της
Ιωάννας Κολιοπούλου
ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΣΤΑ ΤΡΙΤΟΚΛΙΤΑ ΕΠΙΘΕΤΑ
Τα τριτόκλιτα επίθετα διαιρούνται κατά το χαρακτήρα τους, όπως και τα ουσιαστικά, σε φωνηεντόληκτα και συμφωνόληκτα.
Σε όλα τα τριτόκλιτα τρικατάληκτα επίθετα το θηλυκό γένος:
Σε όλα τα τριτόκλιτα τρικατάληκτα επίθετα το θηλυκό γένος:
- Λήγει σε –α βραχύχρονο: π.χ. ὁ βαθύς, ἡ βαθεῖα,
ὁ πᾶς, ἡ πᾶσα,
ὁ ἐκών, ἡ ἐκοῦσα,
ὁ μέλας, ἡ μέλαινα - Στη γενική του πληθυντικού τονίζεται πάντοτε στη λήγουσα: π.χ. τῶν βαθειῶν, τῶν πασῶν, τῶν ἑκουσῶν, τῶν μελαινῶν
***
ΦΩΝΗΕΝΤΟΛΗΚΤΑ ΕΠΙΘΕΤΑ ΤΗΣ Γ΄ ΚΛΙΣΗΣ
Τα φωνηεντόληκτα επίθετα της γ΄ κλίσης διακρίνονται σε τρικατάληκτα και δικατάληκτα.
α) Τρικατάληκτα σε -υς, -εια, -υ
α) Τρικατάληκτα σε -υς, -εια, -υ
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
| |||
Ον.
Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. |
ὁ βαθὺς
τοῦ βαθέος τῷ βαθεῖ τὸν βαθὺν (ὦ) βαθὺ |
ἡ βαθεῖα
τῆς βαθείας τῇ βαθείᾳ τὴν βαθεῖαν (ὦ) βαθεῖα |
τὸ βαθὺ
τοῦ βαθέος τῷ βαθεῖ τὸ βαθὺ (ὦ) βαθὺ |
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
| |||
Ον.
Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. |
οἱ βαθεῖς
τῶν βαθέων τοῖς βαθέσι τοὺς βαθεῖς (ὦ) βαθεῖς |
αἱ βαθεῖαι
τῶν βαθειῶν ταῖς βαθείαις τὰς βαθείας (ὦ) βαθεῖαι |
τὰ βαθέα
τῶν βαθέων τοῖς βαθέσι τὰ βαθέα (ὦ) βαθέα |
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
| |||
Ον.
Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. |
ὁ θῆλυς
τοῦ θήλεος τῷ θήλει τὸν θῆλυν (ὦ) θῆλυ |
ἡ θήλεια
τῆς θηλείας τῇ θηλείᾳ τὴν θήλειαν (ὦ) θήλεια |
τὸ θῆλυ
τοῦ θήλεος τῷ θήλει τὸ θῆλυ (ὦ) θῆλυ |
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
| |||
Ον.
Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. |
οἱ θήλεις
τῶν θηλέων τοῖς θήλεσι τοὺς θήλεις (ὦ) θήλεις |
αἱ θήλειαι
τῶν θηλειῶν ταῖς θηλείαις τὰς θηλείας (ὦ) θήλειαι |
τὰ θήλεα
τῶν θηλέων τοῖς θήλεσι τὰ θήλεα (ὦ) θήλεα |
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ:
Τα τριτόκλιτα επίθετα σε –υς, -εια, -υ:
Τα τριτόκλιτα επίθετα σε –υς, -εια, -υ:
1. Στο αρσενικό και στο ουδέτερο είναι:
γενικώς οξύτονα: βαθύς, βαρύς, βραδύς, γλυκύς, δασύς, εὐθύς, εὐρύς, ἡδύς, θρασύς, ὀξύς, παχύς, ταχύς, τραχύς, κ.ά.,
βαρύτονα είναι μόνο το θῆλυς, θήλεια, θῆλυ και το ἥμισυς, ἡμίσεια, ἥμισυ (τοῦ ἡμίσεος, της ἡμισείας, τοῦ ἠμίσεος).
γενικώς οξύτονα: βαθύς, βαρύς, βραδύς, γλυκύς, δασύς, εὐθύς, εὐρύς, ἡδύς, θρασύς, ὀξύς, παχύς, ταχύς, τραχύς, κ.ά.,
βαρύτονα είναι μόνο το θῆλυς, θήλεια, θῆλυ και το ἥμισυς, ἡμίσεια, ἥμισυ (τοῦ ἡμίσεος, της ἡμισείας, τοῦ ἠμίσεος).
2. Παρουσιάζονται με δυο θέματα:
το ένα σε –υ, από το οποίο σχηματίζονται η ονομαστική, η αιτιατική και η κλητική του ενικού του αρσενικού και του ουδετέρου, και το άλλο σε –ε, από το οποίο σχηματίζονται όλες οι άλλες πτώσεις και των τριών γενών.
το ένα σε –υ, από το οποίο σχηματίζονται η ονομαστική, η αιτιατική και η κλητική του ενικού του αρσενικού και του ουδετέρου, και το άλλο σε –ε, από το οποίο σχηματίζονται όλες οι άλλες πτώσεις και των τριών γενών.
3. Συναιρούν το χαρακτήρα -ε- με το ακόλουθο –ε- ή -ι- σε –ει-,
(Το επίθετο ἥμισυς συναιρεί πολλές φορές και το -ε- με το –α στο τέλος του ουδετέρου και σχηματίζει και δεύτερο τύπο σε –η: τὰ ἡμίσεα και τὰ ἡμίση.)
(Το επίθετο ἥμισυς συναιρεί πολλές φορές και το -ε- με το –α στο τέλος του ουδετέρου και σχηματίζει και δεύτερο τύπο σε –η: τὰ ἡμίσεα και τὰ ἡμίση.)
4. Την κλητική του ενικού του αρσενικού τη σχηματίζουν χωρίς κατάληξη –ς
π.χ. (ὦ) βαθύ, (ὦ) ταχύ, (ὦ) θῆλυ, (ὦ) ἥμισυ.
π.χ. (ὦ) βαθύ, (ὦ) ταχύ, (ὦ) θῆλυ, (ὦ) ἥμισυ.
5. Την αιτιατική του πληθυντικού τη σχηματίζουν όμοια με την ονομαστική
π.χ. τοὺς βαθεῖς, τοὺς ταχεῖς.
π.χ. τοὺς βαθεῖς, τοὺς ταχεῖς.
β) Δικατάληκτα σε -υς, -υ
Κατά την γ΄ κλίση κλίνονται και μερικά σύνθετα δικατάληκτα επίθετα με β΄συνθετικό ουσιαστικό φωνηεντόληκτο σε –υς, που λήγουν στην ονομαστική το αρσενικό και το θηλυκό σε –υς και το ουδέτερο σε –υ και σχηματίζουν τη γενική σε -υος ή –εος.
Παραδείγματα
Δικατάληκτα σε -υς, -υ, (γεν.-υος)
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
| ||
Ον.
Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. |
ὁ, ἡ εὔβοτρυς
τοῦ, τῆς εὐβότρυος τῷ, τῇ εὐβότρυϊ τὸν, τὴν εὔβοτρυν (ὦ) εὔβοτρυ |
τὸ εὔβοτρυ
τοῦ εὐβότρυος τῷ εὐβότρυϊ τὸ εὔβοτρυ (ὦ) εὔβοτρυ |
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
| ||
Ον.
Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. |
οἱ, αἱ εὐβότρυ-ες
τῶν εὐβοτρύ-ων τοῖς, ταῖς εὐβότρυ-σι τοὺς, τὰς εὐβότρυ-ς (ὦ) εὐβότρυ-ες |
τὰ εὐβότρυ-α
τῶν εὐβοτρύ-ων τοῖς εὐβότρυ-σι τὰ εὐβότρυ-α (ὦ) εὐβότρυ-α |
Δικατάληκτα σε -υς, -υ, (γεν. –εος)
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
| ||
Ον.
Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. |
ὁ, ἡ δίπηχυς
τοῦ, τῆς διπήχεος τῷ, τῇ διπήχει τόν, τὴν δίπηχυν (ὦ) δίπηχυ |
τὸ δίπηχυ
τοῦ διπήχεος τῶ διπήχει τὸ δίπηχυ (ὦ) δίπηχυ |
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
| ||
Ον.
Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. |
οἱ, αἱ διπήχεις
τῶν διπηχέων τοῖς, ταῖς διπήχεσι τούς, τὰς διπήχεις (ὦ) διπήχεις |
τὰ διπήχεα και διπήχη
τῶν διπηχέων τοῖς διπήχεσι τὰ διπήχεα και διπήχη (ὦ) διπήχεα και διπήχη |
- Κατά το εὔβοτρυς (= αυτός που έχει αφθονα σταφύλια) κλίνονται: πολύιχθυς, φίλιχθυς, λεύκοφρυς, σύνοφρυς, ἄδακρυς, πολύδακρυς, φιλόδακρυς κ.α.
- Κατά το δίπηχυς κλίνονται: τρίπηχυς, τετράπηχυς κτλ, διπέλεκυς, τριπέλεκυς κτλ.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου