της
Αλεξάνδρας Μπογατσά
1. Ρήμα: ἐπίσταμαι (= γνωρίζω καλά), (θ. ἐπι-στη-, ἐπι-στᾰ-)
*
Το ρήμα ἐπίσταμαι κλίνεται στον ενεστώτα και τον παρατατικό κατά το ρήμα ἵστημι - ἵσταμαι.
Οριστική
|
Υποτακτική
|
Ευκτική
|
Προστακτική
| |
Ενεστ.
|
ἐπίσταμαι
ἐπίστασαι ἐπίσταται ἐπιστάμεθα ἐπίστασθε ἐπίστανται |
ἐπίστωμαι
ἐπίστῃ ἐπίστηται ἐπιστώμεθα ἐπίστησθε ἐπίστωνται |
ἐπισταίμην
ἐπίσταιο ἐπίσταιτο ἐπισταίμεθα ἐπίσταισθε ἐπίσταιντο |
-
ἐπίστω / ἐπίστασο ἐπιστάσθω - ἐπίστασθε ἐπιστάσθων |
Παρατ.
|
ἠπιστάμην
ἠπίστω / ἠπίστασο ἠπίστατο ἠπιστάμεθα ἠπίστασθε ἠπίσταντο | |||
Ενδεικτικός σχηματισμός των άλλων χρόνων
| ||||
Μέλλ.
|
ἐπιστήσομαι
ἐπιστήσει,- ῃ |
-
|
ἐπιστησοίμην
ἐπιστήσοιοv |
-
|
Παθ.Αόρ.
|
ἠπιστήθην
ἠπιστήθης |
ἐπιστηθῶ
ἐπιστηθῇς |
ἐπιστηθείην
ἐπιστηθείης |
-
ἐπιστήθητι |
Απαρ.
|
Μετοχή
| |||
Ενεστ.
|
ἐπίστασθαι
|
ἐπιστάμενος
ἐπισταμένη ἐπιστάμενον | ||
Παρατ.
| ||||
Ενδεικτικός σχηματισμός των άλλων χρόνων
| ||||
Μέλλ.
|
ἐπιστήσεσθαι
|
ἐπιστησόμενος
ἐπιστησομένη ἐπιστησόμενον | ||
Παθ.Αόρ.
|
ἐπιστηθῆναι
|
ἐπιστηθεὶς
ἐπιστηθεῖσα ἐπιστηθὲν |
Παρατηρήσεις:
- Το ρήμα ἐπίσταμαι δεν είναι σύνθετο από το ρ. ἵσταμαι (ἐπὶ + ἵσταμαι -> ἐφίσταμαι = ἐπιστατώ).
- Ο παρακείμενος και υπερσυντέλικος του ρήματος ἐπίσταμαι αναπληρώνονται από το ρήμα γιγνώσκω.
Παρακείμενος: ἔγνωκα, Υπερσυντέλικος: ἐγνώκειν.
***
2. Ρήμα: δύναμαι, (θ. δυνα-, δυνασ-)
*
Το ρήμα δύναμαι κλίνεται επίσης στον ενεστώτα και τον παρατατικό κατά το ρήμα ἵστημι - ἵσταμαι.
Οριστική
|
Υποτακτική
|
Ευκτική
|
Προστ.
| |
Ενεστ.
|
δύναμαι
δύνασαι δύναται δυνάμεθα δύνασθε δύνανται |
δύνωμαι
δύνῃ δύνηται δυνώμεθα δύνησθε δύνωνται |
δυναίμην
δύναιο δύναιτο δυναίμεθα δύναισθε δύναιντο |
-
- δυνάσθω - - δυνάσθωσαν |
Παρατ.
|
ἐ(ἠ)δυνάμην
ἐ(ἠ)δύνω ἐ(ἠ)δύνατο ἐ(ἠ)δυνάμεθα ἐ(ἠ)δύνασθε ἐ(ἠ)δύναντο |
-
|
-
|
-
|
Ενδεικτικός σχηματισμός των άλλων χρόνων
| ||||
Μέλλ.
|
δυνήσομαι
δυνήσει,- ῃ |
-
|
δυνησοίμην
δυνήσοιο |
-
|
Παθ. Μέλλ.
|
δυνήθησομαι
δυνηθήσει,- ῃ |
-
|
δυνηθησοίμην
δυνηθήσοιο |
-
|
Αόρ.
|
ἐδυνησάμην
ἐδυνήσω |
δυνήσωμαι
δυνήσῃ |
δυνησαίμην
δυνήσαιο |
-
δύνησαι |
Παθ.Αόρ.
|
ἐ(ἠ)δυνήθην
ἐ(ἠ)δυνήθης |
δυνηθῶ
δυνηθῇς |
δυνηθείην
δυνηθείης |
-
δυνήθητι |
ἐδυνάσθην
ἐδυνάσθης |
δυνασθῶ
δυνασθῇς |
δυνασθείην
δυνασθείης |
-
δυνάσθητι | |
Παρακ.
|
δεδύνημαι
δεδύνησαι |
(δεδυνημένος,-η,-ον ὦ)
|
(δεδυνημένος,-η,-ον εἴην)
|
(δεδύνησο)
|
Απαρ.
|
Μετοχή
| |
Ενεστ.
|
δύνασθαι
|
δυνάμενος
δυναμένη δυνάμενον |
Παρατ.
|
-
|
-
|
Μέλλ.
|
δυνήσεσθαι
|
δυνησόμενος
δυνησομένη δυνησόμενον |
Παθ. Μέλλ.
|
δυνηθήσεσθαι
|
δυνηθησόμενος
δυνηθησομένη δυνηθησόμενον |
Αόρ.
|
δυνήσασθαι
|
δυνησάμενος
δυνησαμένη δυνησάμενον |
Παθ.Αόρι.
|
δυνηθῆναι
|
δυνηθεὶς
δυνηθεῖσα δυνηθὲν |
δυνασθῆναι
|
δυνασθεὶς
δυνασθεῖσα δυνασθὲν | |
Παρακ.
|
(δεδυνῆσθαι)
|
(δεδυνημένος, -η, -ον)
|
Παρατήρηση:
Η προστακτική ενεστώτα του ρήματος δύναμαι σχηματίζει μόνο γ΄ενικό και γ΄πληθυντικό πρόσωπο: δυνάσθω - δυνάσθωσαν.
Η προστακτική ενεστώτα του ρήματος δύναμαι σχηματίζει μόνο γ΄ενικό και γ΄πληθυντικό πρόσωπο: δυνάσθω - δυνάσθωσαν.
***
3. Ρήμα: μέμνημαι (= θυμάμαι), (θ. μνη-)
Το ρ. μέμνημαι είναι παρακείμενος του ρήματος μιμνῄσκομαι με σημασία ενεστώτα.
Σχηματίζεται στην οριστική, προστακτική, απαρέμφατο και μετοχή ομαλά , όπως ο παρακείμενος των βαρύτονων ρημάτων ( π.χ. λέλυμαι, λέλυσαι κτλ ), αλλά
στην υποτακτική σχηματίζεται:
α) μονολεκτικά με κατάληξη -ῶμαι: μεμνῶμαι, μεμννῇ, μεμνῆται κ.λπ.
β) περιφραστικά, μεμνημένος, -η, -ον ὦ κ.λπ.
στην ευκτική σχηματίζεται:
α) μονολεκτικά με κατάληξη -ῄμην: μεμνῄμην, μεμνῇο, μεμνῇτο κ.λπ.
β) περιφραστικά, μεμνημένος, -η, -ον εἴην κ.λπ.
Σχηματίζεται στην οριστική, προστακτική, απαρέμφατο και μετοχή ομαλά , όπως ο παρακείμενος των βαρύτονων ρημάτων ( π.χ. λέλυμαι, λέλυσαι κτλ ), αλλά
στην υποτακτική σχηματίζεται:
α) μονολεκτικά με κατάληξη -ῶμαι: μεμνῶμαι, μεμννῇ, μεμνῆται κ.λπ.
β) περιφραστικά, μεμνημένος, -η, -ον ὦ κ.λπ.
στην ευκτική σχηματίζεται:
α) μονολεκτικά με κατάληξη -ῄμην: μεμνῄμην, μεμνῇο, μεμνῇτο κ.λπ.
β) περιφραστικά, μεμνημένος, -η, -ον εἴην κ.λπ.
Ενδεικτικός σχηματισμός του παρακειμένου μέμνημαι.
Οριστική
|
Υποτακτική
|
Ευκτική
|
Προστακτική
|
Απαρ.
|
Μετοχή
|
μέμνημαι
|
μεμνῶμαι
|
μεμνῄμην
|
-
|
μεμνῆσθαι
|
μεμνημένος, -η, -ον
|
μέμνησαι
|
μεμνῇ
και μεμνημένος,-η,-ον ὦ μεμνημένος,-η,-ον ᾖς |
μεμνῇο
και μεμνημένος,-η,-ον εἴην μεμνημένος,-η,-ον εἴης |
*
Ρήμα: κεῖμαι (= κείτομαι, είμαι τοποθετημένος), (θ. κει-)
Το κεῖμαι είναι ενεστώτας με σημασία παρακειμένου του ρήματος τίθεμαι και έχει παρατατικό με σημασία υπερσυντελίκου: ἐκείμην
Οι χρόνοι του σχηματίζονται με τον ακόλουθο τρόπο:
Οι χρόνοι του σχηματίζονται με τον ακόλουθο τρόπο:
Οριστική
|
Υποτακτική
|
Ευκτική
|
Προστ.
|
Απαρ.
|
Μετοχή
| |
Ενεστ.
|
κεῖμαι
κεῖσαι κεῖται κείμεθα κεῖσθε κεῖνται |
κείμενος ὦ
κείμενος ᾖς κέηται κείμενοι ὦμεν κέησθε κέωνται |
κείμενος εἴην
κείμενος εἴης κέοιτο κείμενοι εἴημεν κείμενοι εἴητε κέοιντο |
-
κεῖσο κείσθω - κεῖσθε κείσθων |
κεῖσθαι
|
κείμενος
κειμένη κείμενον |
Παρατ.
|
ἐκείμην
ἔκεισο ἔκειτο ἐκείμεθα ἔκεισθε ἔκειντο |
Ενδεικτικός σχηματισμός του μέλλοντα
Οριστική
|
Υποτακτική
|
Ευκτική
|
Προστακτική
|
Απαρ.
|
Μετοχή
| |
Μέλλ.
|
κείσομαι
κείσῃ |
-
|
(κεισοίμην)
(κείσοιο) |
-
|
(κείσεσθαι)
|
(κεισόμενος, -η, ον)
|
Παρατηρήσεις:
- Το ρήμα κεῖμαι όταν είναι σύνθετο ανεβάζει τον τόνο σε όλες τις εγκλίσεις, αλλά όχι στο απαρέμφατο.
π.χ.:
ρ. διάκειμαι → διάκεισαι, διάκεισο αλλά διακεῖσθαι,
ρ. σύγκειμαι → σύγκεινται, σύγκεισθε αλλά συγκεῖσθαι,
ρ. πρόσκειμαι → πρόσκεισθε, πρόσκεισθε αλλά προσκεῖσθαι. - Συνήθως απαντώνται οι τύποι της οριστικής, προστακτικής, του απαρεμφάτου και της μετοχής ενεστώτα και ο παρατατικός.
- Ο μέλλοντας κείσομαι κλίνεται ομαλά.
***
4. Ρήμα: κάθημαι (= κάθομαι), (θ. ἡσ-, ἡ-)
*
Το ρ. κάθημαι είναι ενεστώτας με σημασία παρακειμένου του ρήματος καθέζομαι και ο παρατατικός ἐκαθήμην έχει σημασία υπερσυντελίκου.
Οι χρόνοι του σχηματίζονται με τον ακόλουθο τρόπο:
Οι χρόνοι του σχηματίζονται με τον ακόλουθο τρόπο:
Οριστική
|
Υποτακτική
|
Ευκτική
|
Προστ.
| |
Ενεστ.
|
κάθημαι
κάθησαι / κάθῃ κάθηται καθήμεθα κάθηστε κάθηνται |
(κάθωμαι / καθῶμαι)
(κάθῃ / καθῇ) καθῆται καθώμεθα καθῆσθε καθῶνται |
καθῄμην
(καθῇο) (καθῇτο) (καθῄμεθα) καθῇσθε (καθῇντο) και καθοίμην καθοῖο κ.λπ. |
-
κάθησο καθήσθω - (κάθησθε) (καθήσθων) |
Παρατ.
|
ἐκαθήμην / καθήμην
ἐκάθησο / καθῆσο ἐκάθητο / καθῆτο ἐκαθήμεθα ἐκάθηστε ἐκάθηντο |
-
|
-
|
-
|
Μέλλ.
|
καθήσομαι
και καθεδοῦμαι |
-
|
καθησοίμην
και καθεδοίμην |
-
|
Απαρ.
|
Μετοχή
| |
Ενεστ
|
καθῆσθαι
|
καθήμενος
καθημένη καθήμενον |
Παρατ.
|
-
|
-
|
Μέλλ.
|
καθήσεσθαι
και καθεδεῖσθαι |
καθησόμενος, -η, -ον
και καθεδούμενος, -η, -ον |
Παρατηρήσεις:
- Από την υποτακτική και ευκτική απαντώνται συνήθως οι τύποι του πληθυντικού αριθμού.
- Από την προστακτική απαντώνται συνήθως οι τύποι του ενικού αριθμού.
- Οι μέλλοντες καθήσομαι και καθεδοῦμαι σχηματίζονται ομαλά:
- καθήσομαι, κλίνεται όπως ο μέσος μέλλοντας των βαρύτονων ρημάτων και
- καθεδοῦμαι, κλίνεται όπως ο ενεστώτας των συνηρημένων σε -έω στις αντίστοιχες εγκλίσεις.
***
Ασκήσεις γραμματικής
ΑΣΚΗΣΗ 1
Να γίνει εγκλιτική αντικατάσταση των ρημάτων στα πρόσωπα που ζητούνται:
Οριστική
|
Υποτακτική
|
Ευκτική
|
Προστ.
| |
ρ.μέμνημαι
β΄εν.: β΄πληθ.: | ||||
ρ. κάθημαι
γ΄εν.: γ΄πληθ.: | ||||
ρ. κεῖμαι
α΄εν.: γ΄πληθ.: | ||||
ρ. δύναμαι
γ΄εν.: α΄πληθ.: | ||||
ρ. ἐπίσταμαι
β΄εν.: γ΄εν.: |
Λύση
ρ. μέμνημαι
| ||||
Οριστική
|
Υποτακτική
|
Ευκτική
|
Προστακτική
| |
β΄εν.:
|
μέμνησαι
|
μεμνῇ / μεμνημένος, -η, -ον ᾖς
|
μεμνῇο / μεμνημένος, -η, -ον εἴης
|
μέμνησο
|
β΄πληθ.:
|
μέμνησθε
|
μεμνῆσθε / μεμνημένοι, -αι, -α ἦτε
|
μεμνῇσθε / μεμνημένοι, -αι, -α εἴησαν
|
μέμνησθε
|
ρ. κάθημαι
| ||||
Οριστική
|
Υποτακτική
|
Ευκτική
|
Προστ.
| |
γ΄εν.:
|
κάθηται
|
καθῆται
|
καθοῖτο
|
καθήσθω
|
γ΄πληθ.:
|
κάθηνται
|
καθῶνται
|
καθοῖντο
|
-
|
ρ. κεῖμαι
| ||||
Οριστική
|
Υποτακτική
|
Ευκτική
|
Προστ.
| |
α΄εν.:
|
κεῖμαι
|
κείμενος, -η, -ον ὦ
|
κείμενος, -η, -ον εἴην
|
-
|
γ΄πληθ.:
|
κεῖνται
|
κέωνται/ κείμενοι, -αι, -α ὦσι(ν)
|
κέοιντο/ κείμενοι, -αι, -α εἴησαν
|
κείσθων
|
ρ. δύναμαι
| ||||
Οριστική
|
Υποτακτική
|
Ευκτική
|
Προστ.
| |
γ΄εν.:
|
δύναται
|
δύνηται
|
δύναιτο
|
δυνάσθω
|
α΄πληθ.:
|
δυνάμεθα
|
δυνώμεθα
|
δυναίμεθα
|
-
|
ρ. ἐπίσταμαι
| ||||
Οριστική
|
Υποτακτική
|
Ευκτική
|
Προστ.
| |
β΄εν.:
|
ἐπίστασαι
|
ἐπίστῃ
|
ἐπίσταιο
|
ἐπίστω / (ἐπίστασο)
|
γ΄εν.:
|
ἐπίσταται
|
ἐπίστηται
|
ἐπίσταιτο
|
ἐπιστάσθω
|
ΑΣΚΗΣΗ 2
Να μεταφέρετε τους παρακάτω τύπους στον παρατατικό.
α. ἐπίστανται
β. δύνασαι
γ. κεῖται
δ. κάθησθε
α. ἐπίστανται
β. δύνασαι
γ. κεῖται
δ. κάθησθε
Λύση
α) ἐπίστανται → ἠπίσταντο
β) δύνασαι → ἐ(ἠ)δύνω
γ) κεῖται → ἔκειτο
δ) κάθησθε → καθῆσθε
α) ἐπίστανται → ἠπίσταντο
β) δύνασαι → ἐ(ἠ)δύνω
γ) κεῖται → ἔκειτο
δ) κάθησθε → καθῆσθε
ΑΣΚΗΣΗ 3
Να γράψετε τους ζητούμενους τύπους και για τα τρία ρήματα: ἐπίσταμαι, δύναμαι, μέμνημαι.
- β΄ενικό οριστ. παρατ.
- γ΄πληθ. υποτ. ενεστ.
- β΄ενικό προστ. ενεστ.
- β΄πληθ. ευκτ. ενεστ.
- α΄πληθ. οριστ. ενεστ.
Λύση
1. β΄ενικό οριστ. παρατ
|
2. γ΄πληθ. υποτ. ενεστ.
|
3. β΄ενικό προστ. ενεστ.
|
4. β΄πληθ. ευκτ. ενεστ.
|
5. α΄πληθ. οριστ. ενεστ.
|
ἐ(ἠ)δύνω
|
δύνωνται
|
δύνω (δύνασο)
|
δύναισθε
|
δυνάμεθα
|
ἠ(ἐ)πίστασο
|
ἐπίστωνται
|
ἐπίστω (ἐπίστασο)
|
ἐπίσταισθε
|
ἐπιστάμεθα
|
ἐμέμνητο
|
μεμνημένοι, -αι, -α ὦσιν
|
μέμνησο
|
μεμνημένοι, αι, α εἴητε/εἶτε
|
μεμνήμεθα
|
ΑΣΚΗΣΗ 4
Να κλιθεί η προστακτική ενεστώτα του ρήματος κεῖμαι, να γραφεί το β΄ ενικό οριστικής ενεστώτα και παρατατικού και να γίνει εγκλιτική αντικατάσταση του γ΄ ενικού μέλλοντα.
Λύση
Προστακτική ενεστώτα:
|
β΄ενικό. οριστ. ενεστώτα: κεῖσαι
|
κεῖσο
|
β΄ ενικό οριστ. παρατατικού: ἔκεισο
|
κείσθω
|
Εγκλιτική αντικατάσταση γ΄ εν. μέλλοντα:
|
κεῖσθε
|
οριστ.: κείσεται
|
κείσθων / κείσθωσαν
|
ευκτ.: κείσοιτο
|
ΑΣΚΗΣΗ 5
Να γράψετε στο ίδιο πρόσωπο του άλλου αριθμού τους ρηματικούς τύπους:
- ἐπίστανται →
- καταδυνάσθωσαν →
- διάκειται →
- ἐκαθήμεθα →
- κείσθω →
- κάθησθε (προστ.) →
- ὑπερδύναιτο →
- ἐπίστασο →
- ἀναμέμνησθε →
- ἀνεμιμνῄσκετο →
Λύση
- ἐπίστανται → ἐπίσταται
- καταδυνάσθωσαν → καταδυνάσθω
- διάκειται → διάκεινται
- ἐκαθήμεθα → ἐκαθήμην
- κείσθω → κείσθων / κείσθωσαν
- κάθησθε (προστ.) → καθήσθω
- ὑπερδύναιτο → ὑπερδύναιντο
- ἐπίστασο → ἐπίστασθε
- ἀναμέμνησθε → ἀναμέμνησαι
- ἀνεμιμνῄσκετο → ἀνεμιμνῄσκοντο
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου