Ὁ πολιτικὸς τῆς Ρωμηοσύνης
τοῦ
πρωτοπρεσβυτέρου
π. Γεωργίου Δ. ΜεταλληνοῦΣτὴ συνάφεια αὐτὴ ἒχει μεγάλο ἐνδιαφέρον μιὰ ἀναφορὰ τοῦ Ἰακωβάτου στὴ σχέση τοῦ Χριστιανισμοῦ ὡς Ὀρθοδοξίας μὲ τὸν Ἑλληνισμό, ὡς κλασσικὴ ἀρχαιότητα. Ὁ κινούμενος σὲ πατερικὸ πλαίσιο κεφαλονίτης πολιτικὸς ἔρχεται μὲ τὴν περίφημη ἀγόρευσή του τῆς 22ας Ἰουλίου 1864 νὰ ἱεραρχήσει ἀπέναντι στοὺς ἑλληνολάτρες διαφωτιστές, ὅπως ὁ Π. Καλλιγᾶς 12, τὰ δύο αὐτὰ μεγέθη, ὑποστηρίζοντας μὲ τὴ ρητορική του δύναμη τὴν ὑπέρβαση τῆς κλασσικῆς ἀρχαιότητος ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία, μέσα στὴν ὁποία σώζεται πιὰ ὁ Ἑλληνισμός:
«Μὲ τοιαύτην ἰδέαν τοῦ αὐτοκεφάλου ἔρχεται ὁ Κύριος οὗτος ὁ προαγορεύσας νὰ ἐπιτεθῆ ἐναντίον ἡμῶν [...] καὶ ὅτι, ἂν θέλωμεν ν' ἀναπνεύσομεν τὸν ἀέρα τῆς ἐλευθερίας, ὀφείλομεν ν' ἀναβῶμεν εἰς τὴν Ἀκρόπολιν τῶν Ἀθηνῶν [...]. Ἡ ἔκφρασις εἶναι ὡραία, ἀλλ ̓ ἡ ἰδέα εἶναι ψευδής. Ὁ χριστιανὸς δὲν ἔχει χρέος ν' ἀναβῇ εἰς Ἀκροπόλεις, διὰ νὰ λάβῃ τὸ πνεῦμα καὶ τὴν αὔραν τῆς ἐλευθερίας, διότι αὐτὸ εἶναι ἄντικρυς ἐναντίον τοῦ Εὐαγγελίου, τὸ ὁποῖον κηρύττει ὅτι, “ὅπου πνεῦμα Κυρίου, ἐκεῖ ἐλευθερία” (Β´ Κορ. 3, 17). Ὄχι λοιπὸν εἰς τὴν Ἀκρόπολιν τὴν σημερινήν, ἀλλ' οὐδὲ τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων ὑπῆρξε ποτὲ ἡ ἐλευθερία ἡ ἐθνικὴ καὶ θρησκευτική· διότι τὸ πάλαι ὑπῆρχον ἐδῶ ἐν Ἑλλάδι, ὅπου τὴν σήμερον εἶσθε ἐλεύθεροι, ὑπῆρχον τριάκοντα χιλιάδες πολῖται καὶ τετρακόσιαι χιλιάδες εἱλώτων, δούλων σκλάβων.
Καὶ ἂν σεῖς εἶσθε ἐλεύθεροι, καὶ ἐγὼ μεθ' ὑμῶν, δὲν τὸ χρεωστῶ εἰς τὴν Ἀκρόπολιν τῶν Ἀθηνῶν, ἀλλ' εἰς τὴν Ἀκρόπολιν τῆς Σιών, ἀπὸ τὴν ὁποίαν προῆλθε τὸ πνεῦμα τῆς ἐλευθερίας»13.
Ὁ Ἰακωβάτος φυσικὰ δὲν ἀρνεῖται — ἔχοντας ρωμαλέα ἑλληνικὴ συνείδηση ὁ ἴδιος — οὔτε ἀπορρίπτει τὴ σημασία τῆς ἑλληνικῆς καταγωγῆς, γιὰ τὴν ὁποία πολλὲς φορὲς δείχνει τὴν ὑπερηφάνειά του. Ἀποστρέφεται ὅμως τὴ μονομέρεια τῆς κοραϊκῆς «ἀνάμνησης» καὶ τὴ ρομαντικὴ μανία τῶν συγχρόνων
του, ποὺ ὑποτάσσουν τὴν ὀρθοδοξία στὸν κλασσικὸ ἑλληνισμό, ὄντας πρῶτα Ἕλληνες καὶ μετὰ Χριστιανοὶ — τὸ ἀντίθετο ἀκριβῶς ἀπὸ τὴν πεποίθηση τοῦ Ἰακωβάτου. Τὴν διάσωση ὅλων τῶν αὐθεντικῶν στοιχείων τῆς Ἑλληνικότητας μέσα στὴν
Ὀρθοδοξία, σὲ μιὰ θεανθρώπινη ἕνωση, δὲν ἀρνεῖται ὁ Ἰακωβάτος· ἀποκρούει ὅμως τὴν παραγνώριση αὐτῆς τῆς ὄψης τῆς ἑλληνικότητας καὶ κυρίως τὴν προσκόλληση στὴν Εὐρώπη, μὲ τὴν ἐντύπωση ὅτι ἔτσι ἐπιτυγχάνεται ἡ ἐπιστροφὴ στὴν ἑλληνικὴ ἀρχαιότητα (πρβλ. κοραϊκὴ ἀρχὴ τῆς «μετακένωσης»).
Αὐτό, νομίζουμε, φανερώνει ἡ συνέχεια τοῦ λόγου του: «Ἡμεῖς ἐκληρονομήσαμεν ἀπὸ τοὺς πατέρας ἡμῶν ἄλλα πράγματα, τὰ ὁποῖα μᾶς ἀποτελοῦσι τὸ πρώτιστον ἔθνος τοῦ κόσμου, καὶ σεῖς παρημελήσατε αὐτά, διὰ τῶν ὁποίων παρουσιαζόμεθα οἱ ἐξοχώτεροι τῶν ἀνθρώπων, καὶ περιορίζεσθε εἰς τὸ μαγειρεῖον τοῦ Ἄρνετ» . Ὁ λόγος ἀφορᾶ στὸ Ἑλλαδικὸ αὐτοκέφαλο, ὁ δὲ Ἄρνετ φαίνεται ὅτι εἶναι ὁ διακεκριμένος γερμανὸς προτεστάντης θεολόγος τῆς ἐποχῆς Johann Arndt († 1881). Τὸ νόημα τῶν λόγων του:
Ὁ γνήσιος Ἕλληνας δὲν θὰ κατέφευγε ποτὲ σὲ ξένες λύσεις γιὰ
μία ὑπόθεση τόσο δική του, τόσο ἑλληνική, ὅπως ἡ Ἐκκλησία του. Γιὰ τὸν Ἰακωβάτο ἡ Ὀρθοδοξία δὲν εἶναι μόνο ἡ αὐθεντικὴ ἔκφραση τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἀλλὰ καὶ ἡ πνευματικὴ κιβωτός, μέσα στὴν ὁποία ζεῖ, κινεῖται καὶ σώζεται ἡ Ρωμηοσύνη, ὁ ἑλληνισμὸς στὴν οἰκουμενικὴ διάστασή του. Αὐτὸ ἰσχύει ἰδιαίτερα γιὰ τὰ Ἰόνια Νησιά, τὸ «μικρότατο μέρος τῆς Ρωμηοσύνης» 14 καὶ ἰδιαίτερη πατρίδα τοῦ Ἰακωβάτου.
«Ἐν Ἑπτανήσῳ ζῶμεν ἐν τῇ θρησκείᾳ» 15, θὰ πεῖ στὰ 1864, γιὰ νὰ συμπληρώσει σὲ μεταγενέστερη ἀγόρευσή του: «...ἐὰν οἱ ἑπτανήσιοι δὲν ἤθελον τηρήσει ὡς κιβωτὸν τῆς ἐθνότητος τὴν Ἐκκλησίαν, βεβαίως ἤθελον εἶσθαι ἡνωμένοι μετὰ τῆς Δύσεως»
16. Αὐτὸ ἐσήμαινε στὴ σημαντικὴ τοῦ Ἰακωβάτου: θὰ εἶχαν χαθεῖ γιὰ τὸν Ἑλληνισμό 17. Ἡ Ἐκκλησία, ὡς τὸ σωματικὸ-κοινωνικὸ πλαίσιο τῆς Ὀρθοδοξίας «διετήρησε τὴν ἑνότητα καὶ τὴν ὕπαρξιν» τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ἐξασφάλισε δηλαδὴ τὴν ἱστορικὴ ἐπιβίωση καὶ συνέχειά του. Πρόκειται γιὰ σαφή, ἐνσυνείδητη καὶ ἀκλόνητη, ταύτιση τοῦ Ἰακωβάτου μὲ τὸν ἐκκλησιαστικὸ χῶρο καὶ τὴν μὴ ἐκκοσμικευμένη ἀκόμη πλειοψηφία τοῦ λαοῦ, ποὺ ἔχοντας ζωντανὴ τὴν ἐμπειρία τῆς σημασίας τῆς Ὀρθοδοξίας - Ἐκκλησίας στὴ ζωή του, ἔβλεπε τὴν Ἐκκλησία ὡς κιβωτὸ διάσωσης τῆς ἐθνικῆς ὕπαρξής του.
Στὸ σημεῖο αὐτὸ ὁ Ἰακωβάτος συνιστᾶ τὸν ἀντίποδα τῶν δυτικοφρόνων. Ἡ Ρωμηοσύνη ἦταν στὴ συνείδησή του πνευματικὰ αὐτοδύναμη καὶ αὐτάρκης μέσα στὴν ὀρθόδοξη παράδοσή της, ἡ ὁποία τὴν διαφοροποιεῖ ριζικὰ ἀπὸ τὴ Φραγκοσύνη. Ἔτσι κατανοεῖται ἡ ἀκόλουθη, εὔγλωττη ὁπωσδήποτε, λεπτομέρεια στὴν πολιτικὴ πράξη τοῦ Ἰακωβάτου. Τὸ σύνταγμα τοῦ 1864 ὅριζε, ὅτι ἡ «ἐπικρατοῦσα θρησκεία» τοῦ Κράτους εἶναι ἡ ὀρθόδοξη. Ὁ Ἰακωβάτος δὲν θὰ ἱκανοποιηθεῖ μὲ αὐτὴ τὴ διατύπωση, ἀλλὰ θὰ προτείνει μία διαφορετικὴ θεώρηση τῆς θρησκείας, στὰ πλαίσια τῆς ρωμαίϊκης παράδοσης, κηρύσσοντάς την ὄχι ἕνα ἀπὸ τὰ «περιεχόμενα» τοῦ ἐθνικοῦ βίου, ἀλλὰ ὡς τὸ «περιέχον» σύνολη τὴν ὕπαρξη τοῦ Ἔθνους: «Ἡ Ἐκκλησία καὶ ἡ Θρησκεία ὑπῆρχον πρὸ τῆς Ἑλλάδος (σημ. Γ.Μ.: ἐννοεῖ, τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους). Ἡμεῖς δὲν ἐκάμαμεν οὐδὲ τὴν πίστιν, οὐδὲ τὴν θρησκείαν, οὐδὲ τὴν ἐκκλησίαν 18.
Τὸ Ἔθνος ὑποστασιώθηκε μέσα στὴν Ὀρθόδοξη παράδοση καὶ γι ̓ αὐτὸ θεμελιώνεται στὸ ὁμόθρησκο. Τὸ ὁμόφυλο καὶ τὸ ὁμόγλωσσο δὲν ἀγνοοῦνται ἀπὸ τὸν Ἰακωβάτο, ἀλλὰ τάσσονται σὲ δεύτερη μοίρα. Οἱ ἔννοιες «πατρίδα» καὶ «θρησκεία» ἀλληλοεμπεριχωροῦνται στὸ λόγο του σὲ μιὰ συναλοιφή, ποὺ δὲν ἀπέχει, ὅπως πιστεύουμε, ἀπὸ ἐκείνη, ποὺ συναντᾶμε καὶ στὸν Μακρυγιάννη: «Ἡ πατρίδα τοῦ κάθε ἀνθρώπου καὶ ἡ θρησκεία εἶναι τὸ πᾶν». Ἔτσι, θὰ προτείνει μιὰ δική του διατύπωση τοῦ α´ ἄρθρου, ποὺ φυσικὰ δὲν θὰ γίνει δεκτὴ ἀπὸ τὴν διαφορετικὰ σκεπτόμενη πλειοψηφία 19.
Εἶναι εὐνόητες μετὰ ἀπὸ αὐτὰ ὅλες οἱ ὑπόλοιπες λογικὲς συνέπειες τῆς σκέψης τοῦ Ἰακωβάτου πάνω στὴν Ὀρθοδοξία. Χωρὶς τὴν ὀρθοδοξία δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει ( Ἑλληνικὸ) Ἔθνος ἢ γένος, «δὲν ὑπάρχει πλέον οὐδὲν διὰ τὴν Ἑλλάδα» 20. Ἡ ἀποορθοδοξοποίηση τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἀλλοτριώνει τὴν «ἐθνό τητα τῶν Ἑλλήνων», μεταβάλλοντάς τους, ὅπως λέγει, σὲ Φράγκους, Ἀλβανούς, Βλάχους, Ἀθιγγάνους, Γύφτους. Ἀλλοτρίωση θρησκευτική, συνεπῶς, γιὰ τὸν Ἑλληνισμὸ σημαίνει ἀφελληνισμό. Ἡ ἀναφορὰ στοὺς Φράγκους στὴ συνάφεια αὐτὴ εἶναι βέβαια εὐνόητη, ὅπως μέχρι κάποιο βαθμὸ καὶ στοὺς Ἀθιγγάνους καὶ Γύφτους, ποὺ εἶναι φυσικὰ τὸ ἴδιο πρᾶγμα («ἕν διὰ δυοῖν»). Ἡ συμπερίληψη ὅμως τῶν Ἀλβανῶν καὶ Βλάχων, ποὺ ἀποτελοῦσαν λαότητες τοῦ εὐρύτερου Γένους – τοῦ ρωμαίϊκου –, εἶναι φυσικὸ νὰ δημιουργεῖ κάποια ἐρωτηματικά, στὴν προσπάθεια κατανόησης τῆς ἰακωβάτειας σκέψης. Δὲν εἶναι ὅμως δύσκολη ἡ ἀπάντηση, γιατί τὴν δίνει ὁ ἴδιος. Οἱ Ἀλβανοί, στοὺς ὁποίους ἀναφέρεται, δὲν εἶναι οἱ γνωστοὶ ἀπὸ τὴν ἱστορία τοῦ Ρωμαίϊκου ὀρθόδοξοι ἀρβανίτες, ποὺ ὡς ὀρθόδοξοι εἶναι καὶ αὐτοὶ Ρωμηοὶ καὶ Ἕλληνες. Ὁ Ἰακωβάτος πρέπει νὰ κατάλαβε τὴ σύγχυση, ποὺ δημιούργησε ὁ λόγος του, καὶ γι' αὐτὸ σπεύδει νὰ τὸν διασαφήσει: «Οἱ Ἀλβανοὶ τῆς Ἠπείρου (ὅταν) εἶναι ὀρθόδοξοι, εἶναι Ἕλληνες· ἅμα εἰσεχώρησε ὁ ὄφις τοῦ παπισμοῦ εἰς τὴν Ἀλβανίαν, καὶ τὸ ἥμισυ αὐτῆς ἐγένετο παπικόν, δὲν εἶναι Ἕλληνες» 21. Ὅσο γιὰ τοὺς Βλάχους (ἀλλοῦ θὰ ἀναφέρει τὴ Μολδοβλαχία) 22 δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι Ρωμηοὶ πιὰ καὶ Ἕλληνες, ἀφοῦ «ἐδήμευσαν τὰ μοναστήρια τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας» 23. Αὐτὸ ἄλλωστε βρίσκουμε, παρὰ τὴ συντομία, καθαρότερα διατυπωμένο στὸ «σχέδιο» τοῦ Ἰακωβάτου γιὰ τὴν παραπάνω ἀγόρευσή του καὶ ποὺ βρέθηκε στὸ Ἀρχεῖο του. Ἐκεῖ σημειώνει: «Ἄνευ θρησκείας (ἐννοεῖ: ὀρθοδοξίας), Φράγκοι, Ἀλβανοί, Βλάχοι. Μετὰ θρησκείας, ὁμογενεῖς» (δηλαδή: Ρωμηοὶ - Ὀρθόδοξοι) 24.
Εἶναι σαφέστατη συνεπῶς ἡ ταύτιση ἀπὸ τὸν Ἰακωβάτο ὀρθοδοξίας καὶ ἑλληνικότητας. Ἀδιαφιλονίκητη βεβαιότητα τοῦ Ἰακωβάτου εἶναι ὅτι ὁ Ἑλληνισμὸς σώζεται μέσῳ τῆς Ὀρθοδοξίας, ἡ ὁποία τὸν διατηρεῖ μέσα στὴν ἑνότητα τοῦ Γένους. Ἔξω ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία ὁ ἑλληνισμὸς χάνει τὴν ταυτότητα, τὴν οὐσία του.
Βέβαια, τὸ ἐρώτημα τῆς ἐποχῆς, τεθειμένο ἤδη στὴν ἐποχὴ τοῦ διαφωτισμοῦ, ἦταν κατὰ πόσο ὁ Νεώτερος Ἑλληνισμὸς καὶ περισσότερο τὸ νεότευκτο Ἑλληνικὸ Κράτος εἶχαν ἀνάγκη τὴν ἐκκλησιαστικὴ παράδοση, γιὰ νὰ βροῦν τὸ δρόμο τους καὶ ὄχι πρώτιστα τὶς νέες ἰδέες τῆς Εὐρώπης. Τὸ πρόβλημα τέθηκε καὶ στὸν Ἰακωβάτο μέσα στὴν Ἑλληνικὴ Βουλὴ μὲ ἀφορμὴ τὴ συζήτηση γιὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἀφομοίωση τῆς Ἑπτανήσου. Ὁ Καλλιγᾶς χαρακτήρισε τὴν ἰδέα τοῦ Ἰακωβάτου «μεσαιωνικὴ» καὶ τοῦ ἔδωσε τὴν ἀφορμὴ νὰ ἀντιπαρατηρήσει: «Εἶναι φρίκη, ἂν νομίζη τις, ὅτι αἱ ἰδέαι τῶν Χρυσοστόμων καὶ τῶν Βασιλείων, τῶν Γρηγορίων καὶ τῶν Ἀθανασίων εἶναι ἰδέαι μεσαιωνικαί». Γι' αὐτὸν «μεσαιωνικαὶ εἶναι αἱ ἀντίθετοι, τὰς ὁποίας πάντοτε ἠθέλησαν νὰ καθιερώσωσι μεταξὺ ἡμῶν, καὶ πάντοτε ἀπέτυχον» 25. Ὁ τελευταῖος ὑπαινιγμός, πέρα ἀπὸ κάθε ἀμφιβολία, ἀναφέρεται στὸν κόσμο τοῦ διαφωτισμοῦ. Στὴν ἲδια ἄλλωστε ἀγόρευση θὰ παρομοιάσει τὸν Καλλιγᾶ μὲ τὸν Φαρμακίδη καὶ τὸν Λασκαράτο: «...εὕρομεν ...τὸν Φαρμακίδην ἐπὶ τούτου τοῦ βήματος ἀγορεύοντα,... τὸν Λασκαράτον ἐντὸς τῆς Συνελεύσεως» 26.
Ὁ Ἰακωβάτος πίστευε στὴ συνέχεια τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ὡς σοφίας καὶ φιλοσοφίας (ἀναζήτησης δηλαδὴ τῆς ἀλήθειας), μέσα στὸ Βυζάντιο / Ρωμανία μέσα δηλαδὴ στὴν πατερικὴ ὀρθοδοξία. Ἔτσι, ἀπαντώντας στὸν Π. Καλλιγᾶ, θὰ διακηρύξει ὅτι στὴν ὀρθόδοξη Ἀνατολὴ δὲν ὑπῆρξε ποτὲ «μέσος αἰών», ὅπως παραπλανητικὰ διατείνονται «τὰ ἐγχειρίδια τῆς Δύσεως», ἀγγίζοντας ἔτσι τὸ σημαντικότατο πρόβλημα ὡς πρὸς τὴ φύση τῶν κριτηρίων τῆς δυτικῆς ἱστοριογραφίας, τοὐλάχιστο τῆς ἐποχῆς του, γιὰ τὴ θεώρηση καὶ ἑρμηνεία τῆς Ἀνατολῆς. Συνεπὴς δὲ πρὸς τὸ ἀγωνιστικὸ φρόνημά του θὰ προχωρήσει καὶ στὴν «ἀντεπίθεση»: «Ὅταν ἤρχισεν ἐν τῇ Δύσει ὁ μέσος αἰών, τὸ σκότος, ὅταν ἐξηλείφετο ἐκ τῆς Δύσεως ἡ Ἑλληνικὴ καὶ Ρωμαϊκὴ φιλολογία καὶ τὸ φῶς τοῦ Εὐαγγελίου ἐμετριάζετο
27, τότε εἰς τὴν Ἀνατολὴν ἔλαμπαν αἱ ἐπιστῆμαι, αἱ τέχναι, ἡ καλλιτεχνία· τότε ἀνηγέρθη ἡ Ἁγία Σοφία, τὸ ἐνδοξότερον κτίριον τοῦ κόσμου καὶ διὰ τὴν τέχνην καὶ διὰ τὰς ἀναμνήσεις καὶ διὰ τὴν ἐλπίδα» 28. Ὡς δεῖγμα δὲ καὶ τῆς ἐπιστημονικῆς συνέχειας τοῦ Ἑλληνισμοῦ μέσα στὴν ὀρθοδοξία θὰ φέρει «τὸ Ἑλληνικὸν πῦρ», ποὺ γεννήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη. Καὶ ἐπεξηγεῖ: «Τὸ Ἑλληνικὸν πῦρ εἶναι ἡ εἰκὼν τοῦ Ἑλληνικοῦ νοῦ, τὸ πῦρ τοῦ Ἑλληνικοῦ νοῦ» 29. Ἔπρεπε νὰ ἔλθουν ὁ Karl Krumbacher, ἡ Βυζαντινολογικὴ Σχολὴ τοῦ Μονάχου καὶ πρὸ πάντων ἡ σύγχρονή μας Βυζαντινολογία, γιὰ νὰ δικαιώσουν ὄχι μόνο τὸ Βυζάντιο / Ρωμανία, ἀλλὰ καὶ τὸν ληξουριώτη Ἰακωβάτο, ἐπιβεβαιώνοντας τὴν ὀξυδέρκειά του, ποὺ δὲν ἦταν ὅμως τίποτε περισσότερο, στὸ σημεῖο αὐτό, παρὰ ἀποτέλεσμα τῆς ἄμεσης γνώσης, ποὺ εἶχε γιὰ τὸ Βυζάντιο / Ρωμανία καὶ τῶν ἐκκλησιαστικῶν- θεολογικῶν προϋποθέσεών του.
Ἡ Ὀρθοδοξία ὅμως παίρνει καὶ μία πολὺ εὐρύτερη διάσταση στὴ θεώρησή της ἀπὸ τὸν Ἰακωβάτο. Ἐφόσον πεμπτουσία τοῦ Ρωμαίϊκου εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία, ἡ Ἑλλάδα, καὶ ὡς κράτος-ἔθνος, μέσῳ τῆς Ὀρθοδοξίας παραμένει στὰ πλαίσια τῆς Ρωμηοσύνης, τοῦ εὐρύτερου Γένους. Παραμόνιμη σταθερὰ τοῦ Ἰακωβάτου εἶναι πάντα τὰ ὅρια τῆς Ρωμαίϊκης Ἐθναρχίας, τῆς πνευματικῆς καὶ ἐθναρχικῆς δικαιοδοσίας τοῦ πατριαρχικοῦ θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως/ Ν. Ρώμης. Ἡ Ὀρθοδοξία δὲν ἐξασφαλίζει, συνεπῶς, μόνο τὴ συνέχεια τῆς Ἑλλάδος, ἀλλὰ καὶ τὴν ἑνότητα ὅλης τῆς Ρωμηοσύνης. Μὲ τὸν ὑπερεθνικό της χαρακτήρα ἡ ὀρθόδοξη πίστη ἀποβαίνει πανενωτικὴ καὶ ἀδελφοποιητικὴ δύναμη ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων, στὰ πλαίσια φυσικὰ τῆς Ρωμανίας/ Βυζαντίου. Τὸ τελευταῖο ἔχει ἰδιαίτερη σημασία, γιατί προσφέρει μιὰν ἐξήγηση στὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Ἰακωβάτος στὴν ἀγόρευσή του δὲν περιλαμβάνει στὴν ἑνότητα αὐτὴ τοὺς Ρώσους, μολονότι εἶναι καὶ αὐτοὶ Ὀρθόδοξοι. Δὲν ὀφείλεται μόνο στὸν ἀντιπανσλαβισμό του, ποὺ τὴν ἐποχὴ αὐτὴ ἔχει ἤδη διαμορφωθεῖ, ἀλλὰ στὶς καθαρὰ ρωμαίϊκες προϋποθέσεις του. Στὴ ρωμαίϊκη πανενότητά του, ποὺ θεμελιώνεται στὴν Ὀρθόδοξη πίστη, περιλαμβάνει καὶ τοὺς Σλάβους, ἐκείνους ὅμως ποὺ ἀποτέλεσαν ἐθνότητες τῆς Ρωμανίας καὶ τῆς Ρωμαίϊκης Ἐθναρχίας.
Τὸ δηλώνει ἄλλωστε ρητά: Σέρβοι, Βλάχοι, Μολδαυ οί, Μαυροβούνιοι, Ἀσιάτες (σημ. Γ.Μ. Ἐννοοῦνται οἱ ἀραβόφωνοι Ὀρθόδοξοι τῆς Μέσης Ἀνατολῆς, τοῦ ρωμαίϊκου Πατριαρχείου Ἀντιοχείας), Αἰγύπτιοι (σημ. Γ. Μ. ἐννοοῦνται οἱ ὀρθόδοξοι μὴ Ἕλληνες τοῦ ρωμαίϊκου Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας), μολονότι «οὐδὲ κοινὸν ἐθνολογικὸν ἔχουν μετὰ τῆς Ἑλλάδος», μένουν ἑνωμένοι πνευματικὰ μὲ τὸν Ἑλληνισμὸ μέσῳ τῆς κοινῆς πίστης. Τὸ ὁρατὸ κέντρο αὐτῆς τῆς ἑνότητας δὲν εἶναι ἡ Ἀθήνα, φυσικά, ἀλλὰ ἡ Κωνσταντινούπολη, τὸ Πατριαρχεῖο τῆς Νέας Ρώμης, τὸ «νοητικὸ» κέντρο 30 τοῦ Ἰακωβάτου.
Ἔτσι ὅμως κατανοεῖται, γιατί ἡ θέση τοῦ Ἑλληνισμοῦ μέσα στὴν ρωμαίϊκη ὀρθόδοξη παγγένεια καὶ συγγένεια καθορίζεται ἀπὸ τὴν σχέση του μὲ τὸ οἰκουμενικὸ κέντρο τῆς Ρωμηοσύνης. Ἡ μεγαλύτερη τιμὴ καὶ δόξα τοῦ Ἑλληνισμοῦ εἶναι ἡ ἑλληνικὴ καταγωγὴ τοῦ Οἰκουμ. Πατριάρχη, ποὺ ἐξασφάλιζε τὴν πνευματικὴ «πρωτοκαθεδρίαν (τοῦ Ἑλληνισμοῦ) εἰς ὅλην τὴν Ἀνατολήν» 31.
Ἀντίθετα ἡ ἀποδυνάμωση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες δὲν περιποιεῖ καμιὰ τιμὴ γιὰ τοὺς τελευταίους. «Μηδενίζοντες καὶ διασύροντες αὐτὸ τὸ κέντρον, ὄχι μόνον δὲν εἴμεθα ὀρθόδοξοι, ἀλλ' οὔτε καὶ Ἕλληνες» 32. Αὐτὴ εἶναι ἡ κατάληξη τοῦ συλλογισμοῦ του. Ὁ Ἰακωβάτος ὑπαινίσσεται ἐδῶ τὰ γεγονότα τοῦ 1833, τοῦ 1850/52 καὶ φυσικὰ τὴν ἐπιχειρούμενη τότε «ἐκκλησιαστικὴ ἀφομοίωση» τῆς Ἑπτανήσου, ποὺ ἐσήμαινε ἐπέκταση τοῦ ἑλλαδικοῦ ἐκκλησιαστικοῦ καθεστῶτος καὶ στὰ Ἑπτάνησα.
ΑΝΑΦΟΡΑΙ:
12. Ἔζησε 1814 – 1869. Ἦταν κεφαλληνιακῆς καταγωγῆς, ἀλλὰ γεννημένος στὴ Σμύρνη. Βλ. ἄρθρα τοῦ Κ. Δ. Γεωργούλη στὴ Θ.Η.Ε. τ. 7 (1965) στ. 236/7.
13. Ἀγορεύσεις, σ. 30.
14. Ἱστορία, ὅπ. π., σ. 4 καὶ 17.
15. Ἀγορεύσεις, σ. 17.
16. Στὸ ἴδιο, σ. 74.
17. Σὲ μιὰν ἀγόρευσή του (ὅπ., σ. 82) θὰ προσθέσει στὸ θέμα αὐτό: «Οὕτω καὶ οἱ Ἑπτανήσιοι παρὰ νὰ μείνωσι δυτικοὶ καὶ ν ̓ ἀπολαύσωσι τὰ εὐεργετήματα τοῦ δυτικοῦ πολιτισμοῦ, ἐπροτίμησαν νὰ μείνωσι σκλάβοι παρὰ νὰ μεταβάλωσι θρησκείαν...».
18. Ἀγορεύσεις, σ.15.
19. Ὁ Ἰακωβάτος πρότεινε τὴν ἀκόλουθη τροπολογία γιὰ τὸ ἄρθρο 1 (Ἀγορεύσεις, σ. 8)· «Ἡ Θρησκεία τοῦ Ἔθνους εἶναι ἡ τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθοδόξου τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, ἐπικρατοῦσα ἐν Ἑλλάδι καὶ προστατευομένη ὑπὸ τοῦ Κράτους· πᾶσα δὲ ἄλλη γνωστὴ θρησκεία εἶναι ἀνεκτὴ κ.λπ.».
20. Ἀγορεύσεις, σ. 18.
21. Ἀγορεύσεις, σ. 18.
22. Ἀγορεύσεις, σ. 85.
23.Ἀγορεύσεις, σ. 20.
24. Χφο Ἀρχείου Ἀδελφῶν Ἰακωβάτων, ἀρ. 161. φ. 37.
25. Ἀγορεύσεις, σ. 31. Καὶ μετὰ ἕνα ἔτος θὰ παρατηρήσει, ὅτι σα νομοθετοῦνται γιὰ τὴν Ἐκκλησία «ἐναντιοῦνται εἰς τὸ πνεῦμα τοῦ αἰῶνος» καὶ «ὅστις φέρει ἐναντίαν γνώμην εἶναι ἄνθρωπος τοῦ μεσαίωνος».
26. Ἀγορεύσεις, σ. 27.
27. Μᾶλλον ἐννοεῖ τὴν ἐπικράτηση τῆς σχολαστικῆς φιλοσοφίας.
28. Ἀγορεύσεις, σ. 31.
29. Στὸ ἴδιο.
30. Βλ. Ἀγόρευση 22.7.1864 (Ἀγορεύσεις, σ. 19). Τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο εἶναι τὸ «νοητικὸ» (νοητὸ) κέντρο τοῦ Γένους.
31. Στὸ ἴδιο.
32. Στὸ ἴδιο.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου