τοῦ
κ. Γεωργίου Θ. Μηλίτση
διδασκάλου
Όλοι μας γνωρίζουμε ὅτι γλῶσσα ὀνομάζουμε τό μυῶδες, εὐκίνητο ὄργανο, πού βρίσκεται μέσα στη στοματική κοιλότητα καί πού εἶναι τό ὄργανο τῆς γεύσης. ̓Ακόμα ἡ γλῶσσα βοηθάει στή μάσηση και κατάποση τῶν τροφῶν καί συμμετέχει στήν ἄρθρωση τῆς ὁμιλίας. ̔Η γλῶσσα ἄν καί εἶναι μικρή στό μέγεθος καί δέν ἔχει κόκκαλα, ὅπως λέγει ὁ λαός μας, «κόκκαλα στακίζει».
Μέ τή γλῶσσα δοξολογοῦμε το Θεό, ἀλλά καί τόν ὑβρίζουμε. Με τή γλῶσσα ἐπαινοῦμε τό συνάνθρωπό μας ἀλλά καί τόν συκοφαντοῦμε. Μέ τή γλῶσσα ὁμολογοῦμε τήν πίστη μας στό Θεό ἀλλά και διακηρύττουμε τήν ἀπιστία μας. Με τή γλῶσσα ἐκδηλώνεται ὁ ἐγωϊσμός μας καί ἡ ὑπερηφάνειά μας, ἀλλά ἀποδεικνύεται καί τό ταπεινό μας φρόνημα. ̔
Η γλῶσσα ἀποκαλύπτει τόν ἐσωτερικό κόσμο τοῦ καθενός μας. Εἶναι γνωστά σέ ὅλους μας τά λόγια τοῦ Κυρίου: «ἐκ τοῦ περισσεύματος τῆς καρδίας τό στόμα λαλεῖ» (Ματθ. ιβ´, 35). Μέ λίγα λόγια ἡ γλῶσσα ἐκτός ἀπό καλά μπορεῖ να προξενήσει μεγάλα καί δυσκολοθεράπευτα κακά.
Στό βιβλίο Σοφία Σειράχ διαβάζουμε: «Παιδείαν στόματος ἀκούσατε, τέκνα, καὶ ὁ φυλάσσων οὐ μὴ ἁλῷ. Ἐν τοῖς χείλεσιν αὐτοῦ καταληφθήσεται ἁμαρτωλός, καὶ λοίδορος καὶ ὑπερήφανος σκανδαλιαθήσονται ἐν αὐτοῖς» (κγ´ 7–8). «Ὀλίσθημα ἀπὸ ἐδάφους μᾶλλον ἢ ἀπὸ γλώσσης» (κ´ 18). «Μακάριος ἀνήρ, ὃς οὐκ ὠλίσθησεν ἐν στόματι αὐτοῦ καὶ οὐ κατενύγη ἐν λύπῃ ἁμαρτίας» (ιδ´ 1).
Κι ὁ ̓Αδελφόθεος ̓Ιάκωβος στην ἐπιστολή του γράφει γιά τή γλῶσσα: « ̔Η γλῶσσα μικρόν μέλος ἐστί καί μεγαλαυχεῖ. ̓Ιδού ὀλίγον πῦρ ἡλίκην ὕλην ἀνάπτει! Καί ἡ γλῶσσα πῦρ, ὁ κόσμος τῆς ἀδικίας. Οὕτως ἡ γλῶσσα καθίσταται ἐν τοῖς μέλεσιν ἡμῶν ἡ σπιλοῦσα ὅλον τό σῶμα καί φλογίζουσα τόν τροχόν τῆς γενέσεως καί φλογιζομένη ὑπό τῆς γεέννης. Πᾶσα γάρ φύσις θηρίων τε καί ἑρπετῶν τε καί ἐναλίων δαμάζεται καί δεδάμασται τῇ φύσει τῇ ἀνθρωπίνῃ, τήν δέ γλῶσσαν οὐδείς δύναται ἀνθρώπων δαμάσαι· ἀκατάσχετον κακόν, μεστή ἰοῦ θανατηφόρου». ̔Ερμηνεία: « ̔Η γλῶσσα εἶναι μικρό μέλος κι ὅμως καυχᾶται γιά μεγάλα πράγματα. Πόσον μικρή φωτιά κατακαίει ἕνα τόσο μεγάλο δάσος. Καί ἡ γλῶσσα εἶναι μιά φωτιά, κόσμος κακίας. Μεταξύ τῶν μελῶν μας, ἡ γλῶσσα εἶναι ἐκείνη, πού μολύνει ὁλόκληρο τό σῶμα και πυρακτώνει τόν τροχό τῆς ζωῆς και πυρακτώνεται κι αὐτή ἀπό τήν γέεννα. Κάθε εἶδος θηρίων καί πτηνῶν, ἑρπετῶν καί θαλασσίων ζώων δαμάζεται καί ἔχει δαμασθεῖ ἀπό τόν ἄνθρωπο, ἀλλά τήν γλῶσσα κανείς ἀπό τούς ἀνθρώπους δέ μπορεῖ νά δαμάσει, εἶναι ἀσυγκράτητο κακό, γεμάτη ἀπό θανατηφόρο δηλητήριο» ( ̓Ιακώβ. 5-8).
̔Ο ῞Αγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος σέ μία του ἐπιστολή σημειώνει: « ̔Η γλῶσσα ἐκφράζει τό περιεχόμενο τῆς καρδιᾶς, ἀλλά καί τό ἐπηρεάζει. ῎Ετσι, τό πάθος τοῦ θυμοῦ γιά παράδειγμα, μόνο ἡ σιωπή τό μαραίνει. Μερικές φορές, γιά νά ξεσπάσουμε δῆθεν καί νά ξελαφρώσουμε, ἀρχίζουμε νά βρίζουμε, νά κατηγοροῦμε, νά χλευάζουμε ἤ ἀναμασοῦμε συνεχῶς τίς ἀδικίες, πού κατά τή γνώμη μας ὑπέστημεν. Και ἀντί νά ἠρεμήσουμε, ἀνάβουμε και ξαναφορτιζόμαστε μέ μῖσος. ῎Ετσι συνεχίζεται ὁ φαῦλος κύκλος τοῦ ἀναβρασμοῦ, τῆς δῆθεν ἐκτονώσεως καί ἐν τέλει τῆς ἐπιδεινώσεως τοῦ πάθους μας».
Κατά τούς Πατέρας τῆς ̓Εκκλησίας μας τά μεγαλύτερα ἁμαρτήματα, πού διαπράττει ὁ ἄνθρωπος μέ τή γλῶσσα του εἶναι: Ἡ πολυλογία, ἡ αἰσχρολογία, ἡ συκοφαντία, τὸ ψεῦδος, ἡ διπλοπροσωπία ἤ ὑποκρισία, ὁ ὅρκος, ἡ κατάκριση, ἡ βλασφημία καί πολλά ἄλλα, τά ὁποῖα δυστυχῶς τά θεωροῦμε ὡς ἀνάξια λόγου. Τό πόσο μεγάλα εἶναι τά ἁμαρτήματα τῆς γλώσσας το φανερώνει τό παρακάτω γεγονός.
Στό Γεροντικό διαβάζουμε ὅτι ρώτησαν τόν Ὅσιο Σισώη τί γνώμη εἶχε γιά τά ἁμαρτήματα τῆς γλώσσης καί ὁ Ὅσιος τούς ἀπάντησε:
« ̓Εγώ, τριάντα χρόνια τώρα, ἕνα ἔχω προσευχή! Γιά ἕνα καί μόνο παρακαλῶ τόν Κύριο, νά μέ φυλάει ἀπό τή γλώσσα μου!»
̔Η κατάρα
῞Ενα ἀπό τά μεγαλύτερα ἁμαρτήματα τῆς γλώσσης εἶναι ἡ κατάρα. Πολλοί ἄνθρωποι μέ τό παραμικρό ἀρχίζουν καί καταριῶνται τους συνανθρώπους τους.
Ρώτησαν τόν μακαριστό π. Παΐσιο τόν ̔Αγιορείτη πότε πιάνει ἡ κατάρα καί ἡ ἀπάντησή του ἦταν: « ̔Η κατάρα πιάνει, ὅταν ὑπάρχει στη μέση ἀδικία. ῎Αν λ.χ. κάποιος κοροϊδέψει ἕνα πονεμένο συνάνθρωπό του ἤ τοῦ κάνει κάποιο κακό και ὁ πονεμένος τόν καταρασθεῖ, πάει, χάνεται τό σόϊ του. ῞Οταν δηλαδή κάνω κακό σέ κάποιον κι ἐκεῖνος με καταριέται, πιάνουν οἱ κατάρες του. ̓Επιτρέπει ὁ Θεός καί πιάνουν, ὅπως ἐπιτρέπει λ.χ. νά σκοτώση ἕνας κάποιον ἄλλον. ῞Οταν ὅμως δέν ὑπάρχει ἀδικία, τότε ἡ κατάρα γυρνᾶ πίσω σ ̓ αὐτόν, πού τήν ἔδωσε».
Στή συνέχεια ρώτησαν τόν ἅγιο Γέροντα, πῶς ἀπαλλάσσεται κάποιος ἀπό τήν κατάρα. ̔Η ἀπάντησή του ἧταν: «Μέ τή μετάνοια καί την ἐξομολόγηση. ῎Εχω ὑπόψιν μου πολλές περιπτώσεις ἀνθρώπων, πού ταλαιπωρήθηκαν ἀπό κατάρα, ὅταν τό κατάλαβαν ὅτι τούς καταράσθηκαν, γιατί εἶχαν φταίξει, μετάνοιωσαν, ἐξομολογήθηκαν και τακτοποιήθηκαν. Ἄν αὐτός, πού ἔφταιξε πεῖ: « Θεέ μου, συγχώρεσέ με ἔκανα αὐτό κι αὐτό ... καί ἐξομολογηθεῖ στόν πνευματικό μέ πόνο καί εἰλικρίνεια, τότε ὁ Θεός θα τόν συγχωρήσει».
̔Η κατάρα τῶν γονέων
῎Αν εἶναι μεγάλο ἁμάρτημα να καταρώμεθα τούς συνανθρώπους μας, εἶναι ἀπείρως μεγάλο καί βδελυκτό στό Θεό οἱ γονεῖς νά κατα-ριῶνται τά σπλάγχνα τους, τά παιδιά τους.
῞Ολοι οἱ Πατέρες τῆς ἐκκλησίας μας κακίζουν τούς γονεῖς, πού για ὁποιοδήποτε λόγο, σοβαρό ἤ ὄχι, καταριῶνται τά παιδιά τους, διότι ὅπως λέγει ὁ ἁγιορείτης ἀσκητής π. Παΐσιος «ἡ κατάρα τῶν γονέων πιάνει. Μάλιστα ὄχι μόνον ἡ κατάρα τους πιάνει, ἀλλά καί ἡ ἀγανάκτησή τους». Σέ ἄλλη συζήτηση πάνω
στό θέμα αὐτό εἶπε: «Καί νά μή το καταρασθεῖ ὁ γονιός τό παιδί του, ἀλλά μόνο νά ἀγανακτήση μαζί του, τό παιδί δέ βλέπει ἄσπρη μέρα, ἡ ζωή του εἶναι ὅλο βάσανα. Ταλαιπωρεῖται πολύ σ ̓ αὐτή τή ζωή. Φυσικά, στήν ἄλλη ζωή ξελαφρώνει, γιατί ξοφλάει ἐδῶ μερικά. Γίνεται αὐτό, πού λέγει ὁ ̓Αββάς ̓Ισαάκ: τρώγει τήν κόλαση, λιγοστεύει δηλαδή τήν κόλαση μέ τίς ταλαιπωρίες ἐδῶ, σ ̓ αὐτήν τή ζωή. Γιατί ἡ ταλαιπωρία σ ̓ αὐτήν τήν ζωή τρώει τήν κόλαση. Δηλαδή, ὅταν λειτουργοῦν οἱ πνευματικοί νόμοι, ἀφαιρεῖται λίγο ἀπό τήν κόλαση, ἀπό τά βάσανα».
Καί ὁ π. Παΐσιος συμπλήρωσε:
«Πολλοί γονεῖς στέλνουν τά παιδιά τους στόν ἔξω ἀπ ̓ ἐδῶ, τά τάζουν στό διάβολο κι ἔχει δικαιώματα μετά ὁ διάβολος. Μοῦ τόταξες, σοῦ λέγει. Μεγάλο κι αὐτό τό ἁμάρτημα, πρέπει οἱ γονεῖς, πού τό συνηθίζουν, νά κόψουν αὐτή τήν κακή συνήθεια».
Κάποιος ρώτησε τόν π. Παΐσιο: - «Γέροντα, ἄν οἱ γονεῖς καταρασθοῦν τά παιδιά ἀλλά μετά πεθάνουν, πῶς θά ἀπαλλαγοῦν τά παιδιά ἀπό τήν κατάρα;»
— «Πρῶτα πρέπει τά παιδιά να ἐξετάσουν τόν ἑαυτό τους, γιά να βροῦν τήν αἰτία, πού ἔκανε τους γονεῖς τους νά τά καταρασθοῦν. ῞Οταν βροῦν τό σφάλμα τους πρέπει νά μετανοήσουν εἰλικρινά, να πᾶνε σέ πνευματικό νά ἐξομολογηθοῦν καί ὅλα θά τακτοποιηθοῦν.
Δέν πρέπει νά παραλείψουν νά πᾶνε στό κοιμητήριο νά ἀνάψουν ἕνα κεράκι καί νά ζητήσουν συγγνώμη. ̓Ακόμα νά δείνουν τά ὀνόματα τῶν γονέων τους σέ ἱερεῖς, γιά νά τους μνημονεύουν.
Θά πρέπει νά ξέρετε ὅτι πολλές ἀρρώστιες, πού βασανίζουν πολλούς συνανθρώπους μας καί οἱ γιατροί δέν μποροῦν νά βροῦν την αἰτία, πού τίς προκαλεῖ, ἔχουν τή ρίζα τους στήν κατάρα τῶν γονέων τους».
῞Οταν εἶχε στό ὑπαίθριο ἀρχονταρίκι του ὁ π. Παΐσιος γονεῖς τους συμβούλευε ποτέ νά μή καταριῶνται τά παιδιά, ἀλλά πάντα νά τά δίνουν τήν εὐχή τους καί τούς ὑπενθύμιζε ὅτι «εὐχαί γονέων στηρίζουσι θεμέλια οἴκων».
̔Η εὐγενική κατάρα
̔Ο μεγάλος ἅγιος τῶν ἡμερῶν μας, π. Παΐσιος, ἀναφερόταν στίς
συζητήσεις του μέ τούς προσκυνητές καί γιά τήν εὐγενική κατάρα, ὅπως ἔλεγε. «Πολλοί συνηθίζουν να λένε ὅταν τούς ἀδικοῦν: «ἄς τό βρεῖ ἀπό τό Θεό. Κι αὐτό μποροῦμε να ποῦμε ὅτι εἶναι εὐγενική κατάρα. Δέν πρέπει νά ξεχνοῦμε ὅτι ὁ Χριστός πάνω ἀπό τό Σταυρό εἶπε γιά τούς σταυρωτές του: Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γάρ οἴδασι τί ποιοῦσι. Κι ἐμεῖς πρέπει τό ἴδιο νά κάνουμε. Δέν πρέπει νά ξεχνοῦμε αὐτό, πού λέγει ἡ Γραφή: Εὐλογεῖτε καί μή καταρᾶσθε». ̔Η γλῶσσα λοιπόν εἶναι πηγή πολλῶν καλῶν ἀλλά καί πολλῶν κακῶν· μπορεῖ νά βάλει τόν ἄνθρωπο στο Παράδεισο ἀλλά καί νά τόν στείλει στήν αἰώνια κόλαση· μπορεῖ νά τον ἐξυψώσει στήν κοινωνία ἀλλά και νά τό ρίξει στά τάρταρα τῆς ἀνυποληψίας.
Πολλά μπορεῖ νά κάνει τό μικρό αὐτό ὄργανο τοῦ σώματός μας γι ̓ αὐτό χρειάζεται μεγάλη ἐπαγρύπνηση, γιά νά μή μετανοήσουμε ἀργότερα γι ̓ αὐτά, πού εἴπαμε.
Πηγή: Ορθόδοξος Τύπος
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου