ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ - ΠΟΛΙΤΙΚΑ
Ενότητα 15η (Γ 1, 1-2)
Ενότητα 15η (Γ 1, 1-2)
της
Βάσως Μάνιου
Ο ΠΟΛΙΤΗΣ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΣΥΣΤΑΤΙΚΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ - ΔΟΜΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
Το αφετηριακό ερώτημα για την ουσία του πολιτεύματος και τα είδη του -
Το πρώτο προκαταρκτικό ερώτημα: Ποια είναι η ουσία της πόλης;
Τῷ περὶ πολιτείας ἐπισκοποῦντι, καὶ τίς ἑκάστη καὶ ποία τις, σχεδὸν πρώτη σκέψις περὶ πόλεως ἰδεῖν, τί ποτέ ἐστιν ἡ πόλις.
Λόγοι εξέτασης της έννοιας της πόλης
Νῦν γὰρ ἀμφισβητοῦσιν, οἱ μὲν φάσκοντες τὴν πόλιν πεπραχέναι τὴν πρᾶξιν, οἱ δ’ οὐ τὴν πόλιν ἀλλὰ τὴν ὀλιγαρχίαν ἢ τὸν τύραννον• τοῦ δὲ πολιτικοῦ καὶ τοῦ νομοθέτου πᾶσαν ὁρῶμεν τὴν πραγματείαν οὖσαν περὶ πόλιν, ἡ δὲ πολιτεία τῶν τὴν πόλιν οἰκούντων ἐστὶ τάξις τις.
Το δεύτερο προκαταρκτικό ερώτημα: Ποιον πρέπει να αποκαλούμε πολίτη και ποιος είναι ο πολίτης;
Ἐπεὶ δ’ ἡ πόλις τῶν συγκειμένων, καθάπερ ἄλλο τι τῶν ὅλων μὲν συνεστώτων δ’ ἐκ πολλῶν μορίων, δῆλον ὅτι πρότερον ὁ πολίτης ζητητέος˙ ἡ γὰρ πόλις πολιτῶν τι πλῆθός ἐστιν.
Ο πολίτης ορίζεται ανάλογα με το πολίτευμα
Ὥστε τίνα χρὴ καλεῖν πολίτην καὶ τίς ὁ πολίτης ἐστὶ σκεπτέον. Καὶ γὰρ ὁ πολίτης ἀμφισβητεῖται πολλάκις• οὐ γὰρ τὸν αὐτὸν ὁμολογοῦσι πάντες εἶναι πολίτην• ἔστι γάρ τις ὃς ἐν δημοκρατίᾳ πολίτης ὢν ἐν ὀλιγαρχίᾳ πολλάκις οὐκ ἔστι πολίτης.
- ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
(Εκτός από το λεξιλόγιο του σχολικού βιβλίου στη σελίδα 193-194)
πόλις = πόλη, πόλη-κράτος
ζητητέος, σκεπτέον = πρέπει να ψάξουμε να βρούμε, πρέπει να εξετάσουμε (ρηματικά επίθετα σε –τέος = πρέπει να …)
ὥστε = επομένως (μετά από ισχυρό σημείο στίξης, δηλαδή τελεία ή άνω τελεία, εισάγει κύρια –και όχι δευτερεύουσα συμπερασματική– πρόταση και μεταφράζεται με το «επομένως»)
πολλάκις = πολλές φορές, συχνά
ἔστιν τις ὃς = κάποιος, όποιος (ελλειπτική αναφορική έκφραση)
ὢν = ενώ είναι (εναντιωματική μετοχή)
- ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΑ ΚΑΙ ΟΜΟΡΡΙΖΑ ΣΤΗΝ ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
Ἐπισκοποῦντι, σκέψις, σκεπτέον < σκοπέω -ῶ (θ. σκεπ- + πρόσφυμα τ + κατάληξη –ομαι > σκέπτομαι· με ετεροίωση του ε σε ο + πρόσφυμα ε + κατάληξη –ω > σκοπέω· με συναίρεση > σκοπῶ): ακτινοσκόπηση, ανασκόπηση, απερίσκεπτος, άσκοπος, αυτοσκοπός, βιντεοσκόπηση, βολιδοσκόπηση, βυθοσκόπηση, δημοσκόπηση, ειδωλοσκόπιο, επιδιασκόπιο, επίσκεψη, επισκέψιμος, επισκόπηση, επίσκοπος, καιροσκόπος, κατασκοπία, κατάσκοπος, κερδοσκοπία, κερδοσκόπος, μικροσκόπιο, οιωνοσκόπος, περίσκεψη, περισκόπιο, προεπισκόπηση, προσκοπισμός, πρόσκοπος, σκεπτικισμός, σκεπτικός, σκέψη, σκόπελος, σκοπιά, σκόπιμος, σκοπιμότητα, σκοπιωρός, σκοποβολή, σκοπός, στηθοσκόπιο, συνδιάσκεψη, σύσκεψη, τηλεσκόπιο, ωροσκόπιο, ωροσκόπος.
πόλις: αντιπολίτευση, απολίτιστος, διαπολιτισμικός, κοινοπολιτεία, κωμόπολη, μεταπολίτευση, πόλη, πολιούχος, πολιτεία, πολιτειακός, πολιτευτής, πολίτης, πολιτικάντης, πολιτικολογία, πολιτικοποίηση, πολιτικός, πολιτισμικός, πολιτισμός, συμπολίτης.
ἰδεῖν, ὁρῶμεν < ὁράω -ῶ (θ. Foρᾱ- > ὁρᾱ-ω > ὁρῶ· θ. ὀπ- + σο + μαι > ὄψομαι· θ. Fιδ- > ἔ - Fιδ- ον > εἶδον με αποβολή του F και συναίρεση. Ο παρατατικός προέκυψε από αύξηση η: ἠ- Fορᾱ- ον· με αποβολή του F και αντιμεταχώρηση των φωνηέντων > ἐώραον· με δάσυνση του ἐ από επίδραση του ενεστώτα και συναίρεση > ἑώρων. Ο παρακείμενος σχηματίζεται από: Fε-Fόρα-κα· με δάσυνση του πρώτου F και αποβολή του δεύτερου > ἑ-όρα-κα· με έκταση > ἑώρακα. Ο δεύτερος τύπος παρακειμένου: ὀπ- μαι· με χρονική αύξηση και αφομοίωση του π σε μ > ὦμμαι): αδιόρατος, αντικατοπτρισμός, αόμματος, αόρατος, αυτόπτης, αυτοψία, διορατικός, είδος, ειδύλλιο, ειδώλιο, είδωλο, ενόραση, εποπτικός, θεόρατος, θυρωρός, ιδανικός, ιδέα, ιδεατός, ιδεολογία, ιδεολόγος, ιδεώδης, κάτοπτρο, κάτοψη, μέτωπο, όμμα, οπή, οπτικός, όραμα, όραση, ορατός, οφθαλμίατρος, οφθαλμός, όψη, πανόραμα, πανοραμικός, παρόραμα, παρωπίδα, προσωπίδα, πρόσωπο, συνοπτικός, τηλεόραση, ύποπτος, υποψία.
ἐστιν < εἰμὶ (ρ. ἐσ-, μι-κατάληξη· με αφομοίωση > ἐμ-μὶ· με απλοποίηση και αντέκταση > εἰμί): ανούσιος, απόν, απουσία, εξουσία, εξουσιαστικός, επουσιώδης, εσθλός, ετυμολογία, ετυμολογικός, έτυμον, μετουσίωση, ομοούσιος, ον, οντολογία, οντολογικός, όντως, ουσία, ουσιαστικός, ουσιώδης, παρόν (το), παρουσία, παρουσιαστικό, περιουσία, περιουσιακός, περιούσιος, τωόντι.
ἀμφισβητοῦσιν < ἀμφισβητέω-ῶ < ἀμφὶς (ποιητική πρόθεση = χωριστά, γύρω) + θ. βη- του ρ. βαίνω + προσφύματα τ και ε + κατάληξη –ω > ἀμφισβητέω > ἀμφισβητῶ (με αύξηση εσωτερική και εξωτερική: ἠμφεσβήτουν): αδιαμφισβήτητος, ακροβάτης, αμφισβήτηση, αμφισβητήσιμος, αμφισβητίας, ανάβαση, αναβάτης, αναμφισβήτητος, βάδην, βαθμός, βάθρο, βάση, βατήρας, βατός, βήμα, βηματοδότης, βωμός, διάβαση, διαβάτης, δύσβατος, έμβασμα, επιβάτης, κατάβαση, παραβάτης, πρόσβαση.
φάσκοντες < φημὶ (θ. φη-, φᾰ-, φᾱ-· με ετεροίωση > φω-): αντίφαση, αντιφατικός, απόφαση, αποφατικός, άφατος, διαφήμιση, διαφημιστικός, δυσφήμιση, δυσφημιστικός, έμφαση, εμφατικός, επίφαση, κατάφαση, καταφατικός, πρόσφατος, πρόφαση, προφητεία, προφήτης, φάση, φήμη, φημολογία.
πεπραχέναι, πρᾶξιν, πραγματείαν < πράττω (θ. πραγ- + πρόσφυμα j + κατάληξη –ω > πράττω / πράσσω. Όλα τα λήγοντα σε -ᾰττω ρήματα έχουν το ᾰ βραχύχρονο. Από τον κανόνα εξαιρείται το πράττω, καθώς έχει το ᾱ μακρόχρονο): αδιαπραγμάτευτος, αντίπραξη, άπραγος, άπρακτος, απραξία, διαπραγμάτευση, διάπραξη, εισπράκτορας, είσπραξη, έμπρακτος, εχθροπραξία, κοινοπραξία, πεπραγμένο, πολυπράγμων, πράγμα, πραγματεία, πράγματι, πραγματικός, πραγματικότητα, πραγματισμός, πραγματογνώμονας, πραγματολογία, πραγματοποίηση, πρακτέος, πρακτικό, πρακτικός, πράκτορας, πρακτορείο, πραμάτεια, πράξη, πραξικόπημα, πραξικοπηματίας, σύμπραξη.
ὀλιγαρχία < ὀλίγος + ἄρχω: αναρχία, αναρχικός, ανυπαρξία, αρχαϊκός, αρχαίος, αρχαιότητα, αρχάριος, αρχέγονος, αρχείο, αρχέτυπος, αρχή, αρχηγείο, αρχηγία, αρχηγός, αρχίατρος, αρχικός, αρχιμάγειρας, αρχιτέκτονας, αρχομανής, αρχομανία, αρχονταρίκι, άρχοντας, αρχοντικός, γυμνασιάρχης, δασαρχείο, δασάρχης, δυαρχία, εναρκτήριος, έναρξη, επαρχία, έπαρχος, εργοστασιάρχης, ληξίαρχος, λήσταρχος, λυκειάρχης, μεραρχία, μοίραρχος, νομάρχης, πατριαρχείο, πατριάρχης, πειθαρχία, πλοίαρχος, σταθμάρχης, στρατάρχης, ταξιαρχία, υπαρκτός, ύπαρξη, υπαρχηγός, φεουδαρχία, φεουδαρχικός.
νομοθέτου < νόμος + τίθημι
α) νόμος < νέμω: αγορανομία, ανομία, απονομή, αστυνομία, αστυνομικός, αστυνόμος, αυτονομία, αυτόνομος, δασονομία, δασονόμος, διανομέας, διανομή, εξοικονόμηση, κατανομή, νέμεση, νομαδικός, νομική, νομικός, νόμισμα, νομισματικός, νομοθεσία, νομοθέτης, νομομαθής, νομός, νόμος, νομοσχέδιο, νομοταγής, οικονομία, οικονόμος, παρανομία, παράνομος, ταξινόμηση, τροχονόμος, υπόνομος, χειρονομία.
β) τίθημι (θ. θη-· με ενεστωτικό αναδιπλασιασμό θί-θη-· με ανομοίωση > τί-θη-· με κατάληξη –μι > τίθημι· θ. θε-, ασθενές): αδιαθεσία, αντίθετος, απόθεμα, αποθηκάριος, αποθήκη, διάθεση, διαθήκη, έκθεμα, έκθεση, εκθέτης, έκθετος, εμπρόθετος, επίθεση, επιθετικός, θέμα, θεμέλιο, θεμελιώδης, θέση, θεσμός, θετός, θήκη, καταθέτης, νουθεσία, παράθεμα, παράθεση, παρακαταθήκη, πρόσθετος, σύνθεση, συνθετικός, σύνθετος, συνθήκη, τοποθεσία, υιοθεσία.
οἰκούντων < οἰκέω -ῶ < οἶκος < Fοικ-ος: αδιοίκητος, αποικία, αποικισμός, αποικιστικός, άποικος, διοίκηση, διοικητήριο, διοικητής, διοικητικός, ένοικος, έποικος, ιδιοκατοίκηση, κατοικήσιμος, κατοικία, κάτοικος, μετοίκηση, μέτοικος, μονοκατοικία, οικέτης, οίκημα, οίκηση, οικία, οικισμός, οικιστικός, οικογένεια, οικοδεσπότης, οικολογία, οικονομία, οικόπεδο, οίκος, οικόσημα, οικόσιτος, οικοσκευή, οικότροφος, οικουμένη, παροικία, πάροικος, περίοικος, πολυκατοικία, συγκατοίκηση, συγκάτοικος, συνδιοίκηση, συνένοικος, συνοίκηση, συνοικία, σύνοικος.
συγκειμένων < σὺν + κεῖμαι: (παρακείμενος με σημασία ενεστώτα του «τίθεμαι». θ. κει-, κε-· με μετάπτωση κοι-): αντικειμενικός, αντικειμενικότητα, αντικείμενο, διακειμενικός, διακειμενικώς, επικείμενος, κειμενικός, κείμενο, κειμενογράφος, κειμήλιο, κοίτασμα, κοίτη, κοιτίδα, κοιτώνας, κώμα, κωματώδης, κωμόπολη, παρακείμενος, προκείμενος, προσκείμενος, υποκειμενικός, υποκειμενικότητα, υποκείμενο.
συνεστώτων < σὺν + ἵσταμαι (θ. στη-, στα-· με ενεστωτικό αναδιπλασιασμό σί- στη- + κατάληξη –μι και με τροπή του σ σε δασεία > ἵστημι): ακαταστασία, ακατάστατος, αμαξοστάσιο, αναντικατάστατος, ανάσταση, αναστάσιμος, ανάστατος, ανάστημα, αντιστάθμιση, αντίσταση, απόσταση, αποστασία, αποστάτης, απόστημα, αστάθεια, ασταθής, αστάθμητος, διάσταση, διάστημα, έκσταση, εκστατικός, ένσταση, επαναστάτης, επαναστατικός, επιστασία, επιστάτης, επιστήθιος, επιστητός, ηλιοστάσιο, ιστιοφόρο, ιστός, κατάσταση, καταστατικό, μεταστατικός, μηχανοστάσιο, ορθοστασία, ορθοστατικός, παράσταση, παραστάτης, παραστατικός, παράστημα, προστασία, προστατευτικός, προστάτης, στάδιο, σταθεροποίηση, σταθερός, σταθερότητα, στάθμευση, στάθμη, σταθμός, στάση, στασίδι, στάσιμος, στασιμότητα, στατήρας, στατικός, σταυρός, σταύρωση, στήθος, στήλη, στηλιτεύω, στήσιμο, στητός, στύλος, συμπαράσταση, συμπαραστάτης, σύσταση, συστατικός, υπόσταση.
μορίων < μείρομαι (θ. σμερ-· με έκπτωση του σ > μερ- + πρόσφυμα j + κατάληξη –ομαι > μερjομαι· με αφομοίωση του j από το ρ, με απλοποίηση και αναπληρωματική έκταση > μέρρομαι > μείρομαι): άμοιρος, ανωμερίτης, δύσμοιρος, επιμερισμός, κακόμοιρος, καταμερισμός, κατωμερίτης, μεμψίμοιρος, μερίδα, μερίδιο, μερικός, μέρισμα, μέρος, μερτικό, μοίρα, μοιραίος, μοίραρχος, μοιρασιά, μοίρασμα, μοιρογνωμόνιο, μοιρολατρία, μοιρολόγι, παράμερος, συμμορία.
χρὴ < χρή, ἡ (= ανάγκη, χρεία), θ. χρή-: αχρείαστος, άχρηστος, τοκοχρεολύσια, χρεία, χρειώδης, χρεόγραφο, χρεοκοπία, χρεολύσιο, χρεοπίστωση, χρέος, χρεοστάσιο, χρεοφειλέτης, χρεώστης, χρήμα, χρηματαγορά, χρηματαποστολή, χρηματικός, χρηματοπιστωτικό.
καλεῖν < καλέ-ω > καλῶ (ρ. καλ-· με μετάθεση > κλα-· με έκταση > κλη-. Ο ενεστώτας σχηματίζεται από το θέμα καλ- + το πρόσφυμα ε, την κατάληξη –ω και με συναίρεση > καλῶ. Ο χαρακτήρας ε διατηρείται πριν από το σ της κατάληξης > καλέ-σω, καλέ-σομαι): απροσκάλεστος, έγκλημα, εγκληματικός, εκκλησία, έκκλητος, κλήση, κλητήρας, κλητήριο, κλητική, κλητός, παράκληση, παράκλητος, παρεκκλήσι, προκλητικός, συγκλητικός, σύγκλητος.
ὁμολογοῦσι < ὁμολογέ-ω > ὁμολογῶ < ὁμόλογος < ὁμοῦ + λέγω: αναλογία, αναλογικός, ανείπωτος, απολογητικός, απολογία, απόρρητος, διάλεκτος, διάλεξη, διαλογή, διαλογικός, διάλογος, δυσλεκτικός, δυσλεξία, έλλογος, επικός, επιλεκτικός, επίλεκτος, επιλογή, επίλογος, επίρρημα, έπος, ιδιόλεκτος, κυριολεκτικός, κυριολεξία, λεκτικός, λέξη, λεξικό, λεξικογράφος, λεξιλόγιο, λεξιπενία, λογική, λογικός, λόγος, μονολεκτικός, μονόλογος, ομολογία, παράλογος, παρρησία, πρόλογος, ρήμα, ρήση, (το) ρητό, ρήτορας, ρητορικός, ρητός, ρήτρα, συλλογή, συλλογικός, σύλλογος, συνδιάλεξη, υπόλογος.
δημοκρατίᾳ < δῆμος + κρατέω -ῶ
α) δῆμος: αδημοσίευτος, αναδημοσίευση, αντιδημοτικός, δημαγωγός, δημαρχείο, δήμαρχος, δημιουργία, δημοπρασία, δημοπράτηση, δήμος, δημοσίευμα, δημοσίευση, δημοσιογραφία, δημοσιογράφος, δημοσιονομικός, δημόσιος, δημοσκόπηση, δημότης, δημοτικισμός, δημοτικός, δημοτικότητα, δημοτολόγιο, δημοφιλής, δημοψήφισμα, επιδημία, πανδημία, συνδημότης.
β) κρατέω -ῶ > κρατῶ < κράτος (ρ. κρα- + j + ω > κράνjω > κραίνω. θ. κρατέσ-ω· με αποβολή του σ μεταξύ των φωνηέντων και συναίρεση > κρατῶ): ακράτεια, ακράτητος, ασυγκράτητος, αυτοκράτορας, αυτοκρατορικός, εγκράτεια, εγκρατής, επικράτεια, επικράτηση, κατακράτηση, κλειδοκράτορας, κοσμοκράτορας, κράτημα, κράτηση, κρατητήριο, κρατικός, κράτος, παρακράτηση, συγκράτηση.
- ΣΥΝΤΟΜΗ ΑΠΟΔΟΣΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ
Στην προσπάθειά του ο Αριστοτέλης να διερευνήσει την έννοια του πολιτεύματος, του τρόπου δηλαδή διακυβέρνησης της πόλης, θεωρεί απαραίτητο να προηγηθεί η διερεύνηση των εννοιών «πόλις» και «πολίτης». Όσον αφορά, λοιπόν, την έννοια «πόλις», διευκρινίζει ότι αυτή πρέπει να διερευνηθεί σε σχέση με το πολίτευμα για τους εξής λόγους:
α) διότι υπάρχει διχογνωμία για το ποιος έχει την ευθύνη μιας πολιτικής πράξης, ιδιαίτερα σε μη δημοκρατικά πολιτεύματα: το σύνολο των πολιτών, ή οι εκάστοτε φορείς της εξουσίας;
β) γιατί οι δραστηριότητες των πολιτικών και των νομοθετών αφορούν την πόλη.
γ) επειδή η συνεκτική αρχή της πόλης είναι το πολίτευμα.
Όμως η διερεύνηση της πόλης θέτει προς διερεύνηση την έννοια του πολίτη:
α) διότι ο πολίτης αποτελεί μέρος ενός όλου, της πόλης. Για να κατανοήσουμε, λοιπόν, το όλον, πρέπει πρώτα να κατανοήσουμε το μέρος
β) δεν υπάρχει ομοφωνία για το περιεχόμενο της έννοιας «πολίτης». Διαφορετικά νοείται ο πολίτης σε ένα δημοκρατικό και διαφορετικά σε ένα ολιγαρχικό πολίτευμα.
Θεματική οργάνωση της ενότητας
Α) «Τῷ περὶ πολιτείας … τί ποτέ ἐστιν ἡ πόλις.» Το αφετηριακό ερώτημα: Ποια είναι η ουσία του πολιτεύματος και ποια τα είδη του. Το πρώτο προκαταρκτικό ερώτημα: Ποια είναι η ουσία της πόλης.
Β) «Νῦν γὰρ ἀμφισβητοῦσιν,… ἐστὶ τάξις τις.» Οι λόγοι που επιβάλλουν τον εκ νέου ορισμό της πόλης.
Γ) «Ἐπεὶ δ’ ἡ πόλις τῶν συγκειμένων… οὐκ ἔστι πολίτης.» Το δεύτερο προκαταρκτικό ερώτημα: Ποιος πρέπει να αποκαλείται πολίτης και ποιος είναι πολίτης.
α) διότι υπάρχει διχογνωμία για το ποιος έχει την ευθύνη μιας πολιτικής πράξης, ιδιαίτερα σε μη δημοκρατικά πολιτεύματα: το σύνολο των πολιτών, ή οι εκάστοτε φορείς της εξουσίας;
β) γιατί οι δραστηριότητες των πολιτικών και των νομοθετών αφορούν την πόλη.
γ) επειδή η συνεκτική αρχή της πόλης είναι το πολίτευμα.
Όμως η διερεύνηση της πόλης θέτει προς διερεύνηση την έννοια του πολίτη:
α) διότι ο πολίτης αποτελεί μέρος ενός όλου, της πόλης. Για να κατανοήσουμε, λοιπόν, το όλον, πρέπει πρώτα να κατανοήσουμε το μέρος
β) δεν υπάρχει ομοφωνία για το περιεχόμενο της έννοιας «πολίτης». Διαφορετικά νοείται ο πολίτης σε ένα δημοκρατικό και διαφορετικά σε ένα ολιγαρχικό πολίτευμα.
Θεματική οργάνωση της ενότητας
Α) «Τῷ περὶ πολιτείας … τί ποτέ ἐστιν ἡ πόλις.» Το αφετηριακό ερώτημα: Ποια είναι η ουσία του πολιτεύματος και ποια τα είδη του. Το πρώτο προκαταρκτικό ερώτημα: Ποια είναι η ουσία της πόλης.
Β) «Νῦν γὰρ ἀμφισβητοῦσιν,… ἐστὶ τάξις τις.» Οι λόγοι που επιβάλλουν τον εκ νέου ορισμό της πόλης.
Γ) «Ἐπεὶ δ’ ἡ πόλις τῶν συγκειμένων… οὐκ ἔστι πολίτης.» Το δεύτερο προκαταρκτικό ερώτημα: Ποιος πρέπει να αποκαλείται πολίτης και ποιος είναι πολίτης.
Α) «Τῷ περὶ πολιτείας … τί ποτέ ἐστιν ἡ πόλις.» ΤΟ ΑΦΕΤΗΡΙΑΚΟ ΕΡΩΤΗΜΑ: ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΕΥΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΠΟΙΑ ΤΑ ΕΙΔΗ ΤΟΥ; ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΟ ΕΡΩΤΗΜΑ: ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΟΥΣΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ;
- «τίς ἑκάστη καὶ ποία τις»
Το αφετηριακό ερώτημα του Γ’ βιβλίου των Πολιτικών.
Στο Γ’ βιβλίο των Πολιτικών ο Αριστοτέλης θα ασχοληθεί και με τη διερεύνηση της έννοιας «πολιτεία», δηλαδή με το πολίτευμα, τον τρόπο διακυβέρνησης της πόλης. Συγκεκριμένα, θα εξετάσει την ουσία κάθε είδους πολιτεύματος και τα χαρακτηριστικά του. Το θέμα αυτό είναι τόσο θεωρητικού όσο και πρακτικού ενδιαφέροντος, γιατί αφορά όλες τις πτυχές του βίου του ανθρώπου είτε ως μέλους της κοινωνίας είτε ως πολίτη. Ανάλογα, δηλαδή, με το είδος του πολιτεύματος ρυθμίζεται ο ιδιωτικός και δημόσιος βίος των ανθρώπων, όπως για παράδειγμα ο τρόπος άσκησης της εξουσίας, τα δικαιώματα που παρέχονται στους πολίτες, η κοινωνική πρόνοια, η παιδεία, ο πολιτισμός κ.τ.λ.
Το ερώτημα με το οποίο αρχίζει ο Αριστοτέλης το Γ’ βιβλίο των Πολιτικών είναι αφετηριακό, καθώς με αυτό δίνει το θέμα με το οποίο θα ασχοληθεί στο βιβλίο αυτό και συνάμα δείχνει ότι η διερεύνησή του θέτει διαδοχικά δύο κεφαλαιώδους σημασίας ερωτήματα, η απάντηση των οποίων θα φωτίσει τη ζητούμενη έννοια της «πολιτείας». Με την έμμεση ερευνητική υπόδειξη «Τῷ περὶ πολιτείας ἐπισκοποῦντι» διακρίνει την πολιτεία από την πόλη και θεωρεί απαραίτητο να προηγηθεί η διερεύνηση της έννοιας της πόλης για την οποία ωστόσο έχει ήδη μιλήσει στο Α’ βιβλίο των Πολιτικών. Το ερώτημα για την πολιτεία είναι διμελές και προοικονομεί α) τη διερεύνηση της ουσίας της «τίς ἑκάστη», δηλαδή θα αναφερθεί στη φύση και στα γνωρίσματά της και β) την παρουσίαση των ειδών των πολιτευμάτων «ποία τις», στο πλαίσιο της οποίας ο Αριστοτέλης περιγράφει όλα τα γνωστά στην εποχή του είδη πολιτευμάτων, βασιλεία, αριστοκρατία, ολιγαρχία, κ.τ.λ., κατηγοριοποιώντας τα σε ορθά και παρεκβάσεις.
- τί ποτέ ἐστιν ἡ πόλις»
Το πρώτο προκαταρκτικό ερώτημα: Ποια είναι η ουσία της πόλης.
Η απάντηση στο βασικό ερώτημα για την πολιτεία προϋποθέτει τη διερεύνηση και τον ορισμό της πόλης σε σχέση με το πολίτευμα. Ο Αριστοτέλης είναι υποχρεωμένος να αιτιολογήσει την πορεία αυτή της σκέψης του και αυτό κάνει δίνοντας τους λόγους για τους οποίους πρέπει να προηγηθεί η εξέταση της πόλης. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι στο Α’ βιβλίο των Πολιτικών εκτενώς παρουσιάστηκε η έννοια της πόλης στο πλαίσιο της διερεύνησης του ερωτήματος αν ο άνθρωπος είναι φύσει ή θέσει πολιτικό ον. Εκεί «η πόλις» απασχόλησε τον φιλόσοφο από την άποψη της γένεσής της και του σκοπού της ύπαρξής της. Εδώ διερευνάται τι είδους ύπαρξη είναι μια πόλη, ποια είναι η ταυτότητά της, η ενοποιητική αρχή της, τι κάνει τελικά την πόλη να είναι ενιαία οντότητα.
Β) «Νῦν γὰρ ἀμφισβητοῦσιν,… ἐστὶ τάξις τις.» ΟΙ ΛΟΓΟΙ ΠΟΥ ΕΠΙΒΑΛΛΟΥΝ ΤΟΝ ΕΚ ΝΕΟΥ ΟΡΙΣΜΟ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ.
Ο Αριστοτέλης, προκειμένου να διερευνήσει την έννοια της «πολιτείας», κρίνει απαραίτητο να εξετάσει προηγουμένως την έννοια της πόλης, γιατί ο ορισμός του πολιτεύματος στηρίζεται στον ορισμό της πόλης. Αρχικά, λοιπόν, διευκρινίζει για ποιους λόγους κρίνεται απαραίτητη η διερεύνηση της πόλης από την άποψη της συνεκτικής αρχής της, δηλαδή του πολιτεύματος:
α) Η διχογνωμία για τη «νομιμότητα της εξουσίας» («Νῦν γὰρ ἀμφισβητοῦσιν … τὸν τύραννον»): πρέπει να εξετάσουμε την έννοια «πόλη», διδάσκει ο φιλόσοφος, γιατί διατυπώνονται διαφορετικές και αντικρουόμενες απόψεις για το ποιος έχει την ευθύνη για τη λήψη και την τέλεση μιας πολιτικής πράξης, ιδιαίτερα σε μη δημοκρατικά πολιτεύματα, στα οποία οι αποφάσεις δεν λαμβάνονται από το σύνολο των πολιτών ή την πλειοψηφία. Έτσι, άλλοι υποστηρίζουν ότι την ευθύνη την έχουν όλοι οι πολίτες, ενώ άλλοι ότι υπεύθυνοι για τις αποφάσεις αυτές είναι οι εκάστοτε φορείς εξουσίας, οι ολιγαρχικές κυβερνήσεις ή ένας τύραννος. Με άλλα λόγια ότι η πόλη φέρει ακέραια την ευθύνη των ενεργειών της και ότι ταυτίζεται με τους συγκεκριμένους και μόνο κάθε φορά φορείς εξουσίας. Υπό αυτή την έννοια και κάθε νέα κυβέρνηση μιας πόλης προσπαθεί να αρνηθεί οποιαδήποτε ευθύνη για τις πράξεις της προηγούμενης υποστηρίζοντας ότι δεν πρόκειται για ενέργειες της πόλης-κράτους, αλλά για ενέργειες του ολιγαρχικού ή τυραννικού καθεστώτος.
Ο Αριστοτέλης εκφράζοντας αυτές τις απόψεις φαίνεται να έχει υπόψη του το ιστορικό παράδειγμα της διένεξης των Πλαταιέων και των Θηβαίων που καταγράφεται στο τρίτο βιβλίο (ΙΙΙ 62) των Ιστοριών του Θουκυδίδη. Εκεί αναφέρεται ότι οι Πλαταιείς κατηγόρησαν τους Θηβαίους για τον «μηδισμό» της πόλης τους κατά τους Περσικούς πολέμους και ότι οι Θηβαίοι απάντησαν στη βαριά αυτή κατηγορία με την εξής φράση: «δεν ήταν η ξύμπασα πόλις που έπραξε τούτο, αλλά η δυναστεία ὀλίγων ἀνδρῶν που τότε εἶχε τὰ πράγματα», που τότε είχε, δηλαδή, την εξουσία στην πόλη. Η «αμφισβήτηση» γίνεται πιο φανερή και πιο απτή, όταν κάποια στιγμή αλλάζει σε έναν τόπο το καθεστώς. Σε τέτοιες περιστάσεις δεν είναι καθόλου σπάνιο το νέο καθεστώς να μην αναγνωρίζει ούτε τις συμφωνίες που είχε συνάψει το προηγούμενο καθεστώς. Η δικαιολογία - εξήγηση που προβάλλεται τότε είναι ότι «τις συμφωνίες δεν τις έκανε η πόλις –εμείς θα λέγαμε: το κράτος– αλλά ο συγκεκριμένος, κατά τη συγκεκριμένη εκείνη εποχή, φορέας της εξουσίας».
Με τα παραπάνω προβάλλεται ένα σοβαρό πρόβλημα που απασχολούσε τους τότε φιλοσόφους και για το οποίο εκφράστηκαν σοβαρές και βάσιμες διαφωνίες. Βέβαια η σύγχρονη πολιτική επιστήμη και πρακτική δέχονται τις αρχές του ενιαίου κράτους και της ασφαλείας του δικαίου. Σύμφωνα με αυτές τις αρχές οι πράξεις ενός κράτους είναι έγκυρες ανεξάρτητα από το εκάστοτε καθεστώς και την πολιτική ή πολιτειακή εκπροσώπηση.
β) Οι δραστηριότητες των πολιτικών και των νομοθετών αφορούν την πόλη («τοῦ δὲ πολιτικοῦ … περὶ πόλιν»): Αποτελεί κοινή εμπειρία ότι οι πολιτικοί και οι νομοθέτες –και πρέπει να σεβαστούμε απολύτως τη διάκριση των όρων «πολιτικός» και «νομοθέτης» – δεν ανήκουν σε αυτό που αποκαλούμε παραγωγικές τάξεις, αλλά οι δραστηριότητές τους απολύτως αφορούν την πόλη. Λογικά από την αριστοτελική διατύπωση συνάγεται ότι το έργο και η δραστηριότητα του πολιτικού και του νομοθέτη μέσα στην ευρύτερη οργάνωση της πόλης και στον καταμερισμό της εργασίας έχουν την ιδιαιτερότητα ότι περιστρέφονται γύρω από την πόλη. Έτσι, αν κάθε χειρώνακτας και επαγγελματίας ασχολείται με τον ειδικό τομέα της εργασίας του, ο πολιτικός και ο νομοθέτης ασχολούνται με την πόλη, δηλαδή με τη συλλογική οντότητα και τα ζητήματα που την αφορούν. Αφού, λοιπόν, η πόλη αποτελεί το επίκεντρο κάθε δραστηριότητας του πολιτικού και του νομοθέτη, η σημασία της για την πολιτική επιστήμη είναι μεγάλη.
γ) Η συνεκτική αρχή της πόλης είναι το πολίτευμα («ἡ δὲ πολιτεία … τάξις τις»): πρέπει να καταλάβουμε τι είναι η πόλη, για να μπορέσουμε να καταλάβουμε την οργάνωση της πόλης σε σχέση με τον τρόπο διακυβέρνησής της (το πολίτευμα). Εφόσον το πολίτευμα δεν είναι παρά ένα σύστημα οργάνωσης το οποίο ρυθμίζει τις σχέσεις όλων όσων ζουν σε μία πόλη, αλλά και την κατανομή της πολιτικής δύναμης μεταξύ τους, θα πρέπει να οριστεί, να διευκρινιστεί, πρώτα η έννοια, το περιεχόμενο της πόλης, προκειμένου να καθοριστεί η έννοια του πολιτεύματος.
Άλλωστε σε μια πρώτη προσέγγιση ο ορισμός του πολιτεύματος «ἡ δὲ πολιτεία τῶν τὴν πόλιν οἰκούντων ἐστὶ τάξις τις» παραπέμπει στην πόλη. Στον απλό αυτόν ορισμό φαίνεται η βασική διαφορά της πόλης από το πολίτευμα, αλλά και η οργανική τους σχέση. Η πόλη αφορά το γεγονός της συνύπαρξης των ανθρώπων με σκοπό την αυτάρκεια και την ευδαιμονία, ενώ το πολίτευμα αφορά την οργάνωση, το πολιτικό καθεστώς, τη μορφή που καθιστά το τυχαίο σύνολο πόλη. Ακόμη ο Αριστοτέλης συνδέει τη δραστηριότητα του πολιτικού και του νομοθέτη με το πολίτευμα, αφού το πολίτευμα ανάλογα με τη μορφή που έχει υπαγορεύει και το περιεχόμενο της δραστηριότητάς τους. Βέβαια η σχέση μπορεί να εννοηθεί και αντίστροφα ως ένα σημείο, δηλαδή η δραστηριότητα του πολιτικού και του νομοθέτη να είναι ρυθμιστικός παράγοντας του πολιτεύματος.
α) Η διχογνωμία για τη «νομιμότητα της εξουσίας» («Νῦν γὰρ ἀμφισβητοῦσιν … τὸν τύραννον»): πρέπει να εξετάσουμε την έννοια «πόλη», διδάσκει ο φιλόσοφος, γιατί διατυπώνονται διαφορετικές και αντικρουόμενες απόψεις για το ποιος έχει την ευθύνη για τη λήψη και την τέλεση μιας πολιτικής πράξης, ιδιαίτερα σε μη δημοκρατικά πολιτεύματα, στα οποία οι αποφάσεις δεν λαμβάνονται από το σύνολο των πολιτών ή την πλειοψηφία. Έτσι, άλλοι υποστηρίζουν ότι την ευθύνη την έχουν όλοι οι πολίτες, ενώ άλλοι ότι υπεύθυνοι για τις αποφάσεις αυτές είναι οι εκάστοτε φορείς εξουσίας, οι ολιγαρχικές κυβερνήσεις ή ένας τύραννος. Με άλλα λόγια ότι η πόλη φέρει ακέραια την ευθύνη των ενεργειών της και ότι ταυτίζεται με τους συγκεκριμένους και μόνο κάθε φορά φορείς εξουσίας. Υπό αυτή την έννοια και κάθε νέα κυβέρνηση μιας πόλης προσπαθεί να αρνηθεί οποιαδήποτε ευθύνη για τις πράξεις της προηγούμενης υποστηρίζοντας ότι δεν πρόκειται για ενέργειες της πόλης-κράτους, αλλά για ενέργειες του ολιγαρχικού ή τυραννικού καθεστώτος.
Ο Αριστοτέλης εκφράζοντας αυτές τις απόψεις φαίνεται να έχει υπόψη του το ιστορικό παράδειγμα της διένεξης των Πλαταιέων και των Θηβαίων που καταγράφεται στο τρίτο βιβλίο (ΙΙΙ 62) των Ιστοριών του Θουκυδίδη. Εκεί αναφέρεται ότι οι Πλαταιείς κατηγόρησαν τους Θηβαίους για τον «μηδισμό» της πόλης τους κατά τους Περσικούς πολέμους και ότι οι Θηβαίοι απάντησαν στη βαριά αυτή κατηγορία με την εξής φράση: «δεν ήταν η ξύμπασα πόλις που έπραξε τούτο, αλλά η δυναστεία ὀλίγων ἀνδρῶν που τότε εἶχε τὰ πράγματα», που τότε είχε, δηλαδή, την εξουσία στην πόλη. Η «αμφισβήτηση» γίνεται πιο φανερή και πιο απτή, όταν κάποια στιγμή αλλάζει σε έναν τόπο το καθεστώς. Σε τέτοιες περιστάσεις δεν είναι καθόλου σπάνιο το νέο καθεστώς να μην αναγνωρίζει ούτε τις συμφωνίες που είχε συνάψει το προηγούμενο καθεστώς. Η δικαιολογία - εξήγηση που προβάλλεται τότε είναι ότι «τις συμφωνίες δεν τις έκανε η πόλις –εμείς θα λέγαμε: το κράτος– αλλά ο συγκεκριμένος, κατά τη συγκεκριμένη εκείνη εποχή, φορέας της εξουσίας».
Με τα παραπάνω προβάλλεται ένα σοβαρό πρόβλημα που απασχολούσε τους τότε φιλοσόφους και για το οποίο εκφράστηκαν σοβαρές και βάσιμες διαφωνίες. Βέβαια η σύγχρονη πολιτική επιστήμη και πρακτική δέχονται τις αρχές του ενιαίου κράτους και της ασφαλείας του δικαίου. Σύμφωνα με αυτές τις αρχές οι πράξεις ενός κράτους είναι έγκυρες ανεξάρτητα από το εκάστοτε καθεστώς και την πολιτική ή πολιτειακή εκπροσώπηση.
β) Οι δραστηριότητες των πολιτικών και των νομοθετών αφορούν την πόλη («τοῦ δὲ πολιτικοῦ … περὶ πόλιν»): Αποτελεί κοινή εμπειρία ότι οι πολιτικοί και οι νομοθέτες –και πρέπει να σεβαστούμε απολύτως τη διάκριση των όρων «πολιτικός» και «νομοθέτης» – δεν ανήκουν σε αυτό που αποκαλούμε παραγωγικές τάξεις, αλλά οι δραστηριότητές τους απολύτως αφορούν την πόλη. Λογικά από την αριστοτελική διατύπωση συνάγεται ότι το έργο και η δραστηριότητα του πολιτικού και του νομοθέτη μέσα στην ευρύτερη οργάνωση της πόλης και στον καταμερισμό της εργασίας έχουν την ιδιαιτερότητα ότι περιστρέφονται γύρω από την πόλη. Έτσι, αν κάθε χειρώνακτας και επαγγελματίας ασχολείται με τον ειδικό τομέα της εργασίας του, ο πολιτικός και ο νομοθέτης ασχολούνται με την πόλη, δηλαδή με τη συλλογική οντότητα και τα ζητήματα που την αφορούν. Αφού, λοιπόν, η πόλη αποτελεί το επίκεντρο κάθε δραστηριότητας του πολιτικού και του νομοθέτη, η σημασία της για την πολιτική επιστήμη είναι μεγάλη.
γ) Η συνεκτική αρχή της πόλης είναι το πολίτευμα («ἡ δὲ πολιτεία … τάξις τις»): πρέπει να καταλάβουμε τι είναι η πόλη, για να μπορέσουμε να καταλάβουμε την οργάνωση της πόλης σε σχέση με τον τρόπο διακυβέρνησής της (το πολίτευμα). Εφόσον το πολίτευμα δεν είναι παρά ένα σύστημα οργάνωσης το οποίο ρυθμίζει τις σχέσεις όλων όσων ζουν σε μία πόλη, αλλά και την κατανομή της πολιτικής δύναμης μεταξύ τους, θα πρέπει να οριστεί, να διευκρινιστεί, πρώτα η έννοια, το περιεχόμενο της πόλης, προκειμένου να καθοριστεί η έννοια του πολιτεύματος.
Άλλωστε σε μια πρώτη προσέγγιση ο ορισμός του πολιτεύματος «ἡ δὲ πολιτεία τῶν τὴν πόλιν οἰκούντων ἐστὶ τάξις τις» παραπέμπει στην πόλη. Στον απλό αυτόν ορισμό φαίνεται η βασική διαφορά της πόλης από το πολίτευμα, αλλά και η οργανική τους σχέση. Η πόλη αφορά το γεγονός της συνύπαρξης των ανθρώπων με σκοπό την αυτάρκεια και την ευδαιμονία, ενώ το πολίτευμα αφορά την οργάνωση, το πολιτικό καθεστώς, τη μορφή που καθιστά το τυχαίο σύνολο πόλη. Ακόμη ο Αριστοτέλης συνδέει τη δραστηριότητα του πολιτικού και του νομοθέτη με το πολίτευμα, αφού το πολίτευμα ανάλογα με τη μορφή που έχει υπαγορεύει και το περιεχόμενο της δραστηριότητάς τους. Βέβαια η σχέση μπορεί να εννοηθεί και αντίστροφα ως ένα σημείο, δηλαδή η δραστηριότητα του πολιτικού και του νομοθέτη να είναι ρυθμιστικός παράγοντας του πολιτεύματος.
Γ) «Ἐπεὶ δ’ ἡ πόλις τῶν συγκειμένων… οὐκ ἔστι πολίτης.» ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΟ ΕΡΩΤΗΜΑ: ΠΟΙΟΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΑΠΟΚΑΛΕΙΤΑΙ ΠΟΛΙΤΗΣ ΚΑΙ ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΙΤΗΣ;
Στη συνέχεια του κειμένου ο Αριστοτέλης διευκρινίζει για ποιους λόγους το ερώτημα για την πόλη θέτει το ερώτημα για την έννοια του πολίτη. Με δεδομένο ότι η πόλη είναι μια ολότητα πλήθους πολιτών «ἡ γὰρ πόλις πολιτῶν τι πλῆθός ἐστιν», τι είναι αυτό που κάνει το πλήθος να αποτελεί ολότητα και όχι μια άμορφη μάζα; Για να απαντηθεί το ερώτημα αυτό κρίνεται απαραίτητη πρώτα η διερεύνηση της έννοιας του «πολίτη», δηλαδή αυτού που κάνει κάποιον να ανήκει στα συστατικά στοιχεία του συνόλου που είναι η πόλη. Εύλογα δεν είναι δυνατό να απαντήσουμε στο ερώτημα «τι είναι η πόλη» παρά μέσω της απάντησης στο ερώτημα «τι είναι πολίτης».
α) Ο πολίτης είναι μέρος της πόλης («Ἐπεὶ δ’ ἡ πόλις … πλῆθός ἐστιν»): η πόλη ανήκει στην κατηγορία των σύνθετων πραγμάτων («τῶν συγκειμένων»), είναι δηλαδή ένα όλον («τι τῶν ὅλων») που αποτελείται από μέρη («ἐκ πολλῶν μορίων»), τους πολίτες. Η ταυτότητα της πόλης συνθέτει:
α) Ο πολίτης είναι μέρος της πόλης («Ἐπεὶ δ’ ἡ πόλις … πλῆθός ἐστιν»): η πόλη ανήκει στην κατηγορία των σύνθετων πραγμάτων («τῶν συγκειμένων»), είναι δηλαδή ένα όλον («τι τῶν ὅλων») που αποτελείται από μέρη («ἐκ πολλῶν μορίων»), τους πολίτες. Η ταυτότητα της πόλης συνθέτει:
- Στοιχεία φυσικά (τόπος και άνθρωποι)
- Στοιχεία πολιτικά (συνταγματική τάξη και πολιτειακή οργάνωση)
Η σύνθεση των στοιχείων είναι οργανική και από αυτήν την άποψη η πόλη είναι ένα «όλον», δηλαδή ένα οργανικό σύνολο που έχει Μορφή (παράγοντας οργανικής ενότητας των μερών) και Τέλος (καθορισμένο σκοπό).
Επομένως, για να κατανοήσουμε το όλον, δηλαδή την πόλη, πρέπει πρώτα να κατανοήσουμε το μέρος, δηλαδή τον πολίτη και τα χαρακτηριστικά του, αφού ο ρόλος του στην πολιτική τάξη είναι καθοριστικός.
Έτσι, προκειμένου ο Αριστοτέλης να φτάσει στον ορισμό της έννοιας «πόλις», ακολουθεί την αναλυτική μέθοδο. Αναλύει δηλαδή, μια γενική, σύνθετη έννοια –στην προκείμενη περίπτωση την έννοια «πόλη»– στα συστατικά της, τα επιμέρους στοιχεία της, τον πολίτη, και εντοπίζει, προσδιορίζει τα χαρακτηριστικά τους. Αντίθετα, στις ενότητες 11-14, στην προσπάθειά του να εξηγήσει πώς γεννήθηκε η πόλη, ακολούθησε τη γενετική μέθοδο.
β) τίνα χρή καλεῖν πολίτην καὶ τίς ὁ πολίτης.
Είναι το δεύτερο προκαταρκτικό ερώτημα που χρειάζεται διερεύνηση, για να απαντηθεί το αφετηριακό ερώτημα για τη φύση και τα είδη των πολιτευμάτων. Το ερώτημα για τον πολίτη είναι διμελές και παραπέμπει στο βάθος (τίς ὁ πολίτης) και το πλάτος της έννοιας (τίνα χρή καλεῖν πολίτην). Ο Αριστοτέλης προσανατολίζει την εξέταση α) στη συγκέντρωση των χαρακτηριστικών που συνιστούν την έννοια του πολίτη (τίς ὁ πολίτης) και β) στον προσδιορισμό εκείνων που πρέπει να αναγνωριστούν ως πολίτες σε μια πόλη με κριτήρια την ηλικία, το φύλο, την κοινωνική θέση κ.ά. (τίνα χρή καλεῖν πολίτην).
γ) Έλλειψη ομοφωνίας για τον ορισμό της έννοιας «πολίτης» («Ὥστε … οὐκ ἔστι πολίτης»): πρέπει να διερευνηθεί η έννοια «πολίτης», όχι μόνο για να γίνει κατανοητή η έννοια της πόλης, αλλά και για να διασαφηνιστεί το περιεχόμενο της έννοιας «πολίτης», για το οποίο δεν υπάρχει ομοφωνία. Έτσι, διαπιστώνουμε ότι διαφορετικά νοείται ο πολίτης σε ένα δημοκρατικό πολίτευμα και διαφορετικά σε ένα ολιγαρχικό.
Ποιος είναι πολίτης εξαρτάται από το πολίτευμα που ισχύει στην πόλη, γιατί πολίτης είναι αυτός που μετέχει στην άσκηση κάποιας εξουσίας. Επειδή όμως υπάρχουν διαφορετικά πολιτεύματα με διαφορετικά ποιοτικά γνωρίσματα, ο πολίτης ορίζεται ανάλογα με τα διαφορετικά γνωρίσματα του πολιτεύματος στης πόλης του. Έτσι, μπορεί κανείς να είναι πολίτης σε δημοκρατικό πολίτευμα, όχι όμως και σε ολιγαρχικό ή τυραννικό. Όπως θα εξηγήσει στη συνέχεια του Γ’ βιβλίου των Πολιτικών, γίνεται κανείς πολίτης σύμφωνα με τον όρο, δηλαδή τη βάση που καθορίζει το είδος του πολιτεύματος. Η αρετή, ο πλούτος και η ελευθερία είναι οι όροι που διακρίνουν τα πολιτεύματα της αριστοκρατίας, της ολιγαρχίας και της δημοκρατίας αντίστοιχα και καθιστούν κάποιον πολίτη του πολιτεύματος αυτού. Για παράδειγμα, σε ένα δημοκρατικό πολίτευμα για να γίνει κανείς πολίτης χρειάζεται να είναι οπωσδήποτε ελεύθερος, σε ένα ολιγαρχικό να διαθέτει μια συγκεκριμένη ποσότητα πλούτου μαζί με την ελευθερία και στο αριστοκρατικό να είναι ευγενικής καταγωγής, ανδρείος και πεπαιδευμένος μαζί με την ελευθερία επίσης. Η ελευθερία είναι αναγκαία και επαρκής συνθήκη για να αποκτήσει κανείς την ιδιότητα του πολίτη στο δημοκρατικό πολίτευμα, ενώ στα άλλα πολιτεύματα είναι αναγκαία, αλλά όχι επαρκής.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ ΓΙΑ ΤΗ ΣΧΕΣΗ ΠΟΛΗΣ-ΠΟΛΙΤΗ-ΠΟΛΙΤΕΥΜΑΤΟΣ
Οι πολιτικές αναλύσεις του Γ’ βιβλίου των Πολιτικών εξαρτώνται από τον ορισμό του πολίτη. Συγκεκριμένα, το σχήμα εξέτασης που διαμορφώνεται είναι το εξής:
Ορισμός του πολίτη → ορισμός της πόλης → ορισμός του πολιτεύματος → κατηγοριοποίηση των πολιτευμάτων
Ο Αριστοτέλης στην πολιτική φιλοσοφία του, εξετάζοντας την πολιτεία, εξετάζει την πόλη στο σύνολό της, γιατί η πολιτεία δεν είναι δυνατόν να νοηθεί ανεξάρτητα από την πόλη. Στην πολιτική ανήκει καθετί που αφορά την πόλη, δηλαδή μια κοινωνία ανθρώπων που χαρακτηρίζεται από κοινότητα σκοπών, θεσμών και συνέχεται από ενιαία πολιτική εξουσία. Κατά την κρίση του φιλοσόφου η ολοκληρωμένη αξιολόγηση μιας πολιτείας προϋποθέτει τον καθορισμό της κοινωνικής διαστρωμάτωσης, στην οποία άλλωστε θεμελιώνεται, των οικονομικών σχέσεων που αναπτύσσονται στο εσωτερικό της διαστρωμάτωσης αυτής, των ηθικών και ιδεολογικών αντιλήψεων που εκδηλώνονται στο πλαίσιό της, της παιδείας που προσφέρει και της κοινωνικής κατηγορίας, δηλαδή του συνόλου των πολιτών, στην οποία εξασφαλίζει τη δυνατότητα να συμμετέχει στα κοινά. Συνθέτοντας τις τρεις βασικές έννοιες γράφει ο Αριστοτέλης: «Eἴπερ γάρ ἐστι κοινωνία τις ἡ πόλις, ἔστι δέ κοινωνία πολιτῶν πολιτείας» (Αν πάλι η πόλη πράγματι είναι κάποιο είδος κοινωνίας, υφίσταται και ως κοινωνία πολιτών στη βάση μιας πολιτειακής οργάνωσης… 1276 b1-3). Η φυσική πολιτικότητα κατά Αριστοτέλη δείχνει ότι η συμμετοχή του ανθρώπου στον πολιτικό βίο συνθέτει τη βιολογική ορμή του για συνύπαρξη (κοινωνία) με άλλους ανθρώπους και την πραγμάτωση της ανθρώπινης φύσης μέσα στην πόλη. Συγχρόνως, φαίνεται ότι η ταυτότητα της πόλης εξαρτάται από το πολίτευμά της.
Ορισμός του πολίτη → ορισμός της πόλης → ορισμός του πολιτεύματος → κατηγοριοποίηση των πολιτευμάτων
Ο Αριστοτέλης στην πολιτική φιλοσοφία του, εξετάζοντας την πολιτεία, εξετάζει την πόλη στο σύνολό της, γιατί η πολιτεία δεν είναι δυνατόν να νοηθεί ανεξάρτητα από την πόλη. Στην πολιτική ανήκει καθετί που αφορά την πόλη, δηλαδή μια κοινωνία ανθρώπων που χαρακτηρίζεται από κοινότητα σκοπών, θεσμών και συνέχεται από ενιαία πολιτική εξουσία. Κατά την κρίση του φιλοσόφου η ολοκληρωμένη αξιολόγηση μιας πολιτείας προϋποθέτει τον καθορισμό της κοινωνικής διαστρωμάτωσης, στην οποία άλλωστε θεμελιώνεται, των οικονομικών σχέσεων που αναπτύσσονται στο εσωτερικό της διαστρωμάτωσης αυτής, των ηθικών και ιδεολογικών αντιλήψεων που εκδηλώνονται στο πλαίσιό της, της παιδείας που προσφέρει και της κοινωνικής κατηγορίας, δηλαδή του συνόλου των πολιτών, στην οποία εξασφαλίζει τη δυνατότητα να συμμετέχει στα κοινά. Συνθέτοντας τις τρεις βασικές έννοιες γράφει ο Αριστοτέλης: «Eἴπερ γάρ ἐστι κοινωνία τις ἡ πόλις, ἔστι δέ κοινωνία πολιτῶν πολιτείας» (Αν πάλι η πόλη πράγματι είναι κάποιο είδος κοινωνίας, υφίσταται και ως κοινωνία πολιτών στη βάση μιας πολιτειακής οργάνωσης… 1276 b1-3). Η φυσική πολιτικότητα κατά Αριστοτέλη δείχνει ότι η συμμετοχή του ανθρώπου στον πολιτικό βίο συνθέτει τη βιολογική ορμή του για συνύπαρξη (κοινωνία) με άλλους ανθρώπους και την πραγμάτωση της ανθρώπινης φύσης μέσα στην πόλη. Συγχρόνως, φαίνεται ότι η ταυτότητα της πόλης εξαρτάται από το πολίτευμά της.
4. Λεξιλογικές ασκήσεις
ΑΣΚΗΣΙΣ 1
«ἀμφισβητοῦσιν»: Να βρείτε την ετυμολογία της λέξης και να δώσετε τέσσερις σύνθετες λέξεις με πρώτο συνθετικό το πρόθεμα «αμφι-» στα νέα ελληνικά.
Λύση
ἀμφισβητοῦσιν < ἀμφὶς (ποιητική πρόθεση = χωριστά, γύρω) + θ. βη- του ρ. βαίνω + προσφύματα τ και ε + κατάληξη –ω > ἀμφισβητέω > ἀμφισβητῶ (με αύξηση εσωτερική και εξωτερική: ἠμφεσβήτουν)
αμφίρροπος, αμφισημία, αμφίδρομος, αμφίβιος.
ἀμφισβητοῦσιν < ἀμφὶς (ποιητική πρόθεση = χωριστά, γύρω) + θ. βη- του ρ. βαίνω + προσφύματα τ και ε + κατάληξη –ω > ἀμφισβητέω > ἀμφισβητῶ (με αύξηση εσωτερική και εξωτερική: ἠμφεσβήτουν)
αμφίρροπος, αμφισημία, αμφίδρομος, αμφίβιος.
ΑΣΚΗΣΙΣ 2
Να δημιουργήσετε τέσσερα ονοματικά σύνολα με παράγωγα (απλά ή σύνθετα) από το πρώτο συνθετικό της λέξης «δημοκρατίᾳ».
Λύση
δημοτικό συμβούλιο
δημοσίευση είδησης
δημοπράτηση έργων τέχνης
δημοσιονομική πολιτική.
δημοτικό συμβούλιο
δημοσίευση είδησης
δημοπράτηση έργων τέχνης
δημοσιονομική πολιτική.
ΑΣΚΗΣΙΣ 3
Να βρείτε στο κείμενο λέξεις ετυμολογικά συγγενείς με τις παρακάτω: επίκληση, νομαδικός, συνδιάσκεψη, υποψία, μερίδα, βάθρο.
Λύση
επίκληση: καλεῖν
νομαδικός: νομοθέτου
συνδιάσκεψη: ἐπισκοποῦντι, σκέψις, σκεπτέον
υποψία: ἰδεῖν, ὁρῶμεν
μερίδα: μορίων
βάθρο: ἀμφισβητοῦσιν, ἀμφισβητεῖται
επίκληση: καλεῖν
νομαδικός: νομοθέτου
συνδιάσκεψη: ἐπισκοποῦντι, σκέψις, σκεπτέον
υποψία: ἰδεῖν, ὁρῶμεν
μερίδα: μορίων
βάθρο: ἀμφισβητοῦσιν, ἀμφισβητεῖται
ΑΣΚΗΣΙΣ 4
Να δώσετε δύο ομόρριζα στα νέα ελληνικά για καθεμιά από τις παρακάτω λέξεις (για τις σύνθετες λέξεις να χρησιμοποιήσετε το δεύτερο συνθετικό τους): πλῆθος, ἐπισκοποῦντι, φάσκοντες, συνεστώτων, ὁμολογοῦσι, ὀλιγαρχίαν.
Λύση
πλῆθος: πληθυσμός, πληθωρικός
ἐπισκοποῦντι: σκοπιά, ανασκόπηση
φάσκοντες: διαφήμιση, κατάφαση
συνεστώτων: στάση, σταθμός
ὁμολογοῦσι: λεξιπενία, αναλογικός
ὀλιγαρχίαν: αρχηγός, άρχοντας
πλῆθος: πληθυσμός, πληθωρικός
ἐπισκοποῦντι: σκοπιά, ανασκόπηση
φάσκοντες: διαφήμιση, κατάφαση
συνεστώτων: στάση, σταθμός
ὁμολογοῦσι: λεξιπενία, αναλογικός
ὀλιγαρχίαν: αρχηγός, άρχοντας
ΑΣΚΗΣΙΣ 5
Σκόπελος, είδωλο, βάθρο, φάση, πραμάτεια, οικοπεδοφάγος, κοιτίδα: Αφού επισημάνετε τους λεκτικούς τύπους του διδαγμένου κειμένου με τους οποίους συγγενεύουν ετυμολογικά οι προηγούμενες λέξεις, να σχηματίσετε στη νεοελληνική γλώσσα μία περίοδο λόγου για κάθε λέξη με την ποιητική λειτουργία της.
Λύση
Ενδεικτικές απαντήσεις:
Ενδεικτικές απαντήσεις:
- Σκόπελος: ἐπισκοποῦντι.
Το υπουργείο Οικονομικών συμπεριέλαβε στο πολυνομοσχέδιο διάταξη, με την οποία ξεπεράστηκε ο σκόπελος της δημοσιοποίησης των οφειλετών προς το δημόσιο.
- Είδωλο: ἰδεῖν.
Στην παράσταση το κοινό ταξιδεύει στους σημαντικότερους σταθμούς της ζωής του ηθοποιού: από τις σαιξπηρικές ερμηνείες και τις απαράμιλλες αφηγήσεις ως τη μεταμόρφωσή του σε διεθνές είδωλο.
- Βάθρο: ἀμφισβητοῦσιν, ἀμφισβητεῖται.
Η κρίση ήρθε και ανάγκασε την Ελλάδα να κατεβεί με βίαιο και επώδυνο τρόπο από το βάθρο των εντυπωσιακών Ολυμπιακών αγώνων του 2004.
- Φάση: φάσκοντες.
Η ευρωζώνη εισέρχεται σε φάση οικονομικής στασιμότητας, πιθανότατα και ύφεσης.
- Πραμάτεια: πεπραχέναι.
Η πλατεία Συντάγματος πλημμυρίζει από ετερόκλητες εκφάνσεις· ο καθένας με το δικό του σκεπτικό, είχε στήσει τον πάγκο και πούλαγε την ιδεολογική του πραμάτεια.
- Οικοπεδοφάγος: οἰκούντων.
Οι νομικές ρυθμίσεις για την προστασία της ακίνητης ιδιοκτησίας από τους επιτήδειους οικοπεδοφάγους επιβάλλεται να είναι αυστηρές.
- Κοιτίδα: συγκειμένων.
Το μουσείο της Ολυμπίας αφηγείται τη μακραίωνη ιστορική εξέλιξη του λαμπρού ιερού της αρχαιότητας που αποτέλεσε την κοιτίδα των Ολυμπιακών Αγώνων.
5. Ερμηνευτικές ερωτήσεις ανοιχτού τύπου
ΑΣΚΗΣΙΣ 1
Για τρεις λόγους σκέφτεται ο Αριστοτέλης πως είναι ανάγκη να διερευνηθεί το θέμα «τί ἐστιν ἡ πόλις». Πες με δικά σου λόγια τους τρεις αυτούς λόγους.
(ερώτηση από το σχολικό εγχειρίδιο στη σελίδα 194)
(ερώτηση από το σχολικό εγχειρίδιο στη σελίδα 194)
Απάντηση
Η έννοια «πόλις» είναι ανάγκη να διερευνηθεί για τους εξής τρεις λόγους:
α) Παρατηρείται διχογνωμία για τη «νομιμότητα της εξουσίας» («Νῦν γὰρ ἀμφισβητοῦσιν … τὸν τύραννον»): πρέπει να εξετάσουμε την έννοια «πόλη», διδάσκει ο φιλόσοφος, γιατί διατυπώνονται διαφορετικές και αντικρουόμενες απόψεις για το ποιος έχει την ευθύνη για τη λήψη και την τέλεση μιας πολιτικής πράξης, ιδιαίτερα σε μη δημοκρατικά πολιτεύματα, στα οποία οι αποφάσεις δεν λαμβάνονται από το σύνολο των πολιτών ή την πλειοψηφία. Έτσι, άλλοι υποστηρίζουν ότι την ευθύνη την έχουν όλοι οι πολίτες, ενώ άλλοι ότι υπεύθυνοι για τις αποφάσεις αυτές είναι οι εκάστοτε φορείς εξουσίας, οι ολιγαρχικές κυβερνήσεις ή ένας τύραννος. Με άλλα λόγια ότι η πόλη φέρει ακέραια την ευθύνη των ενεργειών της και ότι ταυτίζεται με τους συγκεκριμένους και μόνο κάθε φορά φορείς εξουσίας. Υπό αυτή την έννοια και κάθε νέα κυβέρνηση μιας πόλης προσπαθεί να αρνηθεί οποιαδήποτε ευθύνη για τις πράξεις της προηγούμενης υποστηρίζοντας ότι δεν πρόκειται για ενέργειες της πόλης, αλλά για ενέργειες του ολιγαρχικού ή τυραννικού καθεστώτος.
Ο Αριστοτέλης εκφράζοντας αυτές τις απόψεις φαίνεται να έχει υπόψη του το ιστορικό παράδειγμα της διένεξης των Πλαταιέων και των Θηβαίων που καταγράφεται στο τρίτο βιβλίο (ΙΙΙ 62) των Ιστοριών του Θουκυδίδη. Εκεί αναφέρεται ότι οι Πλαταιείς κατηγόρησαν τους Θηβαίους για τον «μηδισμό» της πόλης τους κατά τους Περσικούς πολέμους και ότι οι Θηβαίοι απάντησαν στη βαριά αυτή κατηγορία με την εξής φράση: «δεν ήταν η ξύμπασα πόλις που έπραξε τούτο, αλλά η δυναστεία ὀλίγων ἀνδρῶν που τότε εἶχε τὰ πράγματα», που τότε είχε, δηλαδή, την εξουσία στην πόλη. Η «αμφισβήτηση» γίνεται πιο φανερή και πιο απτή, όταν κάποια στιγμή αλλάζει σε έναν τόπο το καθεστώς. Σε τέτοιες περιστάσεις δεν είναι καθόλου σπάνιο το νέο καθεστώς να μην αναγνωρίζει ούτε τις συμφωνίες που είχε συνάψει το προηγούμενο καθεστώς. Η δικαιολογία - εξήγηση που προβάλλεται τότε είναι ότι «τις συμφωνίες δεν τις έκανε η πόλις –εμείς θα λέγαμε: το κράτος– αλλά ο συγκεκριμένος, κατά τη συγκεκριμένη εκείνη εποχή, φορέας της εξουσίας».
Με τα παραπάνω προβάλλεται ένα σοβαρό πρόβλημα που απασχολούσε τους τότε φιλοσόφους και για το οποίο εκφράστηκαν σοβαρές και βάσιμες διαφωνίες. Βέβαια η σύγχρονη πολιτική επιστήμη και πρακτική δέχονται τις αρχές του ενιαίου κράτους και της ασφαλείας του δικαίου. Σύμφωνα με αυτές τις αρχές οι πράξεις ενός κράτους είναι έγκυρες ανεξάρτητα από το εκάστοτε καθεστώς και την πολιτική ή πολιτειακή εκπροσώπηση.
β) Οι δραστηριότητες των πολιτικών και των νομοθετών αφορούν την πόλη («τοῦ δὲ πολιτικοῦ … περὶ πόλιν»): Αποτελεί κοινή εμπειρία ότι οι πολιτικοί και οι νομοθέτες –και πρέπει να σεβαστούμε απολύτως τη διάκριση των όρων «πολιτικός» και «νομοθέτης»– δεν ανήκουν σε αυτό που αποκαλούμε παραγωγικές τάξεις, αλλά οι δραστηριότητές τους απολύτως αφορούν την πόλη. Λογικά από την αριστοτελική διατύπωση συνάγεται ότι το έργο και η δραστηριότητα του πολιτικού και του νομοθέτη μέσα στην ευρύτερη οργάνωση της πόλης και στον καταμερισμό της εργασίας έχουν την ιδιαιτερότητα ότι περιστρέφονται γύρω από την πόλη. Έτσι αν κάθε χειρώνακτας και επαγγελματίας ασχολείται με τον ειδικό τομέα της εργασίας του, ο πολιτικός και ο νομοθέτης ασχολούνται με την πόλη, δηλαδή με τη συλλογική οντότητα και τα ζητήματα που την αφορούν. Αφού, λοιπόν, η πόλη αποτελεί το επίκεντρο κάθε δραστηριότητας του πολιτικού και του νομοθέτη, η σημασία της για την πολιτική επιστήμη είναι μεγάλη.
γ) Η συνεκτική αρχή της πόλης είναι το πολίτευμα («ἡ δὲ πολιτεία … τάξις τις»): πρέπει να καταλάβουμε τι είναι η πόλη, για να μπορέσουμε να καταλάβουμε την οργάνωση της πόλης σε σχέση με τον τρόπο διακυβέρνησής της (το πολίτευμα). Εφόσον το πολίτευμα δεν είναι παρά ένα σύστημα οργάνωσης το οποίο ρυθμίζει τις σχέσεις όλων όσων ζουν σε μία πόλη, αλλά και την κατανομή της πολιτικής δύναμης μεταξύ τους, θα πρέπει να οριστεί, να διευκρινιστεί, πρώτα η έννοια, το περιεχόμενο της πόλης, προκειμένου να καθοριστεί η έννοια του πολιτεύματος.
Άλλωστε σε μια πρώτη προσέγγιση ο ορισμός του πολιτεύματος παραπέμπει στην πόλη «ἡ δὲ πολιτεία τῶν τὴν πόλιν οἰκούντων ἐστὶ τάξις τις». Στον απλό αυτόν ορισμό φαίνεται η βασική διαφορά της πόλης από το πολίτευμα, αλλά και η οργανική τους σχέση. Η πόλη αφορά το γεγονός της συνύπαρξης των ανθρώπων με σκοπό την αυτάρκεια και την ευδαιμονία, ενώ το πολίτευμα αφορά την οργάνωση, το πολιτικό καθεστώς, τη μορφή που καθιστά το τυχαίο σύνολο πόλη. Ακόμη ο Αριστοτέλης συνδέει τη δραστηριότητα του πολιτικού και του νομοθέτη με το πολίτευμα, αφού το πολίτευμα ανάλογα με τη μορφή που έχει υπαγορεύει και το περιεχόμενο της δραστηριότητάς τους. Βέβαια η σχέση μπορεί να εννοηθεί και αντίστροφα ως ένα σημείο, δηλαδή η δραστηριότητα του πολιτικού και του νομοθέτη να είναι ρυθμιστικός παράγοντας του πολιτεύματος.
Η έννοια «πόλις» είναι ανάγκη να διερευνηθεί για τους εξής τρεις λόγους:
α) Παρατηρείται διχογνωμία για τη «νομιμότητα της εξουσίας» («Νῦν γὰρ ἀμφισβητοῦσιν … τὸν τύραννον»): πρέπει να εξετάσουμε την έννοια «πόλη», διδάσκει ο φιλόσοφος, γιατί διατυπώνονται διαφορετικές και αντικρουόμενες απόψεις για το ποιος έχει την ευθύνη για τη λήψη και την τέλεση μιας πολιτικής πράξης, ιδιαίτερα σε μη δημοκρατικά πολιτεύματα, στα οποία οι αποφάσεις δεν λαμβάνονται από το σύνολο των πολιτών ή την πλειοψηφία. Έτσι, άλλοι υποστηρίζουν ότι την ευθύνη την έχουν όλοι οι πολίτες, ενώ άλλοι ότι υπεύθυνοι για τις αποφάσεις αυτές είναι οι εκάστοτε φορείς εξουσίας, οι ολιγαρχικές κυβερνήσεις ή ένας τύραννος. Με άλλα λόγια ότι η πόλη φέρει ακέραια την ευθύνη των ενεργειών της και ότι ταυτίζεται με τους συγκεκριμένους και μόνο κάθε φορά φορείς εξουσίας. Υπό αυτή την έννοια και κάθε νέα κυβέρνηση μιας πόλης προσπαθεί να αρνηθεί οποιαδήποτε ευθύνη για τις πράξεις της προηγούμενης υποστηρίζοντας ότι δεν πρόκειται για ενέργειες της πόλης, αλλά για ενέργειες του ολιγαρχικού ή τυραννικού καθεστώτος.
Ο Αριστοτέλης εκφράζοντας αυτές τις απόψεις φαίνεται να έχει υπόψη του το ιστορικό παράδειγμα της διένεξης των Πλαταιέων και των Θηβαίων που καταγράφεται στο τρίτο βιβλίο (ΙΙΙ 62) των Ιστοριών του Θουκυδίδη. Εκεί αναφέρεται ότι οι Πλαταιείς κατηγόρησαν τους Θηβαίους για τον «μηδισμό» της πόλης τους κατά τους Περσικούς πολέμους και ότι οι Θηβαίοι απάντησαν στη βαριά αυτή κατηγορία με την εξής φράση: «δεν ήταν η ξύμπασα πόλις που έπραξε τούτο, αλλά η δυναστεία ὀλίγων ἀνδρῶν που τότε εἶχε τὰ πράγματα», που τότε είχε, δηλαδή, την εξουσία στην πόλη. Η «αμφισβήτηση» γίνεται πιο φανερή και πιο απτή, όταν κάποια στιγμή αλλάζει σε έναν τόπο το καθεστώς. Σε τέτοιες περιστάσεις δεν είναι καθόλου σπάνιο το νέο καθεστώς να μην αναγνωρίζει ούτε τις συμφωνίες που είχε συνάψει το προηγούμενο καθεστώς. Η δικαιολογία - εξήγηση που προβάλλεται τότε είναι ότι «τις συμφωνίες δεν τις έκανε η πόλις –εμείς θα λέγαμε: το κράτος– αλλά ο συγκεκριμένος, κατά τη συγκεκριμένη εκείνη εποχή, φορέας της εξουσίας».
Με τα παραπάνω προβάλλεται ένα σοβαρό πρόβλημα που απασχολούσε τους τότε φιλοσόφους και για το οποίο εκφράστηκαν σοβαρές και βάσιμες διαφωνίες. Βέβαια η σύγχρονη πολιτική επιστήμη και πρακτική δέχονται τις αρχές του ενιαίου κράτους και της ασφαλείας του δικαίου. Σύμφωνα με αυτές τις αρχές οι πράξεις ενός κράτους είναι έγκυρες ανεξάρτητα από το εκάστοτε καθεστώς και την πολιτική ή πολιτειακή εκπροσώπηση.
β) Οι δραστηριότητες των πολιτικών και των νομοθετών αφορούν την πόλη («τοῦ δὲ πολιτικοῦ … περὶ πόλιν»): Αποτελεί κοινή εμπειρία ότι οι πολιτικοί και οι νομοθέτες –και πρέπει να σεβαστούμε απολύτως τη διάκριση των όρων «πολιτικός» και «νομοθέτης»– δεν ανήκουν σε αυτό που αποκαλούμε παραγωγικές τάξεις, αλλά οι δραστηριότητές τους απολύτως αφορούν την πόλη. Λογικά από την αριστοτελική διατύπωση συνάγεται ότι το έργο και η δραστηριότητα του πολιτικού και του νομοθέτη μέσα στην ευρύτερη οργάνωση της πόλης και στον καταμερισμό της εργασίας έχουν την ιδιαιτερότητα ότι περιστρέφονται γύρω από την πόλη. Έτσι αν κάθε χειρώνακτας και επαγγελματίας ασχολείται με τον ειδικό τομέα της εργασίας του, ο πολιτικός και ο νομοθέτης ασχολούνται με την πόλη, δηλαδή με τη συλλογική οντότητα και τα ζητήματα που την αφορούν. Αφού, λοιπόν, η πόλη αποτελεί το επίκεντρο κάθε δραστηριότητας του πολιτικού και του νομοθέτη, η σημασία της για την πολιτική επιστήμη είναι μεγάλη.
γ) Η συνεκτική αρχή της πόλης είναι το πολίτευμα («ἡ δὲ πολιτεία … τάξις τις»): πρέπει να καταλάβουμε τι είναι η πόλη, για να μπορέσουμε να καταλάβουμε την οργάνωση της πόλης σε σχέση με τον τρόπο διακυβέρνησής της (το πολίτευμα). Εφόσον το πολίτευμα δεν είναι παρά ένα σύστημα οργάνωσης το οποίο ρυθμίζει τις σχέσεις όλων όσων ζουν σε μία πόλη, αλλά και την κατανομή της πολιτικής δύναμης μεταξύ τους, θα πρέπει να οριστεί, να διευκρινιστεί, πρώτα η έννοια, το περιεχόμενο της πόλης, προκειμένου να καθοριστεί η έννοια του πολιτεύματος.
Άλλωστε σε μια πρώτη προσέγγιση ο ορισμός του πολιτεύματος παραπέμπει στην πόλη «ἡ δὲ πολιτεία τῶν τὴν πόλιν οἰκούντων ἐστὶ τάξις τις». Στον απλό αυτόν ορισμό φαίνεται η βασική διαφορά της πόλης από το πολίτευμα, αλλά και η οργανική τους σχέση. Η πόλη αφορά το γεγονός της συνύπαρξης των ανθρώπων με σκοπό την αυτάρκεια και την ευδαιμονία, ενώ το πολίτευμα αφορά την οργάνωση, το πολιτικό καθεστώς, τη μορφή που καθιστά το τυχαίο σύνολο πόλη. Ακόμη ο Αριστοτέλης συνδέει τη δραστηριότητα του πολιτικού και του νομοθέτη με το πολίτευμα, αφού το πολίτευμα ανάλογα με τη μορφή που έχει υπαγορεύει και το περιεχόμενο της δραστηριότητάς τους. Βέβαια η σχέση μπορεί να εννοηθεί και αντίστροφα ως ένα σημείο, δηλαδή η δραστηριότητα του πολιτικού και του νομοθέτη να είναι ρυθμιστικός παράγοντας του πολιτεύματος.
ΑΣΚΗΣΙΣ 2
«τοῦ δὲ πολιτικοῦ καὶ τοῦ νομοθέτου πᾶσαν ὁρῶμεν τὴν πραγματείαν οὖσαν περὶ πόλιν»: Είναι φανερό ότι ο Αριστοτέλης θέλει να πει ότι αν πρόκειται να καταλάβουμε και να εξηγήσουμε τον τρόπο δράσης ενός πολιτικού, τις συγκεκριμένες δηλαδή ενέργειές του, πρέπει πρώτα να ξέρουμε τι είναι η «πόλις» (εμείς θα λέγαμε: το κράτος). Εσύ θυμήσου τώρα ότι οι πολιτικοί στις μέρες μας διακηρύσσουν ότι όλες τις πράξεις τους τις κάνουν για τον «λαό» ή εν ονόματι του «λαού». Τι ακριβώς θέλουν να πουν με αυτό;
(ερώτηση από το σχολικό εγχειρίδιο στη σελίδα 194 - 195)
(ερώτηση από το σχολικό εγχειρίδιο στη σελίδα 194 - 195)
Απάντηση
Από αρκετές αναφορές φάνηκε ότι η πίστη του Αριστοτέλη ότι «η πρόθεση όλων των νομοθετών είναι να κάνουν τους πολίτες ενάρετους». Με τη φράση αυτή μάλλον εννοείται ότι κατά τον Αριστοτέλη όλοι οι νομοθέτες επιδιώκουν να κάνουν τους πολίτες τους λειτουργικά σωστούς, προς όφελος φυσικά ολόκληρης της πόλης. Αυτό, πάλι, σημαίνει ότι ανάλογα με τον στόχο ή τους στόχους που θέτει στον εαυτό της η κάθε πόλη διαμορφώνεται και η «δραστηριότητα» των πολιτικών.
Στόχος των σημερινών –και όχι μόνο– πολιτικών και των νομοθετών είναι ή πρέπει να είναι:
α) να ενεργούν με γνώμονα το κοινό συμφέρον και όχι το συμφέρον μιας μόνο μερίδας πολιτών. Αυτό, άλλωστε, υποδεικνύεται και με την αριστοτελική φράση: «τοῦ δὲ πολιτικοῦ … περὶ πόλιν»,
β) να ενεργούν για λογαριασμό του λαού και να εκφράζουν τη βούλησή του. Ο λαός είναι, εξάλλου, αυτός που τους εκλέγει και η δραστηριότητά τους αποτελεί ένα είδος ανταπόδοσης προς αυτόν.
Από αρκετές αναφορές φάνηκε ότι η πίστη του Αριστοτέλη ότι «η πρόθεση όλων των νομοθετών είναι να κάνουν τους πολίτες ενάρετους». Με τη φράση αυτή μάλλον εννοείται ότι κατά τον Αριστοτέλη όλοι οι νομοθέτες επιδιώκουν να κάνουν τους πολίτες τους λειτουργικά σωστούς, προς όφελος φυσικά ολόκληρης της πόλης. Αυτό, πάλι, σημαίνει ότι ανάλογα με τον στόχο ή τους στόχους που θέτει στον εαυτό της η κάθε πόλη διαμορφώνεται και η «δραστηριότητα» των πολιτικών.
Στόχος των σημερινών –και όχι μόνο– πολιτικών και των νομοθετών είναι ή πρέπει να είναι:
α) να ενεργούν με γνώμονα το κοινό συμφέρον και όχι το συμφέρον μιας μόνο μερίδας πολιτών. Αυτό, άλλωστε, υποδεικνύεται και με την αριστοτελική φράση: «τοῦ δὲ πολιτικοῦ … περὶ πόλιν»,
β) να ενεργούν για λογαριασμό του λαού και να εκφράζουν τη βούλησή του. Ο λαός είναι, εξάλλου, αυτός που τους εκλέγει και η δραστηριότητά τους αποτελεί ένα είδος ανταπόδοσης προς αυτόν.
ΑΣΚΗΣΙΣ 3
Στις ενότητες 11-14 ο Αριστοτέλης, θέλοντας να καταλάβει ο ίδιος και να διδάξει ύστερα τους άλλους τι είναι η «πόλις», εφάρμοσε μια μέθοδο διερεύνησης του θέματος, που εμείς θα τη λέγαμε «γενετική», αφού στην πραγματικότητα τη βάση της έρευνας την αποτελούσε το ερώτημα: «Πώς γεννήθηκε η πόλις;». Στην ενότητα 15 η διερεύνηση του θέματος γίνεται με την «αναλυτική» μέθοδο, αυτή δηλαδή που προσπαθεί να βρει τα συστατικά στοιχεία ενός πράγματος, με την ελπίδα ότι, αν διακρίνει καθαρά και καταλάβει εκείνα, θα μπορέσει να έχει τον ορισμό και του πράγματος που δεν είναι παρά μια σύνθεση εκείνων. Μπορείς να φέρεις και άλλα παραδείγματα εφαρμογής των δύο αυτών μεθόδων έρευνας;
(ερώτηση από το σχολικό εγχειρίδιο στη σελίδα 195)
(ερώτηση από το σχολικό εγχειρίδιο στη σελίδα 195)
Απάντηση
Η γενετική και η αναλυτική μέθοδος του Αριστοτέλη μπορεί να εφαρμοστεί και στα εξής :
α) Στη γλώσσα: με τη γενετική μέθοδο ψάχνουμε να βρούμε την αρχή της, πώς άρχισε δηλαδή να υπάρχει, ενώ με την αναλυτική μελετάμε τα επιμέρους στοιχεία από τα οποία αποτελείται (τους φθόγγους, τις λέξεις, τις προτάσεις κ.τ.λ.).
β) Στη σκέψη του ανθρώπου: με τη γενετική μέθοδο ψάχνουμε να βρούμε την αρχή της, ενώ με την αναλυτική μελετάμε τα επιμέρους σχήματα με τα οποία αυτή λειτουργεί.
Ειδικότερα,
Η γενετική και η αναλυτική μέθοδος του Αριστοτέλη μπορεί να εφαρμοστεί και στα εξής :
α) Στη γλώσσα: με τη γενετική μέθοδο ψάχνουμε να βρούμε την αρχή της, πώς άρχισε δηλαδή να υπάρχει, ενώ με την αναλυτική μελετάμε τα επιμέρους στοιχεία από τα οποία αποτελείται (τους φθόγγους, τις λέξεις, τις προτάσεις κ.τ.λ.).
β) Στη σκέψη του ανθρώπου: με τη γενετική μέθοδο ψάχνουμε να βρούμε την αρχή της, ενώ με την αναλυτική μελετάμε τα επιμέρους σχήματα με τα οποία αυτή λειτουργεί.
Ειδικότερα,
- στη φιλοσοφία: με τη γενετική μέθοδο ο άνθρωπος αναζητεί την αρχή, τη δημιουργία του κόσμου, ενώ με την αναλυτική αναζητά συλλογισμούς και έννοιες
- στην επιστήμη: με τη γενετική αναζητούμε τη δημιουργία της ύλης, του φαινομένου, ενώ με την αναλυτική, τους κλάδους της επιστήμης, επιμέρους συμπεράσματα και γνώσεις
γ) Σε ένα έργο τέχνης: με τη γενετική μέθοδο προσπαθούμε να εντοπίσουμε τα στοιχεία που το γέννησαν, τις βασικές αρχές της δημιουργίας του, ενώ με την αναλυτική προσπαθούμε να εντοπίσουμε τα στοιχεία από τα οποία αποτελείται και τα γενικότερα χαρακτηριστικά του, τις ιδέες που φέρει.
δ) Στη θρησκεία: με τη γενετική μέθοδο ψάχνουμε να βρούμε την αρχή της, ενώ με την αναλυτική μας ενδιαφέρει να δούμε τα είδη των θρησκειών, το περιεχόμενο, τον χαρακτήρα της καθεμιάς κ.τ.λ.
ΑΣΚΗΣΙΣ 4
Με ποιες έννοιες δηλώνει ότι θα ασχοληθεί ο Αριστοτέλης και με ποια σειρά θα τις διερευνήσει;
Απάντηση
Ο Αριστοτέλης δηλώνει ότι θα ασχοληθεί με τη διερεύνηση της έννοιας «πολιτεία», «πόλις» και «πολίτης». Το πολίτευμα είναι ο τρόπος διακυβέρνησης της πόλης. Συγκεκριμένα, θα εξετάσει την ουσία κάθε είδους πολιτεύματος και τα χαρακτηριστικά του. Προκειμένου, όμως, να καταφέρει αυτό, κρίνει απαραίτητο να εξετάσει προηγουμένως την έννοια της πόλης. Δηλώνει, όμως, ότι για να γίνει κατανοητή η έννοια της πόλης και για να μπορέσει να την ορίσει, πρέπει πρώτα να διερευνήσει την έννοια του πολίτη. Επομένως, οι τρεις παραπάνω έννοιες θα εξεταστούν με την εξής σειρά: πολίτης – πόλη – πολιτεία.
Ο Αριστοτέλης δηλώνει ότι θα ασχοληθεί με τη διερεύνηση της έννοιας «πολιτεία», «πόλις» και «πολίτης». Το πολίτευμα είναι ο τρόπος διακυβέρνησης της πόλης. Συγκεκριμένα, θα εξετάσει την ουσία κάθε είδους πολιτεύματος και τα χαρακτηριστικά του. Προκειμένου, όμως, να καταφέρει αυτό, κρίνει απαραίτητο να εξετάσει προηγουμένως την έννοια της πόλης. Δηλώνει, όμως, ότι για να γίνει κατανοητή η έννοια της πόλης και για να μπορέσει να την ορίσει, πρέπει πρώτα να διερευνήσει την έννοια του πολίτη. Επομένως, οι τρεις παραπάνω έννοιες θα εξεταστούν με την εξής σειρά: πολίτης – πόλη – πολιτεία.
ΑΣΚΗΣΙΣ 5
Ποια διχογνωμία εντοπίζει ο Αριστοτέλης στον καταλογισμό ευθυνών για μια πολιτική πράξη και ποιο ιστορικό παράδειγμα έχει στο μυαλό του; Θεωρείτε ότι οι απόψεις που διατυπώνει είναι διαχρονικές;
Απάντηση
Ο Αριστοτέλης παρατηρώντας την πραγματικότητα της εποχής του εντοπίζει διαφορετικές και αντικρουόμενες απόψεις για το ποιος έχει την ευθύνη για τη λήψη και την τέλεση μιας πολιτικής πράξης, ιδιαίτερα σε μη δημοκρατικά πολιτεύματα, στα οποία οι αποφάσεις δεν λαμβάνονται από το σύνολο των πολιτών ή την πλειοψηφία.
Έτσι, άλλοι υποστηρίζουν ότι την ευθύνη την έχουν όλοι οι πολίτες, ενώ άλλοι ότι υπεύθυνοι για τις αποφάσεις αυτές είναι οι εκάστοτε φορείς εξουσίας, οι ολιγαρχικές κυβερνήσεις ή ένας τύραννος. Με άλλα λόγια ότι η πόλη, το κράτος φέρει ακέραια την ευθύνη των ενεργειών της και ότι ταυτίζεται με τους συγκεκριμένους και μόνο κάθε φορά φορείς εξουσίας. Υπό αυτή την έννοια και κάθε νέα κυβέρνηση μιας πόλης προσπαθεί να αρνηθεί οποιαδήποτε ευθύνη για τις πράξεις της προηγούμενης υποστηρίζοντας ότι δεν πρόκειται για ενέργειες της πόλης, αλλά για ενέργειες του ολιγαρχικού ή τυραννικού καθεστώτος. («Νῦν γὰρ ἀμφισβητοῦσιν … τὸν τύραννον»).
Ο Αριστοτέλης εκφράζοντας αυτές τις απόψεις φαίνεται να έχει υπόψη του το ιστορικό παράδειγμα της διένεξης των Πλαταιέων και των Θηβαίων που καταγράφεται στο τρίτο βιβλίο (ΙΙΙ 62) των Ιστοριών του Θουκυδίδη. Εκεί αναφέρεται ότι οι Πλαταιείς κατηγόρησαν τους Θηβαίους για τον «μηδισμό» της πόλης τους κατά τους Περσικούς πολέμους και ότι οι Θηβαίοι απάντησαν στη βαριά αυτή κατηγορία με την εξής φράση: «δεν ήταν η ξύμπασα πόλις που έπραξε τούτο, αλλά η δυναστεία ὀλίγων ἀνδρῶν που τότε εἶχε τὰ πράγματα», που τότε είχε, δηλαδή, την εξουσία στην πόλη. Η «αμφισβήτηση» γίνεται πιο φανερή και πιο απτή, όταν κάποια στιγμή αλλάζει σε έναν τόπο το καθεστώς. Σε τέτοιες περιστάσεις δεν είναι καθόλου σπάνιο το νέο καθεστώς να μην αναγνωρίζει ούτε τις συμφωνίες που είχε συνάψει το προηγούμενο καθεστώς. Η δικαιολογία - εξήγηση που προβάλλεται τότε είναι ότι «τις συμφωνίες δεν τις έκανε η πόλις –εμείς θα λέγαμε: το κράτος– αλλά ο συγκεκριμένος, κατά τη συγκεκριμένη εκείνη εποχή, φορέας της εξουσίας».
Με τα παραπάνω προβάλλεται ένα σοβαρό πρόβλημα που απασχολούσε τους τότε φιλοσόφους και για το οποίο εκφράστηκαν σοβαρές και βάσιμες διαφωνίες. Βέβαια η σύγχρονη πολιτική επιστήμη και πρακτική δέχονται τις αρχές του ενιαίου κράτους και της ασφαλείας του δικαίου. Σύμφωνα με αυτές τις αρχές οι πράξεις ενός κράτους είναι έγκυρες ανεξάρτητα από το εκάστοτε καθεστώς και την πολιτική ή πολιτειακή εκπροσώπηση.
Ο Αριστοτέλης παρατηρώντας την πραγματικότητα της εποχής του εντοπίζει διαφορετικές και αντικρουόμενες απόψεις για το ποιος έχει την ευθύνη για τη λήψη και την τέλεση μιας πολιτικής πράξης, ιδιαίτερα σε μη δημοκρατικά πολιτεύματα, στα οποία οι αποφάσεις δεν λαμβάνονται από το σύνολο των πολιτών ή την πλειοψηφία.
Έτσι, άλλοι υποστηρίζουν ότι την ευθύνη την έχουν όλοι οι πολίτες, ενώ άλλοι ότι υπεύθυνοι για τις αποφάσεις αυτές είναι οι εκάστοτε φορείς εξουσίας, οι ολιγαρχικές κυβερνήσεις ή ένας τύραννος. Με άλλα λόγια ότι η πόλη, το κράτος φέρει ακέραια την ευθύνη των ενεργειών της και ότι ταυτίζεται με τους συγκεκριμένους και μόνο κάθε φορά φορείς εξουσίας. Υπό αυτή την έννοια και κάθε νέα κυβέρνηση μιας πόλης προσπαθεί να αρνηθεί οποιαδήποτε ευθύνη για τις πράξεις της προηγούμενης υποστηρίζοντας ότι δεν πρόκειται για ενέργειες της πόλης, αλλά για ενέργειες του ολιγαρχικού ή τυραννικού καθεστώτος. («Νῦν γὰρ ἀμφισβητοῦσιν … τὸν τύραννον»).
Ο Αριστοτέλης εκφράζοντας αυτές τις απόψεις φαίνεται να έχει υπόψη του το ιστορικό παράδειγμα της διένεξης των Πλαταιέων και των Θηβαίων που καταγράφεται στο τρίτο βιβλίο (ΙΙΙ 62) των Ιστοριών του Θουκυδίδη. Εκεί αναφέρεται ότι οι Πλαταιείς κατηγόρησαν τους Θηβαίους για τον «μηδισμό» της πόλης τους κατά τους Περσικούς πολέμους και ότι οι Θηβαίοι απάντησαν στη βαριά αυτή κατηγορία με την εξής φράση: «δεν ήταν η ξύμπασα πόλις που έπραξε τούτο, αλλά η δυναστεία ὀλίγων ἀνδρῶν που τότε εἶχε τὰ πράγματα», που τότε είχε, δηλαδή, την εξουσία στην πόλη. Η «αμφισβήτηση» γίνεται πιο φανερή και πιο απτή, όταν κάποια στιγμή αλλάζει σε έναν τόπο το καθεστώς. Σε τέτοιες περιστάσεις δεν είναι καθόλου σπάνιο το νέο καθεστώς να μην αναγνωρίζει ούτε τις συμφωνίες που είχε συνάψει το προηγούμενο καθεστώς. Η δικαιολογία - εξήγηση που προβάλλεται τότε είναι ότι «τις συμφωνίες δεν τις έκανε η πόλις –εμείς θα λέγαμε: το κράτος– αλλά ο συγκεκριμένος, κατά τη συγκεκριμένη εκείνη εποχή, φορέας της εξουσίας».
Με τα παραπάνω προβάλλεται ένα σοβαρό πρόβλημα που απασχολούσε τους τότε φιλοσόφους και για το οποίο εκφράστηκαν σοβαρές και βάσιμες διαφωνίες. Βέβαια η σύγχρονη πολιτική επιστήμη και πρακτική δέχονται τις αρχές του ενιαίου κράτους και της ασφαλείας του δικαίου. Σύμφωνα με αυτές τις αρχές οι πράξεις ενός κράτους είναι έγκυρες ανεξάρτητα από το εκάστοτε καθεστώς και την πολιτική ή πολιτειακή εκπροσώπηση.
ΑΣΚΗΣΙΣ 6
«Ἐπεὶ δ’ ἡ πόλις … πλῆθός ἐστιν»: ο Αριστοτέλης με αυτή τη φράση διατυπώνει την άποψη ότι για να οριστεί η πόλη πρέπει πρώτα να οριστεί ο πολίτης. Για ποιον λόγο και ποια μέθοδο χρησιμοποιεί για να φτάσει στον ορισμό της πόλης;
Απάντηση
Στη συνέχεια του κειμένου ο Αριστοτέλης διευκρινίζει για ποιους λόγους το ερώτημα για την πόλη θέτει το ερώτημα για την έννοια του πολίτη. Με δεδομένο ότι η πόλη είναι μια ολότητα πλήθους πολιτών «ἡ γὰρ πόλις πολιτῶν τι πλῆθός ἐστιν», τι είναι αυτό που κάνει το πλήθος να αποτελεί ολότητα και όχι μια άμορφη μάζα; Για να απαντηθεί το ερώτημα αυτό κρίνεται απαραίτητη πρώτα η διερεύνηση της έννοιας του «πολίτη», δηλαδή αυτού που κάνει κάποιον να ανήκει στα συστατικά στοιχεία του συνόλου που είναι η πόλη. Εύλογα δεν είναι δυνατό να απαντήσουμε στο ερώτημα «τι είναι η πόλη» παρά μέσω της απάντησης στο ερώτημα «τι είναι πολίτης». Η πόλη ανήκει στην κατηγορία των σύνθετων πραγμάτων («τῶν συγκειμένων»), είναι δηλαδή ένα όλον («τι τῶν ὅλων») που αποτελείται από μέρη («ἐκ πολλῶν μορίων»), τους πολίτες. Η ταυτότητα της πόλης συνθέτει:
Στη συνέχεια του κειμένου ο Αριστοτέλης διευκρινίζει για ποιους λόγους το ερώτημα για την πόλη θέτει το ερώτημα για την έννοια του πολίτη. Με δεδομένο ότι η πόλη είναι μια ολότητα πλήθους πολιτών «ἡ γὰρ πόλις πολιτῶν τι πλῆθός ἐστιν», τι είναι αυτό που κάνει το πλήθος να αποτελεί ολότητα και όχι μια άμορφη μάζα; Για να απαντηθεί το ερώτημα αυτό κρίνεται απαραίτητη πρώτα η διερεύνηση της έννοιας του «πολίτη», δηλαδή αυτού που κάνει κάποιον να ανήκει στα συστατικά στοιχεία του συνόλου που είναι η πόλη. Εύλογα δεν είναι δυνατό να απαντήσουμε στο ερώτημα «τι είναι η πόλη» παρά μέσω της απάντησης στο ερώτημα «τι είναι πολίτης». Η πόλη ανήκει στην κατηγορία των σύνθετων πραγμάτων («τῶν συγκειμένων»), είναι δηλαδή ένα όλον («τι τῶν ὅλων») που αποτελείται από μέρη («ἐκ πολλῶν μορίων»), τους πολίτες. Η ταυτότητα της πόλης συνθέτει:
- Στοιχεία φυσικά (τόπος και άνθρωποι)
- Στοιχεία πολιτικά (συνταγματική τάξη και πολιτειακή οργάνωση)
Η σύνθεση των στοιχείων είναι οργανική και από αυτήν την άποψη η πόλη είναι ένα «όλον», δηλαδή ένα οργανικό σύνολο που έχει Μορφή (παράγοντας οργανικής ενότητας των μερών) και Τέλος (καθορισμένο σκοπό).
Επομένως, για να κατανοήσουμε το όλον, δηλαδή την πόλη, πρέπει πρώτα να κατανοήσουμε το μέρος, δηλαδή τον πολίτη και τα χαρακτηριστικά του, αφού ο ρόλος του στην πολιτική τάξη είναι καθοριστικός.
Έτσι, προκειμένου ο Αριστοτέλης να φτάσει στον ορισμό της έννοιας «πόλις», ακολουθεί την αναλυτική μέθοδο. Αναλύει δηλαδή, μια γενική, σύνθετη έννοια –στην προκείμενη περίπτωση την έννοια «πόλη»– στα συστατικά της, τα επιμέρους στοιχεία της, τον πολίτη, και εντοπίζει, προσδιορίζει τα χαρακτηριστικά τους. Αντίθετα, στις ενότητες 11-14, στην προσπάθειά του να εξηγήσει πώς γεννήθηκε η πόλη, ακολούθησε τη γενετική μέθοδο.
ΑΣΚΗΣΙΣ 7
Πώς προσδιορίζεται, κατά τον Αριστοτέλη, το περιεχόμενο της έννοιας «πολίτης» ανάλογα με το πολίτευμα;
Απάντηση
Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, το περιεχόμενο της έννοιας «πολίτης» ρυθμίζεται ανάλογα με το πολίτευμα, καθώς διαφορετικά νοείται ο πολίτης σε ένα δημοκρατικό πολίτευμα και διαφορετικά σε ένα ολιγαρχικό. Ποιος είναι πολίτης εξαρτάται από το πολίτευμα που ισχύει στην πόλη, γιατί πολίτης είναι αυτός που μετέχει στην άσκηση κάποιας εξουσίας. Επειδή όμως υπάρχουν διαφορετικά πολιτεύματα με διαφορετικά ποιοτικά γνωρίσματα, ο πολίτης ορίζεται ανάλογα με τα διαφορετικά γνωρίσματα του πολιτεύματος στης πόλης του. Έτσι μπορεί κανείς να είναι πολίτης σε δημοκρατικό πολίτευμα, όχι όμως και σε ολιγαρχικό ή τυραννικό. Όπως θα εξηγήσει στη συνέχεια του Γ’ βιβλίου των Πολιτικών, γίνεται κανείς πολίτης σύμφωνα με τον όρο, δηλαδή τη βάση που καθορίζει το είδος του πολιτεύματος. Η αρετή, ο πλούτος και η ελευθερία είναι οι όροι που διακρίνουν τα πολιτεύματα της αριστοκρατίας, της ολιγαρχίας και της δημοκρατίας αντίστοιχα και καθιστούν κάποιον πολίτη του πολιτεύματος αυτού. Για παράδειγμα, σε ένα δημοκρατικό πολίτευμα για να γίνει κανείς πολίτης χρειάζεται να είναι οπωσδήποτε ελεύθερος, σε ένα ολιγαρχικό να διαθέτει μια συγκεκριμένη ποσότητα πλούτου μαζί με την ελευθερία και στο αριστοκρατικό να είναι ευγενικής καταγωγής, ανδρείος και πεπαιδευμένος μαζί με την ελευθερία επίσης. Η ελευθερία είναι αναγκαία και επαρκής συνθήκη για να αποκτήσει κανείς την ιδιότητα του πολίτη στο δημοκρατικό πολίτευμα, ενώ στα άλλα πολιτεύματα είναι αναγκαία, αλλά όχι επαρκής.
Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, το περιεχόμενο της έννοιας «πολίτης» ρυθμίζεται ανάλογα με το πολίτευμα, καθώς διαφορετικά νοείται ο πολίτης σε ένα δημοκρατικό πολίτευμα και διαφορετικά σε ένα ολιγαρχικό. Ποιος είναι πολίτης εξαρτάται από το πολίτευμα που ισχύει στην πόλη, γιατί πολίτης είναι αυτός που μετέχει στην άσκηση κάποιας εξουσίας. Επειδή όμως υπάρχουν διαφορετικά πολιτεύματα με διαφορετικά ποιοτικά γνωρίσματα, ο πολίτης ορίζεται ανάλογα με τα διαφορετικά γνωρίσματα του πολιτεύματος στης πόλης του. Έτσι μπορεί κανείς να είναι πολίτης σε δημοκρατικό πολίτευμα, όχι όμως και σε ολιγαρχικό ή τυραννικό. Όπως θα εξηγήσει στη συνέχεια του Γ’ βιβλίου των Πολιτικών, γίνεται κανείς πολίτης σύμφωνα με τον όρο, δηλαδή τη βάση που καθορίζει το είδος του πολιτεύματος. Η αρετή, ο πλούτος και η ελευθερία είναι οι όροι που διακρίνουν τα πολιτεύματα της αριστοκρατίας, της ολιγαρχίας και της δημοκρατίας αντίστοιχα και καθιστούν κάποιον πολίτη του πολιτεύματος αυτού. Για παράδειγμα, σε ένα δημοκρατικό πολίτευμα για να γίνει κανείς πολίτης χρειάζεται να είναι οπωσδήποτε ελεύθερος, σε ένα ολιγαρχικό να διαθέτει μια συγκεκριμένη ποσότητα πλούτου μαζί με την ελευθερία και στο αριστοκρατικό να είναι ευγενικής καταγωγής, ανδρείος και πεπαιδευμένος μαζί με την ελευθερία επίσης. Η ελευθερία είναι αναγκαία και επαρκής συνθήκη για να αποκτήσει κανείς την ιδιότητα του πολίτη στο δημοκρατικό πολίτευμα, ενώ στα άλλα πολιτεύματα είναι αναγκαία, αλλά όχι επαρκής.
ΑΣΚΗΣΙΣ 8
Να εντοπιστούν στην ενότητα 15 τα χαρακτηριστικά της επιστημονικής και θεωρητικής σκέψης του Αριστοτέλη.
Απάντηση
Για άλλη μια φορά σε αυτή την ενότητα μπορούμε να εντοπίσουμε χαρακτηριστικά της επιστημονικής και θεωρητικής σκέψης του Αριστοτέλη.
Συγκεκριμένα, η επιστημονική του σκέψη διαφαίνεται στη μεθοδολογία που ακολουθεί προκειμένου να διερευνήσει, να προσδιορίσει, και να ορίσει έννοιες που αφορούν πολιτικά ζητήματα, όπως η «πολιτεία», η «πόλις» και ο «πολίτης», οι οποίες είναι αλληλένδετες. Για να ορίσει, λοιπόν, το πολίτευμα, κρίνει ότι προέχει ο ορισμός της πόλης και για να ορίσει την έννοια «πόλις», κρίνει ότι πρέπει να προηγηθεί η έννοια «πολίτης».Ο ορθολογισμός και η αυστηρά οργανωμένη αποδεικτική πορεία της σκέψης, χωρίς λογικά άλματα και πιθανά κενά, είναι εμφανέστατη. Ο Αριστοτέλης επιδιώκει την αντικειμενικότητα, τη σαφήνεια και την ακρίβεια της θέσης του την οποία παραθέτει τεκμηριωμένη. Η παρατήρηση της κοινωνικής και πολιτικής πραγματικότητας διατυπώνεται λιτά και υποστηρίζεται με την παράθεση των εμπειρικών στοιχείων, κλασική μέθοδο του επιστημονικού λόγου.
Ο φιλόσοφος είναι ταυτόχρονα διανοητής. Οι ουσιαστικοί πολιτικοί προβληματισμοί που θέτει αφορούν εν γένει την πολιτική σκέψη. Τον απασχολεί η ουσία των βασικών πολιτικών εννοιών, πόλη – πολίτης – πολίτευμα και στοχάζεται διεξοδικά σχετικά με την πολιτική πραγματικότητα της εποχής, αναζητώντας το «εὗ». Η θεωρητική του σκέψη προβάλλεται από τη χρήση της αναλυτικής μεθόδου, κατά την οποία αναλύει μια γενική και σύνθετη έννοια, όπως είναι η «πόλις», στα συστατικά της, τον πολίτη.
Για άλλη μια φορά σε αυτή την ενότητα μπορούμε να εντοπίσουμε χαρακτηριστικά της επιστημονικής και θεωρητικής σκέψης του Αριστοτέλη.
Συγκεκριμένα, η επιστημονική του σκέψη διαφαίνεται στη μεθοδολογία που ακολουθεί προκειμένου να διερευνήσει, να προσδιορίσει, και να ορίσει έννοιες που αφορούν πολιτικά ζητήματα, όπως η «πολιτεία», η «πόλις» και ο «πολίτης», οι οποίες είναι αλληλένδετες. Για να ορίσει, λοιπόν, το πολίτευμα, κρίνει ότι προέχει ο ορισμός της πόλης και για να ορίσει την έννοια «πόλις», κρίνει ότι πρέπει να προηγηθεί η έννοια «πολίτης».Ο ορθολογισμός και η αυστηρά οργανωμένη αποδεικτική πορεία της σκέψης, χωρίς λογικά άλματα και πιθανά κενά, είναι εμφανέστατη. Ο Αριστοτέλης επιδιώκει την αντικειμενικότητα, τη σαφήνεια και την ακρίβεια της θέσης του την οποία παραθέτει τεκμηριωμένη. Η παρατήρηση της κοινωνικής και πολιτικής πραγματικότητας διατυπώνεται λιτά και υποστηρίζεται με την παράθεση των εμπειρικών στοιχείων, κλασική μέθοδο του επιστημονικού λόγου.
Ο φιλόσοφος είναι ταυτόχρονα διανοητής. Οι ουσιαστικοί πολιτικοί προβληματισμοί που θέτει αφορούν εν γένει την πολιτική σκέψη. Τον απασχολεί η ουσία των βασικών πολιτικών εννοιών, πόλη – πολίτης – πολίτευμα και στοχάζεται διεξοδικά σχετικά με την πολιτική πραγματικότητα της εποχής, αναζητώντας το «εὗ». Η θεωρητική του σκέψη προβάλλεται από τη χρήση της αναλυτικής μεθόδου, κατά την οποία αναλύει μια γενική και σύνθετη έννοια, όπως είναι η «πόλις», στα συστατικά της, τον πολίτη.
ΑΣΚΗΣΙΣ 9
Ποια είναι η σχέση του πολίτη με την πόλη και την πολιτεία;
Απάντηση
Οι πολιτικές αναλύσεις του Γ’ βιβλίου των Πολιτικών εξαρτώνται από τον ορισμό του πολίτη. Συγκεκριμένα, το σχήμα εξέτασης που διαμορφώνεται είναι το εξής:
Ορισμός του πολίτη → ορισμός της πόλης → ορισμός του πολιτεύματος → κατηγοριοποίηση των πολιτευμάτων
Ο Αριστοτέλης στην πολιτική φιλοσοφία του εξετάζοντας την πολιτεία, εξετάζει την πόλη στο σύνολό της, γιατί η πολιτεία δεν είναι δυνατόν να νοηθεί ανεξάρτητα από την πόλη. Στην πολιτική ανήκει καθετί που αφορά την πόλη, δηλαδή μια κοινωνία ανθρώπων που χαρακτηρίζεται από κοινότητα σκοπών, θεσμών και συνέχεται από ενιαία πολιτική εξουσία. Κατά την κρίση του φιλοσόφου η ολοκληρωμένη αξιολόγηση μιας πολιτείας προϋποθέτει τον καθορισμό της κοινωνικής διαστρωμάτωσης στην οποία άλλωστε θεμελιώνεται, των οικονομικών σχέσεων που αναπτύσσονται στο εσωτερικό της διαστρωμάτωσης αυτής, των ηθικών και ιδεολογικών αντιλήψεων που εκδηλώνονται στο πλαίσιό της, της παιδείας που προσφέρει και της κοινωνικής κατηγορίας, στην οποία εξασφαλίζει τη δυνατότητα να συμμετέχει στα κοινά, δηλαδή του συνόλου των πολιτών. Συνθέτοντας τις τρεις βασικές έννοιες γράφει ο Αριστοτέλης: «Eἴπερ γάρ ἐστι κοινωνία τις ἡ πόλις, ἔστι δέ κοινωνία πολιτῶν πολιτείας» (Αν πάλι η πόλη πράγματι είναι κάποιο είδος κοινωνίας, υφίσταται και ως κοινωνία πολιτών στη βάση μιας πολιτειακής οργάνωσης… 1276 b1-3). Η φυσική πολιτικότητα κατά Αριστοτέλη δείχνει ότι η συμμετοχή του ανθρώπου στον πολιτικό βίο συνθέτει τη βιολογική ορμή του για συνύπαρξη (κοινωνία) με άλλους ανθρώπους και την πραγμάτωση της ανθρώπινης φύσης μέσα στην πόλη. Συγχρόνως, φαίνεται ότι η ταυτότητα της πόλης εξαρτάται από το πολίτευμά της, καθώς αυτό αποτελεί τη συνεκτική της δύναμη.
Οι πολιτικές αναλύσεις του Γ’ βιβλίου των Πολιτικών εξαρτώνται από τον ορισμό του πολίτη. Συγκεκριμένα, το σχήμα εξέτασης που διαμορφώνεται είναι το εξής:
Ορισμός του πολίτη → ορισμός της πόλης → ορισμός του πολιτεύματος → κατηγοριοποίηση των πολιτευμάτων
Ο Αριστοτέλης στην πολιτική φιλοσοφία του εξετάζοντας την πολιτεία, εξετάζει την πόλη στο σύνολό της, γιατί η πολιτεία δεν είναι δυνατόν να νοηθεί ανεξάρτητα από την πόλη. Στην πολιτική ανήκει καθετί που αφορά την πόλη, δηλαδή μια κοινωνία ανθρώπων που χαρακτηρίζεται από κοινότητα σκοπών, θεσμών και συνέχεται από ενιαία πολιτική εξουσία. Κατά την κρίση του φιλοσόφου η ολοκληρωμένη αξιολόγηση μιας πολιτείας προϋποθέτει τον καθορισμό της κοινωνικής διαστρωμάτωσης στην οποία άλλωστε θεμελιώνεται, των οικονομικών σχέσεων που αναπτύσσονται στο εσωτερικό της διαστρωμάτωσης αυτής, των ηθικών και ιδεολογικών αντιλήψεων που εκδηλώνονται στο πλαίσιό της, της παιδείας που προσφέρει και της κοινωνικής κατηγορίας, στην οποία εξασφαλίζει τη δυνατότητα να συμμετέχει στα κοινά, δηλαδή του συνόλου των πολιτών. Συνθέτοντας τις τρεις βασικές έννοιες γράφει ο Αριστοτέλης: «Eἴπερ γάρ ἐστι κοινωνία τις ἡ πόλις, ἔστι δέ κοινωνία πολιτῶν πολιτείας» (Αν πάλι η πόλη πράγματι είναι κάποιο είδος κοινωνίας, υφίσταται και ως κοινωνία πολιτών στη βάση μιας πολιτειακής οργάνωσης… 1276 b1-3). Η φυσική πολιτικότητα κατά Αριστοτέλη δείχνει ότι η συμμετοχή του ανθρώπου στον πολιτικό βίο συνθέτει τη βιολογική ορμή του για συνύπαρξη (κοινωνία) με άλλους ανθρώπους και την πραγμάτωση της ανθρώπινης φύσης μέσα στην πόλη. Συγχρόνως, φαίνεται ότι η ταυτότητα της πόλης εξαρτάται από το πολίτευμά της, καθώς αυτό αποτελεί τη συνεκτική της δύναμη.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου