του
ΤΕΛΗ ΠΕΚΛΑΡΗ
«Μείζονα ταύτης ἀγάπην οὐδεὶς ἔχει,
ἵνα τις τὴν ψυχὴν αὐτοῦ θῇ
ὑπὲρ τῶν φίλων αὐτοῦ».
1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Οἱ Ἑβραῖοι εἶχαν συνήθεια κάθε χρόνο νὰ πηγαίνουν στὴν Ἱερουσαλὴμ, γιὰ νὰ γιορτάσουν τὸ πάσχα στὸ ναὸ τοῦ Σολομώντα. Ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς Ἑβραίους, ποὺ ἀπὸ τὰ πιὸ μακρινὰ μέρη ξεκινοῦσαν γιὰ νὰ κάνουν τὸ ἐτήσιο αὐτὸ μεγάλο προσκύνημα, πήγαιναν καὶ πολλοὶ ἐθνικοὶ ἀπὸ περιέργεια, γιὰ νὰ δοῦν πῶς γιόρταζαν οἱ Ἑβραῖοι τὸ πάσχα τους. Πολλοὶ ἀπ’ αὐτοὺς ἧταν ἐθνικοὶ καὶ εἶχαν ἀσπαστῆ τὸν Ἰσραηλιτισμό.
2. Κείμενο
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ παραλαβὼν ὁ Ἰησοῦς τοὺς δώδεκα μαθητὰς αὐτοῦ, ἤρξατο αὐτοῖς λέγειν τὰ μέλλοντα αὐτῷ συμβαίνειν,
ὅτι ἰδοὺ ἀναβαίνομεν εἰς Ἱεροσόλυμα καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδοθήσεται τοῖς ἀρχιερεῦσι καὶ τοῖς γραμματεῦσι, καὶ κατακρινοῦσιν αὐτὸν θανάτῳ καὶ παραδώσουσιν αὐτὸν τοῖς ἔθνεσι, καὶ ἐμπαίξουσιν αὐτῷ καὶ μαστιγώσουσιν αὐτὸν καὶ ἐμπτύσουσιν αὐτῷ καὶ ἀποκτενοῦσιν αὐτὸν, καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστήσεται.
Καὶ προσπορεύονται αὐτῷ Ἰάκωβος καὶ Ἰωάννης οἱ υἱοὶ Ζεβεδαίου, λέγοντες· διδάσκαλε, θέλομεν ἵνα ὅ ἐὰν αἰτήσωμεν ποιήσῃς ἡμῖν.
Ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· τί θέλετε ποιῆσαί με ὑμῖν;
Οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· δὸς ἡμῖν ἵνα εἶς ἐκ δεξιῶν σου καὶ εἶς ἐξ εὐωνύμων σου καθίσωμεν ἐν τῇ δόξῃ σου.
Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· οὐκ οἴδατε τὶ αἰτεῖσθε, δύνασθε πιεῖν τὸ ποτήριον, ὅ ἐγὼ πίνω, καὶ τὸ βάπτισμα, ὅ ἐγὼ βαπτίζομαι, βαπτισθῆναι; οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· δυνάμεθα. ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· τὸ μὲν ποτήριον ὅ ἐγὼ πίνω πίεσθε καὶ τὸ βάπτισμα ὅ ἐγὼ βαπίζομαι, βαπτισθήσεσθε.
Τὸ δὲ καθίσαι ἐκ δεξιῶν μου καὶ ἐξ εὐωνύμων οὐκ ἔστιν ἐμὸν δοῦναι, ἀλλ’ οἶς ἡτοίμασται.
Καὶ ἀκούσαντες οἱ δέκα, ἤρξαντο ἀγανακτεῖν περὶ Ἰακώβου καὶ Ἰωάννου.
Ὁ δὲ Ἰησοῦς προσκαλεσάμενος αὐτοὺς τοὺς λέγει αὐτοῖς· οἴδατε ὅτι οἱ δοκοῦντες ἄρχειν τῶν ἐθνῶν κατακυριεύουσιν αὐτῶν καὶ οἱ μεγάλοι αὐτῶν κατεξουσιάζουσιν αὐτῶν·
οὐχ οὕτω δὲ ἔσται ἐν ὑμῖν, ἀλλ’ ὄς ἐὰν θέλῃ γενέσθαι μέγας ἐν ὑμῖν, ἔσται ὑμῶν διάκονος,
καὶ ὅς ἄν θέλῃ ὑμῶν γενέσθαι πρῶτος, ἔσται πάντων δοῦλος· καὶ γὰρ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι, ἀλλὰ διακονῆσαι, καὶ δοῦναι τὴν ψυχὴν αὐτοῦ λύτρον ἀντὶ πολλῶν.
3. Ἐξήγηση
Ἐκεῖνον τὸν καιρὸ ἀφοῦ πῆρε ὁ Ἰησοῦς τοὺς δώδεκα μαθητές του, ἄρχισε καὶ τοὺς ἔλεγε τὰ ὅσα ἐπρόκειτο νὰ πάθη.
Νά, ἀνεβαίνομε στὰ Ἱεροσόλυμα, κι ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου θὰ παραδοθῆ στοὺς ἀρχιερεῖς καὶ στοὺς γραμματεῖς καὶ θὰ τὸν καταδικάσουν σὲ θάνατο καὶ θὰ τὸν παραδώσουν στοὺς Ἑθνικούς.
Καὶ θὰ τὸν περιπαίξουν καὶ θὰ τὸν φτύσουν καὶ θὰ τὸν μαστιγώσουν καὶ θὰ τὸν σκοτώσουν καὶ ἔπειτα ἀπὸ τρεῖς ἡμέρες θ’ ἀναστηθῆ.
Καὶ πηγαίνουν μπροστὰ ὁ Ἰάκωβος κι ὁ Ἰωάννης τὰ παιδιὰ τοῦ Ζεβεδαίου καὶ τοῦ λένε· διδάσκαλε, θέλομε ὅ,τι σοῦ ζητήσομε νὰ μᾶς τὸ κάνης.
Κι ἐκεῖνος τοὺς εἶπε, τί θέλετε νὰ σᾶς κάμω;
Κι ἐκεῖνοι τοῦ ἀποκρίθηκαν. Δός μας νὰ καθίσωμε ἕνας δεξιὰ κι ἕνας ἀριστερὰ σου, ὅταν θὰ εἶσαι στὴ δόξα σου.
Κι ὁ Ἰησοῦς τοὺς εἶπε δὲν ξέρετε τί ζητᾶτε. Μπορεῖτε νὰ πιῆτε τὸ ποτήρι ποὺ πίνω ἐγὼ καὶ τὸ βάπτισμα ποὺ ἐγὼ βαπτίζομαι νά βαπτιστῆτε; Κι ἐκεῖνοι εἶπαν μποροῦμε καὶ ὁ Ἰησοῦς τοὺς εἶπε· τὸ ποτήρι ποὺ πίνω ἐγὼ θὰ τὸ πιῆτε, καὶ τὸ βάπτισμα ποὺ ἐγὼ βαπτίζομαι θὰ βαπτισθῆτε.
Μὰ τὸ νὰ καθίσετε δεξιὰ ἤ ἀριστερά μου δὲν εἶναι στὸ χέρι μου νὰ δώσω ἐκτὸς σὲ ὅσους ὁρίστηκε.
Καὶ σὰν τ’ ἄκουσαν οἱ δέκα, ἄρχισαν κι ἀγανακτοῦσαν γιὰ τὸν Ἰάκωβο καὶ τὸν Ἰωάννη.
Κι ὁ Ἰησοῦς τοὺς κάλεσε καὶ τοὺς λέει. Ξέρετε πὼς οἱ ἀρχηγοὶ τῶν ἐθνῶν κυριεύουν τὰ ἔθνη καὶ οἱ μεγάλοι τους τὰ ἐξουσιάζουν.
Ἄς μὴν εἶναι ἔτσι καὶ σὲ σᾶς, ἀλλὰ ὅποιος θέλει μεταξύ σας νὰ εἶναι μεγάλος ἃς εἶναι ὑπηρέτης σας.
Καὶ ὅποιος θέλει νὰ γίνη μεταξύ σας πρῶτος, ἄς εἶναι δοῦλος σ’ ὅλους. Γιατὶ καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου δὲν ἦρθε γιὰ νὰ ὑπηρετηθῆ, ἀλλὰ γιὰ νὰ ὑπηρετήση καὶ νὰ δώση τὴ ζωή του ἀντάλλαγμα γιὰ τὴ σωτηρία τῶν πολλῶν.
4. ΣΗΜΑΣΙΑ
Ὁ Κύριος βαδίζει πρὸς τὴν Ἱερουσαλήμ. Ξέρει τὶ τὸν περιμένει ἐκεῖ καὶ ὅμως πηγαίνει, γιὰ νὰ κάμη τὸ θέλημα τοῦ πατέρα του, καὶ νὰ πληρωθοῦν ὅσα εἶπαν οἱ προφῆτες γι’ αὐτόν.
Πόσο περίλυπη εἶναι ἡ ψυχή του! Ρίχνει μιὰ ματιὰ γύρω του καὶ κοιτάζει τὴν ὄμορφη κοιλάδα τοῦ Ἰορδάνη καὶ τὴ χαϊδεύει μὲ τὴ ματιά του, ἀποχαιρετώντας την γιὰ πάντα.
Ξέρει ἕνα ἕνα τὰ χωριουδάκια, ποὺ μὲ τὰ κάτασπρα σπιτάκια τους μοιάζουν κοπάδια πρόβατα, ἔτσι ὅπως εἶναι ἁπλωμένα στὸν πράσινο κάμπο. Χαιρετάει καὶ τοὺς κατοίκους μὲ τὴ φαντασία του καὶ τοὺς στέλνει τὴν εὐλογία του. Ζοῦνε ἥσυχοι καὶ χαρούμενοι, δουλεύοντας τὴ γῆ τους καὶ χαίρονται τὴ γλυκιὰ ἐποχὴ τῆς ἄνοιξης χωρὶς νὰ ξέρουν πὼς χάνουν γιὰ πάντα τὸν ἀγαπημένο τους Ἰησοῦ.
Ἄδικα θὰ περιμένουν οἱ λογῆς λογῆς ἄρρωστοι. Ξαπλωμένοι στὸ κρεβάτι τοῦ πόνου τους δὲ θὰ περιμένουν ἀπὸ κανένα πιὰ βοήθεια. Οἱ πονεμένοι στὴ ζωὴ ἄδικα θὰ περιμένουν ἕνα λόγο παρηγορητικό.
Οἱ συναγωγὲς δὲ θὰ δοῦνε πιὰ τὸν ξανθὸ Ναζωραῖο νὰ διδάσκη τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου καὶ νὰ ἐξηγῆ τὸ μωσαϊκὸ νόμο. Οἱ ἄνθρωποι μόνο τὶς αὐστηρὲς μορφὲς τῶν Φαρισαίων καὶ τῶν γραμματέων θ’ ἀντικρίζουν πιά. Τούτων τῶν ὑποκριτῶν ποὺ εἶχαν κάνει τὴ ζωὴ τοῦ λαοῦ ἀβίωτη μὲ τὴν αὐστηρὴ ἐφαρμογὴ τῶν νόμων κι ἂς ἦταν οἱ ἴδιοι βουτηγμένοι στὴν ἀνομία. Ἀποχαιρετοῦσε τὰ πάντα ὁ Χριστός, γιατὶ ἤξερε πὼς ἦταν τὸ στερνό του ταξίδι.
Ὁ Κύριος βαδίζει πρὸς τὸ ἑκούσιο πάθος του. Ἤρεμος, ἐπιβλητικός, προχωρεῖ πρὸς τὴν πρωτεύουσα τοῦ Ἰσραήλ, βυθισμένος στὶς σκέψεις του. Τὸν ἀκολουθοῦν οἱ μαθητές του κι οὔτε μιὰ κουβέντα δὲ λένε ἀναμεταξύ τους, γιὰ νὰ μὴν ἀνησυχήσουν τὸ λυπημένο τους διδάσκαλο, λὲς κι ἕνα προαίσθημα κακὸ ἔπνιγε τὰ στήθη τους.
Προχωρώντας ὁ Χριστὸς τοὺς φώναξε κοντά του καὶ τοὺς εἶπε πιὰ καθαρά, τί ἐπρόκειτο αὐτὴ τὴ φορὰ νὰ συμβῆ.
Μὲ τὰ μάτια τῆς θείας ψυχῆς του ἔβλεπε τί τὸν περίμενε στὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ ἤθελε νὰ τοὺς προετοιμάση γιὰ τὸ μεγάλο δράμα, ποὺ θὰ ξετυλίγονταν σὲ λίγο μπροστά τους.
Παίρνοντας ἀφορμὴ ἀπὸ τὶς πρωτοκαθεδρεῖες ποὺ ζητοῦσαν οἱ υἱοὶ τοῦ Ζεβεδαίου, τοὺς εἶπε: «Ὅποιος θέλει νὰ εἶναι μεταξύ σας μεγάλος, ἂς εἶναι ὑπηρέτης σας καὶ ὅποιος θέλει νὰ γίνη μεταξύ σας πρῶτος, ἂς γίνη ὑπηρέτης σ’ ὅλους σας».
Πόσο ὡραῖα λόγια! Δίνει ἕνα καλὸ μάθημα ταπεινοφροσύνης στοὺς μαθητές του. Αὐτός, ὁ βασιλιὰς τοῦ οὐρανοῦ, ὁ δημιουργὸς καὶ ἐξουσιαστὴς τοῦ παντός, ποὺ τὸν προσκυνοῦν καὶ τὸν ὑπηρετοῦν οἱ ἄγγελοι, ἦρθε νὰ ὑπηρετήση τοὺς ἀνθρώπους στὴ γῆ καὶ νὰ πλύνη τὰ πόδια καὶ τῶν μαθητῶν του ἀκόμη καὶ ὕστερα νὰ θυσιαστῆ γιὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος.
Δίνει ἀκόμη καὶ μάθημα ἀγάπης ὁ Κύριος. Γιατί, τί ἄλλο παρὰ μεγάλη ἀγάπη δείχνουν τὰ λόγια του «λύτρον ἀντὶ πολλῶν;»
Ἡ ἀγάπη καὶ ἡ ταπεινοφροσύνη εἶναι δύο μεγάλες χριστιανικὲς ἀρετές. Πηγαίνουν κοντά, πλάι πλάι. Ἔχεις ἀγάπη, ἔχεις καὶ ταπεινοφροσύνη. Ἔχεις ταπεινοφροσύνη, ἔχεις κι ἀγάπη. Γιατί, ὅταν ἀγαπᾶς τὸν πλησίον σου σὰν τὸν ἑαυτό σου, θὰ θελήσης ποτὲ νὰ φανῆς περήφανος, ἀκατάδεχτος, κακὸς σαυτόν; Ἀφοῦ τέτοιο πράγμα δὲν τὸ θέλεις καὶ σὺ γιὰ τὸν ἑαυτό σου, πῶς θὰ τὸ θελήσης γιὰ τὸν ἄλλο;
Παράδειγμα ταπεινοφροσύνης ἀλλὰ καὶ ἀγάπης αἰώνιο, μᾶς ἔδωσε ὁ Χριστὸς ὅλη του τὴ ζωή. Γεννιέται στὴ σπηλιά, καταδέχεται νὰ βαφτιστῆ ἀπὸ τὸν Ἰωάννη στὸν Ἰορδάνη, γιατρεύει καὶ συμβουλεύει νὰ μὴν ποῦνε σὲ κανέναν τ’ ὄνομά του. Δέχεται τὰ ραπίσματα σὰν ὁ ταπεινότερος θνητός.
Παράδειγμα ἀγάπης εἶναι ὁλόκληρο τὸ Εὐαγγέλιο. Ὅπου κι ἂν τὸ ἀνοίξωμε ξεχυλίζει ἀπὸ ἄμετρη ἀγάπη πρὸς τὸν ἄνθρωπο. Γι’ αὐτὸ καὶ ὀνομάστηκε βιβλίο τῆς ἀγάπης.
Σὲ τοῦτες τὶς δυὸ χριστιανικὲς ἀρετὲς γυρίζομε τώρα τὸ λόγο γιατὶ τοὺς ἀξίζει κάθε ἔπαινος.
Ταπεινοφροσύνη, λουλούδι ἀμάραντο τῆς ἅγιας θρησκείας τοῦ Χριστοῦ! ποὺ στολίδι ἀτίμητο σὲ εἴχανε ὅσοι σὲ πιστεύανε εἰλικρινά, ἀπ’ τῆς ψυχῆς τὰ βάθη καὶ σὺ ἀγάπη! αἰώνια ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, κήρυγμα γλυκόφθογγο, λυτρωτικό, τοῦ κόσμου βάλσαμο γλυκό. Ἐλᾶτε μέσα στὴν ψυχή μου. Στολίστε την μὲ τὴν ὀμορφιά σας τὴν ἁγνή, τὴν πάλευκη σὰν τῶν Ἀγγέλων τὴν μορφὴ καὶ μείνετε γιὰ πάντα κοντά μου, γιὰ νὰ φέρω ἐπάξια τὸν τίτλο τοῦ καλοῦ χριστιανοῦ. Γιὰ νὰ γίνω κι ἐγὼ «πρᾷος καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ ὅπως ἦταν ὁ Χριστός μας.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου