωκαν και την ζωήν των ίνα υπηρετούν τα θεία βουλεύματα.
«ἐπιλαβόμενοι τὸν Παῦλον καὶ τὸν Σίλαν εἵλκυσαν εἰς τὴν ἀγορὰν ἐπὶ τοὺς ἄρχοντας»
του κόσμου τούτου. Θέτοντας τα άνομα και ανόσια χέρια των επί των αθώων τους ΄σύρουν κυριολεκτικώς εκεί όπου υπάρχει ο όχλος, ο κατευθυνόμενος αγοραίος άνθρωπος, ο άνευ λογικής νοός και καρδίας, ο υπακούων εις τους ανθρώπους και εις τας γήινας εντολάς των, ο έχων λησμονήσει την θείαν υπακοήν και ο έχων αποστατήσει από τον Θεόν και τα πιστεύω του.
«καὶ προσαγαγόντες αὐτοὺς τοῖς στρατηγοῖς εἶπον· οὗτοι οἱ ἄνθρωποι ἐκταράσσουσιν ἡμῶν τὴν πόλιν»
Ποιο είναι το κατηγορητήριό των; Αέναο και το αυτό. Ότι το αγαθόν ταράττει. Ταράττουν τον ύπνο των και τον λήθαργόν των οι άνθρωποι του Θεού. Ταράττουν την ευμάρειά των την καθηλωμένην εις την αμαρτίαν και την νεκρωμένην συνείδησίν των. Οι άνθρωποι του θεού είναι αγκάθια άτινα τρυπούν την ήρεμον και ακόλαστον ζωήν των. Με ποιόν τρόπον;
«καταγγέλλουσιν ἔθη ἃ οὐκ ἔξεστιν ἡμῖν παραδέχεσθαι οὐδὲ ποιεῖν»
Τους φωνασκούν αυτοί οι άνθρωποι του Θεού δια ήθη που τα έχουν ξεχάσει εδώ και πολλάς γενεάς, ήθη τα οποία δεν είναι δυνατόν να γίνουν παραδεκτά υπό τούτων. Η εποχή είναι πλέον προοδευτική. Δύνανται άτομα του ιδίου φύλου να συζευγνύονται. Ούτως πιστεύουν οι περισσότεροι. Είναι επιτρεπτή η άμβλωσις. Διατί ταύτα να αποτελούν αμαρτήματα; Τι είναι παρά και κατά φύσιν; Τι ενοχλητικαί σκέψεις. Έχομεν ελευθερίαν. Ούτοι οι ταραχοποιοί διατί υψώνουν σταυρό; Διατί έχουν αργίαν τας Κυριακάς; Διατί ξυπνούν όλον τον κόσμον κατά αυτάς με τας καμπάνας των; Ποιος Θεός; Δεν υπάρχει θεός. Αρκετά τους ηνέχθησαν τούτους και τας θεοκρατικάς αντιλήψεις των. Η νέα εποχή είναι ουμανιστική. Πίστη εις την δύναμιν του ανθρώπου. Είναι αυτός ελεύθερος να κάνη ό,τι επιθυμεί. Ακόμα και έρωτα με τα κτήνη και τα πετεινά της γής. Ελεύθερες αγορές, ελεύθερη διακίνησις ιδεών και αγαθών. Η ηδονή είναι το υπέρτατον συναίσθημα. Πως υπάρχουν αυτοί οι ταραχοποιοί, αυτοί οι ενοχλητικοί και θέτουν φραγμούς εις τα πάντα; Διατί συνεχώς έν «πρέπει» να τυραννά τον άνθρωπον; Δεν είναι δυνατόν στον σύγχρονον άνθρωπον, τον έχοντα προχωρήσει εις την πρόοδον της λογικής και της επιστήμης να αποδεχθή τίποτα απ’ αυτούς τους πεπαλαιωμένους «νόμους», μιας ανυπάρκτου θεότητος, ούτε ασφαλώς και να πραχθή έστω κι ένα απ’ όσα παράλογα λέν αυτοί οι αναχρονιστικοί. Πλέον ο κόσμος όλος είναι δυτικός, ευρωπαίος.
Πόσο όλα τα ανωτέρω μας επαρουσιάσθησαν λιτώς και απερίττως υπό του ευαγγελικού λόγου. Τα ξαναγράφομεν προς εμπέδωσιν:
«οὗτοι οἱ ἄνθρωποι ἐκταράσσουσιν ἡμῶν τὴν πόλιν Ἰουδαῖοι ὑπάρχοντες. Καὶ καταγγέλλουσιν ἔθη ἃ οὐκ ἔξεστιν ἡμῖν παραδέχεσθαι οὐδὲ ποιεῖν Ρωμαίοις οὖσι».
Αλλοίμονον Ελλάς. Προτίμησες να γίνης «Ρωμαία», δυτικοευρωπαία και όχι Ρωμηά. Ήσουν έλλην ορθόδοξος χριστιανή και νυν επεθύμησες να αρνηθής τα πιστεύω σου και να γίνης δυτικόφρων, έθνος δίχως νόμους και ήθη. Και κυνηγάς αυτούς που σε θέλουν ψηλά, πιστή, δούλη του Θεού και των νόμων του αλλά υπό την σκέπην εκείνου, ίνα μη βυθισθής εις το έρεβος της ανυπαρξίας που επισύρει η ανυπακοή από την νομιμότητα.
Ιδού η τιμωρία σου. Εκείνοι που επεζήτουν την αρετήν σου και την ευδαιμονία σου νύν κακοπαθαίνουν.
«Καὶ συνεπέστη ὁ ὄχλος κατ᾿ αὐτῶν. καὶ οἱ στρατηγοὶ περιρρήξαντες αὐτῶν τὰ ἱμάτια ἐκέλευον ραβδίζειν, πολλάς τε ἐπιθέντες αὐτοῖς πληγὰς ἔβαλον εἰς φυλακήν, παραγγείλαντες τῷ δεσμοφύλακι ἀσφαλῶς τηρεῖν αὐτούς· ὃς παραγγελίαν τοιαύτην εἰληφὼς ἔβαλεν αὐτοὺς εἰς τὴν ἐσωτέραν φυλακὴν καὶ τοὺς πόδας αὐτῶν ἠσφαλίσατο εἰς τὸ ξύλον.»
Πολλές ξυλιές επέδωκες κατά προσταγήν των ξένων δυναστών σου και καθοδηγητών σου στους αγαθούς πολίτας σου, στην εκκλησία σου, που σε κράταγε φάρο αναμμένο μέσα στα σκότη. Στο τέλος θα τους οδηγήσης και στην φυλακή. Θα τους φιμώσης. Ήδη θα κλέψης τον μισθόν των, θα φτιάξης και «αντιρατσιστικόν νόμον» θαρρώ ώστε να μην μπορούν να μιλήσουν αυτοί οι «Χριστιανοί υπάρχοντες». Θα τους εξαφανίσης. Ήδη η εντολή που σου έδωκαν τηρείται κατά γράμμα: «παραγγείλαντες τῷ δεσμοφύλακι ἀσφαλῶς τηρεῖν αὐτούς·»
Μα ξέρεις κάτι δόλια πατρίδα. Όσο και να ευτελίσθης και να καταδέχεσαι να θεωρήσαι έν άβουλο όν των ξένων αφεντάδων, εκείνους τους χριστιανούς υπάρχοντες που σε έχουν εντολοδοχήσει να τους επιτηρής σφιχτά και που τους έχεις υπο διωγμόν δεν πρόκειται να πάθουν τίποτα. Και ξέρεις γιατί; Γιατί συνεχίζουν και προσέυχονται για εσένα. Ναι για εσένα που τόσο τους λοιδωρείς.
«Κατὰ δὲ τὸ μεσονύκτιον Παῦλος καὶ Σίλας προσευχόμενοι ὕμνουν τὸν Θεόν· ἐπηκροῶντο δὲ αὐτῶν οἱ δέσμιοι»
Ακροάσαι και σύ τας προσευχάς των αγαθών. Και όπως τότε στον Παύλο έτσι και τώρα το κάνεις με επικριτικόν τρόπον και χαμογελάς και με δηκτικό τρόπο λές «Μα τι κάνουν αυτοί» και τους γελάς. Ανόητη όπως σε καταντήσαν. Οι ύμνοι αυτών προς τον θεόν θα προαλέσουν τέτοιον σεισμό που θα σε συγκλονίση και θε να ρθής και σύ στα συγκαλά σου τότε και θα κραυγάσης:
«κύριοι, τί με δεῖ ποιεῖν ἵνα σωθῶ;»
Αλλά ξέρεις τι πρέπει να κάνης. Το ξέρεις μέσα από την ιστορία σου. Είθε να έρθη εκείνη η μέρα λοιπόν όπου θα έρθης εις τα συγκαλά σου...
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου