του
ΤΕΛΗ ΠΕΚΛΑΡΗ
επιμελεία τοῦ
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-πτυχιούχου κλασσικῆς φιλολογίας
πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
«Ὁ ποιμὴν ὁ καλὸς τὴν ψυχὴν αὐτοῦ
τίθησιν ὑπὲρ τῶν προβάτων»
1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Στὴν Βηθανία βρίσκεται ὁ Κύριος, στὸ σπίτι κάποιου Σίμωνα τοῦ λεπροῦ. Φιλοξενεῖται καὶ ὁ Λάζαρος μὲ τὶς ἀδερφές του. Ἡ Μαρία,γιὰ νὰ δείξη τὴν εὐγνωμοσύνη της γιὰ τὴν ἀνάσταση τοῦ ἀδερφοῦ της, ἔχυσε στὰ πόδια τοῦ Κυρίου ἕνα δοχεῖο πολύτιμο μύρο. Μοσκοβόλησε ὅλο τὸ σπίτι κι ἡ γλυκιὰ μυρουδιὰ τοῦ μύρου εὐχαρίστησε ὅλους.
Μόνο τὴν ψυχὴ τοῦ Ἰούδα δὲν μπόρεσε νὰ μαλακώση. Αὐτουνοῦ ποὺ τὴν εἶχε πουλημένη στὸ πάθος τοῦ χρήματος. Στὸ πάθος ποὺ σβήνει κάθε εὐγενικὸ αἴσθημα στὴν καρδιὰ τῶν ἀνθρώπων καὶ τὴν κάνει νὰ σκέπτεται ταπεινά.
Ἀγανάχτησε καὶ διαμαρτυρήθηκε γιὰ τὴ σπατάλη τόσου χρήματος ὁ φιλοχρήματος μαθητής, γιατὶ ὅλα τὰ ζύγιζε καὶ τὰ μετροῦσε μὲ τὴν ἀξία μόνο τοῦ χρήματος, καὶ τὴν εὐγνωμοσύνη ἀκόμη.
Γιὰ νὰ ἐκδικηθῆ τὸ δάσκαλό του ἔτρεξε στοὺς γραμματεῖς καὶ Φαρισαίους καὶ διαπραγματεύτηκε τὴν παράδοσή του. Οἱ μανιασμένοι ἀρχηγοὶ τῶν Ἑβραίων, ποὺ ὕστερ ἀπὸ τὴν ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου εἶχαν ἀναστατωθῆ καὶ ζητοῦσαν τὴ σύλληψη καὶ τιμωρία ὄχι μόνον τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ καὶ τοῦ Λαζάρου, χάρηκαν μὲ τὴν ἄτιμη προσφορά του. Ἔργο εὐγνωμοσύνης καὶ ἀγάπης κάνει ἡ Μαρία στὸν Κύριο καὶ Θεό της καὶ ἔργο προδοσίας καὶ ἀτιμίας ὁ φθονερὸς μαθητής. Πουλάει τὸν διδάσκαλό του, τὸν ἀκένωτο θησαυρὸ τῆς ἀγάπης, γιὰ τριάκοντα ἀργύρια!
2. Κείμενο
Πρὸ ἕξ ἡμερῶν τοῦ Πάσχα ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς εἰς Βηθανίαν, ὅπου ἦν Λάζαρος ὁ τεθνηκὼς ὅν ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν.
Ἐποίησαν οὖν αὐτῷ δεῖπνον ἐκεῖ, καὶ ἡ Μάρθα διηκόνει· ὁ δὲ Λάζαρος εἶς ἧν τῶν ἀντικειμένων σὺν αὐτῷ
Ἡ οὖν Μαρία, λαβοῦσα λίτραν μύρου νάρδου πιστικῆς πολυτίμου, ἤλειψε τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ καὶ ἐξέμαξε ταῖς θριξὶν αὐτῆς τοὺς πόδας αὐτοῦ ἡ δὲ οἰκία ἐπληρώθη ἐκ τῆς ὀσμῆς τοῦ μύρου.
Λέγει οὖν εἶς ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, Ἰούδας Σίμωνος Ἰσκαριώτης, ὁ μέλλων αὐτὸν παραδιδόναι· διατὶ τοῦτο τὸ μύρον οὐκ ἐπράθη τριακοσίων δηναρίων καὶ ἐδόθη πτωχοῖς;
Εἶπε δὲ τοῦτο, οὐχ ὅτι περὶ τῶν πτωχῶν ἔμελεν αὐτῷ, ἀλλ’ ὅτι κλέπτης ἧν καὶ τὸ γλωσσόκομον εἶχε καὶ τὰ βαλλόμενα ἐβάσταζεν.
Εἶπε οὐν ὁ Ἰησοῦς· ἄφες αὐτήν, εἰς τὴν ἡμέραν τοῦ πἐνταφιασμοῦ μου τετήρηκεν αὐτό.
Τοὺς πτωχοὺς γὰρ πάντοτε ἔχετε μεθ’ ἑαυτῶν, ἐμὲ δὲ οὐ πάντοτε ἔχετε.
Ἔγνω οὖν ὄχλος πολὺς ἐκ τῶν Ἰουδαίων ὅτι ἐκεῖ ἐστί, καὶ ἦλθον οὐ διὰ τὸν Ἰησοῦν μόνον, ἀλλ’ ἵνα καὶ τὸν Λάζαρον ἴδωσιν, ὅν ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν.
Ἐβουλεύσαντο δὲ οἱ ἀρχιερεῖς, ἵνα τὸν Λάζαρον ἀποκτείνωσιν. Ὅτι πολλοὶ δι’ αὐτὸν ὑπῆγον τῶν Ἰουδαίων καὶ ἐπίστευον εἰς τὸν Ἰησοῦν.
Τῇ ἐπαύριον ὄχλος πολύς, ὁ ἐλθὼν εἰς τὴν ἑορτήν, ἀκούσαντες ὅτι ἔρχεται ὁ Ἰησοῦς εἰς Ἰεροσόλυμα, ἔλαβον τὰ βαΐα τῶν φοινίκων καὶ ἐξῆλθον εἰς ὑπάντησιν αὐτῷ καὶ ἔκραζον· ὡσαννά· εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου, ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραὴλ.
Εὑρὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς ὀνάριον ἐκάθισεν ἐπ’ αὐτό, καθὼς ἐστι γεγραμμένον.
Μὴ φοβοῦ, θύγατερ Σιών· ἰδοὺ ὁ βασιλεύς σου ἔρχεται καθήμενος ἐπὶ πῶλον ὄνου.
Ταῦτα δὲ οὐκ ἔγνωσαν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ τὸ πρῶτον, ἀλλ’ ὅτε ἐδοξάσθη ὁ Ἰησοῦς, τότε ἐμνήσθησαν, ὅτι ταῦτα ἦν ἐπ’ αὐτῷ γεγραμμένα, καὶ ταῦτα ἐποίησαν αὐτῷ.
Ἐμαρτύρει οὗν ὁ ὄχλος ὁ ὤν μετ’ αὐτοῦ, ὅτε τὸν Λάζαρον ἐφώνησεν ἐκ τοῦ μνημείου καὶ ἤγειρεν αὐτὸν ἐκ νεκρῶν.
Διὰ τοῦτο καὶ ὑπήντησεν αυτῷ ὁ ὄχλος, ὅτι ἤκουσαν τοῦτο αὐτὸν πεποιηκέναι τὸ σημεῖον.
3. Ἐξήγηση
Ὁ Ἰησοῦς, ἓξι μέρες πρὸ τοῦ Πάσχα πῆγε στὴ Βηθανία ὅπου ἦταν ὁ Λάζαρος ὁ πεθαμένος, ποὺ τὸν ἀνάστησε ἀπὸ τοὺς νεκρούς.
Τοῦ ἔκαναν λοιπὸν ἐκεῖ τραπέζι, κι ἡ Μάρθα ὑπηρετοῦσε κι ὁ Λάζαρος ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς καθισμένους μαζί του.
Ἡ Μαρία λοιπὸν πῆρε μιὰ λίτρα μυρωδικὸ δικὸ ἀπὸ ναρδόσταμο πολύτιμο καὶ ἄλειψε τὰ πόδια τοῦ Ἰησοῦ, καὶ σφούγγισε μὲ τὰ μαλλιά της τὰ πόδια του καὶ τὸ σπίτι γέμισε ἀπὸ τὴν εὐωδιὰ τοῦ μύρου.
Καὶ λέγει ὁ Ἰούδας ὁ Ἰσκαριώτης, ἕνας μαθητής του, ποὺ ἐπρόκειτο νὰ τὸν παραδώση.
Γιατὶ αὐτὸ τὸ μύρο δὲν πουλήθηκε τριακόσια δηνάρια καὶ δὲ δόθηκε τὸ ποσὸ στοὺς φτωχούς;
Καὶ τὸ εἶπε αὐτό, ὄχι γιατὶ τὸν ἐναδιέφερε γιὰ τοὺς φτωχούς, ἀλλὰ γιατὶ ἦταν κλέφτης κι ἔχοντας τὸ ταμεῖο κρατοῦσε τὶς συνεισφορές.
Εἶπε λοιπὸν ὁ Ἰησοῦς ἄφησέ την, τὸ ἔχει φυλάξει γιὰ τὴν ἡμέρα τοῦ ἐνταφιασμοῦ μου.
Γιατὶ πάντοτε τοὺς φτωχοὺς τοὺς ἔχετε μαζί σας, ὅμως ἐμένα δὲν μὲ ἔχετε πάντοτε.
Ἔμαθε λοιπὸν πλῆθος πολὺ ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους πὼς εἶναι ἐκεῖ, κι ἦρθαν ὄχι μόνο γιὰ τὸν Ἰησοῦ, ἀλλὰ γιὰ νὰ δοῦν καὶ τὸ Λάζαρο ποὺ ἀνέστησε ἀπὸ τοὺς νεκρούς.
Κι ἀπεφάσισαν οἱ ἀρχιερεῖς νὰ θανατώσουν καὶ τὸ Λάζαρο.
Γιατὶ γι’ αὐτὸν πῆγαν πολλοὶ Ἰουδαῖοι καὶ πίστεψαν στὸν Ἰησοῦ.
Τὴν ἄλλη μέρα πολὺ πλῆθος ποὺ εἶχε ἔλθει στὴν γιορτή, σὰν ἄκουσαν πὼς ἔρχεται ὁ Ἰησοῦς στὰ Ἰεροσόλυμα, πῆραν τὰ βάια τῶν φοινίκων, βγῆκαν νὰ τὸν ὑποδεχτοῦν καὶ φώναζαν. Ὡσαννά, εὐλογημένος αὐτὸς ποὺ ἔρχεται στὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου εἶναι ὁ βασιλιὰς τοῦ Ἰσραήλ.
Τότε ὁ Ἰησοῦς βρῆκε ἕνα γαϊδουράκι καὶ κάθισε ἐπάνω, καθὼς εἶναι γραμμένο (στοὺς προφῆτες). Μὴ φοβᾶσαι, θυγατέρα Ἱερουσαλήμ, νά, ἔρχεται ὁ βασιλιάς σου καθισμένος σὲ γαϊδουράκι.
Αὐτὰ δὲν τὰ καταλάβαιναν οἱ μαθητὲς του τότε, ὅμως ὅταν δοξάστηκε ὁ Ἰησοῦς, τότε θυμήθηκαν πὼς αὐτὰ γιὰ κεῖνον ἦταν γραμμένα, καὶ αὐτὰ ἔκαμε γι’ αὐτὸν ὁ κόσμος.
Βεβαίωνε λοιπὸν ὁ κόσμος ποὺ ἦταν μαζί του, ὅτι φώναξε ἀπὸ τὸν τάφο τὸ Λάζαρο καὶ τὸν ἀνέστησε ἀπὸ τοὺς νεκρούς.
Γι’ αὐτὸ καὶ βγῆκε νὰ τὸν ὑποδεχτῆ ὁ λαός, γιατὶ ἄκουσε πὼς ἔκανε ὁ Ἰησοῦς ἐκεῖνο τὸ θαῦμα.
4. ΣΗΜΑΣΙΑ
Τὴν Κυριακὴ τὸ πρωί, ὁ Χριστὸς ξεκίνησε ἀπὸ τὴ Βηθανία γιὰ νὰ πάη στὴν Ἱερουσαλήμ. Στὴ μεγάλη πόλη εἶχαν μάθει πῶς βρισκόταν ἐκεῖ καὶ πὼς θαρχόταν στὴν πρωτεύουσα, γιὰ νὰ γιορτάση τὸ Πάσχα. Τί χαρὰ ἔνιωσε τὸ πλῆθος!
Εἶχε τόσα χρόνια νὰ τὸν δῆ. Τὸν περισυνὸ χρόνο μὲ λαχτάρα κοίταζε νὰ τὸν δῆ καὶ νὰ τὸν ἀναγνωρίση στὸ πλῆθος τῶν προσκυνητῶν, ποὺ ἀπὸ παντοῦ εἶχε φτάσει στὸ μεγάλο ναό, ἀλλὰ μὲ λύπη του δὲν τὸν εἶδε. Ὁ Χριστὸς εἶχε κατέβει καὶ κείνη τὴ χρονιὰ στὴν Ἱερουσαλήμ, ἀλλὰ δὲν κάθισε νὰ γιορτάση τὸ Πάσχα, ἐπειδὴ εἶδε πὼς οἱ διαθέσεις τῶν γραμματέων καὶ Φαρισαίων ἦταν ἄγριες.
Τώρα θὰ τὸν ἔβλεπαν. Θὰ τὸν ἄκουαν πάλι νὰ τοὺς μιλάη στὸ μεγάλο ναὸ καὶ θὰ εὐχαριστιόταν ποὺ γιὰ λίγο ὁ αὐστηρός τους νόμος θὰ ἑρμηνευόταν ἀλλοιώτικα. θὰ χαιρόνταν ποὺ θὰ ἔπαιρνε κάτι ἀπὸ τὴν ἡμεράδα καὶ γλυκύτητα τοῦ προσώπου του, καὶ θὰ πλημμύριζε ἀπὸ ἀγάπη, ὁ νόμος τῆς τιμωρίας καὶ τῆς ἐκδίκησης τῶν παραστρατημένων.
Εἶχε φτάσει στὴ Βηθσφαγή. Πλῆθος πολὺ τὸν ἀκολουθοῦσε. Ἐκεῖ κάθισε σ’ ἕνα γαϊδουράκι καὶ προχωροῦσε πρὸς τὴν Ἱερουσαλήμ. Τί γίνηκε στὸ δρόμο! Τρελὸς ὁ κόσμος τῶν γύρω χωριῶν, ἔτρεχε ἀπὸ τὴ χαρά του νὰ βρεθῆ κοντὰ στὸ Χριστό. Ἅπλωνε τὰ ροῦχα του νὰ περάση ἐπάνω ὁ ἀγαπημένος του διδάσκαλος. Ἔκοβε καὶ ἔριχνε κλαδιὰ ἀπὸ φοινίκια κι ἀπὸ ἀνθισμένα δέντρα καὶ τὸν ἔραινε μὲ λουλούδια φωνάζοντας:
Ὡσαννά! Ὡσαννά! Ἔψελναν ὕμνους καὶ ψαλμοὺς λέγοντας: Εὐλογημένος ὁ βασιλιὰς ποὺ φτάνει στὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου!
Ἡ μεγαλειώδης πομπὴ προχωροῦσε πρὸς τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ ὁλοένα προστίθονταν καὶ ἄλλοι ἄνθρωποι, ποὺ ἔφταναν ἀπ’ ὅλους τοὺς δρόμους.
Στὸ γύρισμα τοῦ δρόμου φάνηκε ἡ Ἱερουσαλήμ. Νά ἡ μεγάλη πόλη ὁλόασπρη μὲ τὸ μεγάλο ναὸ καὶ τοὺς μαρμαρένιους πύργους της. Στὴν κοιλάδα πλῆθος πολὺ περίμενε ὧρες τὸ Χριστό. Μόλις φάνηκε ἄρχισε νὰ φωνάζη;
Ὡσαννά! Ὡσαννά! Τώρα βγαίνουν καὶ ἀπὸ τὴν πύλη τῆς Ἱερουσαλὴμ χιλιάδες κόσμου κρατώντας στὰ χέρια κλαδιὰ φοινίκων καὶ κλωνάρια ἀπὸ ἀνθισμένα δέντρα.
Σείεται ὁ τόπος ἀπὸ τὶς φωνές: Εὐλογημένος ἐκεῖνος ποὺ ἔρχεται στὸν ὄνομα τοῦ Κυρίου, ὁ βασιλιὰς τοῦ Ἰσραήλ. Ὡσαννὰ ἐν τοῖς Ὑψίστοις!
Περνάει τὴ μεγάλη πύλη σὰν ὁ ταπεινότερος ἄνθρωπος, ὁ βασιλιὰς τῶν βασιλιάδων, καβάλα στὸ γαϊδουράκι καὶ προχωρεῖ μέσα στὴν πόλη. Δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ κόσμος πολύς. Ἀπὸ τὰ παράθυρα, ἀπὸ τὰ μπαλκόνια ἀπὸ παντοῦ, ρίχνουν λουλούδια στὸν υἱὸ τοῦ Δαβίδ, στὸ βασιλιά τους, στὸν ἐλευθερωτὴ τῶν ψυχῶν του, σ’ αὐτόν, ποὺ τὸν περίμεναν αἰῶνες τώρα, σύμφωνα μὲ τὶς προφητεῖες τῶν προφητῶν τους.
Θριαμβευτικὴ ἦταν ἡ εἴσοδος τοῦ Χριστοῦ μας στὴν Ἱερουσαλήμ. Τὸν ὑποδέχτηκε μὲ εὐλάβεια τὸ πλῆθος, μὲ χαρὲς καὶ ἁγνότητα ψυχικὴ τὰ παιδιά, μὲ εὐγνωμοσύνη ὅσοι γιατρεύτηκαν, μὲ τὴν ἐλπίδα οἱ ἄρρωστοι, μὲ τὴν προσδοκία τῆς παρηγοριᾶς οἱ δυστυχισμένοι καὶ πονεμένοι τῆς ζωῆς καὶ ὅλοι μαζὶ μὲ τὴ χαρὰ ζωγραφισμένη στὰ πρόσωπα.
Γιορτάζομε κι ἐμεῖς σήμερα τὴν εἴσοδο τοῦ Χριστοῦ στὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ ὅπως τὰ παιδιὰ τότε χαίρονταν κι ἔψελναν κρατώντας «τὰ τῆς νίκης σύμβολα», ἔτσι κι ἐμεῖς χαιρόμαστε καὶ ψάλλομε τὸ ὡσαννὰ στὸ Χριστό μας, στὸν ἀρχηγὸ τῆς θρησκείας μας.
Ἀνοίγομε τὸ δρόμο τῆς ψυχῆς μας νὰ περάση καβαλάρης μέσα μας, θριαμβευτὴς καὶ νικητὴς κάθε μας κακῆς σκέψης καὶ πράξης. Γιὰ νὰ μᾶς ἀξιώση νὰ ταξιδέψωμε μαζί του μὲ καθαρὴ καρδιά, ὅλο τὸ διάστημα τῆς ἑβδομάδας τῶν παθῶν του. Νὰ σταθοῦμε πλάι του, ν’ ἀκούσωμε τὰ λόγια του, νὰ σφουγγίσωμε τὸν ἱδρώτα ἀπὸ τὸ πρόσωπο τῆς ἀγωνίας του. Νὰ μεταλάβωμε ἀπὸ τὸν μυστικό του δεῖπνο, νὰ κλάψωμε ἀπάνω στὸ σταυρό του καὶ νὰ γιορτάσωμε ὕστερα τὸ θρίαμβό του, τὴν ἐκ νεκρῶν Ἀνάστασή
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου