των
Κ. ΠΑΠΑΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ
- Π. Χ. ΔΟΡΜΠΑΡΑΚΗ
περὶ τὰ ἤθη φευκτῶν τρία ἐστὶν εἴδη, κακία ἀκρασία θηριότης
Ηθικά Νικομάχεια
Αριστοτέλης, Βιβλίο 7ο
Ὅπως ὑπάρχουν πράξεις συμφωνοῦσαι μὲ τὸν ἠθικὸν νόμον, οὕτω ὑπάρχουν ἄλλαι ποὺ ἀντιβαίνουν πρὸς αὐτόν. Τότε λέγομεν ὅτι ὁ ἄνθρωπος κάμνει κακὴν πρᾶξιν ἢ ἁμαρτίαν ἢ ἁπλῶς πράττει τὸ κακόν. Ἡ σταθερὰ ἕξις τοῦ θέλειν καὶ πράττειν τὸ κακὸν λέγεται κακία καὶ οἱ σταθερῶς ρέποντες πρὸς τὸ κακὸν κακοὶ ἢ πονηροὶ ἢ φαῦλοι. Συνωνύμως πρὸς τὴ κακίαν χρησιμοποιεῖται πολλάκις ἡ λέξις ἁμαρτία . Ὀρθὸν ὅμως εἶναι νὰ γίνεται διαστολὴ μεταξὺ τῶν δύο λέξεων. Ἁμαρτία εἶναι πᾶσα ἀντιβαίνουσα εἰς τὸν νόμον τοῦ Θεοῦ ἐκδήλωσις ημῶν διὰ λόγων ἢ ἔργων ἐνεργουμένη.
Ἄν ἡ ἀρετὴ εἶναι ἄριστον ἐγκαλλώπισμα τοῦ ἀνθρώπου, ἡ κακία εἶναι τὸ χείριστον αὐτοῦ κτῆμα. Ὁ ἄνθρωπος συρόμενος εἰς τὸ ἅρμα τῆς κακίας οὔτε ἠθικὸν νόμον ὑπολογίζει οὔτε φωνὴν τῆς συνειδήσεως ἀκούει οὔτε καθήκοντα πρὸς τοὺς ἄλλους παραδέχεται οὔτε τὰ δικαιώματα αὐτῶν ἀναγνωρίζει. Ὠθεῖται μόνον ἀπὸ τὰς κατωτέρας του ὁρμάς, ἐλαύνεται ἀπὸ τὰς ἰδίας του ἐπιθυμίας. Ἔχει ξεφύγει ἀπὸ τὸν ἀληθῆ ἀνθρωπισμόν.
Καθὼς όμως ἡ τελεία ἀρετὴ εἶναι σπανία, ὁμοίως καὶ ἡ ἀπόλυτος κακία δὲν εἶναί τι τὸ σύνηθες. Ἀλλ’ ἡ ἁμαρτία, ἤτοι ἡ εἰς πλείστας περιπτώσεις παρατηρουμένη ἐκτροπὴ ἀπὸ τὸν ἠθικὸν νόμον καὶ τὰς θείας ἐντολάς, ὄχι μόνον εἶναι συνήθης, ἀλλή εἶναι τρόπον τινὰ σύμφυτος μέ τὸν ἄνθρωπον μετὰ τὴν πτῶσίν του. Δὲν ὑπάρχει θνητὸς μὴ ὑποκείμενος εἰς ἀμαρτίαν καὶ μὴ ὑποπίπτων εἰς ἀμάρτημα. Τοῦτο μαρτυρεῖται ἀπὸ τὴν ἱστορίαν τῆς ἀνθρωπότητος καθ’ ὅλου. Οἱ Ἕλληνες μολονὁτι περισσότερον ἀπὸ κάθε ἄλλον λαὸν εἶδον τὴν χαρωπὴν ὄψιν τῆς ζωῆς, παρεδέχθησαν τὴν καθολικότητα τῆς ἁμαρτίας (ἂν καὶ δὲν ἔχει εἰς αὐτοὺς ἡ λέξις τὸ ἲδιον ἀκριβῶς νόημα). Τὸ διακηρύσσει διὰ στόματος τοῦ μάντεως ὁ Σοφοκλῆς. Τὸ ἐπιβεβαιοῖ ὁ Θουκυδίδης διὰ στόματος τοῦ καλοῦ κἀγαθοῦ ἐκείνου Διοδότου, εἱς τὸν ὁποῖον ὀφείλεται ἡ σωτηρία μερικῶν χιλιάδων ἀθῴων ψυχῶν. Εὑρίσκει μάλιστα ὡς αἰτίαν τῶν παραβάσεων ὁ ἱστορικὸς τὴν ἔλλειψιν ἢ τὸν πλεονασμὸν δυνάμεως, ποὺ δημιουργεῖ ἀντιστοίχως θράσος ἢ πλεονεξίαν, καὶ τὰς ἄλλας ὁρμὰς τῆς ψυχῆς καὶ τὰ ἔνστικτα, ὅπως ἡ φιλοτιμία, ἡ ἐλπίς, ὁ ἔρως. Ὁ Πλάτων πάλιν διὰ τοῦ Σωκράτους παραδέχεται ὅτι τὸ νὰ γίνῃ καὶ νὰ μείνῃ κανεὶς ἀγαθὸς εἶναι ἀδύνατον καὶ οὐχὶ ἀνθρώπινον.
Ἀλλὰ καὶ ἡ Ἁγία Γραφὴ ὁμοίως ἀποφαίνεται. Εἰς τὴν Παλαιὰν Διαθήκην ἀναγινώσκομεν «οὐδεὶς καθαρὸς ἀπὸ ρύπου, ἐὰν καὶ μία ἡμέρα ᾖ ὁ βίος αὐτοῦ ἐπὶ τῆς γῆς» (Ἰὼβ ιδ΄, 5). Εἰς δὲ τὴν Καινὴν Διαθήκην, ἡ συχνότης τῆς ἁμαρτίας τονίζεται κατ’ ἐπανάληψιν. Ὄντως, πλατεῖα ἡ πύλη ἡ ἀπάγουσα πρὸς τὴν ἀπώλειαν!
Ποία ὅμως ἡ αἰτία τοῦ κακοῦ; Διὰ ποῖον λόγον ὑπάρχει, καὶ μάλιστα τόσον διαδεδομένη ἡ ἁμαρτία; Καὶ ποῖος ἔδωσε τὸ κακόν;
Ἡ ἀρχὴ τοῦ κακοῦ εὑρίσκεται ἀποκλειστικῶς εἰς τὸ αὐτεξούσιον τῶν λογικῶν ὄντων καὶ δημιουργημάτων τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς κατ᾽ οὐδένα τρόπον ἡμπορεῖ νὰ θεωρηθῇ ὑπαίτιος τοῦ ἠθικοῦ κακοῦ. Τοῦτο θὰ ἀντέβαινεν τόσου εἰς τὴν πανσοφίαν, ὅσον καὶ εἰς τὴν ἀγαθότητα Αὐτοῦ. Οὔτε εἶναι δυνατὸν νὰ γίνῃ δεκτὴ ἡ ἄποψις πολλῶν ἀπὸ τοὺς ἐθνικούς, ὅτι ἡ πρὸς τὸ κακὸν ροπὴ ἐδόθη ἀπὸ τὸν Θεόν, διὰ νὰ γίνεται σαφεστέρα ἡ ἀντίθεσις πρὸς τὸ ἀγαθὸν καὶ ότι ἦτο ἀπαραίτητος διὰ τὴν ἠθικὴν τελειοποίησιν τοῦ ἀνθρώπου. Πολλάκις, εἶναι ἀληθές, ἐκ τῆς πάλης πρὸς τὸ κακὸν ὁ χριστιανὸς ἀποδεικνύει λαμπρῶς τὴν ἀρετήν του. Ἀλλὰ τοῦτο δὲν ἀποτελεῖ ἐπαρκῆ δικαιολογίαν, διὰ νὰ φορτωθῇ ὁ ἄνθρωπος μὲ ἓν τοιοῦτον νόσημα, καὶ μάλιστα ἀπὸ τὸν Δημιουργόν του. Μόνον λοιπὸν εἰς τὴν ἐλευθερίαν τῆς βουλήσεως, μὲ τὴν ὁποίαν ὁ Θεὸς ἐπροίκισε τὸ διμιούργημά Του, δυνάμεθα νὰ ἀναζητήσωμεν τὴν ἀρχὴν τοῦ κακοῦ καὶ μόνον δι’ αὐτῆς καὶ δι’ αὐτὴν ὁ ἄνθρωπος καθίσταται προσωπικότης ὑπεύθυνος καὶ δημιουργική, ἀληθὴς κύριος τῆς μοίρας του. Καὶ καθὼς πράττει τὸ κακόν, δύναται ἄριστα νὰ πράξῃ τὸ ἀγαθόν. Ἀλλ’ ἡ διάστροφος ἐκείνη τάσις τῆς ψυχῆς, καθ’ ἣν ὁ ἄνθρωπος ἐνδιαφέρεται μόνον δι’ ἐαυτὸν καὶ τὰ ἲδια καταφρονεῖ δὲ καὶ ὑποτιμᾶ πάντας τοὺς ἐκτὸς αὐτοῦ, μηδὲ αὐτοῦ τοῦ Θεοῦ ἐξαιρουμένου, εἲτε φιλαυτία καλεῖται αὕτη εἲτε ἐγωισμὸς εἲτε ἄλλο ἄλλοτε λαμβάνει ὄνομα, αὐτὴ ὁδηγεῖ τοὺς ἀνθρώπους εἰς τὰ πονηρὰ ἔργα, καθὼς ὠδήγησε καὶ τὴν πρώτην δυάδα τῶν ἀνθρώπων. Καθὼς δὲ καὶ ὁ Πλάτων εἶπεν, «ἡ σφὸδρα ἑαυτοῦ φιλία» , ἤτοι ἡ φιλαυτία, τυφλώνει ἐντελῶς τὸν ἄνθρωπον εἰς τὴν κρίσιν του περὶ τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ.
Αἱ συνέπειαι τῆς ἁμαρτίας εἶναι πολλαὶ καὶ δυσάρεστοι
Ἐν πρώτοις ὁ ἁμαρτάνων, ἂν δὲν ἔφθασεν εἰς τὴν κατάστασιν τῆς παντελοῦς ἀναλγησίας, ὑφίσταται τὸν ἔλεγχον τῆς συνειδήσεώς του, ἡ ὁποία δὲ γνωρίζει οἶκτον. Ὁ κακὸς ἄνθρωπος βασανίζεται ὑπὸ τῆς ἰδίας του κακίας καὶ δὲν εὑρίσκει οὔτε στιγμῆς ἡσυχίαν καὶ γαλήνην. Καὶ ἂν πρὸς στιγμὴν διαφεύγῃ τὴν ποινὴν τῶν πολιτικῶν νόμων, ἡ φωνὴ τῆς συνειδήσεως θὰ εἶναι πάντοτε παροῦσα, διὰ νὰ ἐρωτᾷ καὶ καταμαρτυρῇ διὰ νὰ καθιστᾷ τὰς ἡμέρας του ἀτελευτήτους καὶ τὰς νύκτας ἐφιαλτικάς. Καὶ ἀπὸ τὸν Πλάτωνα εἶχε παρατηρηθῆ ὅτι ὁ πονηρὸς εἶναι ἀξιοθρήνητος ἐνῷ ὁ ἀγαθὸς εὐδαίμων.
Ἀφοῦ ἅπαξ εὗρε κανεὶς τὸν δρόμον τῆς ἁμαρτίας, εἶναι δύσκολον νὰ ἐξέλθῃ ἀπὸ αὐτὸν καὶ ἀπὸ παραπτώματος εἰς παράπτωμα εἶναι δυνατὸν νὰ φθάσῃ εἰς τὰ ἔσχατα τῶν ἐγκλημάτων, τὰ ὁποῖα φέρουν ἀσφαλῶς εἰς τὸν ὄλεθρόν του. Μὲ τὸ νόημα τῆς ἁμαρτίας μόνον τὸν ὄλεθρόν σου ἠμπορεῖς ν’ ἀγοράσῃς, λέγει ὁ Παῦλος (Ρωμ. στ΄, 23), ἐνῷ ὁ Θεὸς χαρίζει τὴν ζωήν : «τὰ γὰρ, ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας θάνατος, τὸ δὲ χάρισμα τοῦ Θεοῦ ζωὴ αἰώνιος». Ἡ καταστροφὴ εἶναι ὁλοκληρωτική, σωματικὴ καὶ ψυχική. Ὥστε ὁ κολασμὸς τῆς ἁμαρτίας θὰ ἔλθῃ κάποτε, ὅσον καὶ ἂν ἀργήσῃ. Ἡ ἀνομία θὰ τιμωρηθῇ. «Οὐαὶ τῷ ἀνὸμῳ, εἶπεν ὁ προφήτης, πονηρὰ κατὰ τὰ ἔργα τῶν χειρῶν αὐτοῦ συμβήσεται αὐτῷ» (Ἡσ. γ΄. 11).
Ἀλλὰ καὶ ἂν ἡ ἁμαρτία δὲν ἐτιμωρήθη ἀρκετὰ εἰς τὴν ζωὴν αὐτήν, θὰ εὕρη κολασμὸν μετὰ θάνατον. Τοῦτο εἶναι ἀναγκαία συνέπεια τῆς δικαιοσύνης τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς καταχρήσεως ποὺ ἔκαμε ὁ ἄνθρωπος εἰς τὴν δωρηθεῖσαν εἰς αὐτὸν ἐλευθερίαν. Κατὰ τὴν ρητὴν προειδοποίησιν τοῦ Ἰησοῦ (Ματθ. κε΄, 46), οἱ τὰ φαῦλα πράξαντες «ἀπελεύσονται εἰς κὸλασιν αἰώνιον» .
«Ἀνθρώποισι γὰρ, τοῖς πᾶσι κοινόν ἐστι τοὐξαμαρτάνειν» (Σοφ. Ἀντιγ.1023). «καὶ μανθάνω μὲν οἶα δρᾶν μέλλω κακά, θυμὸς δὲ κρείσσων τῶν ἐμῶν βουλευμάτων» (Εὐριπ. Μηδ. 1076). «πεφύκασί τε ἅπαντες καὶ ἰδίᾳ καὶ δημοσίᾳ ἁμαρτάνειν καὶ οὐκ ἔστι νόμος ὅστις ἀπείρξει τούτου» (Θουκ. 3, 45), «γενόμενον δὲ διαμένειν... καὶ εἶναι ἄνδρα ἀγαθὸν ἀδύνατον καὶ οὐκ ἀνθρώπειον, ἀλλὰ θεὸς ἂν μόνος τοῦτ’ ἔχοι γέρας» (Πλάτ. Πρωταγ. 334 β).
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου