Them Ist Gen c Hmer Epan 1306 by ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ ΕΡΜΗΣ
***
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΑΙ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ:
- Η ανατολική κρίση του 1839-1841-Η σύμβαση των Στενών.
Τεράστιας σημασίας πρόβλημα για τους `Ελληνες τόσο αυτούς που κατοικούσαν στο ελεύθερο κράτος όσο και για τους `Ελληνες της οθωμανικής αυτοκρατορίας ήταν ο διακανονισμός των σχέσεων του νέου κράτους με την Τουρκία. Οι δύο χώρες όμως δεν μπορούσαν να συνάψουν διπλωματικές σχέσεις γιατί ο σουλτάνος Μαχμούτ ο Β` απέκλειε κάθε διπλωματική σχέση με την Ελλάδα. Οι ελληνικοί εμπορικοί κύκλοι της Κωνσταντινούπολης πίεζαν την κυβέρνηση του `Οθωνα να βρει τρόπο να συνάψει διπλωματικές ή εμπορικές σχέσεις με την Πύλη για να μπορούν να γίνονται ελεύθερα εμπορικές συναλλαγές ανάμεσα στις δύο χώρες. Ο Μαχμούτ Β` πεθαίνει το Νοέμβριο του 1839 και τον διαδέχεται ο σουλτάνος Αβδούλ Μετζίτ. Ο `Οθωνας στέλνει τον υπουργό εξωτερικών της Ελλάδας Κωνσταντίνο Ζωγράφο για να συγχαρεί το νέο σουλτάνο. Ο Ζωγράφος ο οποίος χειρίζεται με επιδεξιότητα τα ελληνοτουρκικά ζητήματα κλείνει το Μάρτιο του 1840 την πρώτη εμπορική συμφωνία δεκαετούς διάρκειας ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία, αλλά επικρίνεται σφοδρά από τους `Ελληνες και αποδοκιμάζεται με οχλαγωγίες, επειδή θεωρήθηκε ότι έκανε πολλές παραχωρήσεις και θυσίασε τις μελλοντικές εθνικές διεκδικήσεις των Ελλήνων. Ενάντιοι στην συμφωνία αυτή ήταν οι οπαδοί της Μεγάλης Ιδέας. Η Μεγάλη Ιδέα ήταν αποτέλεσμα της απογοήτευσης που δοκίμασαν οι `Ελληνες με την απελευθέρωση ενός μικρού κομματιού ελληνικής γης μετά τους τόσους αγώνες τους. `Ηθελαν περισσότερα εδάφη και την απελευθέρωση των αλύτρωτων αδελφών τους. Σιγά-σιγά η Μεγάλη Ιδέα ταυτίστηκε με την ανασύσταση της βυζαντινής αυτοκρατορίας και οι `Ελληνες οραματίζονταν μια Ελλάδα με σύνορα τη γραμμή Αίμου ως το Ταίναρο, από την Αδριατική ως τον Εύξεινο Πόντο και ως τον Ταύρο. Την Μεγάλη Ιδέα ασπάζονταν όλα τα ελληνικά κόμματα και έτσι η εξωτερική πολιτική της Ελλάδας ταυτίστηκε με το μεγαλοϊδεατισμό.
Στα 1839 ο Μωχάμετ `Αλη της Αιγύπτου εξεγείρεται κατά του σουλτάνου και στρατεύματα του καταφέρνουν καίρια πλήγματα στις δυνάμεις της Υψηλής Πύλης και η υπόσταση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας απειλείται από το Νότο. `Ετσι δημιουργείται όξυνση στο Ανατολικό Ζήτημα. Οι `Ελληνες θεώρησαν τη στιγμή κατάλληλη για πραγμάτωση της Μεγάλης Ιδέας για επανάκτηση της Θεσσαλίας, Ηπείρου, Mακεδονίας και `Ελληνες αξιωματικοί, όπως ο Ιωάννης Βελέτζας και ο Τσαμής Καρατάσος, συγκροτούν ένοπλες ομάδες και παρενοχλούν τους Τούρκους χωρίς εντυπωσιακά αποτελέσματα. Παράλληλα εξόριστοι Κρητικοί απευθύνουν εκκλήσεις στις Μεγάλες Δυνάμεις και ιδιαίτερα στην Αγγλία για απαλλαγή της Κρήτης από τον Μωχάμετ `Αλη - στον οποίο παραχωρήθηκε το νησί το1824 – και από τους Τούρκους.
Οι Μεγάλες Δυνάμεις όμως επεμβαίνουν ανοιχτά και αγωνίζονται για την «Προστασία» του σουλτάνου την κυριαρχία των Στενών του Βοσπόρου και την εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους. Η Αγγλία παίρνει ανοιχτά το μέρος των Τούρκων και χτυπά με δικό της στρατιωτικό άγημα τις δυνάμεις των Αιγυπτίων στη Συρία και πείθει τις άλλες δυνάμεις να διακηρύξουν την εμμονή τους στο δόγμα της ακεραιότητας της οθωμανικής αυτοκρατορίας.
`Ετσι με τη συνθήκη του Λονδίνου (15 Ιουνίου 1840) οι Δυνάμεις επιβάλλουν διακανονισμό στις τουρκοαιγυπτιακές διαφορές υπέρ της Πύλης και συγχρόνως με τη Σύμβαση των Στενών (1841) καθορίζουν ότι σε οποιαδήποτε πολιτική σύρραξη, εφόσον η Τουρκία θα παρέμενε ουδέτερη, τα Στενά θα ήταν κλειστά για τα πλοία των εμπολέμων. Με τη συνθήκη του Λονδίνου, ο σουλτάνος παίρνει πίσω την Κρήτη από τον Μωχάμετ `Αλη και οι Κρητικοί αγανακτισμένοι από τα γεγονότα επαναστατούν (22 Φεβρουαρίου 1841). Οι Τούρκοι καταστέλλουν την επανάσταση, αλλά στο νησί εξακολουθεί να επικρατεί έντονος αναβρασμός. Η νέα έξαρση του Ανατολικού Ζητήματος πέρασε χωρίς να κατορθώσει η Ελλάδα να επωφεληθεί από τις ευνοϊκές συνθήκες που παρουσιάστηκαν.
- Νοεμβριανά
Έτσι ονομάστηκαν τα γεγονότα του Νοεμβρίου του 1916 στην Ελλάδα και αφορούσαν μια πολιτική διένεξη σχετικά με την ουδετερότητα της Ελλάδας κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, που οδήγησε σε στρατιωτική αντιπαράθεση μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης και των ΑγγλοΓαλλικών δυνάμεων
Η ουδετερότητα της Ελλάδας είχε δημιουργήσει ένταση στις σχέσεις των δύο πλευρών από την αρχή του πολέμου. Η χωρίς διαπραγμάτευση παράδοση του Οχυρού Ρούπελ τον Μάιο του 1916 από τους Έλληνες στις δυνάμεις της Γερμανίας και Βουλγαρίας, ήταν η αφορμή που οδήγησε στα Νοεμβριανά, καθώς οι ΑγγλοΓάλλοι υποπτεύθηκαν πιθανή μυστική συμφωνία μεταξύ της Ελλάδας και των αντιπάλων τους, κάτι που θα έθετε σε κίνδυνο τις δυνάμεις τους στη Μακεδονία. Και οι δύο πλευρές προχώρησαν σε έντονες διπλωματικές διαπραγματεύσεις, ο Βασιλιάς Κωσταντίνος υποστήριζε την ουδετερότητα της Ελλάδας ενώ οι σύμμαχοι ήθελαν τη κινητοποίηση του Ελληνικού στρατού και την παράδοση πολεμικού υλικού ισοδύναμη με αυτή που παραδόθηκε στο Οχυρό Ρούπελ, ως εγγύηση της ουδετερότητας της χώρας. Οι διαπραγματεύσεις απέτυχαν και αυτό οδήγησε σε πραξικόπημα από τους στρατιωτικούς του Βενιζέλου εναντίον του βασιλικού καθεστώτος στη Θεσσαλονίκη. Ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος ο οποίος υποστήριζε ανέκαθεν τους συμμάχους, ίδρυσε ξεχωριστή κυβέρνηση στη Βόρεια Ελλάδα και οργάνωσε στρατό για την απελευθέρωση των περιοχών που είχαν καταλάβει οι δυνάμεις της Βουλγαρίας
Οι εξελίξεις αυτές προκάλεσαν έντονες διαμαρτυρίες ενάντια στους συμμάχους στην Αθήνα από τους υποστηρικτές του Βασιλιά. Την 1 Δεκεμβρίου 1916, οι σύμμαχοι θέλοντας να ελέγξουν τη κατάσταση συγκέντρωσαν μικρή στρατιωτική δύναμη έξω από την Αθήνα, η οποία συνάντησε οργανωμένη αντίσταση και τελικά αναγκάστηκε να απομακρυνθεί. Την επόμενη μέρα και για τρεις συνεχόμενες ημέρες, υποστηρικτές του Βασιλιά εξεγέρθηκαν εναντίον των υποστηρικτών του Βενιζέλου, φέρνοντας πιο κοντά αυτό που αργότερα ονομάστηκε Εθνικός Διχασμός. Τα γεγονότα αυτά, αν και διαδραματίστηκαν τον Δεκέμβριο, έγιναν γνωστά ως Νοεμβριανά καθώς το χρονικό διάστημα αυτό άνηκε στον μήνα Νοέμβριο σύμφωνα με το παλιό ημερολόγιο
Μετά από αυτά τα γεγονότα, οι σύμμαχοι αποφάσισαν να απομακρύνουν τον Βασιλιά Κωσταντίνο από την εξουσία, αποκλείοντας με το ναυτικό τους περιοχές που υποστηρίζονταν από τον βασιλιά, ο οποίος τελικά παραιτήθηκε του αξιώματός του στις 15 Ιουνίου 1917. Οι Έλληνες ενώθηκαν κάτω από τη ηγεσία του Ελευθερίου Βενιζέλου και συμμετείχαν στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό των συμμάχων. Η είσοδος των Ελλήνων στον πόλεμο, δημιούργησε αριθμητικό πλεονέκτημα στο Μακεδονικό μέτωπο και οι σύμμαχοι τελικά κατάφεραν να απομακρύνουν τις ΓερμανοΒουλγαρικές δυνάμεις από τα Βαλκάνια
- Υπερδυνάμεις (μεταπολεμικά)
Ο Ψυχρός Πόλεμος ήταν ο γεωπολιτικός, ιδεολογικός και οικονομικός αγώνας μεταξύ των δυο υπερδυνάμεων, ΗΠΑ και ΕΣΣΔ μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Κράτησε από το 1947, μέχρι την πτώση του τείχους του Βερολίνου στις 11 Νοεμβρίου 1989 και λίγο αργότερα την πτώση των κομμουνιστικών καθεστώτων στα άλλα κράτη επιρροής της ΕΣΣΔ.
Ονομαζόταν Ψυχρός Πόλεμος γιατί δεν διεξήχθη ποτέ ένοπλη σύγκρουση μεταξύ των ΗΠΑ και της ΕΣΣΔ. Ο "πόλεμος" έγινε με τη μορφή αγώνα επικράτησης σε διάφορους τομείς όπως τα συμβατικά και τα πυρηνικά όπλα, τα δίκτυα συμμαχιών, οικονομία και οικονομικούς αποκλεισμούς, προπαγάνδα, κατασκοπεία, πολέμους σε περιφερειακά κράτη, και τον ανταγωνισμό για την κατάκτηση του διαστήματος.
Οι ΗΠΑ και η ΕΣΣΔ έφτασαν στα όρια του πολέμου κατά την κρίση των πυραύλων της Κούβας το 1962. Πόλεμοι κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου έγιναν στην Κορέα, στο Βιετνάμ, στο Αφγανιστάν καθώς και μικρότερες συγκρούσεις στην Ανγκόλα, το Ελ Σαλβαδόρ και τη Νικαράγουα.
Οι δυο πλευρές του ψυχρού πολέμου το 1980
Ο Ψυχρός Πόλεμος βασίστηκε στο φόβο και των δυο πλευρών για την απειλή χρήσης πυρηνικών όπλων και για το λόγο αυτό και οι δυο πλευρές ανέπτυξαν πολιτικές αποφυγής της χρήσης τους. Κατά τη διάρκειά του, δε χρησιμοποιήθηκαν ποτέ πυρηνικά όπλα.
- Οι μεταρρυθμίσεις του Χαρίλαου Τρικούπη στην πολιτική ζωή, τη διοίκηση και την οργάνωση των ενόπλων δυνάμεων της χώρας
Ο Χαρίλαος Τρικούπης γεννήθηκε στο Ναύπλιο στις 11 Ιουλίου 1832 και ήταν γιος του πολιτικού και ιστορικού Σπυρίδωνα Τρικούπη και της Αικατερίνης Μαυροκορδάτου, αδελφής του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου και απεβίωσε στις 30 Μαρτίου 1896. Διδάχθηκε τα πρώτα γράμματα στο Ναύπλιο και στη συνέχεια φοίτησε στο Γυμνάσιο της Αθήνας. Μετά την τριετή φοίτησή του στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, μετέβη στο Παρίσι, όπου συμπλήρωσε τις σπουδές του και αναγορεύθηκε διδάκτωρ Νομικής.
Ο Χαρίλαος Τρικούπης υπήρξε η κορυφαία πολιτική προσωπικότητα του 19ου αιώνα και από τους σημαντικότερους πολιτικούς της νεότερης Ελλάδας. Διετέλεσε επτά φορές πρωθυπουργός και συνέδεσε το όνομά του με την προσπάθεια εκσυγχρονισμού της χώρας.
Ο Τρικούπης υπηρέτησε στο Διπλωματικό Σώμα από το 1853 έως το 1864. Αρχικά στην Πρεσβεία του Λονδίνου, στην οποία επικεφαλής ήταν ο πατέρας του. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Μεγάλη Βρετανία έλαβε πολύτιμα μαθήματα για τον τρόπο λειτουργίας του πολιτικού συστήματος της, τα οποία του φάνηκαν ιδιαιτέρως χρήσιμα, όταν αποφάσισε να ασχοληθεί με την πολιτική.
Έχοντας ζήσει πολλά χρόνια της νεότητάς του στο Λονδίνο, επηρεάστηκε τόσο από την αγγλική πολιτική όσο και από τον βρετανικό τρόπο ζωής και τη βρετανική ψυχραιμία και αυτοσυγκράτηση. Χαρακτηριστική είναι η διήγηση της αδελφής του Σοφίας για τον θάνατο της μητέρας τους, που πνίγηκε στην Αίγινα. Βλέποντας την η νεαρή Σοφία έβγαλε μια σπαρακτική κραυγή που παρέλυσε τους πάντες και σταμάτησε μόνο κάτω από το επιτακτικό βλέμμα του Χαρίλαου. Το ίδιο βράδυ, μόλις βρέθηκαν μόνοι, εμβρόντητη τον άκουσε να της λέει ότι δεν περίμενε ποτέ από εκείνη παρόμοια συμπεριφορά και της είπε «Εις τοιαύτας στιγμάς δεν σκέπτεταί τις περί εαυτού, αλλά περί του τι οφείλει να πράξη».
Ο Χαρίλαος Τρικούπης το 1863 ήταν επικεφαλής της ελληνικής αντιπροσωπείας, που διαπραγματεύτηκε τη συνθήκη προσάρτησης των Ιονίων Νήσων στην Ελλάδα, η οποία υπογράφηκε στις 16 Μαρτίου 1864.
Ο Τρικούπης άρχισε να ασχολείτο με στην πολιτική το 1862, όταν εξελέγη πληρεξούσιος της ελληνικής παροικίας του Μάντσεστερ στη Συντακτική Συνέλευση. Το 1865 εξελέγη βουλευτής Μεσολογγίου υπό τη σκέπη του Αλέξανδρου Κουμουνδούρου, ο οποίος όταν κλήθηκε να σχηματίσει κυβέρνηση στις 18 Δεκεμβρίου, ενώ Τρικούπης ήταν μόλις 33 ετών, του εμπιστεύθηκε το κρίσιμο Υπουργείο Εξωτερικών, σε μια δύσκολη περίοδο, καθώς είχε ξεσπάσει η Κρητική Επανάσταση. Από τις πρώτες μέρες του στην κυβέρνηση φρόντισε να αποκαταστήσει το κύρος του κράτους απέναντι στους ξένους. Ως νέος Υπουργός Εξωτερικών δεν επισκέφθηκε πρώτος τους ξένους πρεσβευτές στην Αθήνα, αλλά απαίτησε να τον επισκεφθούν αυτοί πρώτοι. Έτσι διαμόρφωσε μία εθιμοτυπία, που ισχύει απαρέγκλιτα μέχρι σήμερα. Η κυβέρνηση Κουμουνδούρου δεν μακροημέρευσε και κατέρρευσε λόγω του Κρητικού Ζητήματος.
Ο Τρικούπης αποφάσισε να μην συμμετάσχει σε άλλη κυβέρνηση και να επικεντρώσει τις προσπάθειές του στη δημιουργία ενός νέου κόμματος. Θα το ονομάσει «Πέμπτο Κόμμα» και θα είναι το πρώτο κόμμα που ηγείτο στην ελληνική πολιτική ιστορία. Μέσω του δικομματισμού ο νέος πολιτικός σχηματισμός πρεσβεύει τον αστικό εκσυγχρονισμό της χώρας.
Μετά την αποτυχία του στις εκλογές του 1874 (23 Ιουνίου) και την έκταση των ακροτήτων του Δημητρίου Βούλγαρη δημοσιεύει το περίφημο άρθρο του «Τις Πταίει;» στην εφημερίδα «Οι Καιροί» (29 Ιουνίου 1874). Όπου ο Τρικούπης στηλιτεύει τις βασιλικές ραδιουργίες και κατηγορεί τον Γεώργιο Α' για τον τρόπο που ασκεί τις εξουσίες του, παρακάμπτοντας το κοινοβούλιο, με τον διορισμό Υπουργών από τη μειοψηφία.
Ο Χαρίλαος Τρικούπης προτείνει στον ανώτατο άρχοντα να διορίζει ως πρωθυπουργό τον αρχηγό του πλειοψηφούντος κόμματος, που θα έχει τη στήριξη της Βουλής. Είναι η λεγόμενη «αρχή της δεδηλωμένης», που θα επιβληθεί από τον Τρικούπη ένα χρόνο αργότερα και η οποία θα περιβληθεί με συνταγματική ισχύ το 1927. Το άρθρο θα προκαλέσει αντιδράσεις, ο Τρικούπης θα προφυλακισθεί για ένα 24ωρο, αλλά θα γίνει γνωστός στο Πανελλήνιο.
Στις 27 Απριλίου 1875, ο Χαρίλαος Τρικούπης γίνεται για πρώτη φορά πρωθυπουργός. Τα επόμενα 20 χρόνια θα είναι ο κυρίαρχος στο πολιτικό σκηνικό, εκπροσωπώντας την ανερχόμενη αστική τάξη. Μεγάλοι του αντίπαλοι ήταν αρχικά ο πολιτικός του Αλέξανδρος Κουμουνδούρος και στη συνέχεια ο «λαϊκιστής» Θεόδωρος Δηλιγιάννης, που εκπροσωπούσαν τα «παλιά τζάκια». Ο Χαρίλαος Τρικούπης θα παραμείνει στο τιμόνι της χώρας για περίπου 11 χρόνια, γεγονός που τον καθιστά έναν από τους μακροβιότερους πρωθυπουργούς της Ελλάδας.
Κατά τη διάρκεια της εξουσίας του θα θέσει σε εφαρμογή ένα ευρύ μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα στους τομείς της γεωργίας, της φορολογίας και της άμυνας, καθώς και ένα πολυδάπανο πρόγραμμα έργων υποδομής, το οποίο, μεταξύ άλλων περιελάμβανε, τη δημιουργία σιδηροδρομικού δικτύου και τη διάνοιξη της διώρυγας της Κορίνθου. Στα σχέδιά του Τρικούπη περιλαμβανόταν επίσης η ζεύξη Ρίου - Αντιρρίου, ένα έργο που υλοποιήθηκε το 2004.
Στο πολιτικό σκηνικό οι μεταρρυθμίσεις του Τρικούπη, έβαλαν τα θεμέλια για το δικομματικό σύστημα, ενισχύθηκε ο κοινοβουλευτισμός και σταθεροποιήθηκε το εκλογικό σύστημα των ευρέων εκλογικών περιφερειών. Η ίδια περίοδος σημαδεύεται από μια αλλαγή που συντελείται σταδιακά στις κοινωνικές και οικονομικές δομές της χώρας. Παρατηρείται μια αύξηση της αστικοποίησης, μια εμπορευματοποίηση της αγροτικής παραγωγής μέσω εξαγωγών της σταφίδας και εμφάνιση νέων κοινωνικών στρωμάτων, με την σταδιακή εκβιομηχάνιση της χώρας. Η Αθήνα από 36.000 κατοίκους που είχε το 1853, φτάνει στις 149.000 το 1889. Την εποχή αυτή όπου ο Τρικούπης διοικούσε υπήρχε η εμφάνιση μικρής στην αρχή αλλά ισχυρής αστικής τάξης σε συνδυασμό με την εμφάνιση μιας νέας χρηματιστηριακής ολιγαρχίας, πλούσιων κυρίως Ελλήνων της διασποράς, με σημαντική επιρροή και δύναμη που υπερκέραζε τις εσωτερικές οικονομικές δυνάμεις κυριάρχησε σε όλο τον ελληνικό χώρο.
Την εποχή τα σύνορα του ελληνικού κράτους εκτείνονταν τότε μέχρι τον Όλυμπο η Ελλάδα της «Μελούνας», ενώ μια σειρά εθνικών ζητημάτων ήταν εκκρεμή, όπως το Κρητικό και το Μακεδονικό Ζήτημα. Ο Δ. Βικέλας ευπατρίδης, λόγιος και πολιτισμικός πρέσβης των Ελλήνων στην Ευρώπη έβλεπε τη διεξαγωγή των Αγώνων ως μέσο εθνικής αναγέννησης του ελληνισμού ώστε να αποκτήσει την αυτοπεποίθησή του και να την εδραιώσει όσο γίνεται καλύτερα. Μετά την απόφαση του συνεδρίου για την τέλεση των Αγώνων στην Αθήνα, ο Βικέλας θα γράψει μεταξύ άλλων στο τηλεγράφημά του προς το Φωκιανό ότι «..Οι Ολυμπιακοί Αγώνες θα είναι σύνδεσμος νέος μεταξύ της Ελλάδας και της Ευρώπης». ΄Ένα χρόνο μετά το 1895 σε ομιλία του στο Σύνδεσμο Ελλήνων Φοιτητών του Παρισιού έλεγε ότι «..ευρέθη ευκαιρία δια την κατάταξιν ημών στην ευρωπαϊκή ολομέλεια». Αναμφισβήτητα για το Βικέλα οι Ολυμπιακοί Αγώνες ήταν ένα μέσο ανάπτυξης της χώρας.
Η πρωτόγονη οικονομία της εποχής του δεν θα αντέξει το φιλόδοξο πρόγραμμα του Τρικούπη. Ο ίδιος θα προκαλέσει μεγάλη δυσαρέσκεια στο λαό, λόγω της φορολογικής του πολιτικής. «Φορομπήκτης» και «Πετρέλαιος» ήταν δύο από τα προσωνύμια που τον ονόμαζε ο Τύπος. Τελικά, η χώρα μας, δεν θα μπορέσει να αποπληρώσει τα δυσβάστακτα χρέη της. Η Βουλή κηρύσσει χρεοστάσιο το 1893 και ο Τρικούπης, συνοψίζοντας το οικονομικό δράμα της Ελλάδας, αναφωνεί στις 10 Δεκεμβρίου: «Δυστυχώς Επτωχεύσαμεν!». Τα επόμενα χρόνια η χώρα θα τεθεί υπό Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο, με τα γνωστά μονοπώλια στο οινόπνευμα, τα σπίρτα κ.λ.π, οι επιπτώσεις του οποίου θα φθάσουν μέχρι την είσοδο της Ελλάδας στην ΕΟΚ.
Στις εξωτερικές του σχέσεις το ελληνικό κράτος βρίσκεται αντιμέτωπο με τις επιθυμίες και πολιτικές των Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσίας στο χώρο της Βαλκανικής και των σχέσεών τους με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η περίοδος αυτή σχετίζεται με τις μεγάλες αλλαγές που γίνονται στην Ανατολική Μεσόγειο και τα Βαλκάνια, μιας και το Ανατολικό Ζήτημα που είναι ο διαμελισμός που άρχιζε της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και οι νέες ισορροπίες των Μεγάλων Δυνάμεων στην περιοχή. Είχαν ήδη προηγηθεί η Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου (1878) με τη δημιουργία της Μεγάλης Βουλγαρίας, η προσάρτηση της Κύπρου την ίδια χρονιά στην Αγγλία, και η συνθήκη του Βερολίνου του 1878, που οδήγησε τρία χρόνια μετά με τη διάσκεψη της Κων/πόλεως στην παραχώρηση στην Ελλάδα της Θεσσαλίας και μέρος της Ηπείρου μέχρι την Άρτα. Μέσα σ΄ αυτό το διεθνές/ ευρωπαϊκό πλαίσιο της εποχής, η πλάστιγγα για την πολιτική Τρικούπη έγερνε με το μέρος της Αγγλίας μιας και οι άλλες δύο δυνάμεις Ρωσία και Γαλλία δεν μπορούσαν να επηρεάσουν αποφασιστικά τις αλλαγές στην Ανατολική Μεσόγειο όπως η Αγγλία.
- Κίνημα των Αδεσμεύτων
Το Κίνημα των Αδεσμεύτων, ή Κίνηση των Αδεσμεύτων (είτε ως ομαδική εκδήλωση συγκεκριμένης ιδεολογίας, είτε ως σύνολο συγκεκριμένης δραστηριότητας, αντίστοιχα), γνωστότερη με το διεθνές αρκτικόλεξο ΝΑΜ, (εκ του Non-Aligned Movement), είναι μία διεθνής οργάνωση, αναγνωρισμένη από τον ΟΗΕ, μεταξύ των Αδεσμεύτων χωρών των οποίων η πολιτική δεν ευθυγραμμίζεται με την πολιτική των μεγάλων δυνάμεων (ΗΠΑ-Ρωσίας). Αποτελείται από 118 κράτη ενώ συμμετέχουν και 18 κράτη παρατηρητές.[1]
Ιδρύθηκε το 1961 στο Βελιγράδι και βασικοί συντελεστές για την δημιουργία του ήταν ο Γιόσιπ Μπροζ Τίτο, ο Γιαβαχαρλάλ Νεχρού και ο Γκαμάλ Αμπντέλ Νάσερ. Σκοπός του κινήματος, σύμφωνα με τη διακήρυξη της Αβάνας (1978) είναι να διασφαλίσει «την εθνική ανεξαρτησία, την εδαφική ακεραιότητα και την ασφάλεια των αδέσμευτων χωρών στον αγώνα τους ενάντια στον ιμπεριαλισμό, την αποικιοκρατία, το ρατσισμό και όλες τις μορφές ξένης επιθετικότητας, κατοχής, κυριαρχίας, ανάμειξης ή ηγεμονίας, καθως και εναντίον των μεγάλων δυνάμεων και των συνασπισμών ισχύος»[2].
Η διάσπασή του ήρθε με την εισβολή της Σοβιετικής ένωσης στο Αφγανιστάν, όταν τα κράτη-μέλη διχάστηκαν ανάμεσα στην υποστήριξη ή την καταδίκη της εισβολής.
Αποτελούμενο από πολλές κυβερνήσεις διαφορετικών πολιτικών ιδεολογιών αυτό που ενώνει τα μέλη του είναι η δέσμευσή τους στην παγκόσμια ειρήνη, ασφάλεια και στον αφοπλισμό. Από τα πρώτα χρόνια της ύπαρξής του το κίνημα συμμετέχει σε ιδεολογικές συγκρούσεις, ασκώντας κριτική σε ρατσιστικά καθεστώτα και υποστηρίζοντας απελευθερωτικά κινήματα. Σύμφωνα με το κίνημα κάθε κράτος έχει το δικαίωμα να ασκεί πολιτικές, που καθορίζονται βάσει των εθνικών του συμφερόντων και όχι λόγω των σχέσεών του με συγκροτήματα ισχύος.
- Οι πρώτες αντιδράσεις της οθωμανικής κυβέρνησης στην Επανάσταση του 1821 και η στάση των Ευρωπαίων στην Ελληνική Επανάσταση, από την έναρξή της μέχρι και τη ναυμαχία του Ναβαρίνου
Οι πρώτες αντιδράσεις στην επανάσταση. Ο σουλτάνος έκρινε πως ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε' δεν ήταν ξένος προς την επανάσταση των Ελλήνων και ότι δε χρησιμοποίησε την εξουσία του να συγκρατήσει τους Έλληνες. Διέταξε τον απαγχονισμό του (Απρίλιος 1821) και επέτρεψε τη σφαγή πολλών επιφανών Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης και άλλων κέντρων της αυτοκρατορίας. Η σκληρή και αναιτιολόγητη αντίδραση του σουλτάνου εναντίον της θεσμοθετημένης ηγεσίας του έθνους στερέωσε την ελληνική επανάσταση, αφενός επειδή έπεισε και όσους από τους σημαίνοντες Έλληνες δίσταζαν να εξέλθουν από τη νομιμότητα και να στηρίξουν το εγχείρημα των Φιλικών, και αφετέρου επειδή προκάλεσε τη συμπάθεια του χριστιανικού κόσμου και την ανάπτυξη ισχυρού φιλελληνικού κινήματος, ενώ ανάγκασε και αυτές τις κυβερνήσεις των μεγάλων δυνάμεων να παραδεχθούν πως Έλληνες και Τούρκοι δεν ήταν εύκολο να συμβιώσουν στο εξής.
Βέβαια, από την ανομολόγητη αυτή παραδοχή έως την παρέμβαση, το 1827, των μεγάλων δυνάμεων που έκρινε τελικά την έκβαση της ελληνικής επανάστασης (Ναυμαχία του Ναβαρίνου, Οκτώβριος 1827), χρειάστηκε να μεσολαβήσουν γεγονότα και εξελίξεις εν πολλοίς απρόβλεπτες.
Η πρώτη, φυσικά, αντίδραση των μεγάλων δυνάμεων της Ευρώπης στην επανάσταση των Ελλήνων ήταν αρνητική, όπως ανέμεναν όλοι οι ψύχραιμοι παρατηρητές της εποχής, επειδή θεωρήθηκε ότι στρεφόταν εναντίον της ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της εν γένει νομιμότητας και σταθερότητας. Η επαναστατική ηγεσία των Ελλήνων έσπευσε να υποστηρίξει ότι ο αγώνας των Ελλήνων ήταν νόμιμη επανάσταση εναντίον παράνομου ηγεμόνα, ότι οι Έλληνες είχαν υποδουλωθεί διά της βίας, αλλά δεν είχαν συνομολογήσει συνθήκη ειρήνης με τον Οθωμανό ηγεμόνα και κυρίαρχο, ότι δεν ήταν «αποστάτες», επειδή δεν είχαν υποταχθεί σε νόμιμη εξουσία, και ότι η Ελλάδα δεν αποτελούσε νόμιμο τμήμα της οθωμανικής επικράτειας. Η ελληνική επανάσταση αποσκοπούσε στην αποκατάσταση της νομιμότητας, υποστήριξαν οι Έλληνες, επικαλούμενοι επιπλέον τις αρχές της εθνικής αυτοδιάθεσης και λαϊκής κυριαρχίας.
Οι συντηρητικές και φιλελεύθερες αυτές θέσεις των Ελλήνων επαναστατών απευθύνονταν προς τις μεγάλες δυνάμεις της Ευρώπης οι πρώτες, προς τη φιλελεύθερη διανόηση της ηπείρου οι δεύτερες, εξέφραζαν δε διαφορετικές ιδεολογικές και πολιτικές τάσεις στους κόλπους των επαναστατών. Οι φιλελεύθεροι διανοούμενοι και πολλά στελέχη της Φιλικής Εταιρείας πρόβαλλαν τις φιλελεύθερες αρχές που είχαν προβληθεί από τους Αμερικανούς και τους Γάλλους επαναστάτες. Αντιθέτως, εκπρόσωποι των προκρίτων, των ιεραρχών και των καπετάνιων εξέφραζαν συντηρητικές απόψεις. Ως θεσμοθετημένοι ηγέτες και υπεύθυνοι για τη νομιμοφροσύνη των Ελλήνων υπηκόων του σουλτάνου, οι πρόκριτοι, οι ιεράρχες και
οι καπετάνιοι εύλογα υπολόγιζαν το κόστος μιας αποτυχημένης επανάστασης, όπως εκείνη του 1770 στην Πελοπόννησο (τα λεγόμενα Ορλοφικά), έκριναν δε ότι ήταν απαραίτητη η προβολή της επανάστασης ως εξέγερσης συνετών νοικοκυραίων, όχι ριζοσπαστών που στρέφονταν κατά των νόμιμων ηγεμόνων τους.
- Η επεκτατική πολιτική της ναζιστικής Γερμανίας στην Ευρώπη, από τον Μάρτιο του 1936 έως και τον Μάρτιο του 1939
Οι Ναζί δεν έχουν αποποιηθεί τις ιδέες τους για τη Συνθήκη των Βερσαλλιών. Με την άνοδό τους στην εξουσία ήρθαν αντιμέτωποι με τα προβλήματα που τους έθετε, κύρια αυτό των εξοπλισμών όσο και αυτό της απαγόρευσης οποιασδήποτε πολιτικής ένωσης με τη γερμανόφωνη Αυστρία και τα δικαιώματα διέλευσης από τον Διάδρομο του Ντάντσιχ (πολωνικά: Γκντανσκ).
Ο Χίτλερ κάθε άλλο παρά αδράνησε. Με πολιτικούς χειρισμούς κατορθώνει να άρει μερικώς τον αποκλεισμό των εξοπλισμών, υπογράφοντας το 1935 το γερμανοβρετανικό σύμφωνο, με το οποίο δίδεται άδεια στη Γερμανία να κατασκευάσει τόσα πολεμικά πλοία, όσα της είναι απαραίτητα για την άμυνά της.[28]
Το 1935 η Γερμανία οργανώνει - αγνοώντας τη Συνθήκη - δημοψήφισμα στο Σάαρ, το οποίο είναι, σύμφωνα με τη Συνθήκη, γαλλικό προτεκτοράτο από το 1919[29]. Το αποτέλεσμα είναι να επιστραφεί το Σάαρ στη Γερμανία. Οι παραβιάσεις από το ναζιστικό καθεστώς συνεχίζονται: Η Ρηνανία, από την οποία έχουν αποχωρήσει όλα τα Γαλλοβρετανικά στρατεύματα, είναι αποστρατιωτικοποιημένη ζώνη. Οι Ναζί αγνοούν ακόμη μια φορά τη Συνθήκη και στέλνουν στρατεύματα στην περιοχή.
Μπενίτο Μουσολίνι και Αδόλφος Χίτλερ. Μόναχο, 1937
Από το 1936 η Γερμανία ασκεί όλο και μεγαλύτερο παρεμβατισμό στα ευρωπαϊκά και διεθνή ζητήματα. Ο Χίτλερ, που θαύμαζε την ιδεολογία του Φασιστικού Κόμματος του Μπενίτο Μουσολίνι, συσφίγγει όσο μπορεί τις γερμανοϊταλικές σχέσεις. Έτσι, υπογράφεται με την Ιταλία το λεγόμενο "Χαλύβδινο Σύμφωνο" και δημιουργείται ο Άξονας Βερολίνου - Ρώμης (αργότερα θα διευρυνθεί, περιλαμβάνοντας και το Τόκιο). Η Γερμανία χαλαρώνει την πίεσή της στο Τιρόλο και την υποστήριξη του εκεί γερμανόφωνου πληθυσμού, ενώ η Ιταλία, σε αντάλλαγμα, υιοθετεί τον αντισημιτισμό των Ναζί.
Εμφανίζοντας σαφείς ιδεολογικές ομοιότητες με αυτές του Στρατηγού Φρανθίσκο Φράνκο, το Ναζιστικό Κόμμα είναι λογικό να τον υποστηρίξει στον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο, ερχόμενο σε έμμεση σύγκρουση με τον ιδεολογικό άσπονδο εχθρό του, τον Κομμουνισμό, καθώς το Σταλινικό καθεστώς υποστηρίζει τους αντιπάλους του Φράνκο. Η γερμανική αεροπορία (Luftwaffe) εκτελεί πολυάριθμους βομβαρδισμούς, ο γνωστότερος και πλέον επονείδιστος όλων είναι αυτός της πόλης Γκερνίκα (1937), που αποτύπωσε ο Πάμπλο Πικάσο στον ομώνυμο πίνακά του.
Για την εξωτερική πολιτική που προτίθεται να ακολουθήσει, ο Χίτλερ εκφωνεί στο Ράιχσταγκ ένα λόγο, στον οποίο παράλληλα εξηγεί και την έως τότε πολιτική που ακολούθησε και τους λόγους που την υπαγόρευσαν, αντικρούει κάποιες δηλώσεις του Βρετανού Υπουργού Εξωτερικών Άντονι Ήντεν (Anthony Eden), επιτίθεται κατά του Μπολσεβικισμού θεωρώντας τον ένα από τους σημαντικότερους κινδύνους για το Γερμανικό Έθνος και προδιαγράφει την ανάκτηση όλων των περιοχών, στις οποίες ζουν γερμανικής καταγωγής πληθυσμοί[30].
Το 1938 ο Χίτλερ, με την υποστήριξη του Αυστριακού Ναζιστικού Κόμματος, προσαρτά την Αυστρία. Έχοντας αρχίσει συνομιλίες με τον Αυστριακό Καγκελάριο Κουρτ Σούσνιγκ (Kurt Schuschnigg) από το Φεβρουάριο προετοιμάζει το έδαφος και, ύστερα από πολλές πιέσεις, τον πείθει να περιλάβει δύο Ναζιστές στην Κυβέρνησή του. Ο Σούσνιγκ θέλει να προκηρύξει δημοψήφισμα, αλλά το Αυστριακό Ναζιστικό Κόμμα τον ανατρέπει και τον φυλακίζει. Θα απελευθερωθεί από τα αμερικανικά στρατεύματα το 1945. Η Αυστρία προσαρτάται στο Ράιχ και στις 12 Μαρτίου 1938 ο Γερμανικός στρατός γίνεται δεκτός με τα ναζιστικά σύμβολα και λουλούδια από τον Στρατό της Αυστρίας. Ο Χίτλερ επισκέπτεται την χώρα μπαίνοντας σε αυτήν από το Μπράουναου (Braunau), τη γενέτειρά του. Επισκέπτεται, επίσης, το Λιντς και καταλήγει στις 2 Απριλίου στη Βιέννη όπου δηλώνει, μεταξύ άλλων: "Δεν ήρθαμε ως τύραννοι αλλά ως απελευθερωτές". Η Αυστρία γίνεται το προτεκτοράτο του Όστμαρκ (Ostmark) και ο Άρτουρ Ζάις-Ίνκβαρτ (Arthur Seyss-Inquart) διορίζεται Κυβερνήτης του[31]. Στο δημοψήφισμα που προκηρύσσεται, καλούνται οι πολίτες να αποφασίσουν για το μέλλον της χώρας. Θα αναμενόταν, λογικά, οι Αυστριακοί να ψηφίσουν υπέρ της διατήρησης της αυτονομίας τους. Όμως, η προπαγάνδα των Ναζί, που έχει πολύ προσεκτικά προετοιμαστεί και δράσει, θριαμβεύει και, όταν το δημοψήφισμα διεξάγεται, το τελικό του ποσοστό παίρνει διαστάσεις θριάμβου: 99,73% των Αυστριακών ψηφίζουν υπέρ. Η βασικά αντιτιθέμενη στην προσάρτηση χώρα θα μπορούσε να είναι η Ιταλία, η οποία, όμως, ύστερα από το "Χαλύβδινο Σύμφωνο" δεν έφερε κανένα πρόσκομμα. Η Βρετανία και η Γαλλία εμφανίζονται αναποφάσιστες και αδύναμες. Η Συνθήκη των Βερσαλλιών έχει ουσιαστικά περιπέσει σε αχρηστία. Η προσάρτηση αυτή έμεινε στην Ιστορία ως Anschluss.
Διάσκεψη Μονάχου: Μουσολίνι, Χίτλερ, Πάουλ Σμιτ[32], Τσάμπερλεν. 29.09.1938
Οι βλέψεις του Χίτλερ δεν σταματούν εδώ. Θέλοντας να ανακτήσει τη Σουδητία, τμήμα της Τσεχοσλοβακίας με γερμανικής καταγωγής πληθυσμό, συγκαλεί στο Μόναχο το 1938 μια διάσκεψη, στην οποία συμμετέχουν, εκτός από τον ίδιο, οι Νέβιλ Τσάμπερλεν, Πρωθυπουργός της Βρετανίας, Εντουάρ Νταλαντιέ, Πρωθυπουργός της Γαλλίας και ο Μπενίτο Μουσολίνι, ηγέτης της Ιταλίας μαζί με τους Υπουργούς Εξωτερικών τους. Η διάσκεψη αυτή, γνωστή ως Διάσκεψη του Μονάχου, κατέληξε στην υπογραφή μιας Συμφωνίας, με την οποία η Σουδητία αποδιδόταν στη Γερμανία (30 Σεπτεμβρίου 1938). Η Συμφωνία, αν και ανακοινώθηκε από τον Μουσολίνι και έφερε το όνομα "Ιταλικό σχέδιο", είχε, στην πραγματικότητα, καταρτιστεί από το Γερμανικό Υπουργείο Εσωτερικών. H Κυβέρνηση της Τσεχοσλοβακίας, φυσικά, απέρριπτε εξ αρχής την απόδοση της Σουδητίας στην Γερμανία, αναγκάστηκε όμως τελικά να υποκύψει, ύστερα από πιέσεις των άλλων Κυβερνήσεων, οι οποίες, έχοντας υπερεκτιμήσει τον Χίτλερ και νιώθοντας ανέτοιμες να αντιμετωπίσουν μια ένοπλη σύρραξη, άσκησαν όλες τους τις πιέσεις για να διασφαλίσουν, όπως πίστευαν, την ειρήνη ("Πολιτική Κατευνασμού").
Ο Ουίνστον Τσώρτσιλ άσκησε δριμύτατη κριτική στον Τσάμπερλεν για την υπογραφή της Συμφωνίας και υποστήριξε ότι ο Χίτλερ δε θα περιοριζόταν στη Σουδητία. Σε λιγότερο από ένα χρόνο δικαιώθηκε: Η Βέρμαχτ, έχοντας καταστρώσει σχέδια από το 1937 (Πράσινο Σχέδιο, Fall Grün), εισέβαλε στις 15 Μαρτίου 1939 στην Τσεχοσλοβακία, κατέλαβε την Πράγα και τις περιοχές της Βοημίας και της Μοραβίας ονομάζοντάς τις προτεκτοράτο του Ράιχ (Böhmen und Maren Reichsprotektorat). Το υπόλοιπο της χώρας και η περιοχή της Σλοβακίας παρέμεινε προσχηματικά ανεξάρτητο, αλλά ως δορυφόρος του Ράιχ.
Έχοντας πάρει θάρρος από τις επιτυχίες του, ο Χίτλερ στρέφεται προς την Πολωνία. Ολόκληρη η Ευρώπη αναμένει την εκδήλωση του χιτλερικού ιμπεριαλισμού σε αυτήν, εκτός από την ίδια την Πολωνία[33]. H Βρετανία και η Γαλλία έχουν διακηρύξει ότι θα τηρήσουν τη συμφωνία αμοιβαίας υποστήριξης που έχουν συνάψει με την Πολωνία. Έχουν στείλει, μάλιστα, αντιπροσώπους στο καθεστώς του Στάλιν διαπραγματευόμενες στρατιωτική συνεργασία. Πιστεύουν ότι με αυτό τον τρόπο θα εξασφαλίσουν διπλό μέτωπο αντίστασης στον επεκτατισμό της Ναζιστικής Γερμανίας. Πλανώνται. Στις 22 Αυγούστου 1939 ο Υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας Γιόαχιμ φον Ρίμπεντροπ (Joachim von Ribbentrop) υπογράφει με τον ομόλογό του Υπουργό Εξωτερικών της ΕΣΣΔ Βιατσεσλάβ Μολότωφ (Viacheslav Molotov)) Σύμφωνο μη επιθέσεως, το λεγόμενο "Σύμφωνο Ρίμπεντροπ-Μολότωφ". Η Γαλλοβρετανική αποστολή στη Μόσχα αναγκάζεται να αποχωρήσει. Η Ναζιστική Γερμανία έχει εξασφαλίσει τα ανατολικά της σύνορα. Το Γερμανοσοβιετικό σύμφωνο είναι, στην πραγματικότητα, ένα προκάλυμμα πάνω στην πραγματική συμφωνία: Τη διανομή Πολωνίας - Βαλτικών χωρών - Ρουμανίας ανάμεσα στην ΕΣΣΔ και στη Ναζιστική Γερμανία[34]. Με τα χέρια της ουσιαστικά λυμένα, η Ναζιστική Γερμανία είναι στρατιωτικά και πολιτικά έτοιμη να καταλάβει το τμήμα της Πολωνίας που έχει συμφωνήσει με την ΕΣΣΔ, έχοντας παράλληλα διασφαλίσει μια πρώτη ύλη ιδιαίτερα σημαντική για τις επόμενες κινήσεις της: Τα ρουμανικά πετρέλαια.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου